Το μακρύ ταξίδι του άντρα γύρω από τη γυναίκα

0
388

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι how_impressionist_berthe_morisot_painted_womens_lives_alt_1050x700-1024x683.jpgΉμουν στην εταιρία χρόνια. Ποτέ δε τα πήγαινα και τόσο καλά. Το είχα μόνιμο άγχος ότι θα με απέλυαν, αλλά όσο η εταιρία τα πήγαινε καλά, δε φαινόταν να απασχολεί κανέναν η απόδοσή μου.

Τον τελευταίο καιρό όμως όλοι ζορίζονταν. Και η εταιρία ζοριζόταν και κατ’ επέκταση και εμείς. Ψάξαν να βρουν ποιος θα φαγωθεί και η απόφαση δεν ήταν και η πιο δύσκολη.

Για να δείξουν τάχα πως έχουν ανθρώπινο πρόσωπο, μου ανέθεσαν μια τελευταία υπόθεση. Έτσι όταν θα με απέλυαν, θα έδειχναν στους υπόλοιπους εργαζομένους το ιστορικό μου, θα υπογράμμιζαν τις αποτυχίες μου, στοργικά θα σημείωναν πως μου δώσαν μια τελευταία ευκαιρία, πως κάναν ό,τι ήταν δυνατό να με κρατήσουν, αλλά από τη μεριά μου δε κατέβαλα καμία προσπάθεια, δε τους άφησα άλλη λύση. Θα τους καθησύχαζαν έτσι. Θα τους δείχνανε πως ήταν μια δίκαιη εταιρία. Όσο ήταν εντάξει με τις υποχρεώσεις τους δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Είναι και καλό μάρκετινγκ να φαίνεσαι δίκαιος. Θα έπαιρνε η εταιρία μια ανάσα.

Ξέραν όμως τι μου ανέθεταν. Στην Πέτρα, ένα μικρό χωριό βορειοδυτικά της Έδεσσας, ζούσε μια γριά. Η γριά, δε ξέραν καν το όνομά της, στα χαρτιά ήταν Η Γριά, έμενε σε ένα παλιό σπίτι σε κείνο το χωριό.

Το σπίτι και το κτήμα της ήθελε η εταιρία να μετατρέψει σε ριζόρτ. Ορεινός τουρισμός, οικολογικός τουρισμός, όπως θες πες το. Σε παίρνουν από κάποια κοντινή μεγάλη πόλη με βανάκι και περνάς κάποιες μέρες παραδοσιακά μέσα στα βουνά, τρώγοντας τραχανά.

Για να έπαιρνε μπρος αυτή η ιστορία όμως, έπρεπε να αγοράσουν το οικόπεδο από τη γριά. Είχαν αποφασίσει ότι αυτό ήταν το κατάλληλο σημείο.

Θα περίμενε κανείς ότι δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αυτή η δουλειά, αλλά καναδυό υπάλληλοι που είχαν προσπαθήσει δε τα είχαν καταφέρει. Μάλιστα είχαν γυρίσει πίσω με τα χέρια εντελώς άδεια και οι εξηγήσεις τους δεν έβγαζαν και πολύ νόημα, πράγμα που έδωσε στην υπόθεση αυτή μια φήμη μυστηριακή.

Ήταν, όμως, η τελευταία μου ευκαιρία και δε θα την άφηνα να πάει χαμένη. Βρήκα στο ίντερνετ ένα σεμινάριο, Ψυχολογία και Μάρκετινγκ, που στόχευε ακριβώς στο πως να πείθεις τον πελάτη πως η συναλλαγή που προτείνεις τον συμφέρει. Το πλήρωσα ακριβά, μα ήμουν σίγουρος πως θα με αντάμειβε και με το παραπάνω.

Η γριά ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Θα της έλεγα τι καλά που θα ήταν να ζει με τα παιδιά της. Πόσο θα χαιρόντουσαν τα εγγόνια της να την έχουν. Και μόλις θα άκουγαν και τα παιδιά πόσα θα κληρονομούσαν σύντομα, άμα πουλιόταν εκείνο το έρημο σπίτι που ποτέ δε πατούσαν το πόδι τους, θα γλυκαίνονταν και θα έκλεινε η συμφωνία.

Οργάνωσα το ταξίδι μου. Λίγο έξω από τη Λαμία, στη Στυλίδα, η μπουγάτσα δε παίζεται, θα σταματούσα για καφέ. Μετά, στο Βόλο έχει τα καλύτερα τσιπουράδικα, θα έτρωγα για μεσημέρι. Κι από κει Έδεσσα. Άμα έφτανα στην Έδεσσα θα έβλεπα για το χωριό.

Κοντά ο Βόλος κι η Στυλίδα. Δε πειράζει, δεν είναι πολύ για την Έδεσσα από κει.


***


Ξεκίνησα νωρίς. Μέχρι τις 6:30 είχα βγει εθνική. Όλα πηγαίναν βάση σχεδίου. Νύστα δεν ένιωθα. Άμα σηκωθείς τόσο πιο νωρίς από ότι συνήθως το σώμα σου παθαίνει ένα σοκ και σε κρατάει ξύπνιο.

Το ραδιόφωνο σύντομα άρχισε τα παράσιτα. Είχα όμως κανονίσει. Τρία cd με τα καλυτέρα του Nick Cave. Θα με έφταναν για το πήγαινε.

Δεν άργησε η Στυλίδα. Βγήκα απ’ το αμάξι και μύρισα θάλασσα. «Τι όμορφο να βλέπεις το νερό!» Έκατσα στις Ερινύες. Μπουγάτσα και φρέντο. Ήταν νωρίς, δεν είχαν πολύ κόσμο. Αυτή η πρώτη γουλιά του φρέντο έχει μια σχεδόν μαγική επίδραση. Σαν μια αγαλλίαση να απλώνεται σε όλο το κορμί. Πηγάζει στο στόμα ή στο στομάχι; Ποιος ξέρει; Ο πρώτος κανόνας της μαγείας; Αν την καταλάβεις παύει να είναι μαγεία.

«Γεια σου, πώς σε λένε;» με ξάφνιασε ένα κοριτσάκι.
Κοίταξα μια στιγμή γύρω μου.
«Γιώργο, εσένα;»
«Εμένα Λίζα. Θέλεις να παίξουμε;»
«Που είναι οι γονείς σου, Λίζα;»
«Στη δουλειά. Θέλεις να παίξουμε;»
«Κι εσύ πώς και δεν είσαι σπίτι;»
«Μα για να είμαι εδώ. Πώς να είμαι και εδώ και σπίτι; Έλα, έλα, θέλεις να παίξουμε;»
«Τι παιχνίδι;» είπα.
«Κρυφτό;»
«Είμαι πολύ μεγάλος για κρυφτό. Θες να παίξουμε μακρινοί φίλοι;»
«Δε το ξέρω αυτό το παιχνίδι.»
«Είναι εύκολο. Καθόμαστε εδώ στο τραπέζι και προσποιούμαστε πως είμαστε μακρινοί φίλοι. Λεμέ πως πήγε η χρονιά, τι μάθαμε στο σχολείο, ποιοι είναι οι αγαπημένοι μας φίλοι και τέτοια.»
«Παράξενο παιχνίδι. Εντάξει, αλλά αν δε μ’ αρέσει θα παίξουμε κάτι άλλο.»
«Εντάξει» είπα κι εγώ.

Άρχισε να μου λέει για τη χρονιά της στο σχολείο. Περίεργα πράγματα τους μαθαίνουν, ούτε η μάνα μου δε μάθαινε τέτοια. Όλο κύκλους κάνει η εκπαίδευση στην Ελλάδα.

Μου είπε για τις φίλες της και για το πως παίζανε κρυφτό τα καλοκαιριά στη Στυλίδα. Παίζανε και κυνηγητό, κρυμμένο θησαυρό, κολυμπούσαν στη θάλασσα. Ανέμελα χρονιά.

Ήταν όμορφο αυτό το κοριτσάκι. Θα κάψει καρδιές. Ξανθά μαλλιά, μελιά ματιά και μια χαρακτηριστική ελιά στο αριστερό μάγουλο.

«Λοιπόν νομίζω είναι ώρα να πάω να βρω τις φίλες μου. Μ’ άρεσε το παιχνίδι μακρινοί φίλοι, θα τις το πω να το παίξουμε. Γεια σου.»
«Γεια σου» της είπα.
Λίγο μετά ήρθε ο σερβιτόρος, πλήρωσα και έφυγα για Βόλο.

***

«Μεζέ και τσίπουρο στο λιμάνι. Ποτήρι, με πολλά παγάκια, έχω δρόμο ακόμα. Τι άλλο να ζητήσει κάνεις;» σκεφτόμουν καθώς στάθηκα μια στιγμή έξω από το τσιπουράδικο του Νίκου.

«Θα βιάζεσαι ε;»
Ήταν μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα εικοσιπέντε. Φορούσε μπεζ παντελόνι και λευκό πουκάμισο.
«Όχι ιδιαίτερα» είπα.
«Πηγαίνω κάπου που σερβίρουν αληθινό φαγητό. Άμα θες να με συνοδέψεις.»

Την ακολούθησα μέσα σε κάτι στενά σοκάκια. Γύρω έβλεπες κρεμασμένες μπουγάδες στα σπίτια, σπίτια τούβλινα. Γιαγιάδες με μαντήλια στο κεφάλι, μάζευαν τα ρούχα, άπλωναν τα ρούχα.

Κατεβήκαμε κάτι σκαλιά και μπήκαμε στο κουτούκι. Αν και μεσημέρι, μια κιθάρα και ένα μπουζούκι συνόδευαν μια ονειρική φωνή σε τραγούδια ξεχασμένα.

Καθίσαμε. Η κοπέλα φάνηκε να γνωρίζει το σερβιτόρο. Παρήγγειλε κόκκινο κρασί. Διαμαρτυρήθηκα πως είχα να οδηγήσω.

«Δε μεθάει αυτό το κρασί» με καθησύχασε.

Τα καστανόξανθα μαλλιά της πάντα κάλυπταν το μισό της πρόσωπο, δίνοντας της μιας αύρα μυστηρίου. Τα χείλη της διαρκώς έπαιζαν. Δε μπορούσες να διαβάσεις την έκφραση της σ’ αυτά. Ίσως μάλλον, μπορούσες να διαβάσεις όλες τις εκφράσεις.

«Πρώτη φορά στο Βόλο;» είπε.
«Έχω περάσει κάνα δυο φορές. Δεν έχω μείνει.»
«Δε λέει τίποτα σε πρώτη ματιά, έτσι δεν είναι; Πρέπει να του δώσεις λίγο χρόνο. Να ανακαλύψεις τα μυστικά του.»
«Είναι πράγματι πολύ ωραίο αυτό το μυστικό. Και να ‘θελα δε θα ξανάβρισκα το δρόμο, και το κινητό δε φαίνεται να έχει σήμα να το δω στο χάρτη.»
«Δε πειράζει. Κάποια μυστικά είναι όμορφο να παραμένουν μυστικά.»
«Εσύ μένεις εδώ;»
«Σπουδάζω. Σχεδόν τέλειωσα, οπού να ‘ναι φεύγω.»
«Για που;» είπα.
«Όπου με βγάλει. Θα δούμε. Σπούδασα εδώ για να είμαι κοντά στους δικούς μου. Κατάλαβα όμως πως και κοντά να είσαι δε τους βλέπεις πιο συχνά, ψευδαίσθηση είναι. Εσύ; Πώς και από δω;»
«Έχω μια δουλειά στην Έδεσσα κοντά, απ’ την Αθήνα έρχομαι. Έκανα μια στάση για φαΐ και συνεχίζω.»
«Έδεσσα; Έχω ακούσει πως είναι πολύ όμορφα εκεί. Θα ‘θελα πολύ να πάω.»

Συνεχίσαμε τη κουβέντα σε υπόκρουση κρασιού και τραγουδιού. Είπαμε πολλά, δεν είπαμε τίποτα. Κάθε τόσο θα έσκυβε ελαφρώς το πρόσωπό της και θα χαμογελούσε. Το έκανε οχτώ φορές. Οχτώ απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου.

Πλήρωσα και φύγαμε. Φτάσαμε πίσω στο λιμάνι.

«Πέρασα πολύ ωραία. Το φαγητό, η μουσική, η παρέα. Σ’ ευχαριστώ» της είπα.
Μου χαμογέλασε.
«Θα μπορούσες να μου δώσεις το τηλέφωνό σου;» είπα.
Δε απάντησε. Κοίταξε τη θάλασσα, έκανε δυο βήματα προς τα ‘κει.
«Ίσως σε δυο μέρες που θα γυρνάω απ’ την Έδεσσα να ξαναφάμε μαζί;»
«Πιστεύω θα ‘χω φύγει απ’ το Βόλο ως τότε. Μην ανησυχείς, αν είναι να γραφτό, θα ξαναβρεθούμε.»
«Πες μου τουλάχιστον πως σε λένε.»
Χαμήλωσε το βλέμμα και χαμογέλασε. Αυτή τη φορά με πάγωσε.

«Κάποιοι με φωνάζουν άγριο τριαντάφυλλο. Δε ξέρω γιατί. Αν θες, μπορείς να με θυμάσαι και συ έτσι.»

Κάτι πήγα να πω, δε θυμάμαι τι. Άγγιξε το δάχτυλο της στο στόμα μου να με σωπάσει. Έκλεισα τα μάτια. Ένιωθα όλη της την ύπαρξη στην άκρη αυτή του δάκτυλου.
«Κάποια μυστικά είναι όμορφο να παραμένουν μυστικά» είπε.

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου είχε πια χαθεί. Τα στενά του Βόλου την είχανε φάει.

Έτρεξα τριγύρω, μήπως ξαναβρώ εκείνο το κουτούκι να ρωτήσω γι’ αυτήν. Άδικος κόπος. Η πόλη φαινόταν να έχει μόνο πολυσύχναστους δρόμους. Αποκαρδιωμένος, γύρισα στ’ αμάξι και έφυγα για Έδεσσα.

***

Είχε πιάσει βροχή σαν έφτασα στην Έδεσσα. Μα δε συνέχιζα χωρίς ένα καφέ. Σταμάτησα διπλά στους καταρράκτες. Το καφενείο, μικρό και ζεστό, ήτανε πήχτρα. Δεν υπήρχε ένα τραπέζι άδειο.

Κάτι η βροχή, κάτι η κούραση, βρήκα το κουράγιο να πάω ως ένα τραπέζι που καθόταν μόνη της μια γυναίκα.

«Με συγχωρείτε, αν δε σας ενοχλώ, θα μπορούσα να κάτσω μαζί σας; Βλέπετε όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα και έξω βρέχει μανιασμένα. Αν περιμένετε παρέα ή θέλετε την ησυχία σας το καταλαβαίνω.»
«Όχι όχι, χαρά μου.» απάντησε και άπλωσε το χέρι προς μια καρέκλα.
«Το ξέρω είναι καλοκαίρι, αλλά τώρα με τη βροχή και τη ψυχρά είναι να δοκιμάσεις τον φίλτρου το καφέ με γεύση φουντούκι. Δεν είναι σιρόπι, έτσι τον ψήνουν. Επίσης αν πεινάς, η πορτοκαλόπιτα που φτιάχνει εδώ η Βάσω είναι απίθανη.» είπε.
«Ευχαριστώ, μια πορτοκαλόπιτα και έναν φίλτρου λοιπόν.»
«Τι σε φέρνει από δω, αν μου επιτρέπεις;» μου είπε.
«Έχω μια δουλειά εδώ τριγύρω. Σε ένα χωριό, την Πέτρα, το ξέρεις;»
«Ναι, πανέμορφο χωριό, το επισκέφτηκα τώρα πρόσφατα γιατί σκέφτομαι μήπως πάρω εκεί ένα σπίτι. Είμαι ζωγράφος, και τα τοπία εκεί είναι μοναδικά.»
«Θα μπορούσες να πεις πως και ‘γω κάτι παρόμοιο θέλω. Ο δικός μου σκοπός είναι λίγο πιο ρηχός απ’ τη ζωγραφική.»
«Μη το σκέφτεσαι έτσι. Η ζωή είναι ένα υπόβαθρο ρηχών στιγμών. Στη σκηνή μπροστά έχουμε τα λίγα που μας κάνουν χαρούμενες.»

Δε μπορούσα να εξηγήσω τι ήταν, αλλά μου έβγαζε ένα πολύ οικείο συναίσθημα. Σίγουρα δε την είχα γνωρίσει. Θα ορκιζόμουν πως την είχα.

«Μένεις στην Έδεσσα;» ρώτησα.
«Όχι, έρχομαι όμως συχνά για να βρω το κατάλληλο μέρος για τη ζωγραφική μου. Έχει μια αύρα μοναδική αυτή η περιοχή. Μόνιμα μένω στο Παρίσι με την οικογένεια μου. Έχω δυο παιδιά!»

Έβγαλε το πορτοφόλι της που φύλαγε δυο φωτογραφίες. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι, όμορφα παιδάκια.

«Γνώρισα ένα κοριτσάκι σήμερα φτυστή η κόρη σου» της είπα.
«Άντε, κοίτα να δεις. Λες να ήταν αυτή;» είπε και γέλασε. «Τα παιδιά είναι με τον πατέρα τους στο Παρίσι. Θα γυρίσω και ‘γω σε τρεις μέρες. Έχω κάποια ακόμα χωριά που θέλω να δω.»
«Ίσως αγοράσω μια μέρα κάποιο πίνακά σου.»
«Ναι! Δε έχω μαζί μου κάτι αλλά τους δίνω σε γκαλερί στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ζήτα ένα πίνακα της Ελάιζα.»
«Τι όμορφο όνομα!»

Χαμογέλασε. Κάναμε ωραία παρέα. Ο καφές και η πορτοκαλόπιτα ήταν όντως πεντανόστιμα. Όταν νύχτωσε πια, την αποχαιρέτησα υποσχόμενος να ψάξω για τους πίνακές της και πήγα να κάνω check-in στο δωμάτιο.

***

Έφτασα στην Πέτρα. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να βρω το σπίτι της Γριάς. Ήταν πολύ λίγα τα σπίτια του χωριού και στο αρχείο υπήρχε μια πολαρόιντ φωτογραφία του δικού της.

Βρισκόταν στα μισά του λόφου. Αφού έφτανες στην αυλή, ήταν μπόλικα τα ξύλινα σκαλοπάτια που είχες να ανέβεις ως τη βεράντα. Σαν τα ανέβηκα και στάθηκα μια στιγμή, είδα από κάτω το γκρεμό να απλώνεται παρθένο και τρομακτικό. Από τη βεράντα έβλεπες ως κάτω το ποτάμι, που χώριζε το από δω βουνό από το από κει. Τα πάντα γύρω ήταν πράσινα. Ναι, θα έκανε ένα καλό ριζόρτ αυτό το μέρος.

Χτύπησα και μου άνοιξε η Γριά. Σιγουρά γριά δεν ήταν ο χαρακτηρισμός που σου ερχόταν στο μυαλό.

Μια κοτσονάτη ηλικιωμένη γυναίκα με κοντά λευκά μαλλιά. Τα πολλά αυλάκια στο πρόσωπο της προσέδιδαν μια οικειότητα αλλά μαρτυρούσαν και δύναμη. Σχεδόν κρύβαν μια ελιά στο αριστερό μάγουλο.

«Γεια σου, γιε μου, περνά να σου φτιάξω ένα καφέ.»
Με ξάφνιασε. Δε με ρώτησε καν ποιος είμαι. Μπήκα στο σπίτι. Φαινόταν πως δεν περιποιούνταν πολύ συχνά. Μικροί ιστοί αράχνης από εδώ κ’ από κει, αλλά τα πάντα ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Σε μια γωνιά ακουμπισμένα μου κάναν εντύπωση πολλά κάδρα.
«Ζάχαρη;»
«Λίγη, αν σας βρίσκετε.»

Βγήκαμε και κάτσαμε στο τραπέζι στη βεράντα.
«Τι σε φέρνει εδώ γιε μου;»
«Δουλεύω σε μια εταιρία. Θα μας ενδιέφερε πολύ να αγοράσουμε αυτό εδώ το σπίτι.»
«Τούτο δω;» γέλασε.
«Θα είναι δύσκολο για σας να μένετε τόσο απομονωμένη. Με τα λεφτά θα μπορούσατε να μετακομίσετε με την οικογένεια σας και να ζήσετε άνετα. Αν μου επιτρέπετε, έχετε παιδιά;»
«Έχω ένα γιο και μια κόρη. Αλλά δε θέλω να τα φορτώνω. Είμαι καλά εδώ.»
«Είμαι σίγουρος πως δε θα σας βλέπαν σαν φόρτο. Αν μου επιτρέπετε πάλι, πώς σας λένε; Για το αρχείο μας, ένα επίθετο αρκεί.»
«Ντέυ ήταν το όνομα του άντρα μου.»
«Δε ζει ο άντρας σας;»
«Έχει φύγει χρόνια τώρα. Όλο σκέφτομαι να πάω να τον βρω. Μα κάτι σε αυτό το μέρος δε μ’ αφήνει.»
«Φτου φτου φτου, κουνηθείτε απ’ τη θέση σας, μη λέτε τέτοια πράγματα. Βλέπω σας λείπει ο άντρας σας, η οικογένεια σας. Δε θα ‘ταν καλυτέρα να ζείτε με τα παιδιά σας;»
«Ο τόπος αυτός με κράτησε. Δε θα μπορούσα να μείνω αν τον άφηνα.»
«Είναι πράγματι όμορφα εδώ.»
«Θα ‘θελες να με συνοδέψεις σε μια βόλτα ως το ποτάμι;» μου είπε.

Δε το κατάλαβα για πότε φτάσαμε κάτω.

«Δε φαίνεται να μπορώ να την πείσω» σκέφτηκα. Άρχισα να ανησυχώ για τη θέση μου στην εταιρία. Τι θα τους έλεγα; Κάπως έπρεπε να γυρίσω πίσω με αποτελέσματα.
«Ας κάτσουμε εδώ» μου είπε.

Το ποτάμι ήταν ήρεμο. Γύρω η γη ήταν ανθισμένη. Τα βουνά στις δυο όχθες υψώνονταν θεόρατα.

Σα να διάβασε τη σκέψη μου ή γιατί αυτή η σκέψη επισκίαζε κάθε άλλη, είπε

«Ξέρεις γιε μου, κάθε ομορφιά κάποτε πεθαίνει. Όχι όμως αυτή η ομορφιά.»

Σηκώθηκα, πήγα ως το ποτάμι, μάζεψα νερό στη χούφτα μου και το ‘ριξα στο πρόσωπό μου. Το κρύο, ορεινό νερό σα να διείσδυσε στο κορμί μου.

«Αν μου επιτρέπετε» είπα και πήγα να κατουρήσω.

«Πρέπει κάπως να την πείσω, πρέπει κάτι να κάνω. Μα τι;» και η χειρότερη σκέψη φύτρωσε στο μυαλό. Αν η γριά χανόταν ξαφνικά; Ποιος θα την γύρευε; Ποιος θα απορούσε; Κατέβηκε στο ποτάμι γριά γυναίκα, γλίστρησε, έπεσε και χτύπησε. Ποιος θα το έψαχνε παραπάνω;

Άρπαξα μια βαριά πέτρα. Στην ηλικία της ένα χτύπημα στο κεφάλι θα αρκούσε. Προχώρησα προς το μέρος της όσο πιο ήσυχα μπορούσα. Ύψωσα την πέτρα δυο βήματα πριν τη φτάσω.

Γύρισε και με κοίταξε στα ματιά, γαλήνια, χωρίς φόβο. Έκανα ακόμα ένα βήμα προς εκείνη. Γλίστρησα. Δε κατάφερα να βάλω τα χεριά μπροστά απ’ το κεφάλι καθώς έπεσα και το χτύπησα σε μια κοτρόνα.

Η κυριά Ντέυ έμεινε να αγναντεύει το ποτάμι. Δεν είπε τίποτα, δεν έκανε κάποια κίνηση.

~~

Εγώ, πεσμένος τώρα κάτω, ανίκανος να κουνηθώ, βλέπω για πρώτη φορά τη ζωή μου καθαρά. Θα παραιτηθώ απ’ τη δουλειά, μα πριν παραιτηθώ θα καταστρέψω το αρχείο της κυρίας Ντέυ. Κι ύστερα θα κινήσω γη και ουρανό να βρω το άγριο τριαντάφυλλο.

Η γερόντισσα γυρνάει προς το μέρος μου και μου χαμογελάει. Και καθώς κλείνουν πλέον τα μάτια μου, νιώθω μια βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι της Berthe Morisot, που ήταν μέλος της ομάδας των Ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι. αλλά δεν έγινε διάσημη όπως οι άντρες ζωγράφοι, Σεζάν, Ρενουάρ, Ντεγκά και λοιπά.