Η κωμόπολη Μ είναι χτισμένη πάνω σε λόφο. Από κάτω, στα χαλάσματα κάποιου κάστρου, τρέχει ένας ποταμός πολύ βαθύς, μέσα σε κάτι ρεματιές απόκρημνες. Τον ονόμασαν Σαντεκλαίρ – πετεινό – ίσως χωρίς άλλο, γιατί ο θόρυβος που κάνει το διάφανο νερό του είναι κρυσταλλένιος.
Περιπλανιέμαι νύχτα – μέρα, πλάι στα νερά του. Τον παρατηρώ για ώρες, μη μπορώντας να πάρω τα μάτια μου μακριά από τα παρασυρόμενα πορτοκαλιά φύλλα και τη λάσπη της χθεσινής βροχής. Ένα φθινόπωρο σαν κι αυτό, στις όχθες του Σαντεκλαίρ, είναι αμαρτία να είμαι τόσο μόνος. Η έλλειψη ηλιακού φωτός μοιάζει να υποτροπιάζει την αρρώστια μου, τα δόντια μου τρίζουν τη νύχτα και κάθε μικρός θόρυβος από το επάνω πάτωμα μου ταράζει την ψυχή.
Είναι πέντε βράδια τώρα που νομίζω δεν μπορώ να ανασάνω. Σε ποιο ρυάκι δίπλα να πάω να κάτσω, να ξεπλύνει τη νοσηρή μου ύπαρξη;
Αναρωτιέμαι στ`αλήθεια, εάν αυτό το κομοδίνο είναι πραγματικά δικό μου, εάν ήτανε ποτέ υπό την κατοχή μου, ή είναι δοσμένο και αυτό σε εκείνη, γεμάτο υποσχέσεις, προδοσία, και φυγή.
Ο πόνος στο στομάχι μου κάθε βράδυ όλο και δυναμώνει. Μάλλον φταίνε οι ακαθαρσίες που πίνω καθώς σε καρτερώ, πάντα με ευλάβεια, μέσα στο χαραγμένο απ`τα δάκρυα κρυστάλλινο ποτήρι σου. Σου είχα πει χίλιες φορές, μην το φυλάς μέσα στο σκρίνιο, στον ψηλό δρύινο μπουφέ. Πίσω από τα γυάλινα πορτάκια του πιάνει σκόνη. Ούτε εμένα άκουγες, ούτε τον ήχο των κρυστάλλινων νερών του ποταμού.
Πάντα ακατάδεχτη. Πάντα μόνη να περιοδεύεις στο σύμπαν, κι εγώ να καιροφυλαχτώ την μια σου ανάσα, δίχως άλλο να βαστώ την θέρμη της αγκάλης σου, μάταια να συμπονώ τους περιπλανώμενους ζητιάνους, μάταια να προσμένω τη ζεύξη των χειλιών σου απάνω στα δικά μου, μάταια.
Η μέρα ξημέρωσε απόγευμα. Μυρίζει γιασεμί, σαν εκείνο το άρωμα που φορούσες και το φύλαγες στο κίτρινο μπουκαλάκι, κάτω από τον καθρέφτη, στο κομοδίνο. Κοιτάζω πέρα από τον λόφο, πέρα από την αγουροξυπνημένη πολιτεία, πέρα από το θάνατο που νοιώθω στο στέρνο μου ζερβά. Παρακαλώ τον Κύριο να είναι αυτή η τελευταία φορά που θωρώ το πέπλο των ουράνιων στρωμάτων πλάι σε θραύσματα, μισοκοιμισμένες πεταλούδες και γκρίζους ποντικούς.
Βλαστημώ. Το σύμπαν και τους νόμους του, τους ανθρώπους που γνώρισα, όλους! Η ψευτιά τους μου γυρνάει το στομάχι. Σφίγγω τη γροθιά μου και κλωτσάω τον αέρα αλλά ο πόνος της αρρώστιας μου με καταβάλει. Είμαι αδύναμος κι εσύ, πολύ μακριά για να με ακούσεις.
Σε φαντάζομαι αέρινη όπως πάντα να περιφέρεσαι με χάρη σε μονοπάτια άγνωστα, για άλλη μια φορά, με την τσιγγάνα σου ψυχή να σεργιανάς και να δίνεσαι στους περαστικούς σου γνώριμους. Κι αυτό το ποτάμι, δε λέει να σταματήσει. Ο εκκωφαντικός του θόρυβος με ξεκουφαίνει. Η οξιά που στον κορμό της πλάγιασα, γέμισε μάτια, χαραγμένα ως βαθιά στα σωθικά της. Ούτε αυτή δε μπορεί να σηκώσει το φορτίο της δικής μου ύπαρξης. Η αρρώστια μου ζέχνει και ο μεγαλύτερος κήπος παράλληλα του Σαντεκλαίρ δεν είναι πια χρωματισμένος φωτεινά πράσινος. Η πόλη μες το σταχτύ και την ομίχλη αδιαφορεί, όπως και οι ανύπαρκτες ηλιαχτίδες, για την μαραζωμένη μου ύπαρξη.
Γκρίζος καπνός βγαίνει από τις καμινάδες. Οι χωρικοί ψήνουνε κανένα καρβέλι, ή ροδισμένο κρέας. Είναι 25 του Νοέμβρη, μεγάλη γιορτή για την καλοκουρδισμένη πολιτεία μας. Το ξεροκόμματο μες την καραβάνα με περιμένει από εχθές καταγής, μαζί και τα λουστρίνια μου, με πέντε δάχτυλα σκόνη. Πρέπει να ξεχορταριάσω την αυλή, το υποσχέθηκα στον νοικοκύρη μου, αλλιώς λέει θα του πληρώσω τα εργατικά να την εφτιάσει άλλος. Για δες που θα γίνω κηπουρός τώρα.
Η γιορτή ξεκίνησε στην κεντρική πλατεία. Περνούν οι γείτονες φτιασιδωμένοι μπροστά απ`την αυλή χαιρετώντας με περήφανα, ξανοίγομαι κι εγώ, ξεκουμπώνω το πουκάμισο και το πετώ στο χώμα. Ο ιδρώτας της αρρώστιας μου με κάνει να δυσφορώ από τη ζέστη, κι ας είναι Νοέμβρης μήνας.
Η μουσική από την κεντρική πλατεία, φτάνει ως τ` αυτιά μου.
Επιτέλους, ο θόρυβος από τα νερά του ποταμού σκεπάστηκε, μαζί και η κρυστάλλινη φωνή της, που αντηχεί μέσα στ` αυτιά μου μέρα νύχτα. Πέντε νύχτες είναι που με καλεί, Θεέ μου, εάν γλυτώσω από την ασφυξία κάνε να μην την ξανακούσω ποτέ, κι ας τραγουδούσε υπέροχα κείνο το τραγούδι της Πιάφ, όλο νοσταλγία και νάζι.
Η νύχτα αγριεύει τις προθέσεις, μου`χε πει κάποτε ένας γέροντας. Φοβάμαι να πάω στην πλατεία. Κι αν την δω εκεί ξαφνικά;
Τα μάτια μου τσούζουνε. Είναι μεσάνυχτα. Οι φωνές και τα τραγούδια όλο και δυναμώνουν. Όχι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, το κρεβάτι δε με χωράει και το στρώμα στο πάτωμα αναδύει τη σαπίλα της αρρώστιας μου.
Στεγνό το μπουκάλι από κρασί, ούτε στάλα δεν έμεινε γι’ απόψε κι ο πετεινός του γείτονα, δε λέει να σωπάσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Εύα Χαρίση, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι από το “Για μία νύχτα Έρωτα” του Εmile Zola.