“Ήρθες, λοιπόν!”
Με τεντωμένα, σχεδόν ορθάνοιχτα μπράτσα έτρεξε να την προϋπαντήσει. “Ήρθες!” ξαναφώναξε και η χροιά της φωνής του σκαρφάλωσε γοργά την κλίμακα που οδηγούσε από την έκπληξη στην ευτυχία, ενώ το βλέμμα του αγκάλιασε τρυφερά τη λατρεμένη μορφή. “Είχα αρχίσει να φοβάμαι πως δε θα ‘ρθεις.”
Μόλις τον άκουσε, φρίκη την κατέβαλε. Και σύγχυση. Τι εννοούσε “Ήρθες;”; Την περίμενε; Πώς; Γιατί;
Και ποιος ήταν αυτός;
Πήγε σιγά σιγά πίσω. Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Θαρρείς πώς προσπαθούσε ν’ αφήσει πίσω τη σύγχυση της. Καθώς έτρεχε, άκουσε το κλάμα του, το σπαρακτικό του κλάμα. Με τι απελπισία παιδική σπάραζε εκείνος ο θηριώδης άντρας.
Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, έκανε στην άκρη του δρόμου να πάρει μιαν ανάσα. Σάστισε. Σκέφτηκε πάλι εκείνο το “Ήρθες!”
Άρχισε πάλι να τρέχει για να φτάσει σε ένα ασφαλές σημείο.
“Επιτέλους, η πλατεία, το συντριβάνι, λίγο νερό”.
Έσκυψε από πάνω και έπλυνε το πρόσωπό της. Κάπως είχε αρχίσει να ηρεμεί.
Η πλατεία είχε κόσμο. Την κοιτούσαν. Έκανε πάλι την κίνηση ν’ απλώσει λίγο νερό στο ιδρωμένο πρόσωπό της. Και τότε είδε κάτι παράξενο, εκεί στο κούτελο, κάτω απ΄την χοντροκομμένη φράντζα της. Τι περίεργο σημάδι ήταν αυτό; Το κοίταξε καλύτερα. Είχε και γράμματα πάνω, μισοσβησμένα.
Ευτυχώς πάντα ήταν καλή στο να αντιλαμβάνεται τη μορφή ακόμη και μέσα από μικρές μόνο ενδείξεις. Ναι, της ήταν πλέον ξεκάθαρο. Έγραφε “g.o.m. 1110”. Ανατρίχιασε.
Ποτέ δεν της άρεσαν γράμματα και αριθμοί μαζί. Κάτι δεν της άρεσε στο συνδυασμό. Άντε και καλά το g.o.m. αλλά αυτό το 1110; Πολύ ψυχρό, μονότονο και χωρίς αισθητική.
Έπρεπε να καταλάβει, να βρει τι ήταν αυτό το σημάδι, τι σήμαινε. Πάντα ένα σημάδι κάτι σημαίνει. Και πόσο μάλλον ένα σημάδι τόσο κακόγουστο και ψυχρό.
Πήγε να την πιάσει πάλι κρύος ιδρώτας. Πολλά παράξενα πράγματα μέσα σε μια μέρα. Αυτός ο άνδρας, το σημάδι και ποιος ξέρει τι άλλο θα συνέβαινε. Πανικοβλήθηκε, έπρεπε να βρει κάποιον να τη βοηθήσει. Όμως, ποιος και πού; Άλλωστε, ήξερε και κανέναν; Μάλλον όχι. Ίσως να μη γνώριζε ούτε και τον ίδιο της τον εαυτό.
“Στη βιβλιοθήκη! Δεν μπορεί, κάτι θα βρω εκεί”. Η σύγχυση είχε αρχίσει να την καταβάλει πάλι.
~~
Έμοιαζε χαμένη παρότι προσπαθούσε να το κρύψει.
“Καλησπέρα, θέλω να ψάξω κάτι. Δεν έχω πολλά στοιχεία, παρ όλ’ αυτά, νιώθω ότι εδώ θα βρω τις απαντήσεις”.
“Ναι, ναι ξέρω”, αποκρίθηκε η βιβλιοθηκονόμος. “Έχετε μία ώρα στη διάθεσή σας. Λόγω του κορονοιού, στη βιβλιοθήκη επιτρέπονται μόνο 11 άτομα τη φορά. Επομένως, σε μία ώρα να έχετε τελειώσει”.
“Μία ώρα μόνο!”
Άρχισε μανιωδώς να ψάχνει. Στράφηκε στο γράμμα g θεωρώντας ότι κάτι θα βρει εκεί. Πέρασε μισή ώρα και τίποτα.
“Είναι μάταιο” σκέφτηκε. “Είναι τρέλα να προσπαθώ να βρω μέσα σε τόσα βιβλία αυτό που αναζητώ. Τρέλα! Τρέλα, τρέλα…”
Τρέλα. Γράμμα m. Έτρεξε κατευθείαν στο αντίστοιχο μέρος της βιβλιοθήκης. Μadness.
Υπήρχαν εκατοντάδες βιβλία. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα χοντροκομμένο, όπως η φράντζα της. Το τράβηξε. Ένα σύννεφο σκόνης μπήκε στα ρουθούνια της. Έβηξε τόσο που οι υπόλοιποι δέκα της βιβλιοθήκης την κοίταξαν τρομαγμένοι. Μετά από την αμήχανη αυτή στιγμή, όλοι επέστρεψαν στον κόσμο των βιβλίων τους.
Το ξεφύλλισε, αλλά μάταια. Δεν βρήκε τίποτα. Το άφησε κι έκανε να φύγει. Λίγα βήματα. Στάθηκε. Γύρισε με γοργό βήμα, πήγε στο μεγάλο δερμάτινο κίτρινο βιβλίο που στεκόταν δίπλα από αυτό που είχε μόλις ξεφυλλίσει. “Τρέλα: Τα γονίδια”. Αυτό ήταν. g.o.m.
Είχε μόνο δέκα λεπτά στη διάθεσή της. Αποκλείεται να προλάβαινε. Θα πήγαινε και την επομένη. Όχι! Το αύριο φαινόταν τόσο μακρινό. Έπρεπε να το διαβάσει πάση θυσία. Θα το έπαιρνε και θα το επέστρεφε.
Έτσι κι έκανε. Το έβαλε κάτω απ’ το μπουφάν της. Φαινόταν κάπως πιο παχιά από πριν, αλλά ρούφηξε την καρδιά της. Η βιβλιοθηκονόμος την καληνύχτισε με ένα βλέμμα λύπησης και απορίας μαζί.
~~
Άρχισε να τρέχει πάλι. Πήγε σε ένα μικρό καφέ. Ήταν αυτή και άλλοι δύο πελάτες. Έκλεινε στις δώδεκα. Είχε μπροστά της τρεις ώρες. Προλάβαινε. Άρχισε να διαβάζει μανιωδώς.
“Τα γονίδια της τρέλας” ήταν μια θεωρία του 21ου αιώνα. Έλεγε ότι στην τρέλα παίζουν ρόλο τρία γονίδια: Ένα που κληρονομείς από τη μητέρα, ένα από τον πατέρα και το τελευταίο προέκυπτε από μία συγκεκριμένη μετάλλαξη που συνέβαινε τη στιγμή της σύλληψης.
Έπρεπε να συνυπάρξουν αυτά τα τρία γονίδια για να εμφανιστεί η απόλυτη τρέλα. Αν κάποιος έχει μόνο το ένα μπορεί να νοσήσει ή να αποκτήσει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα.
Μα τι σχέση μπορεί να είχαν όλα αυτά με εκείνη;
“Ήρθες, λοιπόν!” της είχε πει. Θυμήθηκε τον άντρα. Ναι, έμοιαζαν πολύ. Είχαν το ίδιο βλέμμα, το ίδιο χαμόγελο. Ξαφνικά της φάνηκε τόσο οικείος. Θυμήθηκε. Εικόνες. Τον έβλεπε που την έπαιρνε αγκαλιά. Έπαιζε μαζί της. Πώς μπορεί; Θυμήθηκε.
Ήταν ο πατέρας της. Είχε νοσήσει όταν εκείνη ήταν μικρή. Τον φώναζαν ο τρελός του χωριού. Πόση ντροπή ένιωθε. Πόσο φοβόταν μη πάθει το ίδιο.
Μετά ανακάλυψε τη θεραπεία της τρέλας: “Αφαιρέστε τα προβληματικά γονίδια. Διαγράψτε τις άσχημες μνήμες. Κρατήστε τα προβλήματα μακριά από εσάς.”.
Θα αφαιρούσε το προβληματικό γονίδιο. Θα διέγραφε κι αυτόν από τη μνήμη της.
Θυμήθηκε πόσο χαρούμενη ήταν όταν έμπαινε στο χειρουργείο. Κράτησε τρεις ώρες. Ήταν η ασθενής 1110 που είχε κάνει αφαίρεση των προβληματικών γονιδίων.
Όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο δεν είχε ξεχάσει μόνο τον πατέρα της. Όταν κανείς προσπαθεί να διαγράψει μια βαθιά ριζωμένη αλήθεια, διαγράφει τον ίδιο του τον εαυτό.
~~
Άφησε το βιβλίο. Δεν πλήρωσε. Βγήκε έξω. Άρχισε να τρέχει μανιωδώς. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Μέσα στα σκοτάδια, στα σοκάκια. Έτρεχε. Είδε τυχαία μία πόρτα και την άνοιξε.
“Ήρθες, λοιπόν!” Με τεντωμένα, σχεδόν ορθάνοιχτα μπράτσα έτρεξε να την προϋπαντήσει.
“Ήρθες!” Η χροιά της φωνής του σκαρφάλωσε γοργά την κλίμακα που οδηγούσε από την έκπληξη στην ευτυχία, ενώ το βλέμμα του αγκάλιασε τρυφερά τη λατρεμένη μορφή.
“Είχα αρχίσει να φοβάμαι πως δε θα ‘ρθεις.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Μ. στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η πρώτη παράγραφος είναι από το “Ταξίδι στο παρελθόν” του Στέφαν Τσβάϊχ
Φωτογραφία: Family life. London, England, 2017 © Olivia Arthur / Magnum Photos