«Και φέτος νοικιάσαμε το σπίτι στη Γλυφάδα για το καλοκαίρι», αποφάσισε η οικογένεια.
Η Άννα κι η Λένα πέταξαν από χαρά.
«Γιούπι! Θ’ αφήσουμε τη σκόνη τής Πλατείας Βικτωρίας και θα πάμε στη θάλασσα!»
«Θα ’ναι κι η Μάρα με τη Βάνα;»
«Κι η Τασούλα με τον Νίκο και την Έλλη;»
«Βέβαια, αφού έχουν τα σπίτια τους.»
«Γιούπι!!!» ξεφώνισε πάλι η μικρή, η Λένα, την κραυγή τής μόδας.
Όπως πάντα, η γιαγιά με τα παιδιά θα ‘φευγαν μόλις κλείναν τα σχολεία. Ο παππούς, η μαμά κι η Αλίνα, η αδερφή της μαμάς, θα πήγαιναν στην καλοκαιρινή τους άδεια. Μέχρι τότε θα πηγαινοέρχονταν με το λεωφορείο καθημερινά απ’ τη δουλειά.
Το σπίτι που νοικιάζανε ήταν χαμηλό με μεγάλη αυλή, αλλά το οικόπεδο ήταν μεγάλο. Εδώ και χρόνια ο ιδιοκτήτης είχε σηκώσει μπροστά στην αυλή ένα διώροφο. Και τα δυο προηγούμενα χρόνια που πήγαν, βρισκόταν στα μπετά και στα τούβλα.
Το μισοχτισμένο ισόγειο ήταν ο παράδεισος των παιδιών όλης της γειτονιάς. Εκεί είχανε τα κορίτσια τα παιχνίδια τους κι εκεί μαζευόντουσαν να παίξουνε, στα μικρά μισοτελειωμένα καμαράκια, με πάτωμα αλλού τσιμέντο κι αλλού ακόμα χώμα. Βέβαια, δεν είχε το ωραίο κοκκινόχωμα της γειτονιάς τους στην Αθήνα, που το ‘καναν λάσπη κι έφτιαχναν μπιφτεκάκια και κεκάκια για τις κούκλες τους, αλλά είχαν άλλες χάρες στη Γλυφάδα.
Φέτος τους περίμενε μια έκπληξη. Το σπίτι στον πάνω όροφο είχε τελειώσει και νοικιάστηκε. Σχεδόν μόλις έφτασαν τα κορίτσια με τη γιαγιά, ήρθε ο Γιωργάκης. Τρία χρόνια πιο μεγάλος απ’ την Άννα, θα πήγαινε φέτος γυμνάσιο. Έμενε στον Πειραιά. Ένα αγόρι με μελιά μάτια και καστανά σγουρά μαλλιά, ψηλός, μάλλον λόγω ηλικίας, αδύνατος, με χαμόγελο πλατύ και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η Άννα κάτι έπαθε όταν τον είδε. Δεν ήταν και πολύ σίγουρη, βέβαια, τι ήταν αυτό.
Τον περασμένο χειμώνα τής άρεσε ένα αγόρι απ’ την Έκτη, ξανθός με γαλάζια μάτια, μα πάρα πολύ ντροπαλός. Ούτε εκείνη του μιλούσε.
Ήταν πολύ μπερδεμένη τότε. Σ’ όλη της τη ζωή θα θυμόταν τον περασμένο Φλεβάρη, σχεδόν μόλις έκλεισε τα εννιά. Όλα άλλαξαν μέσα της με την αποκάλυψη της μαμάς. Όχι πως η Άννα δεν το ’ξερε, δυόμισι χρονών κοριτσάκι ήταν όταν σκοτώθηκε ο πατέρας τους, αρκετά μεγάλη για να καταλάβει αυτό που κανείς δεν της κουβέντιασε ποτέ και που όλοι κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό. Και τι να κάνει κι η Άννα; Έπαιζε κι αυτή τον ίδιο ρόλο για την αδερφή της, δεν είχε ιδέα η μικρή κι όλο ρωτούσε: «Πού είναι ο μπαμπάς;» κι όλοι της λέγαν, «Ταξιδεύει…»
Κι επιτέλους ένα βράδυ η μαμά κλαίγοντας της το αποκάλυψε. Οι δυο τους μόνες. Ένα βάρος έφυγε απ’ την καρδιά τής Άννας. Μες απ’ τα κλάματα μεγάλωσε στο λεπτό. Κι ύστερα ήρθε η Σταχτοπούτα, στο τέλος τής σχολικής χρονιάς, να ολοκληρώσει την ενηλικίωση. Τώρα, μπροστά στον Γιώργο ένιωσε μια πρωτόγνωρη σιγουριά. Κι ο Γιώργος δεν ήταν ντροπαλός σαν τον ξανθό. Το πρόσεξε κι η Λένα κι έκλεισε το μάτι στη μεγάλη.
Το επόμενο πρωί μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά στην παραλία μπροστά απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο. Άρχισαν οι γνωριμίες με τους καινούργιους, οι επιδείξεις τόλμης και δεινής ικανότητας στο κολύμπι, κυρίως απ’ την Άννα και τον Γιώργο. Οι δυο ζουμερές μελαχρινές αδερφές, Μάρα και Βάνα ήτανε δεινές κολυμβήτριες. Τ’ αγόρια άσοι στις βουτιές και μόνο η εξάχρονη Έλλη φορούσε σωσίβιο.
Όταν πια άρχισαν τα χείλια τους να μπλαβίσουν κι οι γονείς δεν έπαυαν να φωνάζουν για μεσημεριανό, η παρέα διαλύθηκε με την υπόσχεση:
“Ραντεβού τ’ απόγεμα στην πυλωτή τής Άννας και του Γιώργου.”
Αυτή τη φράση την είπε η Μάρα, που κι αυτηνής το μάτι έκοψε την αλλαγή στη φίλη της με τον ερχομό του Γιώργου. Η Άννα με δόντια να τρέμουν απ’ το κρύο, γύρισε και την κοίταξε μ’ ευγνωμοσύνη.
Η πυλωτή τής Άννας και του Γιώργου, ένας νέος τόπος συνάντησης, ένας μυστικός τόπος των ερωτευμένων. Ερωτευμένων; Το σκέφτηκε λιγάκι. Αυτό ήταν; Έτσι ήταν ο έρωτας που έβλεπε στις Ελληνικές ταινίες;
Το απόγεμα έφτασαν πρώτες η Άννα με τη Λένα. Σε λίγο κατέβηκε κι ο Γιώργος. Οι κουβέντες ήταν ακόμα διερευνητικές, σχολείο, ενδιαφέροντα, οικογένεια. Μαζεύτηκαν όλοι κι η Άννα έβαλε το θέμα.
Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού και τα κορίτσια είχανε πολύ εντυπωσιαστεί. Περνούσαν ώρες αγωνίας στα ραδιόφωνα, πώς πάνε οι αγαπημένοι τους τραγουδιστές και ποιος ήταν ο νικητής. Φυσικά μόνο ελαφρά τραγούδια. Αυτά ήταν τα τραγούδια για τους καθωσπρέπει ανθρώπους. Όχι τα λαϊκά, απ’ τα χαμαιτυπεία και τα χασικλίδικα. Απαγορευόταν αυστηρά να χρησιμοποιήσει κανείς μπουζούκι στο τραγούδι του.
Η Άννα πρότεινε να κάνουν Φεστιβάλ Τραγουδιού δικό τους. Όποιος θέλει θα τραγουδήσει και θα μπει μια κριτική επιτροπή για να δώσει τα βραβεία. Τα κορίτσια ήταν όλα σύμφωνα να τραγουδήσουν, ακόμα κι η Έλλη.
Τ’ αγόρια πιο απρόθυμα με διαβαθμίσεις στην αντίδραση. Ο Νίκος, πολύ ευγενικός, είπε ότι δεν τραγουδάει καλά, ψέματα, γιατί πολλές φορές είχε τραγουδήσει με τα κορίτσια. Κόλλησε όμως από τα δυο ξαδέρφια, που το ’παιξαν άντρες.
«Δεν είμαστε καλά, να τραγουδήσουμε; Ούτε στο σχολείο δεν τραγουδάω. Στο μάθημα, κάνω πως τραγουδάω», είπε ο Γιώργος.
Η Άννα θύμωσε.
«Τι θα πει κάνεις πως τραγουδάς;»
«Τίποτα, ανοιγοκλείνω το στόμα μου», ήταν η απάντηση.
«Και γιατί, παρακαλώ;»
«Ντροπής πράγματα για έναν άντρα να τραγουδάει», είπε ο άντρας Πειραιώτης.
Κι η Αθηναία γυναίκα άρχισε τις φωνές: «Τι τρόπος είν’ αυτός;»
Μπήκε κι η Μάρα στον καυγά. Οι τρεις μικρές κατάλαβαν ότι παιζότανε η τιμή του γυναικείου φύλου και ανταγωνίζονταν σ’ επιχειρήματα επί του θέματος. Το τέλος έβαλε ο Τόλης, πιο διπλωματικός από τον ξάδερφό του, που πρότεινε τη σωτήρια λύση. Τα αγόρια να είναι κριτική επιτροπή.
Ξαφνιασμένα τα κορίτσια σταμάτησαν τις φωνές, ενώ ο Γιώργος θριαμβολογούσε. Το Φεστιβάλ ορίστηκε σε δέκα μέρες, Κυριακή, να μπορούν να το παρακολουθήσουν κι οι γονείς.
Η Άννα είχε κιόλας διαλέξει το τραγούδι της, «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη μου». Πέρσι είχε πάρει βραβείο κι ελπίζει, το γνωστό τραγούδι, να συγκινήσει την επιτροπή. Πρόβες δε χρειαζόταν, το ’χε τραγουδήσει δεκάδες φορές σε οικογενειακές συγκεντρώσεις.
~~
Άρχισαν τα φλερτάκια στην πυλωτή. Ο Γιώργος, μόλις νύχτωνε, γυρόφερνε στην πυλωτή, η Άννα έκανε ότι κάτι έψαχνε, συναντιόντουσαν κι αυτός της έδινε κλεφτά φιλιά, άλλοτε την έπαιρνε αγκαλιά, δήθεν ανέμελα, με γέλια και πειράγματα. Εκείνη είχε ξεθαρρέψει κι άλλο που δεν ήθελε. Κάποιες στιγμές τον κοιτούσε σοβαρά, του ‘δινε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα κι έμενε να τον κοιτάει. Ο παππούς καιροφυλακτούσε. «Αυτό το αγοράκι να το προσέχετε, όλο τριγυρίζει με την Άννα μας στα σκοτάδια.»
Τα μεσημέρια, μετά τη θάλασσα, ο Γιώργος σουλατσάριζε στην αυλή. Με τη γνωστή του αυτοπεποίθηση, έκανε δήθεν βόλτες την ώρα που τα κορίτσια ξέβγαζαν το αλάτι στο πηγάδι. Τις περίμενε να βγάλουν τα μαγιό τους και περνούσε ανέμελος γελώντας. Η Άννα γινόταν έξαλλη. Την πρώτη μέρα που το ’κανε, ορκίστηκε στη Λένα ότι δε θα του ξαναμιλήσει. Όλο τ’ απόγευμα δεν του είπε κουβέντα. Το βράδυ η γιαγιά της Άννας πρότεινε να πάνε στον κινηματογράφο οι δυο τους, η Λένα είχε πρόβες με τη Βάνα.
Πήγαν στην «Ιστορία μιας Μοναχής» με τον Όντρεϊ Χέμπορν. Στο διάλειμμα τον είδε. Φαίνεται ότι μπήκαν αφού είχε αρχίσει η ταινία. Κάθονταν κάπου πίσω. Δε σηκώθηκε ούτε για τσιπς. Δεν ήθελε να τη δει και ν’ αναγκαστεί να του μιλήσει. Και μάλιστα μπροστά στις γιαγιάδες. Στην έξοδο όμως, συνεπαρμένη απ’ τη δραματική ταινία, δεν απέφυγε τη συνάντηση αφού οι δυο γιαγιάδες χαιρετήθηκαν. Στη στιγμή εκείνη κοίταξε αλλού. Δήθεν αφηρημένη.
Στο δρόμο πρότεινε στη γιαγιά να πάρουν το δρόμο απ’ το ρέμα, όχι από τον κεντρικό, διαδρομή πιο σύντομη, πιο περιπετειώδης, τα παιδιά παίζανε συχνά εκεί, είχε κατσίκια, πρόβατα και σκυλιά το πρωί. Για τη γιαγιά λίγο δύσκολη, με ανηφόρες και κατηφόρες, αλλά για να μην της χαλάσει το χατίρι την ακολούθησε. Η Άννα ήθελε να φτάσουν σπίτι πριν γυρίσει ο ξεδιάντροπος. Είχε δίκιο. Μόλις έμπαιναν στην αυλόπορτα ξεπρόβαλαν οι άλλοι στη στροφή της Αγίου Κωνσταντίνου.
Η Άννα τον είδε και σκύλιασε. Ο Γιώργος φορούσε μακριά παντελόνια. Ανήκουστο. Επίτηδες το ’κανε, σκέφτηκε, να μου δείξει ότι κάποιος είναι. Όταν πηγαίνουμε μαζί κινηματογράφο δεν φοράει ποτέ μακριά παντελόνια, ούτε ποτέ άλλοτε έχει φορέσει.
Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ν’ αλλάξει τραγούδι. Όχι, όχι το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη μου», καμιά αγάπη δεν υπάρχει. Το «Τι Κρίμα», θα πω, πήρε κι αυτό βραβείο στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας. Όπως ετοιμαζότανε να κοιμηθεί μουρμούρισε το τραγούδι. Στο κρεβάτι την πήρε το παράπονο, «Μα χάθηκ’ η χαρά μας και συννέφιασε και πήραμε τους δρόμους χωρισμένοι, Τι Κρίμα να προλάβουνε τα σύννεφα, Τι Κρίμα η αγάπη να πεθαίνει, Τι Κρίμα…» Κι έβαλε τα κλάματα.
~~
Όλη την υπόλοιπη βδομάδα, η Μάρα, που την έβρισκε υπερβολική, προσπάθησε να τους τα ξαναφτιάξει. Σε συνεργασία με την Βάνα και τη Λένα κανόνιζε να τους αφήνουν μόνους στην πυλωτή. Εκεί, μόνοι, μόλις ο Γιώργος πήγαινε να της μιλήσει αυτή πεταγόταν, έπαιρνε το ποδήλατο κι άρχιζε ν’ ανεβοκατεβαίνει σαν τρελή στο χωματόδρομο της Αγίου Κωνσταντίνου.
Κι έφτασε η Κυριακή. Το Φεστιβάλ θα γινόταν στο σπίτι του Γιώργου, στη μεγάλη δροσερή βεράντα τους. Όλες οι οικογένειες παρούσες. Η Συριανή γιαγιά κι η Πολίτισσα κυρία Βούλα, ανταγωνίστριες στο μαγείρεμα, είχαν έτοιμες λιχουδιές για μετά. Φυσικά, ορχήστρα δεν υπήρχε, ούτε ένα κρουστό. Τα γενναία κορίτσια θα τραγουδούσαν a Capella.
Η Άννα τραγούδησε πρώτη, δραματικά και με πάθος κοιτώντας τον Γιώργο στα μάτια, «Τι Κρίμα η αγάπη να πεθαίνει…». Ήταν πολύ συγκινημένη και, δεν ήταν ιδέα της, πήρε πολύ δυνατό χειροκρότημα. Μετά κρύφτηκε.
Η Λένα τραγούδησε υπέροχα το χαριτωμένο «Μες σ’ αυτή τη βάρκα» με όλα τα τερτίπια της Βουγιουκλάκη, που ήταν η πρώτη μόδα για τα κορίτσια τότε.
Η Μάρα, πιο σοβαρή, είπε τη «Μυρτιά» του Θεοδωράκη κι η Βάνα άλλη μια συνεργασία Χατζιδάκι-Βουγιουκλάκη, την περίφημη «Γατούλα» με όλη της τη χορογραφία κι έσκισε.
Οι πιο μικρές, Τασούλα και Έλλη, είπαν μαζί ένα σχολικό τραγούδι, μάλλον γιατί η Έλλη δεν τα κατάφερε μόνη της. «Δε θα κόψω ποτέ λουλουδάκι, είναι τόσο μικρό σαν παιδάκι και μπορεί να πονεί…».
Το κοινό ενθουσιάστηκε. Στην υπόκλιση του φινάλε τ’ αγόρια σφυρίζανε, οι γονείς περήφανοι χειροκροτούσαν κι οι γιαγιάδες βιαστήκαν να σερβίρουν. Η επιτροπή αποσύρθηκε στην πυλωτή. Σε λίγο, μέσα σε γέλια κι ανταλλαγές εμπειριών απ’ τη δοκιμασία, η επιτροπή επανήλθε.
Πρώτο βραβείο στην Άννα, δεύτερο στην Βάνα και τρίτο στη Λένα. Οι νικήτριες σηκώθηκαν να πάρουν τα βραβεία. Η Άννα ένα κουτάκι ξύλινο, το ’χε φτιάξει ο Γιώργος, πολύ ικανός στην ξυλογλυπτική, η Βάνα μια ανθοδέσμη, την είχε μαζέψει ο Νίκος, κι η Λένα πήρε ένα σκουπιντού, που το ’χε φτιάξει ο Τόλης. Αυτός επέμενε να πάρει το βραβείο η Λένα, την κοιτούσε βαθιά στα μάτια όταν της έδινε το σκουπιντού, αλλά οι άλλοι ήταν πλειοψηφία.
Ο Γιώργος όλο το βράδυ ήταν πολύ σοβαρός. Είχε πραγματικά συγκινηθεί κι ήταν αυτός που επέμεινε για τη βράβευση της Άννας. Αυτός ο λαίμαργος, εκείνο το βράδυ ψευτοτσιμπολογούσε τα μπουρεκάκια και τα κολοκυθοπιτάκια. Κατέβηκε κάτω.
Η Άννα τον πήρε είδηση, γλίστρησε απ’ την παρέα και τον ακολούθησε. Τον βρήκε στο δωμάτιο της πυλωτής με τα παιχνίδια. Στάθηκαν κι οι δυο αμίλητοι. Ο Γιώργος σαν να την περίμενε. Χάρηκε. Αγκαλιάστηκαν. Πολύ απαλά. Έμειναν έτσι για λίγο. Τα χειλάκια τους βρήκαν το δρόμο και το πρώτο τους αληθινό, ερωτικό φιλί γεννήθηκε.
Δεν κατάλαβαν πόση ώρα πέρασε. Άκουσαν κάποιον να φωνάζει, Άννα.
Ανεβαίνοντας πάνω, η Άννα σιγομουρμούριζε ένα καινούργιο τραγούδι, «Η αγάπη μας είναι η ανάσα μας, το χτυποκάρδι μας το πιο μεγάλο, η αγάπη μας είναι ένα σύννεφο, είναι μια θάλασσα, τι θέλεις άλλο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής