Άννα και Τζο

0
470

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι OIP.jpg

Έπρεπε να την βρει. Πριν δύο χειμώνες, είχε αφήσει την Άννα χαμογελαστός και σίγουρος. « Σε τρεις μήνες θα είναι πίσω στο σπίτι », είχε πει. Οι τρεις μήνες έγιναν έξι, οι έξι χρόνος, δύο χρόνια. Δεν κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός. Στην αρχή ήταν δύσκολο, αλλά ήξεραν ότι έπρεπε να γίνει και ότι έχει ένα τέλος. Τα γράμματα ήταν γεμάτα ελπίδα και σχέδια για το μέλλον. Σιγά σιγά τα γράμματα άρχισαν να αραιώνουν μέχρι που σταμάτησαν τελείως.

Ο Τζο είχε πάθος για τη μουσική. Η ανάγκη του να ακολουθήσει το δρόμο που θα έκανε τις μελωδίες του να ακούγονται παντού ήταν αναπόφευκτη, σαν τον αέρα που ανέπνεε. Δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει. Μεγάλωσε με τη μουσική, υπήρχε για τη μουσική.

Δύο χρόνια μετά ένιωθε κενός. Γέμιζε τις μεγαλύτερες αίθουσες της Ευρώπης, στις εφημερίδες τον αποκαλούσαν σύγχρονο Μότσαρτ, η μουσική του διδασκόταν στα σχολεία. Ο ίδιος δεν είχε σταματήσει να έχει έμπνευση. Η μοναξιά του ήταν απαραίτητη συνήθεια. Ένα πράγμα δεν καταλάβαινε, γιατί τα βράδια, χωρίς κάποιο λόγο, η εικόνα της Άννας να ξυπνάνε μαζί, του ερχόταν στο μυαλό. Κάθε πρωί της έκλεινε απαλά με τα χέρια του τα μεγάλα της μάτια, πήγαινε στο πιάνο και της ζητούσε να φανταστεί ποια νότα θα ακολουθούσε τη μέρα. Η Άννα, πάντα είχε εικόνες που έφτιαχναν νότες και οι νότες έφτιαχναν μελωδίες και οι μελωδίες μια όμορφη ζωή.

Ήταν πολύ σίγουρος ότι δεν υπάρχουν σωστές και λάθος αποφάσεις στη ζωή. Θεωρούσε ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος και δεν μπορείς να τον σπαταλάς με το να σκέφτεσαι τι θα έπρεπε να είχε γίνει διαφορετικά. Πόλεμοι, θάνατος, φτώχεια, μίσος, αγάπη, έρωτας. Όλα ήταν στη ζωή και αυτός ήταν εκφραστής τους μέσω της μουσικής του. Είχε γνωρίσει τα πάντα νωρίς και είχε επιλέξει την απομόνωση και τη τέχνη.

Εκείνη ήταν μία από τις σκοτεινές μέρες. Έβρεχε ασταμάτητα μια βδομάδα και δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει το σώμα του. Η μουσική του ήταν βαριά και το κεφάλι του πονούσε από την υγρασία. Βγήκε στο υπόγειο μπαρ που γνώριζε καλά. Πήγε στο κρυμμένο στη γωνία τραπεζάκι και ζήτησε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Η μουσική δεν τον βοηθούσε.

«Θα ήθελες λίγη παρέα ;» ρώτησε η άγνωστη κοπέλα με το πράσινο φόρεμα.

Ετοιμάστηκε ν’ απαντήσει αρνητικά. Σήκωσε το βλέμμα του και ξεροκατάπιε.

« Άννα ; »
« Αν θέλεις μπορείς να με φωνάζεις Άννα. Λοιπόν; δεν μου απάντησες.»
«Όχι ευχαριστώ, θα ήθελα να μείνω μόνος. »
« Μα θα παραμείνεις μόνος, εγώ απλά παρέα θα σου κάνω και ο καθένας μας θα έχει την μοναξιά του.»

Έγνεψε καταφατικά. Ήταν μια ειλικρινής δήλωση. Όλοι οι φίλοι του, η οικογένεια του πάντα έλεγαν θα πεθάνεις μόνος. Μα όλοι πεθαίνουμε μόνοι απαντούσε, τουλάχιστον εγώ έχω τη μουσική. Δεν ήθελε να μιλήσει στην άγνωστη κοπέλα, αλλά δέχτηκε την όμορφη παρουσία της στο τραπέζι. Στο κάτω κάτω, δεν του ανήκε ο χώρος, δεν μπορούσε να την εμποδίσει.

« Αρκεί να μην μιλάς », της απάντησε κοφτά.
« Λοιπόν, ξέρεις ποιόν μου θυμίζεις;»

Ο Τζο ετοιμαζόταν κιόλας με τα μάτια του να φύγει.

« Τον σκύλο μου », συνέχισε η άγνωστη κοπέλα.

Κοιτάχτηκαν έντονα και άρχισαν και οι δυο να γελάνε τρανταχτά.

« Όταν έφευγα από το σπίτι είχε το ίδιο βλέμμα με εσένα, λες και ήρθε το τέλος του κόσμου. Μου έλειψε αυτό το βλέμμα. Μια μέρα γύρισα σπίτι και δεν τον ξαναβρήκα. Τελικά ήξερε περισσότερα από εμένα.»

Καθώς είπε αυτά τα λόγια έμεινε ακίνητη. Ίσως τον περίμενε να απαντήσει. Σηκώθηκε κι έφυγε από το τραπέζι. Φεύγοντας γύρισε και τον κοίταξε. Χαμογέλασε πονηρά.

Ξαφνικά ήξερε τι πρέπει να κάνω. Δεν γινόταν μεγάλες συναυλίες στο χωριό της Πολωνίας όπου είχε μεγαλώσει. Η Άννα θα έβλεπε το γεγονός και θα καταλάβαινε ότι θέλει να την βρει.

Η ιδέα ήταν μεγαλοφυής. Έφυγε τρέχοντας. Τίποτα δεν τον σταματούσε πλέον.

~~{}~~

Ο ήλιος περνούσε μέσα από τις χαραμάδες των κλειστών παραθυρόφυλλων. Η Άννα ξύπνησε ξεκούραστη σαν να κοιμόταν μια ζωή, σαν η μόνη αίσθηση που γνώριζε στον κόσμο να ήταν ο ζεστός ήλιος πάνω στο σώμα της.

Πάνε δύο χρόνια που είχε αφήσει το χωριό της. Η φτώχεια και ο πόλεμος είχαν αλλάξει τον κόσμο. Οι πόλεις που όλοι ήταν απρόσωποι ήταν πιο ανθρώπινες από τις μικρές κοινωνίες.

Πριν ένα χρόνο είχε μετακομίσει στο Παρίσι με σκοπό να βρει τον Τζο. Είχε φτάσει κάτω από τη διεύθυνση από την οποία είχε στείλει το τελευταίο του γράμμα και περίμενε να εμφανιστεί. Όσο περίμενε σκεφτόταν τι θα του έλεγε όταν τον έβλεπε. Ευτυχώς δεν εμφανίστηκε ποτέ. Δεν είχε τίποτα να του πει.

Η Άννα που είχε μεγαλώσει στη Πολωνία, αλλά ήταν Ρωσίδα, μιλούσε ήδη τέσσερις γλώσσες. Ρωσικά, πολωνικά, γερμανικά και αγγλικά. Δεν άργησε να βρει δουλειά στην ‘Αir France’.

Εκείνες τις μέρες, λίγες γυναίκες δούλευαν σε εταιρίες. Δεν είχε καταφέρει να κάνει φίλους. Στο σύμπλεγμα που κατοικούσε της συμπεριφερόντουσαν σαν παστρικιά και οι γυναίκες και οι άντρες. Ήταν καλύτερα από το χωριό της βέβαια. Καλύτερα να δουλεύω, να έχω να φάω και να ταξιδεύω και ας μου συμπεριφέρονται σαν πόρνη, επαναλάμβανε από μέσα της κάθε φορά που την έπαιρνε από κάτω.

Είχε πάει σε μια από τις συναυλίες του Τζο. Δεν τον αναγνώριζε πλέον. Του ήταν ευγνώμων πάντα. Χωρίς να το ξέρει ο ίδιος, χάρη στη μουσική του, είχε αφήσει πίσω της μια ζωή που δεν μπορούσε παρά να έχει ένα τέλος.

Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωινό καθώς ο Τζο (έτσι είχε ονομάσει το αδέσποτο σκυλάκι που είχε βρει μια μέρα στα σκαλιά της) έγλυφε τα πόδια της και την γαργαλούσε.

Το κουδουνάκι του ταχυδρόμου ακούστηκε από το παράθυρο. Η μητέρα της Άννας ζούσε ακόμα στο χωριό. Είχε μόνο ένα φόβο πλέον, μην πεθάνει η μητέρα της και δεν προλάβει να την χαιρετήσει όπως της αρμόζει. Όσο να ΄ναι αυτή η γυναίκα την είχε κουβαλήσει από τα βάθη της Ρωσίας ως τη δύση.

Κάθε φορά που λάμβανε ένα γράμμα πάντα φοβόταν ότι θα αναγγέλλει το θάνατο της. Είχε παραλείψει να αναφέρει στο χωριό, ότι ο Τζο, με τον οποίο ζούσε, ήταν σκύλος και όχι ο άνθρωπος της. Πίστευε ότι δεν είχε κάποιο νόημα να στεναχωρεί τη μητέρα της με έννοιες που δεν κατανοεί.

« Αγαπητή κόρη, χαίρομαι πολύ που είσαι ευτυχισμένη και όχι μόνη σαν και εμένα. Όλο το χωριό μιλάει για το Τζο και την παράσταση του. Ανυπομονώ να σε δω μαζί του πριν πεθάνω. Με αγάπη η μητέρα σου.»

Τσαλάκωσε το γράμμα και το πέταξε με νεύρα στο πάτωμα. Τι ήθελε τώρα να πάει να κάνει συναυλίες στα χωριά ; Πάντα φαντασμένος ήταν, σίγουρα ήθελε να δείξει τη διαφορά του από τους άλλους, όπως συνήθιζε να λέει.

Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο. Θα πετούσε για Βαρσοβία μια μέρα πριν τη συναυλία. Με λίγη τύχη η μητέρα της θα χαιρόταν τόσο που θα την έβλεπε και θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει εύκολα από το λόγο που δεν συνοδεύεται.

Τελικά από ένα ψέμα ξεμπερδεύεις πιο δύσκολα από ένα έρωτα, σκέφτηκε και γέλασε.

Ο σκύλος της την κοίταξε με το κλασικό βλέμμα που πάντα έκανε τη ψυχή της να μαραζώνει. Μην ανησυχείς Τζο, σε δυο μέρες θα είμαι πίσω. Tον χάιδεψε στην πλάτη όπως έκανε πάντα όταν έφευγε και επέστρεφε ελπίζοντας ότι θα την καταλάβαινε.

~~{}~~

Στο χωριό του η μόνη αίθουσα που μπορούσε να μαζέψει άτομα ήταν η εκκλησία.

Ο Τζο είχε φτάσει την ίδια μέρα με τη συναυλία. Το προηγούμενο βράδυ είχε εκτροχιαστεί ένα τρένο από την Βαρσοβία. Τα τρένα ήταν τόσο παλιά όσο και η εκκλησιά, δεν γίνονταν καμία συντήρηση. Το κράτος δήλωνε ότι δεν υπάρχουν λεφτά.

Ήταν συγκινημένος, θα έπαιζε μουσική στη γενέτειρα του και μέσα στο μικρό πλήθος θα ξεχώριζε τα γεμάτα μυστήριο και θάρρος μάτια της Άννας. Δεν ήταν ρομαντικός απλά ήξερε ότι έπρεπε να είναι εκεί.

Έφτασε το πρωί της συναυλίας. Ένα ηλιόλουστο πρωινό όλο υποσχέσεις. Η πορτοκαλί εκκλησία νεογοτθικού ρυθμού έλαμπε.

Προχώρησε μαγεμένος. Μια κηδεία γινόταν. Από μικρός μόνο κηδείες έβλεπε σε αυτή την εκκλησία σκέφτηκε.

Μέσα ο ήλιος τρύπωνε από τα πολύχρωμα παράθυρα κίτρινος και ζεστός. Όλες οι ακτίνες έπεφταν στο κέντρο της εκκλησίας. Ένα σύννεφο φωτός έλουζε το νεκρό.

Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να πλησιάσει το ανοιχτό φέρετρο που οι γυναίκες μοιρολογούσαν από γύρω.

Η Άννα ξεκουράζονταν στη ζέστη του ήλιου. Με τα χέρια του άγγιξε απαλά τα μεγάλα της μάτια.

Η μουσική του ποτέ δεν θα ήταν η ίδια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Στέλλα Ζερβάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής