(Προσοχή. Το κείμενο περιέχει ακραίες σκηνές βίας.)
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Μύριαμ άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και είδε γύρω από τον νιπτήρα πολύχρωμα ποτηράκια γεμάτα με οδοντόβουρτσες. Πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι οδοντόβουρτσες στο μπάνιο του. Όλες τους είχαν διαφορετικό χρώμα. Κάποιες ήταν πολύ χρησιμοποιημένες κι άλλες ολοκαίνουργιες. Άλλες σκλήρες κι άλλες μαλακές. Οι οδοντόκρεμες πάλι δεν ήταν πολλές, κάνα δύο μόνο βρισκόντουσαν πεταμένες γύρω από τον νιπτήρα. Βγήκε σύντομα απ’ την τουαλέτα και πήγε στο υπνοδωμάτιο του. Μόλις άνοιξε την πόρτα, στάθηκε μπροστά του.
«Άλκη, γιατί έχεις τόσες πολλές οδοντόβουρτσες στο μπάνιο σου;»
«Απλά μου αρέσει πάρα πολύ να πλένω συχνά το στόμα μου. Αλλά δεν είναι όλες τις φορές το ίδιο. Κάποιες φορές χρειάζομαι μαλακές οδοντόβουρτσες ίσα ίσα για να δροσίσω το στόμα μου, άλλοτε σκληρές για να πλύνω καλύτερα τα δόντια μου.»
«Τόσες πολλές;»
«Μου αρέσει να έχω πολλές. Έλα μην στέκεσαι εκεί. Ξάπλωσε μαζί μου.»
Η Μύριαμ ήταν διστακτική, αλλά του χαμογέλασε και ξάπλωσε στο πλευρό του.
Μερικοί άνθρωποι έχουν περίεργες συνήθειες. Κάποιοι συλλέγουν πεταλούδες, άλλοι μάλλον συλλέγουν οδοντόβουρτσες. Εκείνη συνέλεγε κακτάκια. Ήξερε πώς ήταν να σου αρέσουν οι συλλογές. Μερικοί άνθρωποι έχουν ψυχαναγκασμούς και πλένουν συνέχεια τα χέρια τους, άλλοι φαίνεται πως πλένουν συνέχεια τα δόντια τους. Είχε γνωρίσει πολλούς περίεργους ανθρώπους. Ήξερε πολύ καλά ότι όλοι έχουν τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές τους και δεν είναι ωραίο να τις σχολιάζουμε. Αποδεχόταν πάντα τις ιδιοτροπίες των άλλων όταν δεν επηρέαζαν σε κάτι την ίδια. Εξάλλου της άρεσε πολύ αυτός ο άντρας, θα ήταν κρίμα να τα διέλυε όλα για μια παραξενιά.
Αλλά τόσες πολλές οδοντόβουρτσες; Καλά, επίσης είχε πάρα πολλά αφρόλουτρα και κρέμες στο μπάνιο του. Αλλά και πάλι ήταν λιγότερα από τις οδοντόβουρτσες του. Μάλλον για αυτό μύριζε τόσο όμορφα όταν την είχε αγκαλιά. Άλλωστε και η ίδια είχε τις παραξενιές της, κάποιες φορές χάζευε και χανόταν όταν μίλαγε, άλλες ένιωθε εξαιρετικά ανήσυχη όταν περπάταγε μόνη τής στον δρόμο. Ήταν σίγουρή πως αυτός δε θα την έκρινε ποτέ για κάτι τέτοιο, πώς θα μπορούσε λοιπόν να τον κρίνει η ίδια;
Το ήξερε αυτό γιατί το ένιωθε, παρόλο που δεν τον γνώριζε αρκετά. Μιάμιση εβδομάδα βγαίνανε όλη και όλη και πρώτη φορά βρισκόταν στο σπίτι του. Όμως συνέχεια την πρόσεχε, την άκουγε και της μίλαγε όμορφα. Οι λέξεις του ήταν σαν να ξεπηδούσαν από βιβλίο. Ήταν τόσο τρυφερός και ρομαντικός, που μαζί του ένιωθε πως ζούσαν σκηνές από ταινία. Ήταν υπέροχος.
Το επόμενο πρωί, μόλις άνοιξε τα μάτια της, είδε πως ήταν μόνη της στο κρεβάτι. Άπλωσε αμέσως το χέρι της στη δική του πλευρά και έπιασε ένα δίσκο βινυλίου. Έτρεξε και το έβαλε στο πικάπ. Όταν άκουσε τη γλυκιά τζαζ μελωδία, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά από ενθουσιασμό.
Έτρεξε στη ντουζιέρα να δροσιστεί και μετά άνοιξε πλατιά την ντουλάπα του. Ήταν γεμάτη από μποέμικα χρωματιστά πουκάμισα. Διάλεξε αυτό που της άρεσε περισσότερο, ένα ροζ, και το φόρεσε. Μύριζε τόσο όμορφα το ρούχο του, πάνω στο γυμνό κορμί της. Έκανε έναν χυμό κι έκατσε στη βεράντα. Αποφάσισε να τον περιμένει εκεί, μέχρι να γυρίσει από τη δουλειά. Θυμόταν ότι στα δημοτικά κάνουν μάθημα μέχρι τις δώδεκα και μισή. Λογικά την ίδια ώρα θα φεύγουν και οι δάσκαλοι από το σχολείο. Σκέφτηκε πως σε μιάμιση ώρα θα τον ξαναέβλεπε κι ένιωσε ήδη αμηχανία.
Κάποια στιγμή από την απέναντι αυλή, που επικοινωνούσε με την βεράντα, είδε τη γειτόνισσά να την κοιτά. Η Μύριαμ τη χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά το χέρι.
«Καλημέρα κορίτσι μου! Η αδερφή του Άλκη είσαι;», τη ρώτησε η γειτόνισσά χαρούμενα.
«Όχι μια φίλη του.»
«Α τι ωραία. Τον συμπαθούμε πολύ τον Άλκη στη γειτονιά μας, είναι πολύ καλό παιδί.»
«Ναι, είναι πολύ καλός ο Αλκής.»
«Εντάξει, μάτια μου, σ’ αφήνω. Πάω να μαγειρέψω μια σουπίτσα για τον γυιόκα μου που θα ‘ρθει σε λίγο. Γεια σου, κόρη μου!»
Σε λίγο ακούστηκε η εξώπορτα να ανοίγει. Η Μύριαμ σηκώθηκε κι έτρεξε στην πόρτα.
«Καλημέρα, δεσποινίς, εδώ είσαι ακόμα;»
«Σε περίμενα… Να γυρίσεις από τη δουλειά.»
«Πολύ ωραία, απλά δεν το περίμενα να σε βρω εδώ. Πολύ ευχάριστη έκπληξή. Θα μπω να αλλάξω ρούχα μια στιγμή, ντύσου και εσύ και θα πάμε κάπου όμορφα να φάμε», της είπε με πλατύ χαμόγελο.
Με προσοχή ανέβηκε με το αναπηρικό καροτσάκι του, από τη μπάρα που είχε βάλει μπροστά από την εξώπορτα για να καλύπτει τα λιγοστά σκαλάκια της εισόδου. Ντύθηκαν και πήγαν μαζί για πικνίκ στην εξοχή.
Όπως την επέστρεφε στο σπίτι της με το αυτόματο αυτοκίνητο του, η Μύριαμ του πρότεινε να περάσει από εκεί που έμενε, για να μπει και αυτός στο δικό της κόσμο. Αυτός όμως αρνήθηκε γιατί εκεί δεν είχε ασανσέρ και δεν μπορούσε να ανέβει τα σκαλιά. Επέμεινε λίγο ακόμα λέγοντας πως θα μπορούσε να τους βοηθήσει κάποιος. Όμως τον είδε που σκλήρυνε το πρόσωπο του και σώπασε.
~~{}~~
Οι μέρες κυλούσαν υπέροχα, πήγαιναν συνέχεια σε μια μοναχική παραλία και κολυμπούσαν. Ήταν χαρούμενη που η παράλυση του ήταν μόνο από τα γόνατα και κάτω, έτσι μπορούσαν να κολυμπούν μαζί και να κάνουν μακροβούτια. Βέβαια, της Μύριαμ δεν της άρεσε πολύ, που από τη πρώτη τους συνάντηση αυτός βιάστηκε να την ενημερώσει πως πάνω από τα γόνατα το σώμα του λειτουργεί κανονικά. Όμως σκέφτηκε πως είναι λογική η ανασφάλεια του και γρήγορα ξέχασε αυτή την ενόχληση.
Σε μια εβδομάδα η Μύριαμ είχε κοιμηθεί τρεις φορές στο σπίτι του –χωρίς να έχουν κάνει έρωτα. Της άρεσε που κοιμόντουσαν μαζί τα βράδια και περισσότερο από όλα της άρεσε που την έπαιρνε αγκαλιά μόλις πέφτανε για ύπνο. Βέβαια, αφού αποκοιμόταν της γύρναγε την πλάτη και δεν πολύ ένιωθε άνετα πίσω από τη πλάτη του. Αυτή, κάθε φορά, για να καλύψει το κενό, κόλλαγε το σώμα της στο δικό του κι έτσι κοιμόντουσαν μαζί όλη τη νύχτα.
Την τέταρτη της είπε πως είχε αγοράσει κάποιες οδοντόβουρτσες εκείνο το πρωί και αν ήθελαν θα μπορούσε να της δώσει μια για να έχει την δικιά της. Της έδωσε μία ροζ και την έβαλε μπροστά απ’ τον καθρέφτη σ’ ένα γυάλινο ποτηράκι. Μέσα σε όλες αυτές τις οδοντόβουρτσες, η Μύριαμ είχε την δικιά της. Χαρούμενη που της έδωσε χώρο στο σπίτι του, εκείνο το βράδυ έκανε έρωτα μαζί του για πρώτη φορά.
Όσο βρισκόταν πάνω του, μπροστά από το ιδρωμένο του κορμί, άρχισε να νιώθει πως ενώ αυτός ήταν εκεί την ίδια στιγμή έλειπε. Έγειρε το κεφάλι της λίγο πιο πίσω για να κοιτάξει το πρόσωπο του. Αυτός κοίταξε ακριβώς εκεί που βρίσκονταν τα μάτια της, χωρίς όμως να κοιτά την ίδια. Τα χαρακτηριστικά του άρχισαν να παραμορφώνονται. Είδε τα μάτια του και το μισανοιγμένο του στόμα να γίνονται όλο και πιο έντονα, να μεγαλώνουν και να τη ρουφάνε. Ένιωσε την ενέργεια της να την εγκαταλείπει και να καταλήγει μέσα του. Ολόκληρος ο εαυτός της έμπαινε μέσα στον δικό του. Χωρίς να έχει την ικανότητά να γλυτώσει από αυτό, συνέχισε να ανεβοκατεβαίνει πάνω του, ολοκληρωτικά παραδομένη.
Η ταχύτητα και η ενέργεια όλο και μεγάλωνε ώσπου κορυφώθηκε καθώς τέλειωσαν. Τότε από τα μάτια του γλίστρησε ένα δάκρυ. Η Μύριαμ αμέσως συνήλθε, έκλεισε γρήγορα τα μάτια της για να γλυτώσει από αυτή την παραίσθηση. Πριν προλάβει να του πει λέξη αυτός την δάγκωσε τόσο δυνατά στο στήθος που της έκοψε την ανάσα και έκανε το σώμα της να γύρει μπροστά. Τότε αυτός άρπαξε το λαιμό της και τον έσφιξε με όλη του τη δύναμη, ώσπου ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή.
Όταν ησύχασε, έσπρωξε το σώμα της να πέσει μ’ έναν γδούπο στο πάτωμα. Γλίστρησε αργά στο πάτωμα και ξάπλωσε πάνω της για να κάνει έρωτα στο νεκρό κορμί της. Όταν τέλειωσε σύρθηκε ως το καροτσάκι, έκατσε πάνω του και σιγά σιγά βάλθηκε να τραβάει με όλη του τη δύναμη το μικρό της σώμα ως την μπανιέρα.
Εκεί μόλις την ξάπλωσε πήρε το μεταλλικό καρφάκι που είχε πιασμένα τα μαλλιά της και το κάρφωσε με δύναμη στον λαιμό της. Όλο το αίμα από τη καρωτίδα της, χύθηκε στο σιφόνι. Αφού είχε στεγνώσει το κορμί της, το έκοψε σε κομμάτια ξεκινώντας από τα πιο μαλακά σημεία. Μόλις τελείωσε αυνανίστηκε διπλά σ’ αυτό το σωρό που ήταν κάποτε η Μύριαμ κι έβαλε τα κομμάτια της σε χοντρές μεγάλες σακούλες. Έπλυνε τις πιτσιλιές από αίμα γύρω από τη μπανιέρα, από το πάτωμα, το καροτσάκι, το σώμα του κι εξαντλημένος αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε τη συνηθισμένη του ώρα. Ανέβηκε στο καροτσάκι του και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει πρωινό και καφέ. Αφού τα ετοίμασε βγήκε στην βεράντα, να πάρει εκεί το πρωινό του.
Η γειτόνισσα τον είδε από το παράθυρο του σπιτιού της και βρήκε έξω να το καλημερίσει.
«Καλώς την Τασία. Σου έχω καινούργιο δέμα.»
«Α, να ξέρεις, μου έφτιαξες τη μέρα. Εντάξει, Κωνσταντίνε μου, θα το κανονίσω.»
Ο Κωνσταντίνος ντύθηκε και ετοιμάστηκε για να πάει στο σχολείο. Με προσοχή μπήκε στο μπάνιο, για να μην σπρώξει τις σακούλες με τις ρόδες. Πήγε στον νιπτήρα άνοιξε το ντουλαπάκι πήρε την οδοντόβουρτσά του κι αφού έπλυνε τα δόντια του την επέστρεψε στην θέση της, μέσα στο ντουλαπάκι. Μετά πήρε την οδοντόβουρτσά της Μύριαμ από το γυάλινο ποτήρι και την έβαλε σε ένα από τα πολύχρωμα ποτηράκια, μαζί με τις υπόλοιπες. Έφτιαξε λίγο ακόμα τα μαλλιά του κι έφυγε για το σχολείο. Ήξερε πως όλα ήταν στην θέση τους και πως η Τασία χαιρόταν να μαγειρεύει κρεατόσουπες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Φλώρα Λούκαϊ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Το ζητούμενο ήταν ένας φόνος. Η Φλώρα έγραψε για εικοσιένα.