1. Πρέπει να σκεφτείς όμως ότι ακόμα και τα πιο σκληρά πράγματα σε αυτόν τον κόσμο, κάποια στιγμή κάμπτονται, υποχωρούν. Αν δεν το πιστεύεις ρώτα απλά μια παραλία, ρώτα να μάθεις τι ήταν αυτή η άμμος και το χαλίκι πριν από χιλιάδες χρόνια: πέτρες, λόφοι, βουνά. Και τι είναι σήμερα; Μια άμορφη μάζα που υποχωρεί κάτω από το βάρος σου, καταδικασμένη να παρασύρεται από το παραμικρό κύμα και να χάνεται στα βάθη του ωκεανού. Όλα, όλα υποχωρούν, όλα σιγά σιγά διαβρώνονται, τίποτα δεν μένει για πάντα – ούτε καν ο ίδιος ο κόσμος.
2. Το αυτοκίνητο γλιστρούσε απαλά στις στροφές, βγαίνοντας από το χωριό. Ήμασταν τέσσερις μέσα σε αυτό το αμάξι, κατεβαίνοντας με τα μαγιό και τις πετσέτες μας προς το ποτάμι – Κυριακή, Ιούλιος, μουσική και η ζέστη των βουνών. Στην άκρη του δρόμου ένας Αλβανός εργάτης, καθισμένος σε ένα σκαμνάκι με πλατύγυρο καπέλο, έσπαγε μια μια τις πέτρες. Σφυρί και καλέμι και μικρά σίγουρα χτυπήματα που άνοιγαν κωνικά βαθουλώματα στον ασβεστόλιθο, ένα τη φορά, μια μια πλευρά, δίνοντας σχήμα και καθορίζοντας το μέγεθος. Καθώς γυρνούσαμε αργά το απόγευμα με υγρά μαλλιά ήταν ακόμα εκεί, καθισμένος στην ίδια ακριβώς στάση, με τους ίδιους περίπου σωρούς δεξιά και αριστερά του, να χτυπάει με την ίδια ακριβώς δύναμη τις ίδιες ακριβώς πέτρες. Ο Μπρέχτ πήρε επιτέλους την απάντηση του: αυτός ο άνθρωπος, ίδιος και απαράλλαχτος στο πέρασμα των αιώνων όπως ακριβώς και οι πέτρες που λάξευε, αυτός ήταν που έχτισε την Θήβα την εφτάπυλη.
3. Μέσα από τον βράχο βγαίνει το καθαρό, γάργαρο νερό. Ζωή που πηγάζει μέσα από το άψυχο.
4. Οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι ήταν κάποτε παιδιά. Κάποτε έκλαψαν ή πόνεσαν ή πληγώθηκαν ή μάτωσαν ή σωριάστηκαν ανήμποροι ή κλειδώθηκαν στην απελπισία ή ούρλιαξαν στα μουγγά από οδύνη ή πάγωσαν από τρόμο ή κοιμήθηκαν σε εμβρυακή στάση ψάχνοντας για ζεστασιά. Οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι δεν ήταν πάντα έτσι, η καρδιά τους δεν ήταν πάντα πέτρα. Αυτοί μόνοι τους της έφτιαξαν ένα κέλυφος από πέτρα, πιστεύοντας ότι αυτή θα είναι η άμυνα τους, ότι κανείς δεν θα καταφέρει να το σπάσει. Και είχαν δίκιο – μόνο που παγιδεύτηκαν σε αυτό, γιατί αντί να προστατεύσουν το μαλακό, ζεστό εσωτερικό της καρδιάς τους σιγά σιγά το άφησαν να επεκταθεί προς τα μέσα, μέχρι που όλη έγινε μια άμορφη μάζα, ακίνητη και άκαμπτη.
5. Σπάζοντας πέτρες οι φυλακισμένοι τραγουδούσαν μπλουζ, ενώ οι φύλακες τριγυρνούσαν ανάμεσα τους με τα όπλα στα χέρια. Οι φωνές ήταν ελεύθερες, οι ίδιοι όχι – οι πέτρες έσπαζαν, οι αλυσίδες όχι.
6. Ο Ιησούς μπήκε μπροστά στην Μαγδαληνή: «όποιος δεν έχει κάνει αμαρτίες, αυτός να πετάξει την πρώτη πέτρα» φώναξε και το πλήθος πάγωσε. Μαλάκωσαν και οι πέτρες έπεσαν από τα χέρια τους, σιώπησαν και γύρισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αυτός έχτιζε με τα ίδια υλικά που οι άλλοι θα σκότωναν. Που να ήξερε ότι, αυτά που έχτιζε, θα σκότωναν για χιλιάδες χρόνια μετά.
7. Τα παιδιά στάθηκαν στην σειρά μπροστά στην θάλασσα. Μάζευαν σκυφτά τις πιο λείες πέτρες και τις πετούσαν παράλληλα με το νερό, φωνάζοντας δυνατά όταν έκαναν τα πιο πολλά «ψαράκια».
8. Αρχίσαμε να χτίζουμε ρίχνοντας λιθάρια το ένα πάνω στο άλλο. Μάθαμε σιγά σιγά να τους δίνουμε σχήμα για να κάθονται καλύτερα. Ύστερα βρήκαμε τρόπους να τα συγκολλούμε μεταξύ τους για να πετύχουμε τη σταθερότητα. Μετά τα λαξεύσαμε για να φτάσουμε την ομορφιά. Ο Παρθενώνας κάποτε ήταν βράχος – δεν γεννήθηκε από τους ανθρώπους, αλλά από αυτούς κατέκτησε την ταυτότητα του. Την αιωνιότητα την πήρε από την φύση, εμείς απλά την δέσαμε σε ένα όμορφο περιτύλιγμα.
9. Τα πετρώματα έχουν και αυτά τον κύκλο τους, όπως το νερό. Ανεβαίνουν από τα βάθη της γης σε μορφή λάβας, καυτής και πηχτής, σπρωγμένη από την φυγόκεντρο και άλλες δυνάμεις του πλανήτη. Όταν φτάσουν στον φλοιό μένουν εκεί και ψύχονται ή, μερικές φορές καταφέρνουν να τον σπάσουν – εκτινάσσονται τότε σε μορφή σκόνης χιλιόμετρα ψηλά στην ατμόσφαιρα και ρέουν σαν λάβα στην επιφάνεια, κρυώνουν και σκληραίνουν και τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να το αλλάξει αυτό. Είναι το νερό αυτό που θα τα διαβρώσει, θα τα σπάσει σε μεγάλα, μεσαία, μικρά, πιο μικρά, ακόμα πιο μικρά κομμάτια, θα τα κουβαλήσει χιλιόμετρα και θα τα αφήσει εκεί που αυτό θέλει. Γιατί λέμε σκληρός σαν πέτρα; Μεγάλο ψέμα. Τίποτα πιο σκληρό από το νερό, το πιο επίμονο, πεισματάρικο, άκαρδο στοιχείο στην γη.
10. Όταν η γυναίκα του Λωτ γύρισε να κοιτάξει την καταστροφή, πέτρωσε. Ο Λώτ την άφησε εκεί. Κατάλαβε ότι αυτή είχε περάσει στην αιωνιότητα ενώ αυτός ήταν ακόμα θνητός.
11. Ο Τέταρτος Παγκόσμιος θα γίνει με πέτρες, είχε πει ο Αϊνσταϊν. Έχει δύο αναγνώσεις αυτή η φράση: η μία είναι αυτή της καταστροφής, ή άλλη είναι της επιστροφής εκεί που πρωτοξεκινήσαμε. Μια νέα αρχή, βαδίζοντας όμως πάλι στα ίδια βήματα, αυτά του αίματος και της βίας. Πραγματικά, η ιστορία τότε θα έχει επαναληφθεί σαν φάρσα.
12. Οι θεοί δεν καταδίκασαν τον Σίσυφο να σπρώχνει την πέτρα στην πλαγιά του βουνού γιατί ήταν βαριά – αυτή θα ήταν μια μάλλον ελαφριά τιμωρία. Η καταδίκη του δεν ήταν η αιώνια κόπωση, αλλά η αιώνια ματαιότητα. Σκληρό ακόμα και για τους ίδιους τους θεούς.
13. Η μάνα του είχε μείνει εκεί, ακούνητη, πάνω από το μνήμα. Την βρήκε ο φύλακας του νεκροταφείου την άλλη μέρα στο ίδιο σημείο. Της μίλησε και δεν αποκρίθηκε, την σκούντηξε ελαφρά και δεν κουνήθηκε, την ακούμπησε στο μπράτσο και τραβήχτηκε πίσω από την κρύα αίσθηση του δέρματος της.
14. Ο Γεωργός προχωρούσε στο χωράφι του, και στο σακούλι του είχε μόνο πέτρες. Τις πετούσε πίσω του και αυτές γεννούσαν ανθρώπους. Και οι άνθρωποι απλώθηκαν στην επιφάνεια της γης και περπάτησαν σε κάθε της γωνιά. Και ο Γεωργός τους παρατηρούσε καθώς έστεκαν και έχτιζαν σπίτια και άπλωναν τα χωράφια τους και χαιρόταν. Λυπόταν όταν τους έβλεπε να πολεμούν, να κλέβουν, να βιάζουν, να αδικούν, να εκμεταλλεύονται. Αν αντί για πέτρες είχε στο σακούλι του ξύλα; Ίσως τότε οι άνθρωποι να καιγόταν γρήγορα, όπως τα δάση στις πυρκαγιές. Ίσως όμως και να έπαιρναν κάτι από την αιώνια σοφία του δέντρου που μεγαλώνει αργά μέσα στα χρόνια, λικνίζεται αργά στους ανέμους και απλώνει την σκιά του παντού, χωρίς να ζητά ανταλλάγματα.
15. Ακόμα και οι πιο σκληρές πέτρες ραγίζουν εξίσου από ένα μεγάλο σεισμό και ένα μικρό λουλούδι.
16. Για να χτίσεις, πρώτα θα βάλεις τα αγκωνάρια – αυτό είναι απαράβατος κανόνας. Και τι είναι τα αγκωνάρια; Πέτρα, το πιο ευτελές υλικό και το πιο αδιαπραγμάτευτο. Όλα τα άλλα έπονται – το ξύλο, το μέταλλο, το γυαλί, όλα έρχονται μετά, γιατί τίποτα από αυτά δεν θα μείνει χωρίς το σταθερό του αγκωνάρι.
17. Κανείς δεν ξέρει ποιος πέταξε την πρώτη πέτρα. Την είδαν απλά να διαγράφει μια καμπύλη πάνω από το πλήθος και να χτυπά τον αξιωματικό στο κεφάλι. Τα ΜΑΤ αφήνιασαν· άρχισαν να τρέχουν κατευθείαν πάνω στην πορεία με τα γκλοπ υψωμένα. Μια βροχή από πέτρες, σίδερα, μπουκάλια έπεσε πάνω τους καθώς το πλήθος άρπαζε ότι μπορούσε και το εκτόξευε. Το κορδόνι τους έσπασε, κάποιοι σταμάτησαν καθώς με δυσκολία μπορούσαν να κρατήσουν τις ασπίδες τους μπροστά στα πλήγματα. Κάπου στο βάθος άναψε η πρώτη φωτιά.
~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτές τις πέτρες τις μάζεψε ο Γιώργος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η φωτογραφία του Stuart Franklin