“Σα βγεις στον πηγαιμό για την γραφή,
να εύχεσαι να ‘ναι εκεί κι ο Γελωτοποιός,
γεμάτος αστεϊσμούς, γεμάτος γνώσεις.
Το Σβάιτσερ και τις Οπτικές,
τον μαγικό Ρεαλισμό μη το φοβάσαι,
τέτοια αυτός θα σου εξηγήσει με χαρά,
Κι εσύ θα γράψεις σα να ‘σαι προφήτης,
μηδέ ο Ιώβ, ουδέ ο Μωυσής, μα σα Βραχνός”
~~~~~
Τα όνειρα είναι κάτι που δε ζεις. Είναι ένα ψέμα, δεν είναι αλήθεια. Είναι μια οπτασία. Είναι η φαντασία. Είναι το ιδανικό, αλλά και το τρομερό. Εκεί είναι όμως που θέλω εγώ να ζω.
Γιατί ζεις! Ζεις και νιώθεις. Νιώθεις και πονάς. Πονάς και αλλάζεις. Κι εκεί που αλλάζεις αναρωτιέσαι να συνεχίσω να ζω ή να αρχίσω να ονειρεύομαι; Και λες καλύτερα να ονειρεύεσαι. Να ακούς και να ζεις αυτά που θες. Να νιώθεις αυτά που μπορείς να διαχειριστείς. Να γελάς και να κλαις εκεί που θες. Αλλά πάντα δεν μπορείς. Γιατί ζεις!
Και σε ρωτάω εσύ τι κάνεις; Ζεις ή ονειρεύεσαι;
Εγώ έτρεξα και ζω στο όνειρο. Γιατί ρώτησα από μικρός και μου το είπανε.
Τρέξε, παιδί μου, και φύγε για να ζεις αυτό που θες.
Τρέξε, καλέ μου, και κάνε αυτό που λες.
Τρέξε, γιε μου, και μην τους αφήσεις να σου κλέψουν το όνειρο.
Κι εγώ τους άκουσα. Κι έτσι από μικρός έκλεινα τα μάτια μου και πέταγα μακριά. Οι σκέψεις μου γίνονταν φτερά και πέταγα. Έγιναν το χαμόγελο μου και η λάμψη μέσα στα μάτια μου. Και μετά δεν χρειαζόταν ούτε να κλείσω τα μάτια μου. Έγινε η ικανότητα συνήθεια.
Αλλά τελικά μεγάλωνα και τα όνειρα δεν ήταν πάντα αληθινά. Όσο κι αν προσπαθείς θα είναι μόνο μια στιγμή μέσα στη ζωή. Τα όνειρα σου θα είναι ένα καράβι στον απέραντο ωκεανό. Θα είναι ένα πουλί στον καταγάλανο ουρανό. Κι έτσι κι εγώ σαν τον γλάρο του Ιωνάθαν έμαθα να πετάω. Πήγαινα σε ταξίδια μακρινά, εδώ πιο δίπλα. Πέταγα σε θάλασσες και έπλεα σε στεριές.
Μα δεν θα είναι πάντα τόσο όμορφα όσο τα φαντάζεσαι.
Η πτήση από τη πτώση ένα γράμμα διαφορά. Και η γλώσσα μπερδεύεται συχνά. Έτσι υπήρχαν όνειρα που δεν κατάφερα να κάνω. Δεν τα έκανα κι έγιναν πικρία. Αυτή η πικρία έγινε μια ακόμα κορνίζα στο σύνθετο της μαμάς. Δεν ξεχώριζε μέσα από τη ζωή και έγινε ένα, όπως ακριβώς ταιριάζει και αυτή η κορνίζα.
Μετά από αυτό νιώθεις ότι σε απορρόφησε τότε η ζωή. Ότι συμβιβάστηκες. Ένα η πίκρα με εσένα. Ένα εσύ με το κενό. Ένα το ανεκπλήρωτο με τη ζωή. Και τότε όποιος κι αν κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση φοβάται.
Τρομάζει. Τρομάζεις. Τρομάζω.
Μην απελπίζεσαι και υπάρχει γυρισμός.
Αγάπησε όσα όνειρα έκανες πραγματικότητα και λάτρεψε με όλη σου τη ψυχή όσα δεν κατάφερες. Εκεί να ζεις και με αυτό να πορεύεσαι. Να την αγκαλιάσεις την πικρία και αυτή θα γίνει έμπνευση. Θα σε βοηθά να ζεις και να μη πεθαίνεις. Να αγαπάς και να μη μισείς. Να κατανοείς και να μην παρανοείς. Και τότε όλα θα γίνουν έμπνευση.
Όταν νιώσεις αυτή την έμπνευση, δώσε την ενέργεια και όλο σου το είναι. Αγάπα μ’ αυτή. Παίξε μ’ αυτή. Γέλα μ’ αυτή. Κλάψε μ’ αυτή. Και κυρίως γράψε μ’ αυτή.
Αυτή η έμπνευση θα είναι στα χέρια σου μια πλαστελίνη. Θα παίρνεις τα ανεκπλήρωτα όνειρα σου και θα τα βλέπεις να παίρνουν ζωή μέσα τα κείμενα σου. Ένας άσημος κατά τα άλλα Γελωτοποιός, ανέκφραστος και αγέλαστος Μπάστερ Κίτον θα σου δείξει πως να πλάθεις πλαστελίνη. Τι είναι κλοπή, τι είναι ροή. Ποιος είναι ο ήρωας και ποια η γραφή. Τι είναι ο διάλογος και ποιος ο χώρος. Και σε όλα αυτά θα λες
“Μα αυτό είναι για μένα και θέλει να γράψω το όνειρο μου”.
Αλλά στη πραγματικότητα θα είναι η έμπνευση και το όνειρο σου που θα θέλει να βγει και να κάνει πάρτι. Να κάνει τα γράμματα στο κείμενο σου να χορεύουν. Τις λέξεις να πάρουν μορφή. Την παράγραφο να τρεμοπαίζει πάνω στο άσπρο σου χαρτί. Και εσύ θα γράφεις ένα πάρτι σαν αυτό μα μη το σκέφτεσαι
Γιατί ένα πάρτι στο δρόμο των Ονείρων
είναι στιγμή πιο θλιβερή κι απ’ τη στιγμή του ονείρου.
Είναι ένα ξέφτισμα ζωής,
ένα παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Φώτης Κουνέλης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής