Ένας νάνος ήρθε στο ύπνο μου και μου ζήτησε να χορέψω. Ήξερα ότι ήταν όνειρο, αλλά ήμουν εξίσου κουρασμένος στον ύπνο μου όσο και στον ξύπνιο μου εκείνη την περίοδο. Έτσι, πολύ ευγενικά, αρνήθηκα. Ο νάνος δεν παρεξηγήθηκε και χόρεψε μόνος του.
Έκατσα όμως να τον παρακολουθήσω. Έτσι κ αλλιώς δικό μου ήταν το όνειρο. Από το να περνούσα τις λιγοστές ώρες ξεκούρασης μου ασθμαίνοντας σε κάποιο υγρό στενό, ενώ θα με κυνηγούσε o Pennywise ή να ξαναζoύσα εκείνο το ελεεινό meeting που έγινα ρεζίλι μπροστά σε όλους τους συναδέλφους, καλύτερα να χάζευατον Γκίμλι να τα δίνει όλα.
“Πού ξέρεις;” σκέφτηκα στον ύπνο μου. “Μπορεί να μάθω και κάνα δύο κινήσεις.”
Ο νάνος είχε το ύψος ενός μικρού παιδιού, αλλά η κατατομή του ήταν αυτή ενός στιβαρού ενήλικα άνδρα με τετράγωνες πλάτες και γυμνασμένους μύες, που διαφαίνονταν ακόμα και κάτω από την δερμάτινη πανοπλία του. Το πρόσωπό του ήταν κατειλημμένο από μια φουντωτή, μακριά, πυρόξανθη γενειάδα που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Αν και η πανοπλία φαίνονταν αρκετά ταλαιπωρημένη, η γενειάδα του ήταν χτενισμένη με μικρά κοτσιδάκια που μέσα τους ήταν πλεγμένα, όπως παρατήρησα με κάποια αποστροφή, μικρά κόκαλα.
Εν όσο περιεργαζόμουν τον απροσδόκητο επισκέπτη, ο νάνος είχε βγάλει από κάπου ένα κοπανημένο σε εκατό μεριές cd player και προσπαθούσε να επιλέξει τη μουσική του.
“Τι θέλεις να ακούσεις;” με ρώτησε
“Α, ό,τι θέλεις, δεν έχω πρόβλημα.”
Ο νάνος διάλεξε ένα cd. Ντίσκο και 80s επιτυχίες ξεχύθηκαν από τα ηχεία. Ξεκίνησε να κουνάει το κεφάλι του με τη μουσική, μετά να χτυπάει το πέλμα του ρυθμικά στο πάτωμα και ξαφνικά ξέσπασε σ’ ένα χορό με υδάτινη ευλυγισία. Η μουσική συνέχιζε κι αυτός ίδρωνε και ξεΐδρωνε, φυσούσε και ξεφυσούσε, κουνώντας τα μέλη του και αραδιάζοντας τη μια φιγούρα μετά την άλλη.
“Λοιπόν, αυτό είναι από τα καλύτερα όνειρα που είχα τελευταία”, σκέφτηκα και άρχισα να χτυπάω παλαμάκια. Με τα πολλά ο νάνος κουράστηκε, σταμάτησε τη μουσική και αφού πήρε μια ανάσα άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του.
Όπως μάζευε γύρισε και μου είπε:
“Συγγνώμη που ήρθα εδώ να χορέψω, αλλά δεν είχα που να πάω. Αν με καταλάβαιναν οι σύντροφοι μου θα με κορόιδευαν.”
“Ω, μην το συζητάς, μπορείς να έρχεσαι όποτε θες.”
Το ύφος του ήταν τόσο απολογητικό που τον λυπήθηκα τον κακομοίρη. Η έκπληξη από τα λεγόμενα του ήρθε σε δεύτερο χρόνο.
“Να σου πω, τι εννοείς εδώ; Θέλω να πω, το εδώ είναι ένα λευκός αχανής χώρος κι εγώ, νομίζω δηλαδή, κοιμάμαι.”
“Ναι, αυτό εννοώ. Που με άφησες να έρθω στο όνειρο σου να χορέψω. Είσαι πολύ ευγενικός. Τα ορκ μας έχουν πάρει φαλάγγι και κάπου πρέπει να ξεδώσω και γω.”
“Τι εννοείς σε άφησα; Εγώ σε δημιούργησα, είμαστε στο όνειρο μου”, είπα εκνευρισμένος.
Είναι πολύ σπαστικό να σου αντιμιλάνε τ’ αποκυήματα της φαντασίας σου.
“Κοίτα, αν το δεις φιλοσοφικά”, άρχισε να λέει με δήθεν περισπούδαστο ύφος αλλά σταμάτησε με ένα πονηρό γελάκι. “Φαντάζομαι, δεν έχεις ακούσει για τους Ονειροβάτες.”
Ο κοντοπίθαρος Τζον Τραβόλτα ισχυρίζονταν ότι η συνάντηση μας δεν ήταν αποτέλεσμα των δυο πιτόγυρων που έφαγα το βράδυ. Τι συνέβαινε; Ήταν ξινισμένο τζατζίκι ή μήπως όχι; Η σιωπή μου του έδωσε το σήμα για να συνεχίσει.
“Καιρός όμως να συστηθώ, Ντένεκ Μποούνμακερ, οπλίτης του 34ου τάγματος των Ονειροβατών, τα σέβη μου”, είπε και υποκλίθηκε βαθιά. “Θα ήθελα ξανά να με συγχωρήσεις γι’ αυτή την απαράδεκτη ομολογώ παραβίαση της ονειρικής σου ιδιωτικότητας και των κανόνων των Ονειροβατών. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι στο όνειρο ενός βιολόγου που κοιμάται κάπου στο Κονεκτικατ για να κλέψω τον φονικό ιό που πρόσφατα ανακάλυψε και του έχει γίνει εμμονή.
Χα! να δω τα ορκ πως θα τα βγάλουν πέρα μ’ αυτό. Νόμιζα όμως ότι είχα λίγο χρόνο. Ξεγλίστρησα από το καθήκον για να συνέλθω.
Βλέπεις, ένας νάνος που χορεύει δεν είναι σοβαρά πράματα. Η πολιορκία της πόλης μου είναι σε κρίσιμη φάση. Η αποστολή μου υψίστης σημασίας. Αν καταφέρουμε να διασπείρουμε τον ιό στο εχθρικό στρατόπεδο, μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε. Το δυναμικό μας είναι τόσο αποδυναμωμένο που πλέον ακόμα και μερικοί από το τιμημένο τάγμα των Ονειροβατών, αντί να αφοσιωθούν στην εύρεση νέων όπλων, αναγκάστηκαν να μπουν στη μάχη.”
“Δηλαδή μπαίνετε στα όνειρα του κόσμου και βουτάτε πράγματα;” τον ρώτησα όταν μπόρεσα να βρω τα λόγια μου.
“Για καλό σκοπό”, μου αντιγύρισε και συνέχισε. “Η τεχνολογία στη διάστασή μου είναι περιορισμένη. Για να κάνεις τη διαφορά πρέπει να δώσεις το κάτι παραπάνω. Απλά…να…ξέρεις.. καμιά φόρα… μπορεί να παραστρατήσω λίγο. Οι σύντροφοί μου ξεδίνουν μπλέκοντας σε καβγάδες ή κατεβάζοντας ολόκληρα βαρέλια με μπύρα. Εγώ είμαι κάπως διαφορετικός.
Μια φορά βρέθηκα στο όνειρο ενός πυρηνικού φυσικού και πάνω που ήμουν έτοιμος να κλέψω την πολύτιμη φόρμουλα από το γραφείο του, άρχισε να ακούγεται ο πιο ξεσηκωτικός ρυθμός που είχα ακούσει ποτέ, και σε πληροφορώ έχω δει στο Γυαλιστό Στρείδι τον Λόθαμ, το βάρδο, στη Μπαλάντα των Τριών Γελαδάρηδων.
Γυρνάω, που λες, και βλέπω αυτό το περίεργο μηχάνημα πάνω σ’ ένα παλιό ερμάριο και μέσα στον ενθουσιασμό μου το πήρα”, είπε δείχνοντας μου το cd player. “Από τότε έχω το μυστικό μου. Που και που θα μπω στο όνειρο κάποιου ανυποψίαστου για να ξεδώσω. Λοιπόν, ωραία τα είπαμε αλλά έχω να πάω και στο Κονέκτικτατ. Σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία.”
“Σε παρακαλώ, η χαρά ήταν δική μου. Μη διστάσεις να ξανάρθεις”, ψέλλισα, μη ξέροντας τι άλλο να πω.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα με το Stayin’ Alive στο κεφάλι μου. Κατευθείαν πήγα και γράφτηκα σε μια σχολή χορού. Αν ο Ντένεκ δέχονταν τη πρόσκληση μου, θα του έδειχνα και γω μια δυο φιγούρες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Μανιουδάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι από το διήγημα του Haruki Murakami, ”The Dancing Dwarf” από τη συλλογή διηγημάτων “The Elephant Vanishes”.
Όπως φαίνεται πολλοί ονειρεύονται νάνους που χορεύουν στον ύπνο τους. Αυτός είναι του Ντέιβιντ Λιντς.