Αυτό το διήγημα είναι βασισμένο σε μια αληθινή ζωή. Ο Κώστας, ο πρωταγωνιστής της, έφυγε αυτό το καλοκαίρι, σε ηλικία 93 χρονών.
Τα ποιήματα που παρεμβάλλονται είναι στίχοι των τραγουδιών που έγραψε ο Κώστας σε διάφορες στιγμές και μέρη, απ’ την Καλαμάτα και την Νάξο μέχρι το New Jersey.
Το διήγημα έγραψε η κόρη του, Αλεξάνδρα.
~~{}~~
~~{}~~
~~{}~~
Eπιτέλους ελεύθερη να σ’ αγαπήσω
1η Ιουλίου 2021
7:45
“Καλημέρα, μπαμπά.” (Αγωνία)
“Καλημέρα, παιδί μου…” (Ψίθυρος, προσπάθεια)
“Mπαμπά, μ’ ακούς; Καλημέρα! Καλό μήνα!” (Μεγαλύτερη αγωνία)
“Καλό… μήνα…” (Μεγαλύτερη προσπάθεια)
“Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί. Να φύγει κι η Πωλίνα. Ίσως και νωρίτερα.” (Συγκίνηση)
Κλικ. Του του του του…
Επιτέλους μπήκε στο δωμάτιο η αποκλειστική και μου πήρε το τηλέφωνο απ’ τα χέρια. Απ’ τα χέρια; Αποστρέφω το βλέμμα. Δεν είναι τα χέρια μου αυτά. Διακρίνονται όλα τα οστά, μεγάλα, μικρά, μικρότερα, κι αυτά που δεν ήξερα ότι έχω, κάτω από ένα δέρμα λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο.
Μπλαβιά σημάδια παντού (αντιπηκτικά) και μια τεράστια γάζα (betadine από κάτω), το τσιρότο σφιχτά για να μην τρέξει αίμα. Φαντάσου κάποτε, μια νύχτα ας πούμε, από μια τέτοια πληγή να αρχίσει να κυλάει το αίμα, το αίμα μου, αργά και βασανιστικά ώσπου να στραγγίξει αυτό το αξιοθρήνητο σαρκίο που σέρνω εδώ και καιρό.
Αν με τρομάζει αυτή η σκέψη; Όχι, νομίζω πως τίποτα δεν με τρομάζει πια.
Σήκωσε, Πωλίνα, το ρολό! Της δείχνω με τα μάτια. Δεν το καταλαβαίνει. Σε λίγο θα έρθει η κόρη μου και θα τα ανοίξει όλα διάπλατα, όπως κάνει πάντα, αλλά αυτή τη φορά δεν θα την μαλώσω.
Θέλω τον ήλιο κι ας με τυφλώσει. Θέλω ν’ απλώσει το φως του στο ξύλινο πάτωμα, στις κουρτίνες, στο τραπεζάκι μπροστά από το κρεβάτι μου με τα φάρμακα και τον καφέ μου, που δεν τον άγγιξα, και στη σταχτοθήκη μου. Στη μωβ, κρυστάλλινη σταχτοθήκη μου. Πάνε χρόνια που δεν την έχω χρησιμοποιήσει, πολλά χρόνια πια που δεν καπνίζω. Τώρα έχει ένα κουτάκι βιταμίνες, άδικος κόπος, και λίγα κέρματα.
Θέλω να την δω να αστράφτει στον ήλιο. Να με ξελογιάσει και να με ταξιδέψει σ’ ένα ηλιόλουστο πρωινό, κάπου πίσω, πολύ πίσω. Θέλω να ξαναδώ τα δάχτυλα της Σόνιας μου να την ακουμπάνε απαλά στο τραπέζι, μαζί με το καφεδάκι μου, με τις φουσκάλες.
Κλείνω τα μάτια. Με κουράζει να βλέπω.
Θέλω τον άλλο κόσμο, τον πιο αληθινό.
~~{}~~
ΛΗΘΗ
Μέσα στης λήθης τον βυθό
μες στα πυκνά και σκοτεινά της πλάτη
βαθιά εκεί να ξεχαστώ
στ’ αλαργινό χαμένο μονοπάτι.
Με συντροφιά τη λησμονιά
στοχαστικά τα βλέμματα θα κλείσω
και μες στου νου τη σιγαλιά
να βυθιστώ θ’ αναζητήσω.
Κι όταν στου χρόνου τη σιγή
του πόνου το στεφάνι θα λυγίσει
θα ρθει γλυκιά και χαρωπή
κάποια χαρά να με γεμίσει.
Θα ναι η ηχώ κι απαντοχή
τ’ αλύτρωτο που γέμισε γαλήνη
σαν μαϊστράλι ή σαν βροντή
σαν μια πνοή που τώρα πια δε σβήνει.
Κώστας Σ. 17 ετών
Εμπορική Σχολή Καλαμάτας
~~{}~~
10:30
Είναι μέρες τώρα που κι οι τελευταίες μου δυνάμεις με εγκατέλειψαν.
“Μα γιατί έχει βαρύνει τόσο; Αφού το εγκεφαλικό ήταν ελαφρύ…”
“Τι περιμένετε τώρα; Στην ηλικία του οτιδήποτε μπορεί να είναι μοιραίο. Πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι του. Δεν μπορούμε να του προσφέρουμε κάτι άλλο.”
Δεν θέλω ν’ ακούω ούτε να βλέπω. Την νιώθω να με κοιτάζει με αγωνία. Είναι η κόρη μου που ήρθε; Ίσως κάποια εγγονή μου; Όχι, όχι, είναι η γυναίκα μου, είναι η Σόνια μου. Αχ, Σόνια μου, πόσο μου έλειψες.
Τέσσερα χρόνια κι εφτά μήνες που έφυγες. Δεν έχουμε ξαναμείνει χώρια για τόσο μεγάλο διάστημα.
11 Νοεμβρίου 1959 σε γνώρισα. Σαν να ‘ταν χτες.
Ένας ξανθός άγγελος βρέθηκε να κάνει κούνια κάτω απ’ τα πεύκα στην Πεντέλη κι εγώ βρέθηκα, δεν ξέρω πώς, εκεί, να την κοιτάζω μαγεμένος.
“Γι’ αυτήν τη στιγμή γεννήθηκα!” Υπάρχει Θεός και για κάποιο λόγο μου χαμογέλασε. Αχ, Σόνια μου, γλυκό μου κορίτσι, ήμουνα πάντα ερωτευμένος μαζί σου, πριν ακόμα σε γνωρίσω.
Χαμήλωσες τα μάτια κι έφυγες, μα βρήκα τον τρόπο να σε κάνω να μ’ αγαπήσεις, ίσως και να μ’ ερωτευτείς. Να με συμπονέσεις και να μ’ αντέξεις.
Τρελός από χαρά που με διάλεξες ανάμεσα στους μνηστήρες που σε πολιορκούσαν. Αιώνια ευγνώμων που άντεξες να με περιμένεις για έξι ολόκληρα χρόνια, μέχρι να σε παντρευτώ. Πες μου πως δεν το μετάνιωσες. Μακάρι να μπορούσες να μου το πεις. Σκλάβος του έρωτά σου κι ακοίμητος φρουρός. Τίποτα δεν άφησα να σ’ αγγίξει. Σε κράτησα μακριά από τη φτώχεια, τη δυστυχία και την κακία του κόσμου. Τίποτα δεν σ’ απείλησε, εκτός ίσως από την σκοτεινή μου πλευρά.
Νιώθω να βυθίζομαι. Ευτυχώς.
Καθισμένη στα σκαλάκια του πατρικού σου στη Νάξο μου χαμογελάς. Το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου. Χαϊδεύω τα χρυσά σου μαλλιά που μυρίζουν βιολέτες και γιασεμί. Ο άνεμος κουνάει απαλά τη φούστα σου κι εσύ την μαζεύεις ντροπαλά κάτω απ’ τις γάμπες σου.
Στάθηκα τόσο τυχερός.
~~{}~~
ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ
Το ρομάντζο μας αρχίσαμε
κι η ζωή μας ομορφαίνει,
για τα όνειρα μιλήσαμε
με λαχτάρα αγκαλιασμένοι.
Είσαι εκείνη που ονειρεύτηκα
είσαι εκείνη που γυρεύω
κι από χρόνια ερωτεύτηκα
και για πάντα θα λατρεύω.
Δώσε μου από σήμερα
τη χαρά σου μόνο,
διώξε μου τη χίμαιρα
σβήσε μου τον πόνο.
Ας γινούν τα χάδια μας
δυο γαλάζια κύματα
να γεμίζουν τα’ άδεια μας
της ζωής τα βήματα.
Κώστας Σ. 11/11/59
Γνωριμία με τη Σόνια μου
~~{}~~
14:10
Ένας βράχος έχει πέσει πάνω στο στήθος μου.
“Μπαμπά, μπαμπά, είσαι καλά;”
“Ανασήκωσέ με. Δυσκολεύομαι ν’ αναπνεύσω.”
Δεν μπορώ πια ν’ ακουστώ. Μου κρατάει την πλάτη για να μείνω καθιστός στο κρεβάτι μου.
“Θέλω να φύγω, παιδί μου. Δεν το αντέχω. Εξευτελίζομαι έτσι.”
Η φωνή μου ίσα που ακούγεται, μα διαβάζει τα χείλια μου. Τα μάτια της γυαλίζουν, πασχίζει να μην κλάψει.
“Σας κούρασα. Κουράστηκα κι εγώ.”
Της δείχνω το μπλοκάκι πάνω στο γραφείο μου. Μου το φέρνει, φέρνει και στυλό. Τα χέρια μου τρέμουν, χορεύουν τα γράμματα, δεν κλείνουν οι κύκλοι, δεν συναντιούνται οι ευθείες.
Γράφω: “Βοήθησέ με να φύγω.”
Σφίγγει τα χείλη και τα παραμορφώνει. Φιλότιμη προσπάθεια να γελάσει.
“Μη λες χαζομάρες. Σ’ αφήνουμε εμείς να φύγεις; Περδίκι θα γίνεις. Μη φοβάσαι.”
Να φοβάμαι; Τι να φοβηθώ. Το τέλος; Τι να την κάνω άλλη μια παράταση; Τι να την κάνω μια ζωή που δεν θα’ μαι εδώ για να την ζήσω;
Κάνω μια προσπάθεια να ξαπλώσω.
“Περίμενε. Όχι μόνος σου!”
Δεν μου ‘μεινε ίχνος αξιοπρέπειας.
Κλείνω τα μάτια κι όλοι περνούν από μπροστά μου. Λένε πως όταν κάποιος φεύγει, όλη του η ζωή παίζει σε ταινία, βωβή ή και με ήχο. Κι έρχονται οι αγαπημένοι του. Για να γίνει πιο εύκολη η μετάβαση.
“Μαμά, μαμά μου, φτιάξε μου έναν καφέ με τα χεράκια σου, να τον πιούμε στο αρχοντικό σου στη Σμύρνη.” Δεν έχω βρεθεί ποτέ εκεί, μα αυτήν τη στιγμή ξέρω κάθε του γωνιά, κάθε μυρωδιά. Κανέλα και βασιλικός, δυόσμος και γαρίφαλο. “Τι όμορφο σπίτι, μητέρα! Πόσος πόνος να το αποχωρίζεσαι, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά…”
“Μια καινούρια μέρα ξημερώνει.”
Σαν να ειπώθηκε από σένα και από όλους τους σπουδαίους ανθρώπους σαν και σένα. Όλους μάς στήριζες. Κι όταν έχασες τον γιο σου, 23 χρονών παιδί, κατάπιες το πικρό σου δάκρυ και προχώρησες. Κι όταν τον ακολούθησε κι ο πατέρας, ένα χρόνο μετά, δεν έσκυψες το κεφάλι, μα είπες πως έλαχε σε σένα να σαι η δυνατή.
Αχ, βρε μάνα, περήφανη μάνα, δεν σου ‘μοιασα. Δεν λέω, κι εγώ πάλεψα στη ζωή μου, πολύ, και πόνεσα κι αγωνίστηκα με νύχια και με δόντια, αλλά η δικιά μου η ψυχή είναι αδύναμη, δεν βρίσκει ανάπαυση, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Κι έλαχε σε μένα να μείνω τελευταίος και να τους αποχαιρετήσω όλους. Ακόμα και το Λουκάκι μου, τη μικρή μου αδερφή. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Εσύ, βρε μάνα, δεν θα λύγιζες;
“Έλα, Κωστάκη, βάλε ένα κρασάκι να πιούμε.” Και δως του να τραγουδάει η μικρή μου με την υπέροχη φωνή της “Απόψε μείνε ως το πρωί και κάνε μου παρέα.”
Λουκία, φοβάμαι. Κράτα μου το χέρι.
~~{}~~
ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
Ένα αστεράκι πέρασε,
δεν θα ξαναγυρίσει.
Δεν ξαναφέγγει κι έσβησε
μες στου ουρανού τη δύση.
Αστέρι μου σ’ αναζητώ
τη νύχτα που ζυγώνει,
ψάχνω ψηλά για να σε βρω
κι η πίκρα μεγαλώνει.
Μήπως πονάς, αστέρι μου,
μήπως κρυώνεις μόνη;
να άπλωνα το χέρι μου
να ζέσταινα το χιόνι.
Κώστας Σ. Αφιερωμένο στη Λουκία μου
09/12/01
~~{}~~
17:30
“Μπαμπά, ξύπνα, τηλεφώνησε η Φλώρα. Έρχεται.”
“Τελειώνει; Κατουριέμαι.”
“Τώρα, τώρα, περίμενε. Στην καθυστέρηση είναι.”
“Μα τι το κουβαλάς το παιδί στο γήπεδο;”
Η πιο καλή παρέα στο γήπεδο του Απόλλωνα. Το Φλωράκι μου, το γούρι μου. Σηκωνόταν μαζί μου και φώναζε όταν βάζαμε γκολ. Της έπαιρνα άλλοτε παγωτό κι άλλοτε σοκολάτα -κρυφά από τη μαμά πάντα. Ήταν το μυστικό μας. Κάποτε οι ρόλοι άλλαξαν και με προμήθευε εκείνη το κρασάκι μου -κρυφά από τη μαμά πάντα. Ήταν και πάλι το μυστικό μας.
Με ταρακουνάει το παιδί μου δυνατά. Ανησύχησε. Έχω ιδρώσει ολόκληρος. Θερμόμετρο, πιεσόμετρο, νούμερα, νούμερα, νούμερα… Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Θα ‘ρθει η Φλώρα μου. Σχόλασε; Τι ώρα να ‘ναι; Το μπλοκάκι πάλι.
“Τηλεφώνησέ της. Μην ξεχάσει το κρασί.”
Γελάει. “Έχω φέρει κι εγώ. Να σου βάλω λίγο;”
Όχι, όχι, κουνάω το κεφάλι μου. Μ’ εκείνην θέλω. Εσύ μετράς τις γουλιές μου. Όπως κι η μάνα σου. Μα τι λέω, Θεέ μου; Κλαίω, χωρίς δάκρυα.
Μάτια κλειστά. Η Σόνια εκεί.
“Πρέπει να το κόψεις. Δεν το βλέπεις; Σε σκοτώνει. Μας σκοτώνει.”
“Μπαμπά, μη μπαμπά, μη βγεις στο μπαλκόνι. Κατέβασε το πόδι σου απ’ το κάγκελο!”
“Θέλω να πεθάνω. Αφήστε με.”
“Θα μας ακούσει ο κόσμος. Ντρέπομαι. Θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω.”
“Συγνώμη, Σόνια μου. Συγνώμη, παιδιά μου…” Γονατιστός.
Τόσα χρόνια, τόσα αμέτρητα χρόνια. Στην αρχή, τι ωραία που ήταν στην αρχή. Έπινα το κρασάκι μου, έβρισκε λιμάνι η ψυχή μου, ξάπλωνα στην αγκαλιά της και τα ξέχναγα όλα. Μα με τα χρόνια, δεν ξέρω πότε πήγα στην απέναντι πλευρά. Σαν μια τεράστια δύναμη, κοιμισμένη όταν ήμουν ξενέρωτος, ξύπναγε, θέριευε, άρπαζε και ρούφαγε την ψυχή μου και της αφαιρούσε κάθε δύναμη για ζωή. Μου αφαιρούσε κάθε δύναμη για ζωή.
Όλες οι ανηφόρες που με κόπο ανέβηκα ορθώνονταν τότε απειλητικές μπροστά μου κι εγώ δεν άντεχα να τις ξανανέβω, ούτε καν να τις βλέπω. Όλοι οι κόποι, τα ξενύχτια, οι διπλοβάρδιες, η ξενιτιά, όλα εκεί. Κι ακόμα οι συμβιβασμοί, οι υποχωρήσεις, οι προδοσίες, τα ψέματα, οι αλήθειες, οι σκληρές αλήθειες, οι αποχωρισμοί και πάλι οι αποχωρισμοί, οι ενοχές… Κυρίως οι ενοχές.
“Ο Κώστας μου έχει χρυσή καρδιά. Μωρού παιδιού. Όλο παλεύει για τους άλλους. Στη δουλειά του, παντού. Να μην αδικηθεί κανείς. Για τον εαυτό του τίποτα. Και το βρακί του θα σου δώσει. Μόνο το ποτό να μην είχε…”
Συγνώμη, Σόνια μου. Έπρεπε να είχες φύγει.
~~{}~~
ΑΠΟΨΕ ΠΑΛΙ
Ξεκίνησες και δάκρυσες
το δειλινό θλιμμένο
και μ’ ένα αντίο μ’ άφησες
σαν όνειρο χαμένο.
Απόψε πάλι σε ζητώ
απόψε πάλι κλαίω
τον πόνο μου δεν τον βαστώ
κι όλο για σένα λέω.
Κι απλώνω τα χέρια, να φτάσω στ’ αστέρια
τον ήλιο δειλά
να βρω το νησί σου, να μείνω μαζί σου
κι ακόμα ψηλά.
Κι απλώνω τα χέρια, να φτάσω τα’ αστέρια
της πούλιας φιλιά
αγάπης αιθέρια, λευκά περιστέρια
ψηλά στον νοτιά.
Κώστας Σ.
Κάποτε
~~{}~~
18:20
Μάτια κλειστά. Δεν ήρθε ακόμα. Όλο μου το σώμα πάλλεται από την ανυπομονησία.
Μείνε, Σόνια μου, κοντά μου, μέχρι να έρθει η μικρούλα μας. Μείνε και μην ξαναφύγεις. Έτσι μου’ πες κι εσύ κάποτε. Μα έπρεπε να ξενιτευτώ, αγάπη μου. Με οδηγούσαν τα βήματά μου. Τα μεγάλα μου αδέρφια εκεί. Εδώ τίποτα. Εγώ την φτώχια την άντεξα. Εσένα ήθελα να σ’ έχω αρχόντισσα. Είναι και το άλλο που δεν το ομολόγησα ποτέ μου. Ήθελα ν’ ανοίξω τα φτερά μου, κορίτσι μου. Το ξερα πως μπορώ να πετύχω. Η Αμερική, η χώρα των ευκαιριών. Το μεγάλο μου όνειρο.
“Κι άμα πάνε όλα καλά, θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου.”
“Μα εδώ είναι όλη μου η οικογένεια.”
“Θα πάω για κανένα χρόνο και βλέπουμε.”
“Εδώ θα μελοποιήσεις αυτά που έχεις γράψει. Έχεις ραντεβού. Θα βρεις και μια καλή δουλειά, σαν λογιστής. Εσύ έχεις σπουδάσει. Εσύ…”
Ο μονόλογος ενός απελπισμένου ανθρώπου.
“Θα ξαναγυρίσω . Θα δεις. Θ’ αντέξουμε.”
Κι αντέξαμε. Κι αυτό κι άλλα πολλά.
Άντεξες να με περιμένεις, κι ακόμα χειρότερα για σένα, να μ’ ακολουθήσεις μόλις γέννησες το πρώτο μας παιδί. Άντεξες μακριά απ’ τους δικούς σου για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι να πάθεις κατάθλιψη. Για μένα. Άντεξες ν’ αγαπάς έναν παρορμητικό άνθρωπο, παθιασμένο με τη δουλειά, με το ποτό, μ’ εσένα. Άντεξες εσύ που ήσουνα πάντα ένα λογικό και μετρημένο κορίτσι.
Αλλά άντεξα κι εγώ, Σόνια μου. Άντεξα να αποχωριστώ τελικά, τη χώρα των ονείρων μου, τη δουλειά των ονείρων μου. Για σένα. Άντεξα να είμαι ο κακός, το πήρα πάνω μου. Άντεξα το επικριτικό σου βλέμμα. Άντεξα τη θλίψη σου, κι ακόμα χειρότερα τη σιωπή σου, που με γέμιζε ενοχές.
Μια φορά, μια μοναδική φορά, κορίτσι μου, να τα πίναμε μαζί. Μια φορά. Και να μας κέρναγες κι άλλον ένα γύρο. Εσύ.
Δεν το πιστεύω πως τα ξεστόμισα όλα αυτά. Εγώ, ένας αχρείος. Συχώρα με.
~~{}~~
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πέρασαν μέρες πέρασαν
που έχω μείνει μόνος
με δάκρυα με κέρασαν
ο χωρισμός κι ο πόνος.
Δεν σ’ έχω τώρα πλάι μου
να πάρεις τον καημό μου
ξαστέρωμα και Μάη μου
βαρκούλα στον γιαλό μου.
Σε προσμένω σήμερα
σύννεφα διαβείτε
διώξτε μου τη χίμαιρα
κάπου να την βρείτε.
Σε προσμένω, γύρισε,
γύρισε κοντά μου
πάλι ξαναμίλησε
μες στα όνειρά μου.
Κώστας Σ. 1962
Pleasant Point, NJ, USA
~~{}~~
18:45
“Μπαμπά, μπαμπάκα μου, ήρθα.” Τι γλυκιά φωνή…
“Έλα να πιούμε το κρασάκι μας. Να σε βοηθήσω να καθίσεις.”
“Φάε και κάτι μαζί. Θα σε πειράξει”, η δασκάλα από δίπλα, το μεγάλο μου παιδί.
Μα πότε θα καταλάβεις, καλό μου, ότι δεν μπορείς να μ’ εκπαιδεύσεις; Δεν είσαι η μητέρα μου, δεν είναι ευθύνη σου. Πόσο άγχος έχει μ’ εμένα. Πόσο στηρίχτηκα επάνω της. Κι όχι μόνο εγώ. Τι βάρος για τους ώμους της. Χρόνια τώρα…
Δεν ξέρω πότε θα φύγω, δεν μπορώ να ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο, αλλά σίγουρα θα’ ναι η τελευταία φορά που πίνω. Κι είναι η πρώτη φορά που το εννοώ.
Κάθε γουλιά και βήχας. Και το γλυκό κρασί ανακατεύεται με τα πικρά μου δάκρυα. Λίγο ακόμα. Κλείνω τα μάτια.
Τα ανοίγω. Ένα τρίτο ποτήρι στο τραπεζάκι κι ένα χαμόγελο από τη μεγάλη μου.
“Θέλω να πιω μαζί σας.” Της το χρωστάω. Μου το χρωστάει.
Ήρθε κι η εγγονούλα μου. Δεν θέλω να σας αποχωριστώ. Εγώ που πάντα ήθελα να γνωρίζω το τέλος μου, να προλάβω να σας χαιρετήσω, να σας μιλήσω. Μα δεν υπάρχουν λόγια να πω.
“Θα τα πούμε αύριο, παππού.”
Με φιλάει. Δεν θέλω να φύγω. Και πάλι δάκρυα.
Και η ώρα περνάει.
Και μ’ ακουμπάνε απαλά στο κρεβάτι. Μη μου μιλάτε. Αφήστε με να κλείσω τα μάτια. Είμαι ήσυχος τώρα. Μια παράξενη γαλήνη στην ψυχή μου. Παράξενη και πρωτόγνωρη για μένα. Αφήστε με.
Αφήστε με να βρέξω τα πόδια μου στις όχθες του Νέδωνα στην Καλαμάτα. Μικρό παιδί, ξυπολησιά και ξυλίκι. Όλα τα φιλαράκια εκεί. “Άμα σε πιάσω, βρε τζαναμπέτη, πάλι κλώτσησες την αδερφή σου κάτω απ’ το τραπέζι.” “Μίρνα μου, γατούλα μου, θα σε πάρω κρυφά στο κρεβάτι. Μη νιαουρίσεις και σ’ακούσουν.” “Ελάτε να την πάρετε. Κρίμα το γατί. Από τότε που φύγατε είναι πάνω στην ταράτσα, ούτε να φάει ούτε να πιει. Μόνο κοιτάζει τον δρόμο που πήρατε.” Για την Πεντέλη. Μακρύς ο δρόμος, Μίρνα μου. “Hey, man, να βάζεις τον μισθό σου κάτω από την πατούσα σου, μέσα στην κάλτσα. Είναι Αμερική εδώ. Πρέπει να έχεις και όπλο πάνω σου.” Δεν χρειάζομαι όπλο, αφού έχω εσένα, μαύρε πάνθηρα. Φόβος και τρόμος για όλους, εκτός από μένα. Πώς κολλήσαμε έτσι; Μέχρι κι ελληνικά σε μάθαινα. “Σώσον Κύριε τον λαό σου και ευλόγησον..” σκίσανε οι μεθυσμένες αγριοφωνάρες μας την ησυχία της νύχτας, κάποια μεσάνυχτα στο N.J, έξω απ’ το σπίτι μου. Απ’ έξω μ’ άφησες. Μαύρε, καλοσυνάτε μου γίγαντα, πού ήσουνα τόσο καιρό; Σ’ ευχαριστώ που ήρθες απόψε. Ο μαύρος μου άγγελος.
Μακρύ το οδοιπορικό. Πολλές πατρίδες και δεν ξέρω ποια είναι η δική μου. Καλαμάτα, Πεντέλη, Αμερική, Αθήνα, Νάξος, ποια; Νομίζω η πατρίδα μου είναι οι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αγάπησα κι όσα μοιράστηκα μαζί τους. Που ήταν πολλά… Νομίζω η πατρίδα μου θα έπρεπε να είμαι κι εγώ. Μπορώ; Έστω και τώρα. Λιγάκι; Να μ’ αγαπήσω; Τον αμαρτωλό.
22:30
“Μπαμπά, μπαμπά μου, σ’ αγαπάω, σ’ ευχαριστώ. Για όλα.” Στα χέρια της μεγάλης μου φεύγω. Κλαίει, με χαϊδεύει, με φυλάει. Ελευθερώθηκες, παιδί μου. Μεγάλη προσπάθεια για την τελευταία μου ανάσα. Την κοιτάζω. Με αγάπη. Χωρίς λύπη.
Σόνια μου, ήρθα, κάθομαι πλάι σου, στα σκαλάκια σου . Δεν θα σε χάσω ξανά.
Τώρα που σε βρήκα.
Τώρα που με βρήκα.
Στο φως.
~~~~~~~~~~~{}~~~~~~~~
ΟΡΑΜΑΤΑ
Πάνω στον φράχτη, στη μουριά
με της νυχτιάς τη χάρη
σκαρφάλωσε μικρή καρδιά
να φτάσει το φεγγάρι.
Κι ανεβαίνει, κι ανεβαίνει
μες στ’ αστέρια βουτηγμένη
την αγάπη της να βρει
πριν προφτάσει η αυγή.
Φέρνει τα κλώνια η μουριά
ψηλώνει τη θωριά της
στ’ αστέρια κι η κληματαριά
να φέρουν τα φιλιά της.
Κι ανεβαίνει, κι ανεβαίνει
η καρδιά ταξιδεμένη
την αγάπη της να βρει
το φεγγάρι πριν χαθεί.
Κώστας Σ.