“Ξέρεις κάτι;” της είπα. “Είσαι μάλλον ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι στη Νεα Υόρκη αυτή τη στιγμή. Αν δεν ήσουν εδώ θα βρισκόμουν κάπου πολύ μακριά, στα δάση ή σε κάποιο άλλο καταραμένο μέρος. Είσαι πρακτικά ο μοναδικός λόγος που δεν έχω φύγει.”
“Είσαι γλυκός”, μου είπε, αλλά ήταν φανερό πως ήθελε να αλλάξω κουβέντα.
Η κάφτρα του τσιγάρου της έμοιαζε να πάλλεται καθώς τη συναντούσε το αεράκι που έμπαινε από τις γρίλιες. Αυτό το αεράκι μας ανακούφιζε κάπως από το ανελέητο καλοκαίρι του ‘46. Οι καλοκαιρινοί μήνες ήταν πάντα αδιάφοροι από πλευράς υποθέσεων. Το χαμένο σκυλάκι της κυρίας Τσάτερλι και οι απιστίες του κυρίου Μπάροουζ είχαν αποτελέσει την αποκλειστική πηγή εσόδων μου εκείνη την εβδομάδα. Είχα σχεδόν αποφασίσει να κλείσω το αναθεματισμένο γραφείο όταν ήρθε το τηλεφώνημα από τη Σάλλυ.
Δεν θα ξεχνούσα ποτέ τη φωνή της αν και είχα να την ακούσω πάνω από δέκα χρόνια. Η πρώτη μου υπόθεση μόλις ανέλαβα θέση ντετέκτιβ στο 52o αστυνομικό τμήμα. “Ενδοοικογενειακή βία και φόνος” έλεγε η αναφορά. Αυτό που είχε συμβεί στην πραγματικότητα ήταν πως ο μεγιστάνας κύριος Πάρσονς δεν είχε μία καλή μέρα στη δουλειά και αποφάσισε, όπως συνήθιζε, να βγάλει τα νεύρα του στην, κατά 20 χρόνια νεότερη, σύζυγο. Αυτή ήταν η φορά όμως που ξεχείλισε το ποτήρι, καθώς η Σάλλυ βρήκε το κουράγιο να αντικαταστήσει το κεφάλι του χοντρο – Πάρσονς με μία μαρμάρινη προτομή του Λίνκολν.
Έριξα μία ματιά γύρω μου. Ατελείωτοι φάκελοι, χαρτιά που ετοιμάζονταν να υποδεχθούν τη σκόνη που λαμπύριζε στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου και ένας ανεμιστήρας που έκρωζε το κύκνειο άσμα του. Αισθανόμουν να ιδρώνω σαν γουρούνι και το άρωμά της μαζί με την αποπνικτική ζέστη με δυσκόλευαν να καταλάβω τα λόγια της.
“Τον ξαναείδα Χόλντεν. Το ξέρω πως είναι αδύνατο αλλά επέστρεψε. Δεν μπορεί να κάνω λάθος” είπε ταραγμένη.
“Να στάξω δυο γουλιές να ηρεμήσουμε;” τη ρώτησα και έβγαλα δύο ποτήρια χωρίς να περιμένω την απάντηση. “Πάρε μια ανάσα και πες μου τι έγινε. Κατ’ αρχάς τι κάνεις πάλι εδώ, στο Μεγάλο Μήλο; Την τελευταία φορά σε είχα αφήσει στο πατρικό σου στο Μίλφορντ.”
“Η ζωή είναι δύσκολη για μία αυτοδημιούργητη χήρα στην επαρχία. Οι πόρτες για δουλειά ανοίγουν δύσκολα και μια γυναίκα πρέπει να βρει τους τρόπους της”, είπε με το βλέμμα χαμηλωμένο. “Όταν έφυγα δεν κοίταξα πίσω μου και δεν ήθελα να πάρω τίποτα μαζί μου από την παλιά ζωή. Η ανάγκη όμως…” Οι λέξεις φάνηκαν να στέκονται στο λαιμό της και να την πνίγουν. “Υπήρχαν χρήματα κρυμμένα. Μόνο εγώ ήξερα για αυτά. Κάτω από τον μαρμάρινο κύκνο στη μέση της λίμνης. Έφτανε να γυρίσεις λίγο το κεφάλι του προς τα δεξιά.” Ήπιε μια μεγάλη γουλιά ουίσκι και συνέχισε. “Εκεί τον είδα ή μάλλον το περίγραμμά του, τη σκιά του στο φεγγαρόφως. Νόμιζα πως με γελούν τα μάτια μου αλλά την τελευταία στιγμή γύρισε και φάνηκε το πρόσωπό του. Είναι ένας εφιάλτης Χόλντεν.” είπε με λυγμούς.
Η σχέση μου με τη Σάλλυ είχε κρατήσει λίγο, αλλά ήταν έντονη. Στο τέλος δεν μπόρεσα να την κρατήσω, όπως και καμιά άλλη γυναίκα εδώ που τα λέμε. Η εικόνα της που είχε χαραχθεί στο μυαλό μου δεν είχε καμία σχέση με το ταραγμένο πλάσμα που εκτόξευε ασυναρτησίες με την οκά. Η ιδέα όμως του να βάλω χέρι στην κρυμμένη καβάτζα του μακαρίτη (ίσως και στη Σάλλυ αργότερα) έκανε την υπόθεση ενδιαφέρουσα.
“Καταλαβαίνεις ότι αυτά που λες δεν βγάζουν νόημα έτσι; Θα ρίξω όμως μια ματιά να δω τι παίζει. Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις έχω νέα”, της είπα ανοίγοντάς της την πόρτα.
~~
Το αεράκι έσβησε κατά το σούρουπο και η ζέστη έγινε ανυπόφορη. Ο δρόμος για το Μπριτζχάμπτον περνά από την παραλία και η μυρωδιά από τα σάπια φύκια σε συνδυασμό με το κρώξιμο των γλάρων ζωγράφιζαν ένα ζοφερό σκηνικό. Η έπαυλη ήταν σκοτεινή και εγκαταλελειμμένη με μοναδικό καινούργιο στοιχείο την ταμπέλα του μεσιτικού γραφείου που είχε αναλάβει να την πουλήσει. Φτάνοντας ανακάλυψα πως η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη και πως, μέσα στην ταραχή, η Σάλλυ δεν μου έδωσε ποτέ το κλειδί.
Το παλιό λουκέτο δεν αντιστάθηκε πολύ στη βαριοπούλα που είχα στο αμάξι. Το δρομάκι που οδηγούσε στη μικρή λιμνούλα φωτιζόταν μόνο από το χλωμό φως του φεγγαριού. Στο βάθος η σκιά του μαρμάρινου κύκνου έμοιαζε έτοιμη να πετάξει. Στο στάσιμο νερό μεγάλα χρυσόψαρα προσπαθούσαν να κινηθούν ανάμεσα σε φύλλα και σπασμένα κλαδάκια. Τίποτα δεν έμοιαζε ασυνήθιστο.
Η πρώτη μου κίνηση ήταν να προσπαθήσω να στρίψω το κεφάλι του πουλιού. Ένα ανεπαίσθητο “κλικ” και ένα μικρό πορτάκι στη φτερούγα άνοιξε. Ο πιστός μου αναπτήρας ανέλαβε να αποκαλύψει το περιεχόμενο της κρυψώνας. Τα λεφτά μάλλον είχαν κάνει φτερά. Μόνο μια μικρή ξεθωριασμένη φωτογραφία με δύο μικρά παιδιά που φορούσαν τα ίδια ρούχα και κρατιόνταν χέρι-χέρι. Το πρόσωπο του ενός ήταν σβησμένο με χαρακιές.
Τα βήματα που άκουσα πίσω μου με έκαναν να ρίξω τον αναπτήρα. Η εκπαίδευση που είχα πάρει πριν χρόνια στην ακαδημία φαίνεται πως δεν με άφησε ποτέ. Το 38άρι κολτ βρέθηκε στο χέρι μου όπως έστριβα για να αντικρίσω την υπερμεγέθη φιγούρα που έτρεχε προς το μέρος μου.
Το φάντασμα του Πάρσονς κρατούσε ένα μεγάλο τσεκούρι με την πρόθεση να το κατευθύνει στο κεφάλι μου. Δεν είχα ποτέ μου πιστέψει σε φαντάσματα, αλλά η διήγηση της Σάλλυ και η ζωντανή εικόνα μπροστά μου με έκαναν να πανικοβληθώ. Το όπλο εκπυρσοκρότησε τη στιγμή που το τσεκούρι έβρισκε τον ώμο μου. Η τελευταία εικόνα που αποτυπώθηκε στο μυαλό μου πριν λιποθυμήσω από την αιμορραγία ήταν η τρύπα στο μέτωπο του Πάρσονς και η φιγούρα της Σάλλυ να στέκεται πίσω του.
~~
“Λοιπόν κυρία Χέιζ το ατυχές γεγονός του θανάτου του κουνιάδου σας, σας αφήνει μοναδική ιδιοκτήτρια της έπαυλης” είπε ο δικηγόρος. “Με τα προσκόμματα που έβαζε, από τότε που ανακαλύψαμε την ύπαρξή του στην ανάγνωση της διαθήκης, πίστευα πως δεν θα την πουλήσετε ποτέ. Ο διαρρήκτης διετέλεσε τη φοβερή του πράξη την κατάλληλη στιγμή για να μην χάσουμε τον πελάτη. Είστε όμως σίγουρη πως θέλετε να μεταβιβάσετε τέτοια περιουσία;”
“Το σπίτι είναι γεμάτο με θλιβερές αναμνήσεις κύριε Ρίτσαρντς. Η ζωή είναι δύσκολη και μια γυναίκα πρέπει να βρει τους τρόπους της”.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Ξενικουδάκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι κλεμμένη από το “The Catcher in the Rye” του J. D. Salinger