Το Πετρόφ της Άνκα Κοβάλσκι

0
897

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 120104356_1768896549930171_4450815947390377898_n.jpg

Την νουβέλα αυτή έγραψε η Βίκη Γκέκινα, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Μυθοπλασίας.

Είναι μια ιστορία εξιλέωσης, όπου τα ιστορικά εγκλήματα εμπλέκονται με τα προσωπικά λάθη.

Η Πολωνή Άνκα παίζει το Πετρόφ πιάνο της στη Σαλαμάνκα της Ισπανίας. Οι γείτονες τη φωνάζουν Λόκα, η Τρελή. Ο ψυχίατρος προσπαθεί να τη βοηθήσει να θυμηθεί και να ξεχάσει.

Όταν γνωρίσει τον Φραντς και την κόρη του, η Άνκα θα καταλάβει τι είναι εκείνος ο βίσονας που βλέπει στα όνειρα της.

Το Πετρόφ της Άνκα Κοβάλσκι

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Time present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.

T. S. Eliot

~~{}~~

ΦΡΑΝTΣ

Ξύπνησε από το φως του ήλιου που τρύπωσε ανάμεσα από τις ξύλινες γρύλιες και βρήκε τον δρόμο για το πρόσωπό του. Ουδέν κρυπτόν, σκέφτηκε. Γλυκό φως, όχι σαν εκείνο στο ψυχρό και υγρό Στούτοβο. Διέκοψε απότομα τον ειρμό που άρχισαν να υφαίνουν οι σκέψεις του. Έχεις αλλάξει πόσες χώρες και σπίτια από τότε, τι γυρνάς στην Πολωνία;

Σηκώθηκε με έναν σάλτο κι άνοιξε τα στόρια του παραθύρου. Κοίταξε τη θέα της πόλης και πήρε μια βαθειά ανάσα. Είχε σταθεί τυχερός με αυτό το σπίτι. Δεν πίστευε ότι θα έβρισκε να μισθώσει κάποιο τόσο εύκολα σε μια μικρή πόλη σαν τη Σαλαμάνκα το 1963. Είχαν έρθει με την κόρη του την Όλια πριν λίγο καιρό για να επισκεφτούν το πανεπιστήμιο που τους είχε συστήσει ο φίλος του ο Νιλς για τη μικρή, που είχε πάθος με την Ισπανική γλώσσα και τη λογοτεχνία. «Είναι από τα παλαιότερα της Ευρώπης και αυτό στο οποίο είχε παρουσιάσει ο Χριστόφορος Κολόμβος τα σχέδιά του στους βασιλείς της Αραγωνίας και της Καστίλης» του είχε πει. Καθώς περπατούσαν στα στενά της πόλης για να βρουν να κάτσουν κάπου για φαγητό, είχαν ζητήσει πληροφορίες από μια Ισπανίδα γιαγιά που άπλωνε εκείνη την ώρα ρούχα στο μπαλκόνι της. Φιλόξενη εκείνη, κατέβηκε στην είσοδο να τους δώσει πληροφορίες – και να πάρει, φυσικά.

«Από πού έρχεστε;»
«Θέλετε να μάθετε την τελευταία μας στάση ή από που καταγόμαστε;»πετάχτηκε η Όλια, μιλώντας σε άπταιστα Ισπανικά.
«Από Γερμανία,» βιάστηκε να απαντήσει ο Φραντς.
«Εσύ, εντάξει, φαίνεσαι» είπε η γιαγιά κοιτώντας τον Φρανς, «αλλά εσύ κορίτσι μου… είσαι πιο μελαχρινή…»

Ο Φραντς ξερόβηξε.

«Δεν μου λέτε,» τη διέκοψε, «η κόρη μου σκέφτεται να κάνει αίτηση στο πανεπιστήμιό σας. Τι λέτε, θα βρούμε σπίτι σε αυτήν την πόλη;»
«Eduque a una mujer y ella conquistará el mundo!» είπε η γιαγιά κι ο Φραντς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι εννοούσε, με τα σπαστά του Ισπανικά. Η κόρη του, έπειτα,  θα του εξηγούσε ότι σήμαινε πως αν μορφώσεις μια γυναίκα, μπορεί να κατακτήσει όλο τον κόσμο.
«Αν αποφασίσεις, κορίτσι μου να έρθεις,» είπε η γιαγιά στην Όλια, «θα μείνεις στον δεύτερο όροφο του σπιτιού μου. Είναι άδειος από τότε που σκοτώθηκε ο γιος μου. Ήταν στον βομβαρδισμό του ’37.»
«Το όνομά σας;» τη ρώτησε ο Φραντς.
«Ντολόρες, παλικάρι μου»
«Γιαγιά Ντολόρες, σ’ ευχαριστούμε, πολύ γλυκιά κι εσύ και η πρότασή σου, θα τη σκεφτούμε. Τώρα έχω μία ακόμη ερώτηση για ‘σένα. Πού θα μπορούσαμε να γεμίσουμε το στομάχι μας;»

Τους έδειξε πιο κάτω στη γωνία του δρόμου ένα παλιό κλασικό τοπικό ταβερνείο, το Τερτούγια. Εκεί θα έτρωγαν ντόπια πιάτα, ποιοτικά και όχι σε τσιγκούνικες μερίδες, όπως τους είπε.

Αφού λοιπόν, για καλή τους τύχη, είχαν λύσει εύκολα το θέμα του σπιτιού, ο Φραντς ήρθε πρώτος στην πόλη, να το εφοδιάσει και να εξερευνήσει τη γειτονιά. Θα έκανε και σε ‘κείνον καλό η αλλαγή περιβάλλοντος. Καμία προηγούμενη χώρα δεν είχε καταφέρει να αποχρωματίσει μέσα του τη Γερμανία του ναζισμού. Η Ισπανία ίσως να μπορούσε.

Βγήκε από το σπίτι κι άρχισε να κατηφορίζει. Θα έμπαινε στα μαγαζιά της περιοχής να γνωρίσει τους μελλοντικούς γείτονες. Η γιαγιά Ντολόρες τού είχε πει για να ένα μπακάλικο “πολυτελείας” στο δεύτερο στενάκι, κατεβαίνοντας αριστερά. Ακολούθησε μια μυρωδιά ανάμεικτη από εσπεριδοειδή, μπαχάρια και σαλάμια, μέχρι που το βρήκε μπροστά του. ΝΤΕΛ ΜΠΑΡΙΟ. Κόντρα όνομα, δίκιο είχε η γιαγιά. Πολυτελές. Θα έπαιρνε να δοκιμάσει λίγα απ’ όλα. Έπιασε το χερούλι της βαριάς τζαμένιας πόρτας για να μπει και τότε πετάχτηκε από μέσα μια κοπέλα. Βγήκε με τόση φόρα που έπεσε πάνω του. Το δίχτυ με τα πορτοκάλια που κρατούσε έπεσε στο πάτωμα και τα πορτοκάλια άρχισαν να κατρακυλούν στο πλακόστρωτο. «Με συγχωρείτε,» της είπε κι έκανε να σκύψει να μαζέψει μαζί της τα πορτοκάλια. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τα γκρίζα μάτια της τον κοίταξαν τόσο θυμωμένα, που κοκκάλωσε. Μάζεψε τα φρούτα της γρήγορα στο δίχτυ και σηκώθηκε να φύγει. «Είστε καλά;» τη ρώτησε, ενώ έβλεπε ήδη την πλάτη της να ξεμακραίνει.

«Μην της δίνετε σημασία, κύριε» του είπε η γυναίκα πίσω από τον πάγκο με τα μπαχάρια. «Η Λόκα δεν έχει πολλά-πολλά με κανέναν.»

Ο Φραντς γύρισε και την κοίταξε. Ήταν μία παχουλή, κοντή κυρία και μια υπερπροσπάθεια ταξική λάνθανε στον τρόπο που ήταν ντυμένη.

«Λόκα;» απόρησε ο Φραντς.
«Ναι, έτσι τη φώναζαν κάποτε στη γειτονιά. Της είχε βγει το όνομα δηλαδή. Ενίοτε, μου ξεφεύγει ακόμα. Δεν θέλω να φανώ κουτσομπόλα, αλλά καταλαβαίνετε.»
«Και δεν μου λέτε,» έκανε πως δεν άκουσε ο Φραντς, «είναι ντόπια;»
«Όχι. Είναι νοικάρισσά μας, στο μικρό σπιτάκι στον λόφο που έμεινε στον άντρα μου από τη μητέρα του. Έχει τρία χρόνια στην πόλη.»
«Άρα, τη γνωρίζετε καλά.»

«Ναι, φυσικά. Και πέρα από αυτά που σας είπα πριν, είναι σοβαρή γυναίκα και εκπληκτική δασκάλα πιάνου, επίσης. Κάνει μαθήματα στη μικρή μου. Απλά λόγω της φήμης που είχε κυκλοφορήσει στις αρχές, δεν έπιασε στενές φιλίες με τους ντόπιους.»
«Φήμης;»
«Να, δεν θέλω να κουτσομπολεύω και συνεχίζετε να με ρωτάτε. Ας είναι, φαίνεστε κύριος της τάξης μας, όχι κάποιος τυχόντας. Είχε ακουστεί, όταν είχε πρωτοέρθει, ότι κάπου-κάπου έβγαινε ξημερώματα στη γειτονιά και τριγυρνούσε ψάχνοντας το παιδί της. Φώναζε…»
«Το παιδί της; Έχει παιδί;» τη ρώτησε ο Φρανς.
«Τι να σας πω, εμείς τρία χρόνια παιδί δεν είδαμε. Μα, γιατί ρωτάτε;»

Ενδιαφέρον, σκέφτηκε ο Φρανς και γύρισε να κοιτάξει προς τη μεριά που είχε φύγει η Λόκα. Την είδε για μια στιγμή να γυρνά να κοιτά προς το μπακάλικο και σαν να ένιωσε ότι τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Μετά, εκείνη γύρισε, έστριψε δεξιά και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο.

~~{}~~

ΑΝΚΑ

Άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να ανασάνει. Πάλι το ίδιο όνειρο, σκέφτηκε, προσπαθώντας να αδειάσει εντελώς τον αέρα από τα πνευμόνια της. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Πάντως, ακόμα και με κλειστά πατζούρια, δεν ξυπνούσε μετά τις εφτά το πρωί. Λες και το σώμα της ήταν σε διαρκή επαγρύπνηση. Κάποιες μέρες ξυπνούσε ξεκούραστη, κάποια όμως πρωινά τα συνόδευε ο εφιάλτης. Ξεκίνησε να κάνει την άσκηση με την αναπνοή που της είχε πει στο τηλέφωνο ένα φίλος της ψυχολόγος από την Πολωνία. Έκλεισε τα μάτια. Εισπνοή από τη μύτη, κράτημα για πέντε δευτερόλεπτα, ήρεμη και σιγανή εκπνοή από το στόμα έως ότου να κοντεύει να φτάσει ο αφαλός στην πλάτη. Είκοσι επαναλήψεις αυτό και, καθ’ όλη τη διάρκεια, έπρεπε να έχει το ένα της χέρι στο στομάχι, να το βλέπει να ανεβοκατεβαίνει κατά την εισπνοή και την εκπνοή.Έπρεπε να ανασάνει με το διάφραγμα. Δεν ένιωθε να την ηρεμεί πάντα η άσκηση, αλλά ήταν μια αρχή, έλεγε ο Πιότρ.

Της είχε πει να συζητήσουν τα όνειρα που έβλεπε αλλά ότι δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά μέσω τηλεφώνου. Της είχε προτείνει, λοιπόν, να τη συστήσει σε έναν γνωστό του Αμερικανό θεραπευτή, ο οποίος ασχολούνταν με τα όνειρα και το υποσυνείδητο. Ο συγκεκριμένος θεραπευτής – γιατί δεν άρεσε στον ίδιο ο όρος “ψυχολόγος” – είχε μαθητεύσει πλάι στον Λιούις Βόλμπεργκ, έναν από τους πρωτοπόρους στον κάδο της κλινικής ύπνωσης. «Με την υπνοθεραπεία, μπορούμε να φέρουμε στην επιφάνεια τις απωθημένες μνήμες σου» της είχε εξηγήσει ο Πιοτρ. «Όσο μένουν θαμμένες, δεν θα ηρεμήσεις. Είναι ευκαιρία τώρα που θα έρθει για λίγο καιρό στη Μαδρίτη. Δεν το βλέπεις, Άνκα;» Εκείνη, όμως, τα είχε θάψει βαθιά σ’ ένα κουτάκι τα γεγονότα στην Πολωνία της δεκαετίας του ’40 κι είχε ορκιστεί να το αφήσει ερμητικά κλειστό. Έτσι και ο νους… υπάκουσε. Ελάχιστα πράγματα θυμόταν κι αυτά, συνήθως, εμφανίζονταν ως συγκεχυμένα όνειρα ή κρίσεις πανικού.  Πίστευε ότι η αλλαγή τόπου κατοικίας θα σταματούσε τους εφιάλτες και τις κρίσεις. Τρεις πόλεις είχε αλλάξει  αλλά μάταια. Τα τελευταία τρία χρόνια στη Σαλαμάνκα, οι κρίσεις και τα όνειρα είχαν περιοριστεί. Τα περιστατικά όμως την τάραζαν σαν πόνος από παλιό σπάσιμο πριν την κακοκαιρία. Σήκω, έδωσε εντολή στο σώμα της.

Το σπίτι της ήταν όμορφο. Ήταν τυχερή που της το είχε εμπιστευτεί τότε ο σενιόρ Βιντσέντε. Σ’ αυτήν, μια Πολωνή, μόνη της στη Σαλαμάνκα. Καλός και αγαθός άνθρωπος ο σενιόρ – συνήθως αυτοί δεν είναι που έχουν γυναίκες δεσποτικές και κουτσομπόλες; Ευτυχώς, στην περίπτωσή της, η σενιόρα Σίλβια δεν είχε φέρει αντίρρηση για το σπίτι. Βλέπετε, έκανε στην κόρη τους μαθήματα πιάνου. Κάτι παίρνεις, κάτι δίνεις. Δεν την πείραζε το κουτσομπολιό, το κορίτσι ήταν μια γλύκα και, επίσης, μέσω της μικρής, άρχισε μαθήματα σε πολλές από τις συμμαθήτριές της.

Έπλυνε το πρόσωπό της καλά. Άπλωσε επιμελώς την κερόκρεμα στα χέρια της. Τα χέρια μιας πιανίστριας έπρεπε να είναι προσεγμένα. Ήταν η βιτρίνα της ψυχής της και το καμουφλάζ της. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Σήμερα θέλω φρεσκοστυμμένα πορτοκάλια στο πρωινό μου, σκέφτηκε. Φόρεσε ένα εμπριμέ φόρεμα που βρήκε κρεμασμένο στο χωλ και κατέβηκε κάτω.

Τόσο στον δρόμο αλλά και μες στο μπακάλικο σκεφτόταν το όνειρο. Κάποιοι κυνηγοί που φορούσαν λευκές ποδιές είχαν πιάσει έναν βίσονα στα βουνά του Καυκάσου, τον είχαν μεταφέρει με ένα κουβούκλιο σ’ ένα εργαστήρι, τον είχαν ξαπλώσει σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι και τον τσιμπούσαν με ενέσεις. Ο βίσονας έβγαλε ένα βογγητό πόνου υπόκωφο κι εκείνη τη στιγμή ήταν που ξύπνησε από το όνειρο η Άνκα και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της. Σκεφτόταν, λοιπόν, το όνειρο και δεν αντιλαμβανόταν το περιβάλλον της. Η σενιόρα Σίλβια την καλημέρισε. Δεν την άκουσε. Πέταξε τα λεφτά για τα πορτοκάλια δίπλα από το ταμείο και όρμησε έξω από το μαγαζί. Με τη φόρα που είχε, έπεσε πάνω σ’ έναν άντρα που πήγαινε να μπει στο κατάστημα. Το διχτάκι με τα πορτοκάλια έπεσε κάτω κι εκείνα άρχισαν να κατρακυλούν. Έσκυψε να τα μαζέψει. Πάει ο φρέσκος χυμός μου, σκέφτηκε.

«Με συγχωρείς,» της είπε ο άντρας.

Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Ποιος είναι αυτός και γιατί μου μιλάει στον ενικό; Δεν φαίνεται Ισπανός,  σκέφτηκε καθώς μάζευε τα πορτοκάλια. Κι ούτε να με βοηθήσει, ο αγενής. Μάζεψε γρήγορα τα πορτοκάλια της κι έπειτα σηκώθηκε και έφυγε. Κάτι άκουσε να της λέει αλλά αυτή είχε μπει πάλι σε ειρμούς ονειρικούς. Καθώς κατηφόριζε και πριν φτάσει στη στροφή, κοντοστάθηκε.Μήπως εγώ, τελικά, ήμουν η υπερβολικά αγενής; Γύρισε προς το μπακάλικο. Τον είδε να μιλάει με τη σενιόρα Σίλβια. Α, κατάλαβα, ενημερώνεται από την τοπική φυλλάδα, σκέφτηκε και έστριψε στο στενό.

~~{}~~

ΦΡΑΝΤΣ

Το σπίτι ήταν έτοιμο για να υποδεχτεί την Όλια που θα κατέφτανε αύριο. Η εβδομάδα είχε κυλήσει με μοναδικό σκοπό να εξοπλιστεί το σπίτι με παλιές αλλά και καινούριες μυρωδιές και γεύσεις. Κρυβόταν και μια υφέρπουσα ιδιοτέλεια σε όλο αυτό, δεν το αρνιόταν στον εαυτό του. Στην αγάπη του γι’ αυτό το παιδί είχε συγκεντρώσει όλη την πορεία της δικής του μετάβασης. Έπρεπε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να είναι επαρκής και για τους δύο γονεϊκούς ρόλους, όταν η Όλια ήταν μωρό αλλά και καθώς μεγάλωνε, όταν άρχισε να κάνει ερωτήσεις. Παράλληλα με τις δουλειές που έκανε κατά καιρούς και με τη σχολή που αποφάσισε να γραφτεί όταν εκείνη είχε κλείσει τα πέντε της χρόνια, είχε να αναθρέψει ένα πλάσμα. Όταν την είχε σώσει από το κολαστήριο, ο Φρανς ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών. Μεγάλωνε κι αυτός μαζί της και δεν υπήρχε χρόνος να αναλογίζεται το παρελθόν. Την είχε σώσει και τον έσωζε κι εκείνη καθημερινά.

Μόνο το πιάνο που δεν έφερα, σκέφτηκε. Είχε πολλά έξοδα, όμως, η μετακόμιση ενός πιάνου από άλλη χώρα. Η μικρή τού είχε πει να μην τον απασχολεί το θέμα κι ότι δεν θα χανόταν ο κόσμος, οι προτεραιότητες ήταν άλλες. Εκείνος, όμως, ήξερε ότι η Όλια δεν μπορούσε χωρίς αυτό, είχε γίνει αναπόσταστο κομμάτι της πραγματικότητάς της. «Κρίμα που ανακαλύψαμε την κλίση σου τώρα, στα δεκαπέντε σου» της είχε πει τότε. Θα βρω τρόπο να το φέρω σύντομα. Σηκώθηκε να ετοιμαστεί για να κάνει μια επίσκεψη στο πανεπιστήμιο. Έπρεπε να ενημερωθεί για το πρόγραμμα των μαθημάτων της και για το τι χρειαζόταν για να ξεκινήσει.

Κατέβηκε από το σπίτι και αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το κέντρο. Στον δρόμο σκεφτόταν τη συνέντευξη  που θα είχε μεθαύριο στο κέντρο τηλεπικοινωνιών. Η μετανάστευση Ισπανών για λόγους εργασίας σε άλλες χώρες τα τελευταία χρόνια, δεν τον είχε αποθαρρύνει, όταν είχε σκεφτεί τη μετακόμιση στη Σαλαμάνκα. Είχε ένα πολύ δυνατό βιογραφικό και τίτλο σπουδών ως ηλεκτρολόγος μηχανικός, με ειδίκευση στις τηλεπικοινωνίες. Παρόλο, όμως, που η Ισπανία διήνυε την περίοδο του “ύστερου φρανκισμού” και οι εργασιακές συνθήκες έδειχναν να βαδίζουν προς τον εκδημοκρατισμό τους, εκείνος θα κρατούσε μια ουδέτερη πολιτικά στάση στη συνέντευξη, αφού ο Φράνκο ήταν ακόμα στην εξουσία. Και, φυσικά, δεν θα φανέρωνε την εμπειρία του στα τηλεγραφικά συστήματα του τρίτου Ράιχ.

Ενώ διαλεγόταν με τον εαυτό του, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στα σκαλιά ενός κτηρίου που η αρχιτεκτονική του προκαλούσε δέος. Διάβασε την επιγραφή. Το βρήκα.

«Με παρακολουθείτε;» άκουσε μια γυναικεία φωνή. Σήκωσε τα μάτια του για να δει στο τέλος των σκαλοπατιών εκείνη. Φορούσε ένα μακρύ, χυτό φόρεμα που αγκάλιαζε διακριτικά το σώμα της. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και τον κοιτούσε απορρημένη, αφού ο Φραντς έκανε να της απαντήσει αρκετά δευτερόλεπτα, σαστισμένος.

«Τυχαίο περιστατικό, σας διαβεβαιώνω» της είπε. Του χαμογέλασε. Τα γκρι μάτια της είχαν πάρει μια πιο φωτεινή απόχρωση από εκείνη που είχε τελευταία φορά.
«Ήρθα να πάρω το πρόγραμμα σπουδών της κόρης μου που ξεκινάει αύριο στο πανεπιστήμιο.»
«Γιατί δεν ήρθε μαζί σας;»
«Έρχεται αύριο με το αεροπλάνο. Γνωρίζετε τα κατατόπια στο κτήριο; Ίσως μπορείτε να με βοηθήσετε.»
«Ίσως» του είπε.

«Θέλω να βρω τα γραφεία των καθηγητών, μπορείτε να με καθοδηγήσετε; Ίσως, αν ερχόσασταν μαζί μου να με βοηθούσατε να συννενοηθώ. Συγνώμη που παίρνω το θάρρος, αλλά βλέπετε, τα Ισπανικά δεν είναι η μητρική μου.»
«Νομίζω πως μου δίνετε τρόπο να επανορθώσω για την απότομη συμπεριφορά μου τις προάλλες. Ένας καθηγητής του φιλολογικού τμήματος είναι φίλος μου. Αυτόν ήρθα να δω σήμερα εδώ. Ακολουθήστε με, κύριε…»
«Με λένε Φραντς» της πρότεινε το χέρι.
«Άνκα».

«Άνκα; Μα…» τη ρώτησε και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συνέχεια της φράσης: «Μπορώ να ρωτήσω από πού κατάγεστε; Αυτό το όνομα είναι…»
«Πολωνικό» τον συμπλήρωσε.

Την ακολούθησε αμίλητος.

~~{}~~

ANKA

Έχοντας ξυπνήσει αρκετά νωρίς, ήταν ευκαιρία να κάνει καθαριότητες στο σπίτι, μιας και δεν είχε μαθήματα εκείνο το πρωινό. Την τάξη δεν την επιδίωκε ποτέ στον χώρο που ζούσε. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει στην απόλυτη τάξη, την αποδιοργάνωνε. Με την καθαριότητα όμως είχαν ανέκαθεν πάρε-δώσε. Ειδικά σε στιγμές υπερέντασης, την έβρισκε αγχολυτική. Έτσι, το σπίτι ήταν πάντα “επιμελώς ατημέλητο”, όπως έλεγε στις μαθήτριές της κι εκείνες γελούσαν.

Αφού έδιωξε από πάνω της με τις δουλειές τα προηγούμενα άστατα βράδια, αυτό που έλεγε “κρύβω κάτω από το χαλί” ο Πιοτρ, έκανε ένα ζεστό ντουζ – πάντα ζεστό, να υπενθυμίζει στο αίμα της να κυλά. Πήρε τον χρόνο της στη ντουζιέρα, άφησε το νερό να τρέχει πάνω στο πρόσωπό της και φανταζόταν να κολυμπά στον ποταμό Ναρέφκα στο αγαπημένο της δάσος στην Πολωνία, το Μπιαλοβιέτσκα.Ο Μίλτον, ο υπνοθεραπευτής που είχε συναντήσει πριν δύο μέρες στη Μαδρίτη, στην αναγνωριστική τους συνάντηση, της είχε ζητήσει κάθε πρωί να ξεκινάει τη μέρα της με ένα ντουζ. Μέσα στο ντουζ, θα άφηνε το μυαλό της να περιπλανιέται αβίαστα όπου ήθελε αυτό και θα συγκέντρωνε τις εικόνες για να τις συζητήσουν. «Το νερό είναι, όπως λέω, καλός αγωγός υποσυνειδήτου» της είχε πει. «Μέχρι την επόμενή μας συνάντηση, λοιπόν, η άσκηση λέει να ξοδεύω νερό και να ταράζω το δέρμα μου» του είχε απαντήσει γελώντας.

Στην αρχή, της ήταν δύσκολο να αφεθεί. Όσο όμως συνέχιζε να κολυμπάει και να βλέπει γύρω της πράσινο, ένιωθε ελαφρύτερο το σώμα της. Και όσο ελαφρύτερο το ένιωθε, άρχισε να νιώθει μια δροσιά. Η δροσιά γρήγορα έγινε ψύχρα και σκέφτηκε να βγει από το ποτάμι. Πάτησε τα πόδια της στον βυθό και σηκώθηκε να βγει. Κοιτώντας προς την όχθη, ξαφνικά μπροστά της στεκόταν ένα μεγάλο, επιβλητικό ζώο, που δεν είχε ξαναδεί από κοντά, ένας βίσονας. Κοκκάλωσε. Κοκκάλωσε κι εκείνο. Κοιτιόντουσαν στα μάτια και δεν έκαναν βήμα. Δεν υπήρχε φόβος αλλά οικειότητα. Η Άνκα έκανε να περπατήσει προς το μέρος του, όμως ο βίσωνας με ένα σάλτο προς την αντίθετη κατεύθυνση, άρχισε να τρέχει μακριά της. «Περίμενε!» φώναξε.

Η Άνκα πετάχτηκε έξω από την ντουζιέρα. Η ανάσα της ήταν κοφτή. Τι ήταν τώρα αυτό; σκέφτηκε. Θα βλέπω όνειρα και στον ξύπνιο μου; Σκουπίστηκε απαλά και ντύθηκε. Σήκωσε το τηλέφωνο. Ένας καφές με τον Αντριάνο θα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Είχε τόσο καιρό να τον δει. Της είπε να πάει από το πανεπιστήμιο να τον βρει στο κενό του. Φόρεσε ένα μακρύ, βεραμάν φόρεμα, πήρε την τσάντα της και ξεκίνησε για το Πάτιο ντε Εσκουέλας.

Περπατούσε με βήμα γρήγορο. Ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά κάθε πλακάκι της διαδρομής μέχρι το πανεπιστήμιο, αφού όσο καιρό είναι στην πόλη, δεν την ένοιαξε να κοιτάξει τριγύρω. Όταν έφτασε, βέβαια στον κεντρικό, σήκωσε το κεφάλι κι έλεγξε τον δρόμο για να περάσει – δεν ήταν να εμπιστεύεται κανείς τους Ισπανούς οδηγούς. Στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε τον αγενή τύπο του ΝΤΕΛ ΜΠΑΡΙΟ. Προχωρούσε κοιτώντας αριστερά δεξιά. Τουρίστας, σκέφτηκε η Άνκα χαμογελώντας. Πέρασε τον δρόμο και τον πήρε από πίσω. Τον παρατηρούσε που περπατούσε αργά, σαν να έβλεπε τα αξιοθέατα, αλλά είχε μια περίεργη ένταση στους ώμους. Αυτοί οι ώμοι, σκέφτηκε. Οι χαλαροί ώμοι ήταν προϋπόθεση ενός καλού πιανίστα. Προχώρησαν αρκετά, κοντά στο ένα χιλιόμετρο, όταν αυτός σταμάτησε μπροστά από το πανεπιστήμιο και παρατηρούσε το κτήριο.

«Ψάχνετε κάτι; Να βοηθήσω;» πήγε κοντά και τον ρώτησε.
«Ναι, ψάχνω τον λόγο που με ακολουθείτε τόση ώρα» της είπε και ένα στραβό χαμόγελο δημιούργησε ένα λακάκι στα αριστερά του στόματός του.
«Ποιος σας ακολουθούσε;» του είπε τάχα πειραγμένη. «Έτυχε να βαδίζουμε προς την ίδια κατεύθυνση.»
«Στο πανεπιστήμιο ήρθατε;» τη ρώτησε.
«Ναι, ήρθα να δω έναν φίλο μου, καθηγητή.»
«Τι ευχάριστη σύμπτωση» της είπε. «Θα την εκμεταλλευτώ και θα σας ζητήσω μία χάρη, μιας που μοιραζόμαστε την αγάπη για τα πορτοκάλια.»

Η Άνκα προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

«Πείτε μου, αν μπορώ να βοηθήσω, θα επανορθώσω και για την παρακολούθηση» του απάντησε.
«Να, ήρθα να πάρω το πρόγραμμα σπουδών της κόρης μου, που έρχεται αύριο. Τα Ισπανικά μου είναι σπαστά, για να το καταφέρω. Μήπως θα μπορούσατε να γίνετε η διερμηνέας μου;»
«Αυτό και πατσίσαμε δηλαδή;» του είπε περιπαιχτικά. «Ακολουθήστε με, κύριε…»
«Φραντς. Να μιλάμε στον ενικό μιας και θα συνεργαστούμε;»
«Φραντς, είμαι η Άνκα.»
«Άνκα;» έκανε λίγο σαστισμένος. «Είστε Πολωνή ή έτυχε το όνομα;»
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο» του είπε και προχώρησε μπροστά, με το βλέμμα στα πλακάκια.

~~{}~~

To flee from memory
Had we the Wings
Many would fly
Inured to slower things
Birds with surprise
Would scan the cowering Van
Of men escaping
From the mind of man

Emily Dickinson

 ~~~~~~~~~~

Βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, η Άνκα ένιωθε μια ευφορία που νικούσε τις σκέψεις της. Ο Φραντς, από την άλλη, δεν φαινόταν να συμμερίζεται τη διάθεσή της.

«Λοιπόν; Προσλαμβάνομαι;» τον ρώτησε.

Ο Φραντς κατάπιε με δυσκολία. Είχε πολλά ερωτήματα ήδη στο κεφάλι του.

«Φραντς, είσαι εδώ;» του είπε η Άνκα λίγο θιγμένη που την αγνοούσε.

«Ναι, συγνώμη. Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό που έκανες. Είναι υποθέτω η διαδικασία προσαρμογής που χτύπησε κάποιο καμπανάκι. Αναρωτιέμαι… Είναι όλα έτοιμα; Η κόρη μου θα φτάσει καλά αύριο; Είναι και η αυριανή συνέντευξη για τη δουλειά που με αγχώνει λίγο.»
«Δική σου συνέντευξη; Τι δουλειά;»
«Στο κέντρο τηλεπικοινωνιών» της είπε, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή μέσα του να σωπάσει. Πολωνικό; Το παρελθόν δεν είναι εκεί που το άφησα.

«Φραντς, πρόσεχε!»
Τον τράβηξε πίσω από το μπράτσο, λίγο πριν κατέβει το πεζοδρόμιο.

«Είσαι εντάξει;» του είπε τρομαγμένη.
«Τώρα εγώ πρέπει να πατσίσω» της είπε χαμογελώντας.

«Θα με κεράσεις ένα παγωτό καθώς γυρνάμε προς τη γειτονιά, ξέρω μία μικρή χελαδερία, στην Πιάθα ντελ Κορίγιο. Έχει ησυχία η διαδρομή, θα ανασυντάξεις τις σκέψεις σου.»

Πέρασαν τον δρόμο κατευθυνόμενοι προς την Κορίγιο. Όσο άφηναν πίσω τους τη βαβούρα της κοσμοπολίτικης Πιάθα Μαγιόρ, οι σκέψεις του κάλυπταν όλο και λιγότερο τους ήχους του περιβάλλοντός του. Η Άνκα, του έδειχνε τις αντιτουριστικές γωνιές της πόλης. Λίγες ήξερε, βέβαια, σε σχέση με αυτές που θα είχε κανονικά ανακαλύψει ένας άνθρωπος που έχει ζήσει ήδη τρία χρόνια στην πόλη, αλλά την έκαναν τη δουλειά τους. Ο Φραντς χαλάρωσε καθώς περνούσαν κάτω από αψίδες και δίπλα από όμορφα κτήρια. Το ιστορικό κέντρο είχε εκπληκτική αρχιτεκτονική.

«Εκπληκτικά κτήρια, είχες δίκιο. Έχω ζεσταθεί, βέβαια, με το περπάτημα και τη ζέση. Κοντεύουμε στο μαγαζί; Εσύ πώς αντέχεις με το μακρυμάνικο φόρεμα, αλήθεια;»

«Έχω συνηθίσει, φορούσα ανέκαθεν μακριά μανίκια, δεν μου αρέσουν τα κοντά μανίκια στα φορέματα. Φτάσαμε, να!»

Σε ένα στενό, καλά κρυμμένο, βρήκαν το μικρό μαγαζάκι που πουλούσε παγωτό. Πήραν δύο κυπελάκια και συνέχισαν να περπατούν και να κουβεντιάζουν. Μέσα στην όμορφη ροή της κουβέντας και με έναν πρωτόγνωρο γι αυτήν παρορμητισμό, η Άνκα τού πρότεινε να κάνει το επόμενο βράδυ σ’ αυτόν και την κόρη του το τραπέζι, για το καλωσόρισμα.

«Τι ωραία ιδέα,» της είπε. «να το κάνουμε! Θα έχω τελειώσει κι εγώ με τη συνέντευξη, θα έχει ξεκουραστεί κι η Όλια από το ταξίδι. Πολύ ωραία υποδοχή.»
«Λες να της αρέσει κι εκείνης η ιδέα;»είπε η Άνκα.
«Θα χαρεί πολύ. Ειδικά για το πιάνο σου. Δεν κατάφερα να φέρω ακόμα το δικό της. Ξέρεις, πάνε τρία χρόνια που άρχισε να μαθαίνει να παίζει και νομίζω πως έχει τρομερό ταλέντο. Και δεν το λέω, σαν ένας ακόμα γονιός που εκθειάζει το παιδί του. Η Όλια φαίνεται να έχει γεννηθεί γι’ αυτό. Έχει αρχίσει ήδη μια δική της σύνθεση»
«Θα παίξουμε και πιάνο, τότε!»

Ήταν και οι δύο τόσο απορροφημένοι στην κουβέντα, που η Άνκα δεν μέτρησε πλακάκια στον γυρισμό κι ο Φραντς το μόνο που προσπαθούσε να εξερευνήσει ήταν το πρόσωπό της.

«Δεν φαίνεσαι άνθρωπος που δεν κάνεις εύκολα φιλίες, πάντως» της είπε ο Φραντς, όταν έφτασαν στο ύψος του Ντελ Μπάριο.
«Πώς το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;» Ο Φραντς της έκανε νόημα να κοιτάξει προς το μπακάλικο.  Εκείνη χαμογέλασε. «Βέβαια, η πρωινή φυλλάδα, η Σίλβια, την έκανε τη δουλειά της.»

Ο Φραντς γέλασε τόσο δυνατά που οι περαστικοί γύρισαν και τον κοίταξαν.

«Εντάξει, δεν είχε κακή πρόθεση. Προσπάθησε να σε δικαιολογήσει για το περιστατικό της… σύγκρουσής  μας.»
«Άσε και ξέρω τι προσπάθησε» του είπε και έπειτα σοβάρεψε. «Φραντς, θέλω να σε ρωτήσω κάτι και αν ξεπερνάω τα όρια, να μου το πεις.»
«Είμαι όλος αυτιά» της είπε. «Έλα, όμως, να συνεχίσουμε το περπάτημα.»
«Ναι. Φτάνουμε σε λίγο και στο σπίτι μου, θα στο δείξω. Από τα λίγα, λοιπόν, που μου διηγήθηκες κι επειδή σε είδα σε σύγχιση πριν, θέλω κατ’ αρχάς να σου πω ότι σε θαυμάζω γι’ αυτό που κάνεις για την κόρη σου.»
«Την Όλια.»
«Ναι, την Όλια.» Του έδειξε λίγο πιο πάνω μια τεράστια πράσινη ξύλινη αυλόπορτα.
«Θέλω να πω, μετακόμισες σε άλλη χώρα για να είσαι κοντά της και να τη φροντίσεις. Μπήκες σε τεράστιο κόπο. Το κουβαλάς μόνος σου όλο αυτό; Μητέρα δεν υπάρχει;»

Ο Φραντς κοντοστάθηκε.

«Άνκα, θέλω να εξομολογηθώ κάτι. Στο πανεπιστήμιο το μεσημέρι σού είπα ένα μικρό ψέμα.»
«Ψέμα; Τι ψέμα;» Δύο κάθετες ρυτίδες τάραξαν την αρμονική γραμμή των φρυδιών της.
«Ο λόγος που ήμουν κάπως σαστισμένος στη συνάντηση με τον καθηγητή αλλά και όταν βγήκαμε από το κτήριο, ήσουν εσύ. Το όνομά σου, βασικά.»

Η Άνκα δεν μίλησε.

«Άνκα, η Όλια είναι Πολωνή.»

~~{}~~

ΑΝΚΑ

Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν κιόλας στο δεύτερο φλυτζάνι καφέ. Κοιτούσε κάθε λίγο το ρολόι στον τοίχο απέναντι. 7:00… 7:05… 7:10…Τα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού χτυπούσαν νευρικά, το ένα μετά το άλλο, πάνω στην οξιά, στον ρυθμό που έδιναν τα δευτερόλεπτα. Ηρέμησε, δεν θα έχει ξυπνήσει ακόμα. Γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω από τον ξύλινο μπουφέ. Το χθεσινό βράδυ τής έμοιαζε, ξάγρυπνο.Οι σακούλες κάτω από τα μάτια της πρόδιδαν κατακράτηση μνημών· μνημών καμμένου φιλμ από το στρατόπεδο Στούτχοφ.

Ο Φραντς τής είχε υποσχεθεί, λίγο πριν χωριστούν το προηγούμενο βράδυ, ότι θα της έλεγε την ιστορία της μικρής κάποια άλλη στιγμή, γιατί δεν θα ήθελε να επισκιάσει την πρώτη τους γνωριμία το παρελθόν. Το μόνο που της είχε πει ήταν ότι η Όλια δεν είχε γνωρίσει τους γονείς της. Η Άνκα, όμως, ήδη προσπαθούσε να δουλέψει μέσα της ότι ένιωθε έλξη, ξεχασμένη γι’ αυτήν, για έναν άνθρωπο που καταγόταν από Γερμανία. Αυτή η γνωριμία είχε τρυπώσει στη ζωή της σαν κρυφή αρμονία. Αυτό ήταν κάτι διαχειρίσιμο, γιατί είχε μάθει από μικρή να εμπιστεύεται την κρίση ης. Τα κοινά στοιχεία που είχε όμως με τη μικρή, προσπαθούσαν να ξεκλειδώσουν τα κουτάκια των αναμνήσεών της.

Έκλεισε τα μάτια της και έφερε στον νου της τον παππού της. Οι μνήμες από τα παιδικά της χρόνια την ξεκούραζαν. Θυμήθηκε τις βόλτες τους δίπλα στον ποταμό Λέσνα Πράβα, τις εκδρομές εκτός Χαϊνούφκα, τα πικνικ τους στο δάσος Μπιαλοβιέτσκα. Της είχε δείξει πολλά μέρη και τις είχε μάθει πολλά. Ήταν σύμβολο γνώσης και δύναμης για τη μικρή Άνκα, αλλά και γονεϊκή φιγούρα, αφού είχε χάσει τους γονείς της στα δέκα της χρόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Χάρη σ’ εκείνον είχε ξεκινήσει μαθήματα πιάνου αμέσως μετά και πενταγράμμισε την πένθιμη εφηβεία της. Ο παππούς της τη συνόδευσε μέχρι την ενηλικίωσή της. Ευτυχώς, δεν πρόλαβε να βιώσει την αρπαγή της.

Άκουσε τον σφιγμό της να ανεβαίνει, την ανάσα της να γρηγορεύει. Σηκώθηκε και άρπαξε το ακουστικό του τηλεφώνου.

«Μίλτον; Συγνώμη για το πρωινό της ώρας. Πρέπει να σε δω.»

Άρπαξε την τσάντα της κι έφυγε για τον σταθμό των τρένων. Μετά από δύο ώρες και 15 λεπτά, χτυπούσε την πόρτα του ιατρείου.

«Πέρασε, Άνκα. Κάθισε.»
«Μίλτον, πρέπει να επιταχύνουμε τη διαδικασία με κάποιο τρόπο.»
«Κάτι σε έχει ταράξει.»
«Η Πολωνία ήρθε να με βρει.»
«Άνκα, να σου εξηγήσω κάτι. Το υποσυνείδητό σου είναι σαν μαγματικός θάλαμος ηφαιστείου. Η ενεργοποίησή του πρέπει να γίνει ελεγχόμενα.»

Η Άνκα παρέμεινε σιωπηλή. Ο Πιοτρ της είχε πει να τον εμπιστεύεται τον Μίλτον. Τα μάτια της, όμως, είχαν πάρει εκείνη την απόχρωση του σκούρου γκρι.

«Κάθισε πίσω, να ξεκινήσουμε.»

Καθώς άκουγε τα λόγια του Μίλτον που την καθοδηγούσαν στο να αφεθεί και να βυθιστεί, ένιωθε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Η οδηγία ήταν να ακούει την ανάσα της να βαθαίνει, ενώ θα έβλεπε τον εαυτό της ανάσκελα στην επιφάνεια της θάλασσας και θα άφηνε όλο και πιο πολύ το βάρος του σώματός της, για να επιπλεύσει σε κατάσταση ηρεμίας. Εκείνη, όμως, σκεφτόταν τον Φραντς. Βρέθηκε μαζί του στο δάσος. Την κοίταξε και της άπλωσε το χέρι. Χωρίς δεύτερη σκέψη, του έδωσε το δικό της. Και το δάσος έγινε ένα μπουντρούμι. Τριγύρω πέτρινοι τοίχοι, ιδρωμένοι. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, την έπνιγε μια μυρωδιά μούχλας. Τα γυμνά της πόδια ήταν σφινωμένα στο πάτωμα, δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Άκουσε τη φωνή του Μίλτον να τη ρωτάει: «Άνκα, πες μου, πού βρίσκεσαι;» Προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Βγάλε με από εδώ. Βγάλε με.

Στο κέντρο του δωματίου, πολλές άσπρες ποδιές γύρω από ένα σιδερένιο κρεβάτι χειρουργείου.

Ένα βογγητό ακούστηκε και κάποιες από τις άσπρες ποδιές έκαναν ένα βήμα πίσω. Πάνω σ’ ένα άσπρο σεντόνι ήταν ο βίσονας αλυσοδεμένος. Το ζώο τρανταζόταν. Ο θόρυβος από τις αλυσίδες που χτυπούσαν στο κρεβάτι, της τρυπούσε τα μηνύγγια. Όλο το δωμάτιο σειόταν.

Η Άνκα άρχισε να τρέμει ολόκληρη.

«Άνκα, ακολούθησε τη φωνή μου.»

Θα με δουν. Βγάλε με από εδώ!  Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σκιστεί στα δύο. Στη μύτη της έφτασε μια μυρωδιά μεταλλική.                                           

Ο θόρυβος από τις αλυσίδες ξαφνικά σταμάτησε. Ένας άντρας ξεπρόβαλε από πίσω από τον βίσονα. Η ποδιά του ήταν κόκκινη, έσταζε στο πάτωμα. Στα χέρια κρατούσε κάτι σαν μικρό ζώο.

Η Άνκα ένιωσε να παραλύει. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά δεν έβγαινε η φωνή. Κοίταξε τον άντρα. Εκείνος, σήκωσε το βλέμμα προς τη μεριά της.

«Φραντς!» ούρλιαξε η Άνκα και άνοιξε τα μάτια.

~~{}~~

ΦΡΑΝΤΣ

Ήταν με το πρόσωπο και τα χέρια κολλημένα στο τζάμι στον χώρο αναμονής αφίξεων του αεροδρομίου, σαν μικρό παιδί που περιμένει να έρθει στο σπίτι το πρώτο του κουτάβι. Όταν άρχισε να έρχεται κόσμος, άκουσε τη καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα. Όταν τα μάτια του την εντόπισαν, άρχισε να χοροπηδά και να κουνά τα χέρια του πάνω-κάτω. Η Όλια γελούσε καθώς τον πλησίαζε.

«Μπαμπά, μας κοιτάνει όλοι.»

Την αγκάλιασε σφιχτά, δεν τον ένοιαζε.

«Καλώς ήρθες, κορίτσι μου! Πώς ήταν το ταξίδι;»
«Πρωτόγνωρη εμπειρία. Πάμε, θα στα πω στον δρόμο.»
«Ναι, πάμε γιατί δεν αργεί και το μάθημά σου.»

Της πήρε τη βαλίτσα και κατευθύνθηκαν προς τη στάση του λεωφορείου.

«Μα, τι κουβαλάς, πέτρες;»
«Έβαλα μέσα τα βιβλία του πιάνου. Βρήκα τρόπο να το φέρω, μπαμπά.»
«Πώς, Όλια μου;» τη ρώτησε σαν να μην ήθελε να ακούσει την απάντηση.
«Θα το φέρει ο Νιλς με το βαν ενός φίλου.»
«Δεν μου είπε τίποτα.»
«Βρεθήκαμε πριν φύγω και μου το πρότεινε.»
«Βρεθήκατε; Οι δυο σας;» Κάτι είχα καταλάβει. Θα τον σκοτώσω.
«Ναι, μπαμπά.»
«Όλια, τι συμβαίνει με τον Νιλς;»
«Σαν τι να συμβαίνει;»
«Είναι 12 χρόνια μεγαλύτερός σου, το ξέρεις.»
«Φραντς, έρχεται το λεωφορείο. Άφησε τον πουριτανισμό σου απ’ έξω.»

Γέλασε. Η Όλια όταν θύμωνε, τον φώναζε με το μικρό του.

«Πάμε πρώτα στο πανεπιστήμιο,» της είπε, «να σε αφήσω στο μάθημα και να πάω στη συνέντευξη. Λογικά θα έχω τελειώσει μέχρι να τελειώσεις κι εσύ. Περνάω να σε πάρω μετά και πάμε για ένα ελαφρύ μεσημεριανό.»
«Γιατί ελαφρύ; Πεινάω ήδη σαν λύκος.»
«Γιατί το βράδυ σου έχω μία έκπληξη.»

Άνοιξαν οι κόρες του ματιών της διάπλατα. Αυτό το παιχνίδι το έπαιζαν από τότε που ήταν μικρό παιδί.

«Για πες…»
«Λοιπόν, τρία στοιχεία αυτή τη φορά, γιατί είμαστε σε καινούριο περιβάλλον: γειτόνισσα, πιάνο, πολωνικές συνταγές.»
«Πότε πρόλαβες; Μετά, εμένα λες!» του είπε γελώντας.

Αυτό το παιδί…

«Καμιά φορά σε φοβάμαι,» της είπε γελώντας.

Καθώς περνούσαν από διάφορα μέρη με το λεωφορείο, ο Φραντς έδειχνε στην Όλια τι είχε μάθει ως τώρα από την πόλη. Τι του είχε μάθει η ξεναγός του, δηλαδή. Η Όλια τον άκουγε καταενθουσιασμένη. Δεν την είχε πειράξει όταν της είχε πει ότι θα έρθει να μείνει μαζί της. Ο Φραντς δεν ήταν ποτέ καταπιεστικός. Ήταν υπερπροστατευτικός, ναι, αλλά όταν συζητούσαν σοβαρά, πάντα υποδεχόταν τις σκέψεις της ως καλός της φίλος.

Το λεωφορείο τους κατέβασε μπροστά στο πανεπιστήμιο. Η Όλια θα άφηνε τώρα τα βήματά της να αρχίσουν να αφήνουν ίχνη μέσα σ’ αυτό το υπέροχο κτήριο που την προηγούμενη φορά που είχε έρθει το είχε δει μόνο από έξω.

«Μπαμπά, ευχαριστώ» του είπε με λόγια υγρά.

Εκείνος πήρε από τα χέρια της τη βαλίτσα και ανέβηκαν μαζί τις σκάλες.

«Πάμε να σου δείξω τα κατατόπια.»

Ανέβηκαν μαζί τις σκάλες και μπήκαν στη μεγάλη σάλα. Της έδειξε προς τα δεξιά μια μεγάλη ξύλινη πόρτα.

«Εκεί πρέπει να είναι η αίθουσα,» της είπε και έκανε να κινηθεί προς τα εκεί, όταν σκόνταψε σε έναν κουβά και χύθηκε στο πάτωμα το νερό με τις σαπουνάδες.
«Προσοχή, σενιόρε» ξεπρόβαλε ένας νεαρός άντρας πίσω από την κολώνα.
«Συγνώμη, νεαρέ μου, στα έκανα χάλια.»
«Όχι τίποτα, αλλά δεν θέλω να πουν ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά του ο Μιγκέλ Αστρέι.»
«Εσύ είσαι ο Μιγκέλ; Συγνώμη, Μιγκέλ, θα σε βοηθήσω να τα μαζέψεις» είπε ο Φραντς και έπιασε τη σφουγγαρίστρα που ήταν ακουμπισμένη στην κολόνα.

«Κάτσε, για να σε δω εσένα…» του είπε με πρίμα φωνή. «Εσύ έχεις ξανάρθει εδώ. Δεν ξεχνώ εγώ φυσιογνωμίες. Κάθε μέρα και με άλλη βλέπω έρχεσαι, δεν χάνεις τον καιρό σου. Αυτή δεν σου πέφτει λίγο μικρή, όμως;»

«Παρακαλώ;» του είπε ο Φραντς.

Ο καθαριστής γύρισε και κοίταξε την Όλια.

«Άντρες, κορίτσι μου. Δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, ξέρω εγώ.»
«Συγνώμη, Μιγκέλ είπαμε;» τον ρώτησε ο Φραντς, «επειδή μάλλον κατάλαβα πού το πας, θα σου πω ότι αυτή είναι η κόρη μου και είναι η πρώτη της μέρα στο πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, λίγο να προσέχουμε τα λόγια μας.»
«Δεν έχει τελικά ζουμί η ιστορία,» είπε ο Μιγκέλ και του πήρε τη σφουγγαρίστρα από τα χέρια. «Σε είδα και σένα έτσι… καλοστεκούμενο και λέω αυτός θα είναι γυναικάς, συγχώρα με.»

Ο Φρανς γέλασε με την καρδιά του. Η Όλια τον παρατηρούσε και χαιρόταν με αυτή την αλλαγή που έβλεπε στον πατέρα της. Αναρωτιόταν, βέβαια, με ποια γυναίκα τον είχε δει ο σπιούνος του πανεπιστημίου.

«Δεν τρέχει τίποτα, θα μου το ξεπληρώσεις με μία χάρη.»
«Ό,τι θέλεις,» του είπε ο Μιγκέλ.
«Επειδή είδα πως το έχεις με την παρακολούθηση, θα μου προσέχεις το κορίτσι μου όσο είναι εδώ; Αν δεις τίποτα περίεργο, μου το λες.»

Ο Μιγκέλ έπιασε αγκαζέ την Όλια.

«Προσωπικός της σωματοφύλακας. Άσε, θα την πάω εγώ στο αμφιθέατρο, να δουν όλοι ότι την ξέρει ο Μιγκέλ,» είπε και, καθώς πήγαιναν προς το αμφιθέατρο, δεν έβαλε γλώσσα μέσα.

«Όλια, θα έρθω να σε πάρω» φώναξε ο Φραντς.

Εκείνη του κούνησε το χέρι.

Και τώρα, για να δούμε,  σκέφτηκε ο Φραντς και βγήκε για να πάρει το λεωφορείο. Περπατώντας προς τη στάση, έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του και είδε την ώρα.

Έχω αρκετή ώρα μπροστά μου κι έχει τόσο ωραία μέρα. Θα το πάρω με τα πόδια.

Ξεκίνησε να προχωράει προς το κέντρο τηλεπικοινωνιών. Στον δρόμο του ήταν η Πιάθα ντελ Κορίγιο. Την προηγούμενη φορά είχε δοκιμάσει τη μόκα στη χελαδερία. Τώρα, ήταν σειρά της καραμέλας. Κάθε μέρα, θα δοκίμαζε και μια καινούρια γεύση, το υποσχέθηκε στον εαυτό του.

~~{}~~ 

 

Η γυναίκα θυμήθηκε
Η νύχτα τη σταμάτησε
Την έβαλε στο αμάξι
Πήγανε στην άκρη της θάλασσας

Η γυναίκα πλησίασε
Τονχρόνο που κατάπινεκύματα
Γονάτισε
Το νερό έγλειφε το εσωτερικό των μηρών της
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα

Βύθισε τις παλάμες της
Έσκυψε
Γυναίκα τετράποδο
Στην άκρη της θάλασσας

Η νύχτα έβαψε τα νύχια της κόκκινα
Καθισμένη στις άκρες των βράχων

Δήμητρα Αγγέλου

~~{}~~

 

Το σπίτι της Άνκα ήταν έτοιμο να τους υποδεχτεί. Ταίριαξε τις σκέψεις της καθώς μάζευε τα πράγματα. Ο θεραπευτής τής είχε εξηγήσει πώς λειτουργεί ο διθαλαμικός νους. Όταν προσπαθεί να επεξεργαστεί μνήμες κατά τη διάρκεια της βύθισης, μπορεί να συνδέσει άσχετα μεταξύ τους στοιχεία, πρόσωπα ή περιστατικά, για να αποφορτιστεί και να κάνει χώρο για καινούριες μνήμες.Το συζήτησαν στη συνεδρία και αποφάσισε να αφήσει ανεπηρέαστη τη ροή της υπόλοιπης μέρας.

Ξεσκόνισε το πιάνο της, ετοίμασε το φαγητό. Ελπίζω να της αρέσουν οι καινούριες γεύσεις, σκέφτηκε. Ένιωθε μέσα της μια πηγαία λαχτάρα να γνωρίσει στην Όλια την καταγωγή της κι έτσι να τη φέρει λίγο πιο κοντά στον εαυτό της. Το σπίτι είχε μυρίσει χοιρινο κιμά, κρεμμυδάκι και λάχανο. Σήμερα έχουμε Γκολάμπκι, σκέφτηκε καθώς ανακάτευε το φαγητό αριστερόστροφα. Θυμήθηκε τον παππού της. Για λίγο αναρωτήθηκε αν θα ήταν προτιμότερο να μην είχε γνωρίσει καθόλου τους δικούς της γονείς, όπως η Όλια, από το να τους έχει χάσει τόσο μικρή και τόσο ξαφνικά. Δεν απουσιάζει κάποιος που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ. Ο Φραντς τής είχε υποσχεθεί ότι θα της έλεγε την ιστορία της μικρής, μετά τη γνωριμία τους. Καλύτερα για την Άνκα. Το στοιχειό του παρελθόντος θα εμφανιζόταν στο πρόσωπό της και δεν ήθελε να καλωσορίσει έτσι το κορίτσι. Άλλωστε, θα είχαν όλο τον καιρό μπροστά τους να γνωριστούν.

Φωνές ακούστηκαν από κάτω, στην είσοδο του σπιτιού.

«Έλα να σου ισιώσω το πουκάμισο!»

Η Άνκα πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε κλεφτά το κουρτινάκι.

«Μικρή, δεν σταματάς λέω εγώ;»

Η Άνκα κοίταξε την Όλια. Με το βλέμμα της σχεδίασε το περίγραμμα των μαλλιών της, πήγε στο σαγόνι της, στα λευκά μάγουλά της, ανέβηκε στα μάτια της. Μετά το βλέμμα της πέρασε στον Φραντς. Τα χαρακτηριστικά του είχαν μαλακώσει με κάποιον τρόπο. Εκείνη τη στιγμή, η Όλια κοίταξε προς το παράθυρο. Η Άνκα κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα σαν σχολιαρόπαιδο που το έπιασαν να κρυφακούει. Μα τι είναι αυτά που κάνω; Χαμογέλασε.

Ακούστηκαν τρία ρυθμικά χτυπήματα στην πόρτα.

Η Άνκα άνοιξε την πόρτα και η Όλια τής πρόσφερε το μπουκέτο με τα λουλούδια που κρατούσε, με τη νεανική της αγαρμποσύνη.

«Επιτέλους, σας γνωρίζω!» είπε στην Άνκα.

«Όλια…» της είπε ο Φρανς με έναν τόνο μεταξύ ντροπαλού και αυστηρού. Γύρισε και κοίταξε την Άνκα. Ήταν τόσο λαμπερή στο λευκό της φόρεμα που τράβηξε γρήγορα τα μάτια του προς άλλη κατεύθυνση, λες και θα τυφλωνόταν.

«Καλώς ήρθες, Όλια» είπε η Άνκα, οδηγώντας τους στο σαλόνι.
«Έ-να Πε-τρόφ» είπε η Όλια συλλαβιστά, να χορτάσει το όνομα.
«Ναι, τα ξέρεις; Μου το είχε πάρει ο παππούς μου από την Τσεχία.»
«Τι όμορφο. Πατέρα, βλέπεις; Πιάνο με ουρά! Άλλος ήχος.»

“Πατέρα;” παραξενεύτηκε ο Φραντς.

«Και το πιάνο βλέπω και ωραίες μυρωδιές στη μύτη μου έρχονται.»

Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Κάθισαν τριγύρω με την Άνκα στη μέση. Το έδαφος ήταν εύφορο για κάθε σπόρο. Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο πιάτο αντάλλαξαν πόλεις στις οποίες είχαν ζήσει. Μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί, σκάλισαν τις παιδικές τους αναμνήσεις. Όσο το κρασί λιγόστευε στο μπουκάλι, κάθε μεγαλύτερη ματριόσκα ξεσκέπαζε και μια μικρότερη. Ο πληθυντικός ευγενείας έγινε ενικός. Η Άνκα έλυσε τους ώμους της. Μίλησε πρώτη φορά για τους γονείς που είχε χάσει στα δέκα της μόλις χρόνια κι η Όλια ένιωσε πώς έπρεπε να την κάνει να νιώσει ότι δεν είναι μόνη.

«Τουλάχιστον τους έζησες για λίγο. Η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Δεν έχω καμία ανάμνηση από εκείνη. Κι αν είχα μείνει στην Πολωνία μετά τη γέννησή μου, σίγουρα δεν θα ήταν όμορφες οι αναμνήσεις. Θα ήταν από αυτές που αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια. Από αυτά με έσωσε ο πατέρας. Με τράβηξε μέσα από μια παγωμένη λίμνη, λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου.»

Η Άνκα την κοίταξε με στοργή αλλά και θαυμασμό για τον τρόπο που μιλούσε για τον Φραντς. Αγνόησε το στομάχι της που είχε δεθεί κόμπο.

«Από μηχανής θεός ο πατέρας σου, δηλαδή. Δεν μου έχει διηγηθεί την ιστορία, αλλά αν σκεφτώ την ηλικία σου, η περίοδος που ήρθες στον κόσμο ήταν η πιο αφιλόξενη. Μπορώ να σου χρωματίσω την Πολωνία όπως την ήξερα ως παιδί, να συνδέσεις την καταγωγή σου με κάτι φωτεινό. Το σκοτάδι που έπεσε μετά, το έχω απωθήσει από τη μνήμη μου.»

Ο Φραντς δεν μιλούσε. Περνούσε με το δάχτυλο του γύρω-γύρω το χείλος του κρασοπότηρου. Είχαν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από τότε, όμως, κάθε φορά που συζητούσαν το παρελθόν με το παιδί, μία σκιά ανάμεσά τους έκανε πάντα την παρουσία της αισθητή και νόμιζε ότι τον παραμόνευε για να του πάρει την ψυχή. Ανάμεσα στις αναδρομές του μυαλού του στο Στούτοβο και τη μητέρα της Όλια, προσπαθούσε να βρίσκει το κουράγιο να κρατάει τις ισορροπίες, όταν μιλούσε στη μικρή για τη γέννησή της. Της είχε πει ένα μικρό ψέμα, ότι η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα. Προτίμησε να μην συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες, γιατί πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να τις διαχειριστεί ένα μικρό παιδί. Δεν θα είχα καταφέρει να τους κρύψω και τους δυο, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Η Όλια ήταν τυχερή που εγώ έλαβα την εντολή στον ασύρματο.

«Φραντς,» τον έβγαλε από τον ειρμό του η Άνκα, «χάθηκες.»
«Εδώ είμαι. Αναρωτιόμουν τι είδους ασπρόμαυρα τραγούδια θα μπορούσε να μας πει ο Πετρόφ.»

Τα σώματα των τριών, σαν σύμφωνη συγχορδία, σηκώθηκαν από τις καρέκλες και πλησίασαν το πιάνο.

«Έλα, κάτσε, δεν θα σε κρατήσω άλλο μακριά του» είπε η Άνκα κι έπιασε την Όλια από τους ώμους για να την καθίσει στο σκαμπό του πιάνου.
«Τι θα μας παίξεις;» τη ρώτησε.

Η Όλια την κοίταξε με μια κάποια συστολή που ο Φραντς τρόμαξε να αναγνωρίσει.

«Εγώ; Στο Πετρόφ;»
«Ναι, εσύ! Ο πιανίστας κάνει το Πετρόφ κι όχι το αντίθετο.»

Η Όλια έκατσε στο πιάνο. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τα πλήκτρα. Έσκυψε, κάτι τους είπε και τότε άρχισε ένας διάλογος δύο φίλων που γνωρίζονταν από παιδιά. Η Άνκα παρατηρούσε χωρίς να παρεμβαίνει. Σκιαγραφούσε το πιανιστικό προφίλ της μικρής. Χαλαροί ώμοι, χαλαροί καρποί, μεγάλα δάχτυλα. Τι όμορφη πρώτη ύλη, ο Φραντς είχε δίκιο. 

Ο Φραντς στεκόταν πιο πίσω, να μη στονάρει η παρουσία του σ’ αυτή την αλληλεπίδραση. Παρατηρούσε την Όλια. Ο τρόπος που συντονιζόταν με την Άνκα εμφάνισε ένα νέο στήσιμο στο σώμα της που τον εξέπληξε ευχάριστα αλλά τον έκανε και λίγο να ζηλέψει.

«Όλια, γιατί δεν παίζεις στην Άνκα το κομμάτι σου;»
«Πατέρα, όχι τώρα.»
«Έλα, μα είναι τόσο όμορφο. Άνκα, σίγουρα θα σου αρέσει. Είναι μια μελωδία από ένα παιδικό τραγουδάκι που έλεγα στην Όλια για να την κοιμίσω όταν ήταν μικρή κι εκείνη το έκανε ολόκληρη σύνθεση. Μπορεί να το ξέρεις, νομίζω πως είναι πολωνικό. Δεν θυμήθηκα ποτέ τα λόγια, αλλά τη μελωδία την ακούω σαν χθες.»
«Πολύ θα ήθελα να το ακούσω, όταν το θελήσουν τα δάχτυλά σου» είπε η Άνκα στην Όλια.

Η Όλια σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω και την κοίταξε. Ήθελε να είναι απόλυτα προετοιμασμένη για να παίξει αυτό το κομμάτι.

Φωνές ακούστηκαν εκείνη τη στιγμή στον δρόμο κάτω από το σπίτι.

«Έλα, εδώ βρε κλέφτη! Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου;»

Οι τρεις τους κατέβηκαν γρήγορα τις σκάλες για να δουν από κοντά τι συνέβαινε. Μόλις έφτασαν στο κατώφλι της αυλόπορτας, είδαν τη σενιόρα Σίλβια να έχει πέσει πάνω από έναν άντρα στον δρόμο και να τον χτυπάει με την τσάντα της.

«Κλέφτη! Κλέφτη! Δεν ντρέπεσαι!»

Ο άντρας ήταν ο σενιόρ Βιντσέντε.

«Πρέπει να τους χωρίσω» είπε η Άνκα και έτρεξε μαζί της κι ο Φραντς.

«Σενιόρα! Σενιόρα Σίλβια, ηρεμήστε» της είπε ο Φραντς ενώ προσπαθούσε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να την απομακρύνει.

«Μα, τι συνέβη σενιόρα;» τη ρώτησε η Άνκα, ενώ προσπαθούσε να σηκώσει τον ζαλισμένο άντρα από το πλακόστρωτο.

Η σενιόρα Σίλβια έβγαζε καπνούς. Η Όλια που παρακολουθούσε από πιο πίσω, έβρισκε την παράσταση πολύ διασκεδαστική.

«Είναι ένας κλέφτης, σας λέω. Τον έπιασα να τρώει στα σκοτάδια τα σαλάμια στο κελάρι. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι είχαμε αρουραίους!» είπε και πήρε φόρα να του ρίξει άλλη μία με την τσάντα της.
«Μισό λεπτό, σενιόρα Σίλβια» της είπε ο Φραντς «ας ηρεμήσουμε λίγο. Το ζήτημα χρήζει διερεύνησης.»

Η σενιόρα γύρισε και κοίταξε τον Φραντς. «Τι ωραία που τα λέτε, Φραντς. Όχι σαν τον άξεστο τον σαλαμοκλέφτη που έχω για άντρα.»
«Λοιπόν, σενιόρε μου,» είπε ο Φραντς πλησιάζοντας τον σενιόρο «καταρχάς πείτε μου, γιατί τρώγατε τα σαλάμια στα κλεφτά;»
«Δεν με αφήνει σας λέω να τρώω τίποτα. Δηλαδή, ο γιατρός δεν με αφήνει. Έχω αυξημένη χολεστερίνη.»
«Χοληστερίνη λέγεται, βρε άξεστε! Αυτά τα σαλάμια είναι το εμπόρευμά μας, δεν είναι για το στομάχι σου! Εγώ φταίω που σου έδωσα κλειδιά.»
«Μα, δικό μου είναι το μαγαζί» είπε με παράπονο ο σενιόρος στον Φραντς.

«Σώπαινε λίγο, δεν είναι ώρα να μιλήσεις ακόμα» του είπε ψιθυριστά ο Φραντς, κλείνοντάς του το μάτι.

Η Άνκα άλλαξε στρατόπεδο και πήγε δίπλα στη σενιόρα.

«Σενιόρα Σίλβια, μπορούμε να βρούμε μια μέση λύση» της είπε η Άνκα, προσπαθώντας να μιλήσει σοβαρά «ώστε να είστε ήσυχη ότι το εμπόρευμά σας θα μένει στη θέση του και ότι ο άντρας σου δεν προβεί ξανά σε νυχτερινές εισβολές.»
«Και σε ψέμματα.»
«Και σε ψέμματα, ναι. Ένας άνθρωπος στερημένος, θα πει ψέμματα και θα λειτουργήσει σπασμωδικά. Θα πρότεινα να άφηνες τον άνθρωπο μία φορά την εβδομάδα να τρώει τις αγαπημένες του λιχουδιές, έτσι ώστε να μη νιώθει το σύνδρομο της στέρησης. Νομίζω ότι έτσι δεν θα ξαναχρειαστεί να ανησυχήσεις.»
«Και να πίνει και κρασί, πες της» ψιθύρισε ο σενιόρος στον Φραντς.
«Μην πετάγεσαι, μάθε να διαλέγεις τον σωστό χρόνο» του είπε ο Φραντς.
«Έτσι θα κάνεις, Βιντσίτο;» είπε η σενιόρα στον άντρα της.

Ο σενιόρος κοίταξε τη γυναίκα του και δεν μίλησε.

«Μουγκάθηκες μωρέ; Γιατί δεν μιλάς;» είπε η σενιόρα.

Ο Φραντς τον σκούντηξε.

«Ναι, Σιλβίτα μου. Το υπόσχομαι.»
«Άντε, τότε» είπε ο Φραντς «πιάσε τη γυναίκα σου αγκαζέ και πάτε στην ευχή του θεού.»

Αφού το ζευγάρι απομακρύθηκε αρκετά, οι τρεις τους κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν σε γέλια που καταπίεζαν τόση ώρα.

«Καλώς ήρθες στη Σαλαμάνκα» είπε η Άνκα στην Όλια.
«Σωστή παράσταση έδωσαν!» είπε η Όλια γελώντας.
«Ας γυρίσουμε, φτάνει για σήμερα. Θα ανεβείτε πάνω;»
«Η αλήθεια είναι ότι οι διαπραγμάτευση με εξάντλησε» είπε ο Φραντς. «Θα έλεγα να γυρίζαμε στο σπίτι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα δεν μας έπαιξες το κομμάτι σου, Όλια.»
«Δεν πειράζει, έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας» είπε η Όλια, κάπως ανακουφισμένη.

~~{}~~

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο 

Απόσπασμα από «Το Μονόγραμμα», Οδυσσέας Ελύτης

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Πάω στην Άνκα και μετά θα πάω βόλτα με τον Μιγκέλ.»
«Χθες δεν είχες μάθημα πιάνου;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Διακρίνω μία ζήλεια;»
«Τι εννοείς;»
«Γιατί δεν λες στην Άνκα να βρεθείτε για φαγητό, αφού θα βγω με τον Μιγκέλ; Είναι τόσο ωραία συντροφιά η Άνκα. Έχετε να βρεθείτε από από τότε που πήγαμε σπίτι της για φαγητό, πριν δύο μήνες.»
«Εγώ το είπα επειδή χαίρομαι που σου αρέσουν τόσο τα μαθήματα.»
«Κι εγώ το λέω για να μην είσαι μόνος.»
«Μα, πώς! Βρισκόμαστε με την Άνκα.»
«Δεν εννοώ τυχαία στο μπακάλικο.»
«Καλό μάθημα και καλά να περάσεις. Να σε φέρει σπίτι μετά.»
«Θα μείνω στον Μιγκέλ, μπαμπά.»

Ο Φραντς δεν πρόλαβε να φέρει αντίρρηση. Η Όλια άρπαξε την τσάντα της κι έφυγε με τους ώμους κατεβασμένους. Ο Φραντς πήγε στο παράθυρο. Την είδε να περνά τον δρόμο κι έτρεξε προς το τηλέφωνο.

«Καλησπέρα. Ισχύει το ραντεβού μας, έτσι; Θα σε δω σε δύο ώρες.»

Μπήκε για μπάνιο. Ποτέ στη ζωή του δεν καθόταν πάνω από πέντε λεπτά στο ντουζ. Ήταν ένας άνθρωπος σε μόνιμη υπερένταση. Τους τελευταίους δύο μήνες άφηνε τον χρόνο να κυλά πιο αργά, να συνειδητοποιεί κάθε λεπτό. Έπρεπε να εκπαιδεύσει τον εαυτό του να απολαμβάνει τις καινούριες στιγμές. Στην αρχή είχε ενοχές, σαν να έκανε κάτι που δεν έπρεπε. Η Άνκα τού έλεγε πως έφταιγε ότι δεν είχε μιλήσει ακόμα στην Όλια για ό,τι συνέβαινε. Εκείνος ένιωθε όμως ενοχικά για το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του, κάτι που δεν άφηνε στον εαυτό του να εκμυστηρευτεί στην Άνκα. Ένιωθε πως αν θεματοποιούνταν αυτό μεταξύ τους, η αποστασιοποίηση που ένιωθε από μεριάς της σε στιγμές, θα γινόταν μια συνθήκη μόνιμη.

Βγήκε από το ντουζ. Κοιτάχτηκε στον θολωμένο καθρέφτη. Ήταν ακόμη νέος και ωραίος άντρας. Πέρασε με το χέρι του ένα σημείο του καθρέφτη για να δει πιο καθαρά το είδωλό του. Έκανε τα μαλλιά του προς τα πίσω να ψάξει για κάποια άσπρη τρίχα. Τίποτα δεν πρόδιδε την ηλικία του κι όμως ένιωθε ανέκαθεν γερασμένος. Μέχρι τώρα, που ένιωθε το παρελθόν να ξεφορτώνει από τις πλάτες του. Ίσιωσε το κορμί του και πήγε να ετοιμαστεί.

Άνοιξε την ντουλάπα. Δεν είχε φέρει μαζί του πολλά ρούχα, δεν πίστευε ότι θα τα χρειαζόταν. Καθώς μετακινούσε τις κρεμάστρες για να βρει κάποιο αφόρετο πουκάμισο, το μάτι του έπεσε στην κούτα, στην πίσω γωνία της ντουλάπας.

Για να χωρέσουν καινούρια ρούχα, πρέπει να ξεφορτωθώ ό,τι παλιό πιάνει χώρο.

Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως αύριο θα πετούσε στα σκουπίδια εκείνο το κουτί του παρελθόντος του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν το είχε κάνει τόσο καιρό, ακόμα-ακόμα και γιατί το είχε φέρει μαζί του στη Σαλαμάνκα. Ο Νιλς του είχε πει ότι το κρατούσε γιατί, υποσυνείδητα, τιμωρούσε τον εαυτό του.

Εκείνη τη στιγμή, το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Παρακαλώ;»
«Φραντς; Τι κάνεις; Νιλς, εδώ.»
«Πού είσαι, παλιόφιλε;»
«Τι κάνετε; Πώς κυλάει η καινούρια καθημερινότητα;»
«Ακόμα σε περίοδο προσαρμογής είμαστε.»
«Φραντς, δεν ξέρω αν σου είπε η Άνκα, σκέφτηκα ότι μπορώ να σας φέρω το πιάνο της, να σας επισκεφτώ. Η Άνκα τι κάνει, παρεμπιπτόντως; Έχω να μάθω νέα της από τότε που έφυγε.»
«Έχει μπλέξει με τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο και τις καινούριες παρέες, ξέρεις τώρα πως είναι τα νέα παιδιά» κρυφογέλασε ο Φραντς. «Είναι καλά, όμως. Πότε λες να μας έρθεις; Σε πεθύμησα.»
«Έλεγα για την επόμενη εβδομάδα, ανάλογα με το πότε θα μπορέσω να δανειστώ το βαν ενός φίλου για τη μεταφορά. Θα σε ενημερώσω.»
«Εις το επανειδείν, φίλε μου. Περιμένω νέα σου.»

Ο Φραντς χάρηκε. Η μικρή μάλλον τον άκουσε και το ξανασκέφτηκε. Ο Νιλς ήταν λίγο μεγάλος γι’ αυτή.

Γυάλισε τα παπούτσια του, πήρε το καπέλο του και βγήκε από το σπίτι. Κατηφόρισε αργά. Προσπαθούσε να κάνει αυτό που του είχε πει η Άνκα, να παρατηρεί τα μέρη και τους ανθρώπους γύρω του και να πλάθει με το μυαλό του τις ιστορίες τους. Έτσι, τα λεπτά κυλούνε πιο αργά, συνειδητά, γίνονται βιώματα. Έγινε η αγαπημένη του ασχολία. Το μισογκρεμισμένο σπίτι στη δεξιά γωνία ήταν στοιχειωμένο από το πνεύμα του άντρα που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και δεν άφησε κανέναν να μείνει εκεί μετά τον θάνατό του. Το δέντρο με τον τεράστιο κορμό καταμεσής του πεζοδρομίου το είχαν φυτέψει παλιά δύο γειτονόπουλα που αγαπιόντουσαν από παιδιά και είχαν δώσει υπόσχεση, εκείνο το καλοκαίρι που οι δρόμοι τους χώριζαν, να ξαναβρεθούν εκεί μετά δέκα χρόνια.

Καθώς πλησίαζε στην αυλόπορτα της Άνκα, οι ιστορίες σταμάτησαν. Κρύφτηκε πίσω από το δέντρο και περίμενε να δει αν ήταν ασφαλές να της χτυπήσει την πόρτα. Τότε, την είδε να βγαίνει. Κάθε φορά την περιέβαλε κι ένα καινούριο χρώμα. Σήμερα, ήταν σκούρο. Ξεπρόβαλε αργά πίσω από το δέντρο μην την τρομάξει.

«Έφυγε η μικρή;»
«Φραντς, δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό.»
«Νόμιζα…»
«Με την μικρή, εννοώ. Έρχεται σχεδόν κάθε μέρα σπίτι μου για μάθημα. Με εμπιστεύεται. Είναι πανέξυπνη και δεν είναι μικρό παιδί. Δεν μπορώ να κρύβομαι. Δεν μου αρέσουν τα ανείπωτα. Έχουν περάσει δύο μήνες.»
«Δεν ξέρω πώς να το κάνω. Μπορεί να με παροτρύνει να κάνω παρέα μαζί σου αλλά δεν της έχω παρουσιάσει ποτέ κάποια γυναίκα με την οποία έβγαινα. Δεν το είχα επιδιώξει άλλωστε ποτέ.»
«Έχετε πολύ ωραία σχέση. Νομίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι στην Όλια. Είναι δικός σου φόβος.»

Έσκυψε και μύρισε τα μαλλιά της.

«Θα έρθεις σπίτι μου σήμερα;»
«Φρανς, αφού το έχουμε συζητήσει. Νιώθω πως θέλω να μάθει για εμάς η μικρή, πριν προχωρήσουμε.»
«Δεν προτείνω αυτό που κατάλαβες. Η Όλια λείπει, θα κοιμηθεί σε έναν φίλο της το βράδυ. Σκέφτηκα να έρθεις σε μένα, απλά να δειπνήσουμε, χωρίς άγχος και να μη μας φάνε οι δρόμοι για άλλη μια φορά.»

Η Άνκα πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του. «Πάμε.»

Εκείνο το βράδυ ξημέρωσε βρίσκοντάς τους ακόμα ξύπνιους, αγκαλιασμένους στο μικρό μπαλκονάκι, μπλεγμένους ανάμεσα σε λιγωμένα λόγια και λεκέδες από κόκκινο κρασί.

«Λέω να πάω στο σπίτι μήπως καταφέρω να κοιμηθώ λίγο.»
«Τι θα έλεγες να ερχόμασταν με την μικρή σε σένα αύριο βράδυ για φαγητό; Δηλαδή, σήμερα. Να τρώγαμε, να παίζαμε πιάνο, να κάναμε με την Όλια αυτήν την κουβέντα που θα γκρεμίσει αυτόν τον τοίχο που έχεις χτίσει.»

Η Άνκα τον κοίταξε και χαμογέλασε δύσπιστη.

«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι.»

Σηκώθηκε και ίσιωσε το φόρεμά της.

«Ωχ, όχι. Αυτό είναι από τα αγαπημένα μου φορέματα.»
«Τι συμβαίνει;»
«Δεν βλέπεις; Έχει παντού λεκέδες από κρασί. Πώς θα κυκλοφορήσω τώρα μέχρι το σπίτι;»
«Μήπως να σου έδινα ένα φόρεμα της Όλια;»
«Δεν θα το καταλάβει;»
«Θα το γυρίσουμε αύριο στη θέση του. Έχει τόσα άλλα, δεν θα το προσέξει. Μισό λεπτό, θα σου φέρω κάποια να δοκιμάσεις.»
«Μη σηκώνεσαι, πες μου πού είναι, θα πάω εγώ.»
«Στο μικρό δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα.»

Η Άνκα μπήκε στο σπίτι, διέσχισε το σαλόνι κι έφτασε στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα. Τα πάντα σ’ αυτό το σπίτι ήταν ταιριασμένα στην εντέλεια. Τόση τάξη την έκανε να νιώθει λίγο άβολα. Άνοιξε τη μικρή, ξύλινη ντουλάπα. Μέσα δεν βρήκε όμως ρούχα της Όλια, μόνο του Φραντς.

«Δεν έχει ρούχα της Όλια εδώ!» του φώναξε.
«Δεν σε άκουσα! Τι είπες;» είπε ο Φραντς.

Η Άνκα προσπάθησε να κάνει στην άκρη τις κρεμάστρες με τα σακάκια του Φραντς, μήπως τα φορέματα ήταν πιο πίσω μες στην ντουλάπα. Όταν τα παραμέρισε, εμφανίστηκε μια κούτα.

Λες να μην έχει ξεπακετάρει ακόμα;

Έβγαλε την κούτα προς τα έξω και την άνοιξε. Δεν είχε ρούχα, αλλά χαρτιά και διάφορα αντικείμενα, πρόχειρα πεταμένα μέσα. Έκανε να την κλείσει ξανά, όταν έπεσε στο μάτι της κάτι γυαλιστερό. Σήκωσε κάτι χαρτιά και το πήρε στα χέρια της. Ήταν ένας γιακάς με διακριτικά στρατού, έμοιαζαν με δύο αστραπές. Φαινόταν σκισμένος από κάποιο σακάκι. Τα αναγνώρισε. Πήρα κάποια χαρτιά στα χέρια της και προσπάθησε να διαβάσει το περιεχόμενο. Ήταν στα γερμανικά, δεν καταλάβαινε. Δεν χρειαζόταν όμως να  ξέρει γερμανικά για να αναγνωρίσει τη σφραγίδα με το σύμβολο στο τέλος του χαρτιού. Ένιωσε τρομοκρατημένη.

Υπάρχει τέτοια περίπτωση; Και γιατί να είναι σκισμένο; Να είναι κάποιου φίλου του ή κάποιου αγαπημένου του θείου που πέθανε;

«Ξέχασα να σου πω να δεις στην εντοιχισμένη ντουλάπα, όχι στην ξύλινη.» Άκουσε τον Φραντς να πλησιάζει.

Έκλεισε στα γρήγορα την κούτα και την έβαλε στη θέση της. Κοίταξε τα χέρια της και προσπάθησε να τους δώσει εντολή να σταματήσουν να τρέμουν. Έκλεινε την ντουλάπα, όταν ο Φραντς μπήκε στο δωμάτιο.

«Βρήκες;»
«Όχι, δεν πειράζει. Θα πάω με το δικό μου» του είπε.

Πέρασε από δίπλα του σκουντώντας τον για να βγει από το δωμάτιο, χωρίς να τον κοιτάξει.

«Άνκα, είσαι καλά;»
«Ναι, απλά νυστάζω πολύ. Φεύγω, θα τα πούμε το βράδυ.»
«Εντάξει, θα σε πάρω τηλέφωνο λίγο πριν έρθουμε.»

Η Άνκα άρπαξε την τσάντα της βιαστηκά. Ο κρότος της πόρτας άφησε τον χώρο πίσω να δονείται. Βγήκε στον δρόμο. Οι σκέψεις της ήταν συγκεχυμένες. Της φάνηκε ότι οι περαστικοί την κοιτούσαν περίεργα. Ένιωθε το περιβάλλον εχθρικό. Κοντοστάθηκε. Άνκα, σύνελθε. Πήρε μερικές ανάσες. Υπαρχει μία λογική εξήγηση πίσω από όλα, αρκεί να ρωτήσεις για να τη μάθεις. Επανέλαβε στο μυαλό της τρεις φορές τα λόγια του φίλου της του Πιοτρ σαν διαλογιστικό μάντρα.

Ανέβηκε σπίτι. Έκανε ένα τσάι και ξάπλωσε στην αιώρα στο μπαλκόνι. Προσπάθησε να υπολογίσει χρονικά αν ήταν πιθανό να ίσχυε αυτό που φοβόταν. Φυσικά, οι ημερομηνίες έβγαιναν, αφού με τον Φραντς είχαν την ίδια ηλικία. Δεν ταίριαζε όμως καθόλου στο προφίλ του ανθρώπου που γνώρισε στη Σαλαμάνκα. Ήταν ένας ευαίσθητος, δοτικός άνθρωπος. Τίποτα δεν πρόδιδε στον χαρακτήρα του κάποια άσχημη πτυχή. Ίσως να το φαντάστηκα, ίσως να τρελαίνομαι. Πήρε τηλέφωνο τον φίλο της τον Πιοτρ να του εξηγήσει τι είχε συμβεί. Ο Πιοτρ μπορούσε πάντα να βλέπει τα πράγματα από μία ουδέτερη οπτική, χωρίς να δίνει πρόσημα σε καταστάσεις.

«Αν ο φόβος σου δεν προέρχεται από μία παρανόησή σου, αν όντως είδες αυτά που είδες κι αν, επομένως, το παρελθόν του Φραντς είναι συνδεδεμένο με αυτή την Πολωνία που δεν θέλεις να θυμάσαι, το πιο φρόνιμο θα ήταν να κρίνεις αυτόν τον άνθρωπο με αυτό που βλέπεις σήμερα. Κι αν δεν μπορείς να αφήσεις πίσω σου αυτήν την πληροφορία που ανακάλυψες σήμερα, το πιο φρόνιμο θα ήταν να το συζητήσεις μαζί του. Ίσως είναι η στιγμή να έρθεις αντιμέτωπη με τα φαντάσματα του παρελθόντος σου. Όταν δεν ξέρουμε κάτι, ρωτάμε.»

Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, η Άνκα ξέσπασε σε κλάματα. Είχε χρόνια να αφήσει τα δάκρυά της ελεύθερα. Αυτό που ένιωθε γι αυτόν τον άνθρωπο απειλούνταν. Θύμωσε με τον εαυτό της, γιατί δεν έδωσε βάση στο πετραδάκι που είχε σκαλώσει στη σόλα του παπουτσιού της, όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Μα πώς να δώσει; Η επαφή τους της δημιούργησε ένα αίσθημα που την κατέκλυσε. Σκούπισε τα δάκρυά της. Ήπιε μια γουλιά από το ζεστό τσάι.

Δεν είσαι έρμαιο των συναισθημάτων σου. Δεν έχεις καμία πληροφορία για να κρίνεις την κατάσταση. Θα αφήσεις να περάσει το σημερινό βράδυ και αύριο θα βρεις τρόπο να το αντιμετωπίσεις.  

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της, ήρθε ο ύπνος να ρίξει τις ταχύτητες στο σώμα της και τη σκέψη της.

Ακούσε να χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν ήταν σίγουρη, είχε αρχίσει μόλις να ξυπνάει. Άνοιξε τα μάτια. Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε γρήγορα να το προλάβει.

«Ναι;»
«Άνκα, η Όλια έχει γυρίσει και κάνει μπάνιο. Ξεκουράστηκες; Θα βρεθούμε τελικά για δείπνο;»
«Μόλις ξύπνησα,» είπε κοφτά. «Δώσε μου μία ώρα να ετοιμαστώ και ελάτε.»
«Ωραία, τα λέμε σε λίγο από κοντά.»

Έκλεισε το τηλέφωνο κι έτρεξε να κάνει ένα ντουζ. Ενώ το νερό έπεφτε πάνω της, άφησε τον εαυτό της να θυμηθεί πώς αισθανόταν στην αγκαλιά του Φραντς τα ξημερώματα. Φόρεσε ένα όμορφο χαμόγελο και αποφάσισε να μην καταδικάσει έναν άνθρωπο, χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Βγήκε από το ντουζ, ντύθηκε και άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό. Ο λόγος του σημερινού δείπνου ξαφνικά της φάνηκε άτοπος αλλα θα είχε την ψυχραιμία που απαιτούσε η επαφή της με αυτό το κορίτσι. Ενώ γυρνούσε με την κουτάλα το φαγητό στην κατσαρόλα, χαμένη στις σκέψεις της, χτύπησε η πόρτα.

Όταν την άνοιξε, τα μάτια της μικρής μαλάκωσαν την έντασή της.

«Καλώς τους.»
«Τι ωραίο μυρίζει;» ρώτησε η Όλια.
«Θα δεις.»

Κοίταξε τον Φραντς. Την κοίταξε κι εκείνος. Τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει. Την περιεργαζόταν κι εκείνος. Έβλεπε μια αλλαγή στο πρόσωπό της. Η Όλια χύθηκε στο πιάνο.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Φραντς. «Έφυγες κάπως απότομα το πρωί.»
«Είμαι καλά, ναι. Πέρασε.»

Ο Φραντς μπήκε στο σπίτι διστακτικά.

«Να βάλω σε όλους μας ένα ποτήρι κρασί μέχρι να γίνει το φαγητό;» τους ρώτησε η Άνκα από την κουζίνα.

Έγνεψαν και οι δύο καταφατικά. Η Άνκα γύρισε στο σαλόνι, έδωσε ένα ποτήρι κρασί στον Φραντς που καθόταν ακουμπισμένος στο σκρίνιο και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα από το Πετρόφ.

Η Όλια σηκώθηκε, πήρε το ποτήρι κρασί στο χέρι, έκατσε ξανά στο σκαμπό του πιάνου και άρχισε να τους μιλάει για το πανεπιστήμιο. Για τα μαθήματα που είχε αυτό το εξάμηνο, για τους καθηγητές της. Όταν τα ποτήρια ξαναγέμισαν, η τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των δυο τους φαινόταν να έχει χαλαρώσει. Ο Φραντς έψαχνε το βλέμμα της Άνκα κι όταν εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, του χαμογέλασε. Το μάτια της, όμως, ήταν ελαφρώς κόκκινα.

«Νομίζω πως είμαι έτοιμη να σας παίξω το κομμάτι μου,» είπε χαρούμενη η Όλια που δεν είχε αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό τους έβγαλε από τον μικρόκοσμό τους και γύρισαν να της δώσουν την αμέριστη προσοχή τους για να ξεκινήσει.

Η Όλια ξεροκατάπιε. Ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτήν να αρέσει το κομμάτι στην Άνκα. Τη θαύμαζε απεριόριστα. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να χαϊδεύει με το πάνω μέρος των δαχτύλων της τα πλήκτρα. Αφού ένιωσε ότι την αναγνώρισαν, ξεκίνησε να παίζει, ανάλαφρα.

Οι δύο θεατές άκουγαν προσεχτικά. Η Άνκα όμως, από τις πρώτες νότες, άρχισε να νιώθει δυσφορία. Όσο το κομμάτι προχωρούσε, το γκρι των ματιών της άρχισε να παίρνει μία καινούρια απόχρωση. Εικόνες θολές και μπλεγμένες προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους στη μνήμη της. Στη μύτη της ήρθε μια μυρωδιά μούχλας. Το πίσω μέρος των αυτιών της αναρίγησε και το ρίγος μεταφέρθηκε στο σαγόνι. Τα χείλη της άρχισαν να ανοιγοκλείνουν χωρίς να τα ελέγχει, σχηματίζοντας λέξεις. Και οι λέξεις, έγιναν στίχοι. Η φωνή της πατούσε πάνω στη μελωδία.

Η Όλια την κοίταξε και σταμάτησε να παίζει. «Το ξέρεις;»

Το χέρι του Φραντς, παράλυτο, άφησε το ποτήρι να πέσει στο πάτωμα. Αυτή η φωνή… Όχι, δεν μπορεί. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και οι παλάμες των χεριών του ακούμπησαν στον κρύο τοίχο. Ένιωσε βάρος στην πλάτη και τα πόδια του. Η θερμοκρασία του ανέβαινε κι άρχισε να ιδρώνει. Χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε το σώμα του. Αντί για τα ρούχα του, φορούσε μια μαύρη στολή και στα πόδια του αρβύλες. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε μπροστά. Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με σκούρους γκρι τοίχους, ίδιους με τα μάτια του δεκαοχτάχρονου ταλαιπωρημένου κοριτσιού στη μέση του δωματίου. Καθόταν στο πάτωμα, κουρελιασμένη, με ξυρισμένο κεφάλι. Είχε στα πόδια της αλυσίδες και στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μωρό. Το θήλαζε. Του τραγουδούσε. Αυτή η μελωδία τον μαγνήτιζε, τον πρόσταζε να αφήνει για λίγο το πόστο του κάθε μέρα, την ίδια ώρα. Έκανε το αίμα του να κυλά διαφορετικά, ενοχικά. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τις επισκέπτεται. Τις κοιτούσε. Μια εκείνη, μια το μικρό κορίτσι. Έπρεπε να πάρει μία απόφαση, το Στούτχοφ ήταν μικρό στρατόπεδο και θα ανακάλυπταν γρήγορα ότι έλειπαν από τη θέση τους.

Φούνκερ. Φούνκερ! Άκουσε φωνές να πλησιάζουν. Τα πόδια του άρχισαν να τρεκλίζουν.

Η Όλια κοίταξε τον πατέρα της. «Πατέρα; Πατέρα!»

Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε.

Πήγε μπροστά του, τον ταρακούνησε.

Ο Φραντς βγήκε από το σκηνικό και είδε μπροστά του πάλι την κόρη του.

«Πατέρα, με ακούς; Τι σου συμβαίνει;»

Η Άνκα πετάχτηκε από την πολυθρόνα. Γύρισε και κοίταξε τον Φραντς. Κι αυτός εκείνη. Τα μάτια της προσπαθούσαν να ξεπλύνουν το κατάσκουρο πια γκρι τους.

«Τι συμβαίνει; Θα μου πείτε;» είπε η Όλια με την κάθε της λέξη στην ίδια μπάσα τονικότητα.

Η Άνκα την πλησίασε. Σήκωσε το δεξί της χέρι και το ακούμπησε στο μάγουλο της Όλια. Το μανίκι του φορέματός της τραβήχτηκε προς τα πίσω για να αποκαλύψει έναν αριθμό πάνω στον πήχη του χεριού της.

202433, διάβασε ο Φραντς.

Η Άνκα τράβηξε τράβηξε απότομα το χέρι, λες και είχε ηλεκτριστεί. Το δωμάτιο γύριζε κι ήταν στο κέντρο της δίνης. Δεν υπήρχαν έπιπλα, δεν υπάρχαν σώματα, μόνο το λευκό φως που άφηναν πίσω τους από την ταχύτητα. Άκουγε βουητά, έχανε την ανάσα της. Η δίνη πλησίαζε όλο και περισσότερο προς το κέντρο. Έπρεπε να βγει από αυτό. Έκανε μεταβολή κι έτρεξε προς τα εκεί που πίστευε ότι ήταν η πόρτα. Βρήκε το πόμολο στα τυφλά. Άνοιξε κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα τις σκάλες.

«Όλια, μείνε εδώ,» είπε ο Φραντς στην Όλια και βγήκε τρέχοντας.

Η Όλια τον πήρε από πίσω. «Μπαμπά!» ούρλιαξε τρομαγμένη κι άρχισε να κλαίει.

«Όλια, μείνε, σε παρακαλώ!» της φώναξε λαχανιασμένος. Κατέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά. Έτρεξε να προλάβει την Άνκα. Ο αέρας φυσούσε κόντρα, ήταν εναντίον του. Εκείνη ήταν σαν μανιασμένος ταύρος που δραπέτευσε από αρένα. Αποπροσανατόλιστη, έτρεχε να ξεφύγει. Έτρεχε να ξεφύγει από την αρένα και τους βασανιστές της.

Της φώναξε. Δεν σταμάτησε. Επιτάχυνε.

«Άνκα!»

Η Άνκα δεν άκουγε τίποτα.  Όλο της το είναι έψαχνε μια έξοδο κινδύνου. Φτάνοντας στον κεντρικό δεν σταμάτησε. Ρίχτηκε προς τα φώτα που έρχονταν κατά πάνω της. Ο Φραντς πετάχτηκε στον δρόμο, την άρπαξε και την πέταξε πίσω στο πεζοδρόμιο. Τα λευκά φώτα τον περικύκλωσαν.

Ο θόρυβος που έκανε το σώμα του στη σύγκρουση με το αμάξι ξύπνησαν την Άνκα. Κοίταξε προς τον δρόμο. Είδε τον Φραντς πεσμένο στο έδαφος. Έτρεξε κι έπεσε στα γόνατα δίπλα του.

«Φραντς;»

Έπιασε το χτυπημένο κεφάλι του σφιχτά. Το σήκωσε και το έβαλε πάνω στα πόδια της. Το λευκό της φόρεμα και τα χέρια της έγιναν κόκκινα. Στο στόμα της ήρθε μια γεύση μεταλλική. Το σώμα του Φρανς άρχισε να τρέμει.

«Φραντς; Μίλα μου, σε παρακαλώ. Κοίταξέ με! Φραντς!»
«Δεν ήξερα» της είπε κι έπειτα το σώμα του ηρέμησε.

~~{}~~

ΑΝΚΑ 

Πού είμαι; Περιεργάστηκε το περιβάλλον. Τριγύρω, πυκνή βλάστηση. Λοφίσκοι παντού. Ήταν σ’ ένα δάσος. Δεν αναγνώρισε το μέρος. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα. Μπροστά της είδε ένα σημείο όπου ο ήλιος είχε βρει τρόπο να τρυπώσει, απτόητος, δημιουργώντας ένα ξέφωτο. Πήγε προς τα εκεί. Όταν είχε πλησιάσει αρκετά, εμφανίστηκε στο οπτικό της πεδίο ο βίσονας. Όμορφος, δυνατός, αγέρωχος. Γύρισε προς το μέρος της. Κοιτάχτηκαν. Η Άνκα τον πλησίασε κι έκανε να τον χαϊδέψει. Το ζώο την άφησε. Μετά, γύρισε κι άρχισε να τρέχει, ελεύθερος, ώσπου χάθηκε πίσω από έναν λόφο.

Το φως του ήλιου που μπήκε από την κουρτίνα χάιδεψε τα βλέφαρά της. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Με το χέρι της έψαξε δίπλα της στο κρεβάτι. Γύρισε και κοίταξε τα πανέμορφα μαύρα, μακριά μαλλιά που κοιμόντουσαν δίπλα της. Ξαναέκλεισε τα μάτια της.

~~{}~~

ΟΛΙΑ

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε δίπλα της. Είχε αποκοιμηθεί μαζί της στο μονό κρεβάτι. Το βράδυ πριν από κάθε μέρα σαν τη σημερινή, έπρεπε να κοιμούνται μαζί, αλλιώς δεν ηρεμούσε. Του χάιδεψε τα μαλλιά, τον σκέπασε και σηκώθηκε να βάλει καφέ. Σήμερα θα χρειαζόταν δύο κούπες.

Καθώς προχωρούσε προς την κουζίνα, της ήρθε η μυρωδιά. Ο Νιλς πάντα της ετοίμαζε καφέ το σαββατοκύριακο. Σήκωσε την κανάτα και έβαλε μία γενναία ποσότητα μέσα στην αγαπημένη της μπλε κούπα. Τη σήκωσε να ρουφήξει πρώτα λίγη από τη μυρωδιά. Δύο χέρια την αγκάλιασαν.

«Πάλι μαζί κοιμηθήκατε;»
«Αφού ξέρεις.»
«Δεν μας έχει πει ο Πιοτρ να προσπαθήσουμε να του το κόψουμε;»
«Ναι, αλλά μας είπε επίσης ότι πρέπει να τον πηγαίνουμε να βλέπει τη γιαγιά του κι ότι θα κάνει καλό και στους δύο, αλλά ποιο είναι το καλό; Το περιβάλλον εκεί τον συγχίζει. Στις τρεις τον πήρε ο ύπνος.»
«Νομίζω ότι είναι από την ανυπομονησία να δει την Άνκα και όχι από φόβο. Τη λατρεύει. Εξάλλου, όταν τον βλέπει τελευταία, είναι διαυγής.»
«Τα παιδιά κάνουν συναισθηματικές εγγραφές του περιβάλλοντός τους. Το ότι τη λατρεύει, δεν σημαίνει ότι δεν του προκαλεί σύγχιση.»
«Ίσως θα ήταν καλό να του μιλήσουμε επιτέλους για τον παππού του.»
«Είναι εννιά χρονών, Νιλς.»
«Αυτό έκανε και ο Φραντς με σένα. Ήθελε να σε προστατέψει από τη φρίκη. Γι’ αυτό κουβαλάς τόσο θυμό ακόμα.»
«Εγώ μεγάλωσα όμως κάποια στιγμή. Είχε πολλές ευκαιρίες να μου εξηγήσει. Δεν κουβαλάω θυμό για το παρελθόν του. Μου έχεις πει όσα έπρεπε να ξέρω. Η λογική μου αναγνωρίζει και καταλαβαίνει τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκε να δράσει όπως έδρασε. Και είμαι ευγνώμων. Είμαι.»
«Πού ξέρεις ότι δεν είχε σκοπό να σου εξηγήσει κάποια στιγμή;»
«Δεν θα το μάθουμε ποτέ.»
«Να τον ξυπνήσουμε σιγά-σιγά;»
«Ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα να κοιμηθεί. Το επισκεπτήριο είναι σήμερα μέχρι τις έξι το απόγευμα. Πάω να δω αν χρειάζεται κάτι η γιαγιά Ντολόρες κι έρχομαι να ετοιμαστούμε.»

Όταν επέστρεψε από τον κάτω όροφο, άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα. Ο μικρός είχε ήδη ξυπνήσει. Κάθε φορά που πήγαιναν να επισκεφτούν την Άνκα, προσπαθούσε να το κάνει ευχάριστο, σαν εκδρομή.

Έβαλαν τα πράγματα στο αμάξι κι έβαλαν τον μικρό στο κάθισμά του. Η κλινική ήταν στη Μαδρίτη, δύο ώρες από το σπίτι τους. Στον δρόμο έλεγαν ιστορίες και τραγούδια.

«Τι πιστεύει ο Πιοτρ για την κατάστασή της; Μιλήσατε;» της είπε ο Νιλς χαμηλόφωνα.
«Θεωρεί ότι πάει προς το καλύτερο. Οι καλές της μέρες είναι περισσότερες από τις κακές πλέον.»
«Δηλαδή μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα πάρει εξιτήριο μέχρι το τέλος του χρόνου;»
«Δεν αναφέρθηκε καν σε αυτό. Δεν νομίζω ότι είναι ακόμα ώρα.»
«Πάντως είναι πολύ περίεργο ότι ακόμα και τις στιγμές που δεν αναγνωρίζει το περιβάλλον της, το πιανιστικό της ταλέντο είναι εκεί.»
«Ναι, είναι εκπληκτικό πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος. Την θέλω πίσω Νιλς.»
«Λίγη ακόμα υπομονή, μάτια μου.»

Άφησαν το αμάξι έξω από τον χώρο στάθμευσης της κλινικής. Είχε ένα πολύ ωραίο, μεγάλο κήπο έξω από την περίφραξη και άρεσε πολύ στον μικρό να κάνει βόλτα εκεί πριν φτάσουν στο κτήριο.

Έφτασαν στα σκαλιά. Ο μικρός τα ανέβαινε χοροπηδώντας. Μπήκαν μέσα. Η κλινική ήταν διαμορφωμένη σαν ένα τεράστιο σπίτι, με όμορφη διακόσμηση.

«Καλημέρα, Μαρία Λουίζα.»
«Καλημέρα στην αγαπημένη μου οικογένεια. Η μαμά σας είναι στο σαλόνι, μόλις τελείωσε το μεσημεριανό της.»

Ο μικρός τους άφησε πίσω κι έτρεξε να τη βρει. Μπήκε στο μεγάλο σαλόνι. Του άρεσε να την ανακαλύπτει πρώτος, για να είναι για ένα λεπτό μόνο δικός της. Είδε την Άνκα να κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον πίσω κήπο με τις ακουιλέγιες. Η Άνκα γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της δεν είχαν ποτέ τόσο φωτεινή απόχρωση. Το παιδί πήρε φόρα και έπεσε στην αγκαλιά της. Τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Φραντς!»

ΤΕΛΟΣ

Προηγούμενο άρθροΟ αιχμάλωτος, αριθμός 27
Επόμενο άρθρο17 πέτρες
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).