Το 1827 η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται στον έκτο χρόνο της, και πνέει τα λοίσθια. Εστίες αντιστάσεως κατά των Τούρκων υπάρχουν τώρα μόνο στο Ναύπλιο, τη Μάνη και τα νησιά του Σαρωνικού, πουθενά αλλού. Ο Ιμπραήμ έχει εισβάλει ήδη για δεύτερη φορά στην Πελοπόννησο, και η εντολή που έχει είναι να μεταφέρει στην Αφρική όσους Έλληνες καταφέρουν και γλυτώσουν απ’ τη σφαγή που βρίσκεται εν εξελίξει.
Οι περισσότεροι ενήλικες άντρες που δεν σκοτώθηκαν την ώρα της μάχης και πιάστηκαν αιχμάλωτοι σφαγιάστηκαν, όχι απλά με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά με πρωτόγνωρο μένος. Κυρίως γυναικόπαιδα ήταν αυτά που σώθηκαν, για τα οποία η μαύρη τους μοίρα επιφύλαξε μια άθλια ζωή στα μπουντρούμια των κάστρων της Πελοποννήσου, αλλά και την υπέρτατη ταπείνωση να πουληθούν για λίγα γρόσια στα μεσσηνιακά σκλαβοπάζαρα ή να μεταφερθούν σε αυτά της Αλεξάνδρειας. Κάποιες ελάχιστες πεντάμορφες νεαρές κοπέλες είχαν το «προνόμιο» να παραδοθούν, ανέγγιχτες ή μη, στον πασά για να προστεθούν στο πολυάριθμο χαρέμι του.
Τις πρώτες μέρες εκείνης της χρονιάς, του 1827, μου έσωσε τη ζωή μια από εκείνες τις μορφονιές. Για αυτήν θα σου μιλήσω απόψε και για τη ζωή μου εκείνα τα σκληρά χρόνια, τώρα που εκπνέει αυτός ο αιώνας. Με μια ευχή μονάχα∙ τέτοιες σφαγές, τόσο θανατικό, τόσα κομμένα κεφάλια όσα είδα εγώ, παιδάκι ακόμα, να μην ματαδεί κανένας άνθρωπος στη γη.
Γεννήθηκα το Μάη του 1814 στο χωριό Λέζαγα κοντά στην Πύλο και αιχμαλωτίστηκα από τους Αιγύπτιους στρατιώτες του Ιμπραήμ πασά το 1826, αμούστακο παλικαράκι ακόμα. Είχα ήδη πάνω από έναν χρόνο που είχα ορφανέψει από πατέρα. Είχε πάρει με τους κλέφτες τα βουνά και τον χτύπησαν σε μια ενέδρα, λίγες μέρες πριν γεννηθεί η μικρή μου αδελφή, το Αννιώ. Με το Αννιώ είχαμε μεγάλη διαφορά σε ηλικία γιατί η μάνα μου είχε χάσει τρία ή τέσσερα παιδιά στο ενδιάμεσο και «θα έπαιρνε τα μέτρα της», όπως έλεγε και ξαναέλεγε στις γειτόνισσες, αν δεν την παρακαλούσε ο πατέρας να κάνουν ένα παιδί ακόμα. Η μάνα, που δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι, συνέχιζε να προσπαθεί, αν και εκείνης της έφτανα εγώ όπως πολύ συχνά μου έλεγε, ο «ξεχωριστός» της όπως με αποκαλούσε. Έτσι με έλεγε από πολύ μικρό, σε πείσμα των συγχωριανών μας που σταυροκοπιόντουσαν όταν στο δρόμο με πετύχαιναν, γιατί όπως βλέπεις το ’να μου μάτι, το ζερβό, είναι δίχρωμο. Το χρώμα του ματιού μου με έκανε να διαφέρω και το διαφορετικό πάντα το φοβόντουσαν οι άνθρωποι οι στενόμυαλοι. Μόνο εγώ κι ο αγαπημένος της πρωτοξάδελφος, ο Κώστας, είχαμε τέτοιο μάτι, και ένας προπάππους, πεθαμένος από καιρό. Μα, πού είχα μείνει;
Α, στη δεύτερη εγκυμοσύνη της. Αγαπιόντουσαν πολύ οι γονείς μου, αν και τα τελευταία χρόνια με τον κλεφτοπόλεμο τον είχαμε χάσει τον πατέρα από το σπίτι. Όταν όμως ερχόταν στα κρυφά τα βράδια, αναστέναζαν και τα ντουβάρια. Γύρναγα εγώ πλευρό και κάλυπτα τα αυτιά μου, αλλά στην ευτυχία σιγαστήρα δεν μπορείς να βάλεις. Μεγάλη χαρά πήρε ο πατέρας όταν, μήνες αργότερα που ξανάρθε, είδε την κοιλιά της φουσκωμένη. Μετά από μένα δεν είχε καταφέρει να ξαναφουσκώσει τόσο. Της φίλαγε τα χέρια και μύρια γλυκόλογα πλημμύρισαν το μικρό σπιτάκι μας. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε.
Δυο βδομάδες μετά τον χαμό του πατέρα, η μάνα γέννησε το Αννιώ. Πρόωρο και μικροκαμωμένο ήταν το μικρό μας και της έμοιαζε. Λευκή επιδερμίδα και μπόλικο σκούρο μαλλί, αν και αυτό έπεσε και βγήκε άλλο μετά, πιο ανοικτόχρωμο. Έπιασε κατευθείαν το βυζί και ευτυχώς δεν είχε κανένα πρόβλημα με την υγεία του. Εγώ τη λάτρεψα από το πρώτο βλέμμα και αμέσως ανέλαβα πατρικά καθήκοντα. Σαν να μεγάλωσα απότομα, μέσα σε λίγες μέρες. Αν και ο χαμός του πατέρα δεν είχε κατακάτσει ακόμα μέσα μας, το γέλιο του μωρού το γαργαριστό σήκωσε ένα βάρος από τα στήθια μας. Αχ, το Αννιώ! Πού να βρίσκεται άραγε το Αννιώ μου…
Μόλις είχε κλείσει ενός έτους κι έκανε τα πρώτα της βήματα, έγινε το δεύτερο κακό. Είχαν αρχίσει οι Τουρκοαιγύπτιοι να λεηλατούν και να καίνε τα κοντινά χωριά του κάμπου και η μάνα μάς βούτηξε και τραβήξαμε για τα πιο ορεινά χωριά, μπας και σωθούμε. Περάσαμε από τον Χανδρινό κι απ’ το Βελή, όλοι οι χωριανοί ανάστατοι. Κάποιες γυναίκες μάς ακολούθησαν αποχαιρετώντας, ίσως για τελευταία φορά, τους ηλικιωμένους που δεν είχαν πια κουράγια για να περπατήσουν. Φτάνοντας στο Γκρούστεσι κινήσαμε για το Πολυλίμνιο, γιατί όπως είπαν οι γυναίκες «όπου έχει νερό, έχει και φαΐ».
Φτάνοντας στους καταρράκτες μάς πρόλαβαν οι άγριοι κι αρχινήσαμε να σκαρφαλώνουμε για να σωθούμε. Ένας γεροδεμένος, πολύ κτηνώδης στην όψη, ήταν στο κατόπι μας. Λαχανιασμένοι, κρυφτήκαμε πίσω από κάτι βράχια κι έχωσε η μάνα το βυζί στο στόμα της μικρής, μην τυχόν και κλάψει. Δεν ήταν το κλάμα όμως που μας πρόδωσε, αλλά το γέλιο της όταν χόρτασε. Η μάνα κοίταξε απεγνωσμένα δεξιά και ζερβά και πήρε την γενναία απόφαση. Φίλησε τη μικρή και εμένα στο κεφάλι και την απίθωσε στην αγκαλιά μου.
«Τρέξε να σωθείτε, ξεχωριστέ μου», μου ψιθύρισε και πετάχτηκε απ’ την κρυψώνα μας τρέχοντας προς τον γκρεμό. Εκείνος, λυσσασμένος, την κυνήγησε και μεμιάς την άρπαξε σκίζοντας το πανωφόρι της για να την βιάσει.
«Τρέξε», φώναξε, γραπώνοντας με όλη της τη δύναμη τον Αιγύπτιο και παρασύροντάς τον μαζί της στον γκρεμό. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου, αλλά δεν είχα επιλογή. Έσφιξα το Αννιώ πάνω μου και κίνησα για το επόμενο χωριό.
Σε λίγες ώρες θα σουρούπωνε. Με πολύ κόπο, ακόμα αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερα με το μωρό στην αγκαλιά να κάνω τόσο δρόμο, έφτασα στην Καζάρμα. Τα πόδια μου δεν με κρατάγανε πια, ούτε τα χέρια μου μπορούσαν να την κρατήσουν άλλο. Τα δάκρυα ποτάμι σε όλη τη διαδρομή. Ξεγελούσα τη μικρή με κόλπα διάφορα για μην κλάψει, ενώ το στομάχι μου είχε σφιχτεί από τον πόνο και απ’ την πείνα.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Έπρεπε να πάρω μιαν απόφαση. Ποιος θα μπορούσε να φροντίσει ένα παιδί κι ένα μωρό; Μόνο σε δυο τρία σπίτια έφεγγε μέσα φως. Πλησίασα και κρυφοκοίταξα. Στο πρώτο, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κάθονταν κοντά σε μια φωτιά, αμίλητοι. Δεν κάνουν αυτοί σκέφτηκα. Στο επόμενο, μια μάνα με πέντε παιδιά τριγύρω να κλαίνε και να φωνάζουν πως πεινάνε. Το Αννιώ με κοίταγε με τα μεγάλα της μάτια, απορημένη.
Με το πρώτο κλάμα την άφησα στο κατώφλι του τρίτου σπιτιού όπου μια μικρομάνα βύζαινε το δικό της κι έφυγα τρέχοντας. Σπάραξε η καρδιά μου, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Κανείς δεν θα μπορούσε να αναλάβει δυο παιδιά. Μόνη της, μωρό όπως ήταν, θα τη λυπόταν.
Αν συνεχίζαμε μαζί, ή θα πεθαίναμε από την πείνα ή θα μας πιάναν οι άπιστοι. Ο πόνος έγινε αφόρητος. Να χάσω και τη μάνα και την αδελφή μέσα στην ίδια μέρα. Δεν είχα ανάσα απ’ τους λυγμούς.
Ξεκίνησα για τη Μάνη που παρέμενε απόρθητη, παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις του Ιμπραήμ. Τα βράδια έμπαινα σε στάνες και κοιμόμουν παρέα με τα ζωντανά για ζεστασιά. Έτρωγα όποιο φυτό μου φαινόταν γνώριμο, αλλά η πείνα σε συνδυασμό με το περπάτημα με είχαν τσακίσει. Μερικές μέρες αργότερα, έφτασα στο Νησί, που είχε ισοπεδώσει και κατακάψει ο Πασάς ένα χρόνο πριν.
Πεινασμένος και εξουθενωμένος όπως ήμουν, με τσάκωσαν όταν πήγα να κλέψω ένα μήλο. Ένας από δαύτους, που μάλλον είχε κάποιο αξίωμα, σήκωσε το σπαθί του για να μου κόψει το χέρι και τότε γύρισα και τον κοίταξα. Το μάτι μου τον τρόμαξε και κατέβασε τη σπάθα. Μουρμούρισε λόγια ακατάληπτα κοιτώντας τον ουρανό και με πήρε μαζί του. Με κράταγε ξέχωρα από τους άλλους και με έβαζε να κάνω ελαφριές δουλειές. Μετά από δυο τρεις μήνες ο προστάτης μου πέθανε σε κάποια μάχη και βρέθηκα στοιβαγμένος στα μπουντρούμια της Μεθώνης μέσα στις λάσπες από το νερό της θάλασσας που μπούκαρε από τις χαραμάδες του τείχους κάθε που φουρτούνιαζε, και στα περιττώματα.
Κι εγώ σκεφτόμουν μια τη μάνα, μια το Αννιώ. Έτσι μας βρήκαν τα Χριστούγεννα. Ένας ψάλτης που είχε γλιτώσει, ποιος ξέρει πώς, έψαλε ό,τι θυμόταν από την ακολουθία, αλλά εγώ είχα ήδη χάσει την πίστη μου στον Θεό.
Δέκα μέρες αργότερα μας έβγαλαν με καμτσικιές από εκεί μέσα για να μας φορτώσουν στα καράβια για την Αλεξάνδρεια. Το φως μάς τύφλωσε, είχαμε να δούμε ήλιο βδομάδες ολόκληρες. Σκλάβος σε ξένο τόπο, χειρότερο κακό να μη σου τύχει, σκεφτόμουν αλυσοδεμένος, προχωρώντας με το κεφάλι μου σκυφτό προς το καράβι.
Περπατούσαμε κατά μήκος μιας παραλίας, κόσμος λογιώ-λογιώ τριγύρω, πολλές γυναίκες και παιδιά, κι εγώ, χαμένος στις σκέψεις μου, ξύπνησα ξαφνικά όταν είδα δίπλα στα πόδια μου να πηγαινοέρχονται στην ακροθαλασσιά παρασυρμένες από το κύμα, κάτι μεγάλες μπάλες. Μπάλες τριχωτές, με μαλλιά και μούσια, μάτια, μύτη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Είχα ξαναδεί κεφάλια χωρίς σώματα, αλλά όχι τόσο πολλά αραδιασμένα στη σειρά.
Βούρκωσα κι άρχισαν τα δάκρυα να τρέχουν, αλλά συνέχιζα να κοιτάω κλεφτά το αποτρόπαιο θέαμα και τότε, σε ένα κεφάλι που ’χε τα μάτια του ανοιχτά, είδα το μάτι μου. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, ήταν ο θείος μου ο Κώστας. Ούρλιαξα με μια κραυγή που έκανε τους πάντες να γυρίσουν, τα γόνατα μου λύγισαν και έπεσα ημιλιπόθυμος χάμω με τη μούρη. Ο νέγρος που μας έσπρωχνε άρχισε να με κλωτσάει και να μου ρίχνει καμτσικιές για να σηκωθώ. Σίγουρα θα με σκότωνε αν δεν με έσωζε εκείνη. Χωρίς να καταλαβαίνω πολλά πολλά, ένιωσα ένα βάρος πάνω στην πλάτη μου και δυο ζεστά χέρια να με τυλίγουν.
Η Λαμπρινή, έτσι ήταν το χριστιανικό της όνομα, είχε πέσει πάνω μου για να με προστατέψει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή, κι ο νέγρος βρίζοντας στη γλώσσα του σταμάτησε τα χτυπήματα γιατί ένας ανώτερος έτρεξε αμέσως για να τη μαζέψει.
Εκείνη ανένδοτη, με είχε γραπώσει και δεν ξεκόλλαγε από πάνω μου, ουρλιάζοντας «αυτός είναι ο αδελφός μου, αφήστε τον, είναι ο αδελφός μου», καταφέρνοντας ωστόσο να με ρωτήσει ψιθυριστά ποιο είναι το όνομά μου.
«Γιάννης», ψέλλισα έτσι όπως ήμουν μπρούμυτα, και συνέχισε να κλαίει και να φωνάζει ότι χωρίς τον Γιάννη της δεν πάει πουθενά, μέχρι που συμφώνησαν οι στρατιώτες να με πάρει μαζί της, μάλλον για να πάψει να ουρλιάζει και για να μην καθυστερήσει άλλο η φόρτωση του καραβιού.
Άλλωστε στο ίδιο θα μπαίναμε, αλλά όπως μου εκμυστηρεύτηκε όταν κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να την ακολουθήσω, η ίδια θα είχε προνομιακή μεταχείριση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού γιατί την στέλνανε πεσκέσι σε έναν άρχοντα.
Η προστάτιδά μου, ευθυτενής και λυγερόκορμη, με σταρένια επιδερμίδα, μάτια καστανά ανοικτά και κυματιστά μαλλιά μέχρι τη μέση, ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Αλλά είχε μια σπίθα στα μάτια που δεν σου άφηνε κανένα περιθώριο να την αμφισβητήσεις. Όταν ήθελε κάτι, ήταν βέβαιο πως θα το κατάφερνε. Το ήξερε καλά η ίδια και το καταλάβαινες κι εσύ που ήσουν απέναντί της. Ήμουν πολύ τυχερός που με πήρε μαζί της και δεν στοιβάχτηκα με τους άλλους στο αμπάρι.
Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο. Πέσαμε σε κακό καιρό και το καράβι τρανταζόταν και έτριζε. Οι μισοί, αν και μέρες νηστικοί κάναμε συνέχεια εμετό. Εκείνη τίποτα. Κοίταζε μπροστά, άλλοτε με βλέμμα σκληρό, άλλοτε με μειδίαμα και κρατούσε το κεφάλι μου στα πόδια της, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά, σιγοτραγουδώντας σκοπούς από τον τόπο της.
Όταν κόπασε η κακοκαιρία και μάθαμε πως φάνηκε πια η Αλεξάνδρεια μού είπε την ιστορία της. Ήταν η μεγαλύτερη από επτά αδέλφια. Όταν έγινε δώδεκα χρονών, οι γονείς της, φτωχοί αγρότες από ένα χωριό της Ηπείρου, δεν θυμάμαι πια το όνομά του, την στείλανε στο μοναστήρι με ένα σακί σιτάρι για να μην τη «χαλάσουνε» οι Τούρκοι. Έκλαψε μερόνυχτα για τη χαμένη της ελευθερία, αλλά κάποια στιγμή το πήρε απόφαση ότι αυτή θα ήταν προσωρινά η μοίρα της.
Στο μοναστήρι έμαθε ό,τι μπορούσε να μάθει, από γράμματα έως κηπουρική και ράψιμο. Το καθημερινό πρόγραμμα ήταν απαιτητικό και οι τιμωρίες αυστηρές, αλλά άντεξε.
Πέντε χρόνια κόντευε να συμπληρώσει μέσα, όταν φτάσανε Τουρκαλβανοί ιππείς και απείλησαν ότι θα κάψουν το μοναστήρι με τις μοναχές μέσα, αν δεν τους παραδώσουν όλα τους τα τρόφιμα, τα ζωντανά και ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν. Αν γινότανε αυτό σίγουρα θα πέθαιναν όλες από πείνα γιατί ο χειμώνας είχε μόλις αρχινήσει. Εκείνη τη στιγμή τής ήρθε μια μεγαλειώδης ιδέα, να «πουλήσει» τον εαυτό της για να σώσει τις μοναχές. Το είπε στην ηγουμένη που γούρλωσε τα μάτια και σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, αλλά στο τέλος δέχτηκε. Την άφησαν να διαπραγματευτεί τον εαυτό της και τελικά οι στρατιώτες συμφώνησαν να την πάρουν μαζί με τρία σακιά παξιμάδι, δυο κεφάλια τυρί και μια κατσίκα για μη μείνουν νηστικοί το βράδυ. Όμορφη, νέα και παρθένα, θα έπιανε καλά λεφτά στην αγορά.
Όταν επιτέλους πατήσαμε το πόδι μας στην Αλεξάνδρεια, πριν την παραδώσουν στον νέο της αφέντη, κανόνισε και με έδωσε παραγιό στον Έλληνα Αιγυπτιώτη Αλέξανδρο Κασσαβέτη, τον μεγαλέμπορα με τα βαμβάκια. Αυτός πλήρωσε την αξία μου και μου ’δωσε αμέσως το χαρτί απελευθέρωσης. Ήμουν ελεύθερος να πάω όπου θέλω, αλλά, πλην της Αννιώς, δεν είχα κανέναν στον κόσμο.
Αποφάσισα να παραμείνω στην Αλεξάνδρεια. Ο Κασσαβέτης με φρόντισε σαν να ήμουν γιος του, αναπαυμένος να είναι ο άνθρωπος. Όταν είδε πως μου κόβει, μου έφερε δασκάλους για να μάθω γράμματα και αριθμητική και αργότερα με έβαλε επιστάτη σε μια βαμβακοκαλλιέργεια. Καλοπληρωτής και ευγενικός με όλους.
Κάπως έτσι στήθηκε η Ελληνική παροικία της Αιγύπτου, από τους εμπόρους και εμάς που βρεθήκαμε τυχαία στη δούλεψή τους. Ο Μεχμέτ Αλί, πατέρας του Ιμπραήμ και αναμορφωτής του αιγυπτιακού κράτους, πέρασε ευνοϊκούς νόμους για τις επιχειρήσεις των ξένων που ήταν εγκατεστημένοι στην Αίγυπτο. Το εμπόριο βαμβακιού άνθισε, κι εμείς μαζί του.
Οι Αιγυπτιώτες μεγαλέμποροι έχτισαν νοσοκομεία, γηροκομεία, σχολεία, όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στους τόπους καταγωγής τους. Με τον καιρό ξέχασα κι εγώ τις κακουχίες και τις απώλειες, κι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά.
Κάποια χρόνια αργότερα γνώρισα τη Διαμάντω, που ήταν ορφανή και την είχαν στείλει παραδουλεύτρα στους Κασσαβέτηδες από την πατρίδα τους το Πήλιο. Αγαπηθήκαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε τέσσερα παιδιά· τη Μαρία όπως λέγαν τη μητέρα μου, την Αννιώ, τη Λαμπρινή και τον Νίκο, το όνομα του πατέρα μου. Όλους τους σπουδάσαμε και προικίσαμε τις κόρες. Τα παιδιά μάς χάρισαν έντεκα εγγόνια. Η δεύτερη κόρη της Αννιώς πήρε το μάτι μου. Είναι κι αυτή ξεχωριστή. Κι αν και δεν το ’πα σε κανέναν, πήρε και το γέλιο το γαργαριστό της αδελφής μου. Προσπαθούσα να μη το δείξω αλλά όλοι είχαν καταλάβει πως της είχα αδυναμία. Τη δεκαετία του ’60, όταν το αιγυπτιακό βαμβάκι έγινε ανάρπαστο στην ευρωπαϊκή αγορά λόγω του αμερικανικού εμφυλίου, καταφέραμε και κάναμε μια κάποια περιουσία. Πάνε πέντε χρόνια που έχασα τη Διαμάντω μου. Καλή ζωή ζήσαμε, δεν λέω, μόνο που τώρα που κοντεύει κι η δικιά μου ώρα, αναρωτιέμαι τι απέγιναν οι άλλες δυο σημαντικές γυναίκες της ζωής μου.
Τη Λαμπρινή ούτε που την ξαναείδα. Θα την έκλεισαν μέσα στο χαρέμι. Κάποια στιγμή κυκλοφόρησε φήμη για μια πανέμορφη και πανέξυπνη γυναίκα, την Σεχραζάτ την Ελληνίδα, όπως τη φωνάζανε, ότι κατάφερε να δραπετεύσει από το χαρέμι και να γυρίσει στην πατρίδα της. Αυτή θα ήταν. Αυτό ήθελε, αυτό έκανε. Εγώ ούτε που το σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Να γυρίσω να βρω τι; Όλες οι θύμησες ήταν άσχημες. Μια το μπουντρούμι, μια τα κομμένα κεφάλια έβλεπα στον ύπνο μου και ξύπναγα παγωμένος από το φόβο. Ούτε σε καράβι ήθελα να ξαναμπώ. Τη θάλασσα ούτε να τη δω, ούτε να την ακούσω. Άλλωστε, η πατρίδα μου είναι εδώ. Εδώ που είναι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.
Το μόνο που με συνδέει με τον τόπο που γεννήθηκα είναι το Αννιώ. Μόνο η δική της σκέψη με τυραννάει τις νύχτες. Τι να απέγινε άραγε; Έζησε, δεν έζησε; Παντρεύτηκε; Ευτύχησε στη ζωή της; Πήρα τότε τη σωστή απόφαση; Αχ, με αυτήν την απορία θα πεθάνω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Κατερίνα Ευθυμίου, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι από το βιβλίο Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974, του Βασίλη Ραφαηλίδη. Αν και η παραπάνω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας, κάποια επεισόδια είναι βασισμένα σε ιστορικά γεγονότα, όπως καταγράφηκαν από ξένους περιηγητές ή αναγράφονται σε επίσημα έγγραφα. Ο Γιάννης Δημόπουλος είναι υπαρκτό πρόσωπο και αναγράφεται στον κατάλογο με τους αιχμάλωτους (νο.27) που συνέταξε ο Α. Τζούνης, έκτακτος επίτροπος Άνω Μεσσηνίας στις 9 Αυγούστου 1828, και που ο Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε να απελευθερωθούν από τον Ιμπραήμ Πασά. Κάποιοι αιχμάλωτοι επέστρεψαν από την Αλεξάνδρεια και κάποιοι αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί. Ο Λέζαγας, ο τόπος καταγωγής του Γιάννη Δημόπουλου μετονομάστηκε σε Στενωσιά. Βρίσκεται σε υψόμετρο 177 μέτρων και απέχει από τον Κόλπο του Ναυαρίνου περίπου 9 χιλιόμετρα. Το Γκρούστεσι μετονομάστηκε σε Χαραυγή το 1957 και βρίσκεται σε υψόμετρο 322 μέτρων, ανάμεσα σε Μεσσήνη (Νησί) και Πύλο.