Η φόνισσα μέσα της
Την ξέρω εδώ και σαράντα χρόνια, από τότε που γεννήθηκε. Κι εγώ μαζί της γεννήθηκα, για να παρατηρώ τη σκέψη της. Τόσα χρόνια και για μένα κάθε μέρα είναι καινούργια. Κι αυτή έγινε μια σαραντάρα υπέροχη. Πανέμορφη, ψηλή, με ευέλικτο κι ευλύγιστο σώμα, χρόνια στο χορό, εξωστρεφής και γεμάτη πάθη. Αυτό το τελευταίο είναι κι η μεγαλύτερη δυσκολία μου μαζί της. Δεν την προλαβαίνω. Γίνεται ικανή ν’ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σε κάτι ή να πετάει σαν πεταλούδα εδώ κι εκεί για να γεμίσει το κενό με το πάθος της. Σκληρή δουλειά κι οι δυο μας.
Αυτή την εποχή έχει ερωτευτεί τρελά. Τον γνώρισε σε μια φιλική παρέα κι ήταν έρωτας ακαριαίος. Κι απ’ τη μεριά του. Έτσι τουλάχιστον λέει αυτή. Πέρασαν μια ώρα με την παρέα και τότε μια γυναίκα μπαίνει στην ομήγυρη. Αυτός τη συστήνει, Η Γυναίκα μου.
Την ένοιωσα να λιώνει στη γη κι ύστερα να διαλύεται στον αέρα, να τρυπάει το ταβάνι, να χάνεται πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, να στροβιλίζεται στον αέρα, μέχρι να ξαναβρεθεί καθισμένη στη θέση της. Η σκέψη της γεμάτη από μια λέξη μόνο, Γιατί;
Εγώ που την ξέρω καλά, τη στιγμή αυτή δεν μπορώ να καταλάβω την αντίδρασή της. Δεν ήταν ο πρώτος παντρεμένος που ερωτευόταν, δεν ήταν ποτέ κτητική, ποτέ δε ζήλευε, τώρα τι την έπιασε;
Άρχισε να τον βλέπει μια φορά την εβδομάδα. Μόνο τόσο μπορούσε αυτός με τις υποχρεώσεις του. Τη δουλειά του, τη γυναίκα με την οποία ήταν τώρα παντρεμένος, την πρώην γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν την ένοιαζε. Φτάνει έστω και τόσο να τον βλέπει, να ξαπλώνει λίγες ώρες μαζί του… Να ξαπλώνει… Το έβλεπα. Αυτή η ερωτική συνεύρεση είχε όλες τις αρετές που κρύβει εκείνη η παλιά λέξη για τη σεξουαλική πράξη, συνουσία. Η συνουσία, που θα πει, ενυπάρχω μέσα σε μια ύπαρξη ως ένα με τον άλλον. Μπορώ να το βεβαιώσω, ήμουνα πάντα παρών, σε εγρήγορση. Ο έρωτας έγινε προτεραιότητα στη ζωή της. Είχε μείνει καιρό μόνη της. Ίσως γι’ αυτό να ήτανε τώρα τόσο κτητική.
Και περάσαν έτσι δυο μήνες. Οκτώ συναντήσεις. Κι αυτό το εβδομαδιαίο ραντεβού δεν της αρκούσε. Τα ήθελε όλα. Τον χρόνο του, το κορμί του, τη σκέψη του, κάθε στιγμή τους έπρεπε να την περνάνε μαζί. Του έγραφε σημειώματα που του διηγόταν τη ζωή που θα ’θελε να ζήσουνε. Να τρέχουνε με άλογα στην εξοχή, να διασχίζουνε τις θάλασσες με ιστιοφόρα, να περπατάνε στα δάση, να κολυμπάνε στα ποτάμια.
Εκείνο το πρωί ξύπνησε πολύ βαριά. Έβλεπα καθαρά το μυαλό της. Φιξαρισμένο πάνω του. Πουθενά χώρος για οτιδήποτε άλλο. Όπως κάθε πρωί μπήκε στο μπάνιο. Μέσα στον ύπνο ακόμα γδύθηκε, άνοιξε το ντους κι έκλεισε τα μάτια. Το ζεστό νερό κύλισε πρώτα στον αυχένα κι ύστερα σε όλο το κεφάλι και την πλάτη της. Με τα μάτια κλειστά, σχεδόν κοιμισμένη, βυθίστηκε στην απόλαυση. Κι εκεί την άκουσα να σκέφτεται:
«Τη σκοτώνω αυτό είναι. Τη σκοτώνω τη γυναίκα του. Πάμε βόλτα. Στο Σούνιο. Φτάνουμε σ’ εκείνο το σημείο του γκρεμού, μπροστά στον ναό. Το σημείο που ‘χω διαλέξει για αυτοκτονία. Υπέροχο. Πάνω απ’ τη θάλασσα. Τα βράχια κατακόρυφα. Το πέλαγος ανοιχτό μπροστά σου. Εκεί, αυτή εκστασιασμένη απ’ την εξαίσια ομορφιά. Κι εγώ, μια γερή σπρωξιά και τη ρίχνω στο κενό. Και πάει, χάνεται στα κύματα. Ουφ, πάει!»
Είχα μείνει έκθαμβος. Μπορεί να σκοτώσει; Μπορούμε να σκοτώσουμε;
«Σκοτώνω, λοιπόν, στ’ αλήθεια;» την άκουσα ν’ αναρωτιέται.
Και στη στιγμή την έχασα. Κάτι είδα να σκάει μέσα στο κεφάλι της. Χίλιες αστραπές καλύψανε τη σκέψη της. Αναστάτωση στο νου της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, την ένοιωσα παγωμένη. Είδα τον φόβο να την πλημμυρίζει. Κι εκεί που το μυαλό της στεκόταν ακίνητο, έγινε ξαφνικά μια εισβολή. Θύελλα από εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις, λόγια, πολλά λόγια, ασυνάρτητα λόγια. Κι άλλα λόγια, κατανοητά τώρα, αλλά τόσο γρήγορα που δεν τα προλαβαίνω, ακόμα κι εγώ που αυτή είναι η δουλειά μου, να είμαι σε εγρήγορση και να παρατηρώ τη σκέψη της.
Κι ύστερα βλέπω το χέρι της να πέφτει, να κρέμεται δίπλα στο μηρό της, το νερό να καταβρέχει όλα τα γύρω κι αυτή να σκάει στα γέλια. Γιατί γελάει;
«Μπορώ να σκοτώσω. Αυτή η γωνίτσα μέσα μου ξύπνησε. Αυτή, η φόνισσα. Την είχα δει να ξυπνάει και τότε που χόρεψα για να πάρω το ρόλο τής Λαίδης Μακμπέθ. Ο χορογράφος είχε απορήσει με την επιμονή μου. Δεν ήμουνα εγώ για τέτοιους ρόλους. Ας δοκιμάσουμε, είχε πει. Λίγες ώρες τον έπεισαν να χορέψω εγώ τη Λαίδη. Απ’ όλες τις πρόβες και τις παραστάσεις μια σκηνή είναι χαραγμένη ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Αρπάζω το μαχαίρι απ’ το χέρι τού άντρα μου και το βυθίζω στο στήθος τού Βασιλιά. Απογειωνόμουνα από τη γλύκα του φόνου. Στο σώμα και στο πνεύμα. Κι ο κόσμος, τον ένοιωθα, θα χειροκροτούσε αν η σκηνή δεν ήταν τόσο άγρια.»
Τα σκέφτεται όλα αυτά και γελάει. Γιατί γελάει; Αν μπορούμε να σκοτώσουμε, δεν είναι και τόσο για γέλια. Βλέπω το χέρι της με το ντους να ξαναζωντανεύει, το ζεστό νερό να κυλάει στο κορμί της κι ακούω τη σκέψη της χαλαρωμένη πια και χωρίς φόβο να λέει:
«Ε, λοιπόν, καλά που είμαι καλλιτέχνης,. Μ’ αυτή τη φόνισσα μέσα μου, μια χαρά θα μπορούσα να βρεθώ στη φυλακή.»
Και ξαναβάζει τα γέλια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα καναρίνια του κυρίου Επιθεωρητή
Ο κος Επιθεωρητής κοίταξε άλλη μια φορά το ρολόι στον τοίχο του γραφείου του. Δύο η ώρα ακόμα. Τέσσερεις φεύγανε κανονικά, εκτός κι αν υπήρχε κάποια έκτακτη αποστολή. Τότε, ή δε φεύγανε καθόλου ή τριγυρνούσανε με τον συνεργάτη του στα μπαρ, στα χαρτοπαίγνια και στα μπουρδέλα, ν’ ανακαλύψουνε ύποπτους, ένοχους, φονιάδες και πρεζόνια, βαποράκια, μεγαλέμπορους και μεγαλολεφτάδες.
Ο κος Επιθεωρητής ήταν βαριεστημένος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Έκανε και πολλή ζέστη, ο ήλιος έκαιγε πάλι. Δεν ήταν όμως τόσο αυτό. Ο κος Επιθεωρητής ήταν ανικανοποίητος. Άνθρωπος έξυπνος, συστηματικός, τακτικός, υπομονετικός και γενναιόδωρος. Στην εφηβεία γοητευόταν από τ’ αεροπλάνα, ήθελε να γίνει πιλότος. Οι σπουδές αυτές όμως ήταν πολύ ακριβές κι ο αγρότης πατέρας του δεν τις άντεχε. Έβρισκε πιο προσιτή τη σχολή τής αστυνομίας. ‘Άσε που χάριζε και καλύτερη κοινωνική θέση.
Ο κος Επιθεωρητής, λεπτολόγος και παρατηρητικός, έγινε πολύ καλός στη δουλειά του. Με κόπο είχε φτάσει ως εδώ. Απ’ τα δεκαεφτά, που μπήκε στη σχολή της αστυνομίας, ονειρευότανε κάτι σημαντικό. Για δεκαπέντε χρόνια δεν είχε καταφέρει παρά να κάνει τον τροχονόμο και μόνο τώρα, στα πενήντα, έγινε Επιθεωρητής. Μ’ αυτόν τον υπέροχο τίτλο, Επιθεωρητής. Κι αν κατάφερνε μέχρι να πάρει σύνταξη να γίνει και διευθυντής… Αυτό όμως ήτανε ακόμα μακριά.
Για την ώρα δεν ήτανε και πολύ άσχημα. Συνεργαζότανε καλά με όλους, ο υπόκοσμος τον εμπιστευόταν, οι ανώτεροί του το ίδιο και με τον συνεργάτη του ταιριάζανε. Αλλά δεν έβρισκε ικανοποίηση. Δεν ήξερε τι του έφταιγε. Σήμερα όμως τα πράγματα ήταν ήσυχα, κανείς προς το παρόν δε σκοτώθηκε, καμιά σοβαρή σύλληψη δεν έγινε κι ο συνεργάτης του, αραγμένος στο γραφείο του, έπαιζε παιχνίδια στον υπολογιστή. Ε, ο κος Επιθεωρητής ήθελε πια να φύγει. Το μικρό του σπίτι δίπλα στο ποτάμι, μακριά από την πόλη, σχεδόν έρημο δίπλα στην όχθη, τον περίμενε, τα καναρίνια του τον περίμεναν, το ίδιο και το ζεστό του φαΐ. Α, ναι, τον περίμενε κι η γυναίκα του. Μόνο που δεν είχε πια καμιά όρεξη να τη βλέπει.
Την παντρεύτηκε πριν από δεκαέξι χρόνια, ακριβώς όσο είναι η κόρη τους. Την είχε ερωτευτεί με πάθος. Αυτή δεν μπορούμε να πούμε ότι τον ερωτεύτηκε, αλλά τη γοήτευαν οι τρόποι του. Μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα όμορφος, αλλά είχε ωραίο παράστημα. Ψηλός, γεροδεμένος, χαλαρός και καλοδιάθετος συνήθως. Είχε μόνο ένα πολύ ωραίο στόμα, πολύ ηδονικό. Κι έπειτα ήταν άνθρωπος με χιούμορ, πολύ ευχάριστος στην παρέα.
Εκείνη αντιθέτως ήταν πολύ όμορφη. Ψηλή, σχεδόν μεγαλοπρεπής, μ’ έναν αέρα αριστοκρατικό, που σχεδόν δεν ταίριαζε στον κο Επιθεωρητή. Δεν ήταν από καμιά πλούσια οικογένεια, αν και το σπίτι που ζούσαν της ανήκε, αλλά ήτανε μορφωμένη. Είχε τελειώσει τη σχολή φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Ήθελε να γίνει συγγραφέας. Γι’ αυτό κι όλη την ώρα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι την έβλεπες. Παραμελούσε τα πάντα γι’ αυτό το βιβλίο. Όταν παντρεύτηκε εγκατέλειψε σιγά-σιγά την ιδέα να γράψει κι έμεινε με το βιβλίο στο χέρι. Τα χρόνια που περάσανε δίπλα στον κο Επιθεωρητή κατάφεραν να την κάνουν επικριτική κι ίσως και λίγο σνομπ. Πάντα κάτι έβρισκε ότι δεν πήγαινε καλά πάνω του. Ή στην κόρη τους. Κι αυτό ήτανε μόνιμη αιτία καυγάδων στο σπίτι. Κι ο κος Επιθεωρητής δεν αγαπούσε τους καυγάδες στο σπίτι. Αρκετούς είχε στη δουλειά του.
Και τώρα που σκεφτόταν τη γυναίκα του δεν ήτανε σίγουρος ότι ήθελε να πάει σπίτι. Τουλάχιστον όχι τόσο νωρίς. Όμως ο κος Επιθεωρητής δεν ήταν άνθρωπος πολύ κοινωνικός. Δε θα πήγαινε τώρα στα στέκια να σκοτώσει την ώρα του. Στο σπίτι πάλι θα την έβρισκε ξανά με το βιβλίο στο χέρι. Καλύτερα έτσι. Πάντα αναρωτιότανε τι διάβαζε. Αυτός μόνο εφημερίδες διάβαζε. Κι όλα αυτά τα βιβλία της, αναρωτιόταν, γιατί δεν την έκαναν καλύτερον άνθρωπο. Χρόνια την είχε αυτή την απορία.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο συνεργάτης του.
«Λέω να φύγω,» είπε, «συμφωνεί και τ’ αφεντικό, δε μας χρειάζεται. Κι εσύ τι κάνεις εδώ πέρα; Φύγε.» Κι έκλεισε την πόρτα.
Ο κος Επιθεωρητής σκέφτηκε τα καναρίνια του. Πρέπει να τα ταΐσει. Του άρεσε να περνάει ώρες μαζί τους, να τους μιλάει και να τ’ ακούει να κελαηδάνε. Μάλλον ράθυμα, σηκώθηκε, πήρε ό,τι είχε να πάρει κι έφυγε. Από την πόλη μέχρι το σπίτι ήταν κάνα εικοσάλεπτο, αν δεν έχει κίνηση, μπορεί και μισή ώρα, ο κος Επιθεωρητής δεν έτρεχε ποτέ, μόνον αν ήταν ανάγκη.
Παρκάρισε μέσα στον κήπο. Είδε τη γυναίκα του πιο κει να λιάζεται, κάτω απ’ την ομπρέλα, πάντα με το βιβλίο στο χέρι. Με μεγάλα, αργά βήματα πέρασε από κοντά της για να πάει στην είσοδο.
«Μπα, πώς κι έτσι; Νωρίς δεν είναι;» του είπε μόλις τον είδε.
«Γεια,» είπε αυτός χωρίς να σταματήσει.
«Δεν είχατε πολλούς κλέφτες σήμερα;» συνέχισε εκείνη σαρκαστικά.
«Όχι,» είπε ξερά ο κος Επιθεωρητής και προχώρησε.
«Τι φοράς πάλι αυτό το παντελόνι; Σαν γύφτος είσαι. Πήγαινε, χριστιανέ μου, να πάρεις ένα άλλο. Τσιγγούνη!»
Τα τελευταία λόγια μόλις που τα άκουσε, είχε κιόλας φτάσει στην πόρτα.
Μπήκε, άλλαξε, τάισε τα καναρίνια κι έβαλε κι ο ίδιος ένα πιάτο να φάει. Δεν είχε όρεξη. Τ’ άφησε στην άκρη κι άρχισε να μιλάει στα καναρίνια. Κάποια στιγμή εκείνη μπήκε, άφησε το βιβλίο στο ράφι του κι ύστερα είδε το πιάτο που είχε αφήσει ο άντρα της. Αυτός σταμάτησε να μιλάει στα καναρίνια κι έπιασε την εφημερίδα.
«Πάλι μόνος σου τρως;» του κάνει.
«Νόμιζα πως είχες φάει,» μουρμούρισε εκείνος κι άνοιξε την εφημερίδα.
«Όλο νομίζεις, νομίζεις…» είπε και πήρε ένα πάτο να σερβίρει.
«Όλο νομίζεις… σίγουρος για τίποτα δεν είσαι. Με τι μυαλό καταφέρνεις και πιάνεις εμπόρους ναρκωτικών;» συνέχισε με ολοφάνερη ειρωνεία.
«Μμμ…» απάντησε εκείνος, αν μπορεί να το πει κανείς απάντηση.
Η γυναίκα έκατσε στο τραπέζι και συνέχισε να μιλάει για τη δυστυχία της. Πως χαράμισε τη ζωή της δίπλα του, ότι με τη μόρφωση και την ομορφιά της θα είχε γίνει καθηγήτρια πανεπιστημίου τώρα, μίλαγε και με το στόμα μπουκωμένο, που θα είχανε και λεφτά, όχι μ’ αυτόν τον άθλιο μισθό τού αστυνόμου, που σκέφτεσαι ν’ αγοράσεις ένα ρούχο, όλες της οι φίλες είναι καλοντυμένες κι αυτή με τόση ομορφιά και μόρφωση γυρνάει με τα κουρέλια, γιατί πρέπει να φροντίζει και το κορίτσι τους, έφηβη πια, έχει ανάγκες, να, τώρα, είδες πόσα λεφτά φύγανε να πάει αυτή την εκδρομή;
«Α, με πήρε τηλέφωνο,» λέει, «τέλεια περνάνε, μπάνια, βαρκάδες, υπέροχες παρέες.»
Έλεγε, έλεγε, έλεγε κι αυτός την άκουγε πίσω απ’ την εφημερίδα. Ούτε μια φράση δεν κατάφερε να διαβάσει κι ο θυμός του μεγάλωνε. Σε λίγο δε θα ήξερε τι να τον κάνει.
Σηκώθηκε, έκλεισε την εφημερίδα και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Φόρεσε το μαγιό του και βγήκε για το ποτάμι. Αυτή τον παρακολούθησε, στραβομουτσούνιασε και συνέχισε να τρώει μουρμουρίζοντας.
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, η όχθη χαμηλή και το δροσερό νερό πάνω του, για μια φορά ακόμα, τον έκανε να θαυμάσει την ομορφιά τής φύσης. Κολύμπησε μερικές απλωτές προς το ρεύμα τού ποταμού και κάνοντας να γυρίσει πίσω, στην ίδια κατεύθυνση, είδε πώς σήμερα ήτανε πολύ δυνατό. Αυτό το ποτάμι είχε περίεργα ρεύματα. Εκεί που κολύμπαγες ήρεμα, εκεί ερχόταν ένα ρεύμα και σε γύριζε ανάποδα. Πήγε, ήρθε με τις απλωτές κάμποση ώρα κι χαλάρωση ξαναγύρισε στο κορμί του. Ίσως κι ο θυμός να έφυγε. Και μια στιγμή, που έβγαλε το κεφάλι του στην επιφάνεια, την είδε με το μαγιό στην όχθη.
«Μόνο εσύ να κολυμπάς;» είπε με τον χαρακτηριστικό ειρωνικό τόνο της.
Αυτός έκανε αμέσως μακροβούτι κι απομακρύνθηκε. Εκείνη βούτηξε προσεκτικά από την όχθη και με αργές κινήσεις πήγε προς το μέρος του. Όταν έβγαλε το κεφάλι του απ’ το μακροβούτι, αυτή βρισκόταν δίπλα του. Τον κοίταζε στα μάτια. Αν κανείς δεν την ήξερε, θα έλεγε ότι τον κοίταζε ερωτικά. Του χαμογέλασε.
«Μην είσαι συνέχεια θυμωμένος μαζί μου», του είπε τσαχπίνικα.
Αυτός δεν κινήθηκε ούτε μίλησε.
«Έλα να με φιλήσεις,» του είπε.
Αυτός ακίνητος ακόμα, προσπαθούσε να καταλάβει τις προθέσεις της.
«Έλα, μη φοβάσαι, δε δαγκώνω,» συνέχισε αυτή. «Καλά, έρχομαι εγώ.»
Λίγο σαν χαμένος μ’ αυτή την ερωτική πρόσκληση, δεν αντέδρασε. Η ερωτική τους ζωή, δεν ήταν και πολύ δραστήρια. Αργά και πού έκαναν έρωτα τα βράδια, χωρίς να μιλάνε, πιο πολύ από συνήθεια, μηχανικά. Κι αυτός σκεφτόταν, πώς μπορεί ο έρωτας να γίνεται μηχανικά;
Είχε έρθει δίπλα του. Έφτασε τα χείλη του κι έμεινε περιμένοντας ο άντρας της να τη φιλήσει. Κι αυτός το έκανε.
«Μα τι έχεις φάει; Σκατά; Πώς βρωμάει έτσι το στόμα σου;»
Αυτός τα ‘χασε. Αυτή τον έσπρωξε μακριά. Της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Αυτή γέλασε και χωρίς να βάλει τις φωνές είπε: «Θες και έρωτες, κακομοίρη, με μια πούτσα σαν μην πω κι ένα στόμα να βρωμάει, μου θες και έρωτες.» Και γέλασε δυνατά.
Και τότε την έπνιξε. Την έπιασε απ’ το κεφάλι, την κράτησε μέσα στο νερό μέχρι που να μην κουνιέται πια. Βγήκε απ’ το ποτάμι, μπήκε στο σπίτι, στέγνωσε και ντύθηκε. Ήτανε σίγουρος ότι κανείς δεν τους είχε δει. Αυτή την ώρα και με τέτοια ζέστη όλος ο κόσμος κοιμόταν. Τηλεφώνησε στην υπηρεσία του και στο νοσοκομείο, πως η γυναίκα του κολυμπούσε και πνίγηκε. Εκείνος δεν ήξερε πώς, ήταν μέσα στο σπίτι. Και μια στιγμή που έβγαλε έξω τα καναρίνια, την είδε στην όχθη πιασμένη σ΄ ένα θάμνο. Την τράβηξε έξω, της έκανε τεχνητή αναπνοή αλλά μάλλον ήταν αργά..
Την άλλη μέρα την έθαψαν. Ήρθε κι η κόρη τους απ’ την εκδρομή. Έκλαιγε ασταμάτητα. Κι αυτός έκλαψε λίγο. Οι συνάδελφοί του ήτανε πραγματικά συντετριμμένοι. Μια υπέροχη γυναίκα, λέγανε, αρκετά νέα ακόμα, κρίμα ο κύριος Επιθεωρητής να έχει τέτοια τύχη. Ύστερα από μια βδομάδα κανείς πια δεν μιλούσε γι’ αυτήν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα διηγήματα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Chong Wang Jeffrey