Γιωταλία (13. Τέλος τρίτου μέρους)

0
677

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι BILLY-copy-1024x639.jpg

39

Η κορβέτα  ναυπηγήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, στα χρόνια του τελευταίου τσάρου, του Νικόλαου Β’. Τη μέρα που έγινε η τελετή καθέλκυσης συνέβη κάτι παράξενο.

Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα, έσπασε μια σαμπάνια στην πλώρη κι η κορβέτα αφέθηκε να κυλάει στη Βαλτική Θάλασσα. Όμως μόλις ακούμπησε το νερό σκάλωσε στο τελευταίο ξύλο κι έμεινε εκεί.

Καθώς οι ναυπηγοί πάλευαν να τη ρίξουν στο νερό, σηκώθηκε σούσουρο ανάμεσα στους θεατές. Κακός οιωνός, το καράβι δεν ήθελε να μπει στο νερό.

Ο γιατρός και πνευματικός ταγός Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, που όπως έλεγαν οι κακιές γλώσσες δεν αρκούνταν να συμβουλεύει την αυτοκράτειρα για την αιμορροφιλία του διαδόχου, έκανε σήμα στον κόσμο να σωπάσει. Έδειξε τη νεότευκτη κορβέτα και είπε με τη στεντόρεια και διαβολική φωνή του: «Αυτό το πλοίο δεν θα βυθιστεί ποτέ.»

Σαν ειπώθηκε η φράση έσπασε ο τελευταίος πάσσαλος που εμπόδιζε την καθέλκυση και η κορβέτα κύλησε στη θάλασσα. Επέπλευσε σαν κύκνος. Ο κόσμος από κάτω ξεκίνησε τους πανηγυρισμούς, οι Ρώσοι ναύτες έσπευσαν με τις βάρκες τους να την επανδρώσουν και να κάνουν το παρθενικό ταξίδι.

Τόσα χρόνια μετά, ενώ είχε πάρει μέρος σε ναυμαχίες, η κορβέτα συνέχιζε να πλέει, αβύθιστη όπως ειπώθηκε.

Ο πλοίαρχος ήξερε το μύθο, που ιστορικά και χρονολογικά ήταν εντελώς λανθασμένος, αφού ο Ρασπούτιν ήταν συμβουλάτορας των Ρομάνοφ πολλές δεκαετίες μετά την καθέλκυση της εν λόγω κορβέτας. Δεν την πίστευε, αλλά φρόντιζε να τη μαθαίνουν όλοι οι ναύτες του. Η πίστη τους βοηθούσε να πολεμάνε με άκρατη δύναμη. Αν είσαι σε αβύθιστο πλοίο τι μπορείς να φοβηθείς;

Καθώς προσέγγιζαν το πειρατικό του κάπτεν Μπαντ (τους λαθρέμπορους τους αποκαλούσε πειρατές), όλοι είχαν πάρει τη θέση τους και περίμεναν το παράγγελμα του πλοιάρχου. Εκείνος στεκόταν Ολύμπιος, ως συνήθως, στη γέφυρα και σκεφτόταν τι θα ζητούσε μετά την καταβύθιση του πειρατικού. Ίσως είχε έρθει η ώρα να γίνει ναύαρχος, έστω αντί.

Έκανε νόημα στο πλοηγό να γυρίσει μερικές μοίρες δεξιότερα. Δεν ήθελε να συγκρουστούν ούτε να βρεθούν πολύ κοντά. Τα κανόνια και τα Μαξίμ είχαν εμβέλεια πάνω από τριακόσια μέτρα. Θα τους κομμάτιαζαν χωρίς να χρειαστεί να πλησιάσουν, περνώντας απ’ το πλάι. Ήθελε να το κάνουν με το πρώτο πέρασμα, για να ‘χει κάτι παραπάνω να καυχηθεί.

Σήκωσε το μονοκυάλι κι είδε το κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου. Ένα μάτσο κατσαπλιάδες και γύφταροι, χειρότεροι από ζητιάνους. Δεν θα καταδεχόταν ούτε να τους αγνοήσει αν τους πετύχαινε στο δρόμο.

Καθώς κοιτούσε κι έψαχνε για τον καπετάνιο, το μάτι του προσπέρασε κάτι όμορφο. Έκανε πίσω κι έψαξε λίγο να βρει την ομορφιά. Είδε τη Γιωταλία, κουκουλωμένη. Απ’ τα μαλλιά της μόνο μερικές τούφες έπεφταν στο πρόσωπο. Γοητεύτηκε κι εκείνος με τη νέα κοπέλα.

«Κρίμα», είπε από μέσα του, αλλά δεν το σκέφτηκε παραπάνω.

«Ετοιμαστείτε!» φώναξε στους ναύτες. Του άρεσε να δίνει εκείνος τα παραγγέλματα της μάχης, ένιωθε πιο βασιλικά έτσι, όπως στα ηρωικά χρόνια.

«Σήμερα θα δείξετε από τι είστε φτιαγμένοι, αν αξίζετε τον αέρα που αναπνέετε. Οι άντρες του βασιλικού ναυτικού δεν φοβούνται ποτέ, δεν κάνουν πίσω, δεν νιώθουν οίκτο για τον εχθρό. Όσοι τα βάζουν με το ναυτικό τα βάζουν με το βασιλιά. Κι όσοι τα βάζουν με το βασιλιά τα βάζουν με το θεό. Κι όσοι τα βάζουν με το θεό χάνονται. Πάνω σ’ αυτό το μπρίκι είναι ελεεινοί άνθρωποι, χειρότεροι κι απ’ τους Τουρκαλάδες, αν μπορεί να υπάρξει χειρότερος. Ξέρετε πού θα τους στείλουμε;»

Ένα, δυο δευτερόλεπτα ρητορικής αγωνίας. Ακουγόταν μόνο το χτύπημα της καρίνας στο νερό –κι ένας σκύλος που γάβγιζε κάπου μακριά.

Ο πλοίαρχος ήταν έτοιμος να πει την καταληκτική ατάκα, αυτή που θα πυροδοτούσε πανηγυρισμούς και ιαχές. Ήταν έτοιμος να πει: «Θα στους στείλουμε στο βυθό της Κόλασης!»

~

Το είχε δουλέψει καιρό. Στην αρχή έλεγε: «Θα τους στείλουμε στο βυθό». Αλλά δεν έκανε μεγάλη εντύπωση. Μετά έλεγε ότι θα τους έστελναν στην άβυσσο, αλλά οι μισοί ναύτες δεν ήξεραν καν τι σημαίνει η λέξη. Μια φορά, όταν επιτίθονταν σ’ ένα μαυριτανικό πειρατικό, είπε: «Θα τους στείλουμε στην Κόλαση.» Και άρεσε πολύ στο κοινό του.

Το κράτησε. Έπειτα από δυο-τρεις επιθέσεις το έκανε πιο θαλασσινό: Στο βυθό της Κόλασης. Ήταν κι ωραία μεταφορά, τον είχε κάνει περήφανο. Όχι μόνο στην Κόλαση, αλλά στο βυθό της. Χειρότερα δεν γίνεται.

~

Κι ήταν έτοιμος να πει την πετυχημένη φράση όταν την ησυχία της κορβέτας έσπασε ένας ναύτης, που έδειξε προς το Έσσεξ κι είπε με ψιλή κι αστεία, σχεδόν γυναικεία φωνή:
«Τι σκατά είν’ αυτό;»

Όλοι ξεχάσανε τον πλοίαρχο και γυρίσανε να δούνε τι σκατά ήταν εκείνο. Βρίσκονταν αρκετά κοντά πλέον και φαινόταν δια γυμνού οφθαλμού η Γιωταλία στην πλώρη του πειρατικού. Είχε σταματήσει να κρατά την κουκούλα. Τα λευκά μαλλιά της είχαν φανερωθεί κι έφτιαχναν ένα τεράστιο κι αέναα κινούμενο φωτοστέφανο γύρω απ’ το κεφάλι της.

Οι ναύτες γύρισαν πάλι προς τον πλοίαρχο. Εκείνος πήγε να πει τη φράση του, αλλά κατάλαβε ότι η μαγεία της στιγμής είχε χαθεί, θα ήταν σαν να έλεγε ένα ανέκδοτο σε λάθος χρόνο. Είπε στο σημαιοφόρο να δώσει εντολές βολής.

Εκείνος άρχισε να φωνάζει, να δίνει οδηγίες. Θα χτυπούσαν τα κανόνια της αριστερής πλευράς, ξεκινώντας απ’ τα μπροστινά, μετά τα μεσαία, στο τέλος τα πρυμνήσια. Τα πυροβόλα Μαξίμ είχαν στηθεί όλα αριστερά, ανάμεσα στα κανόνια. Εκείνα που ήταν πιο ευέλικτα, θα χτυπούσαν απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Έτσι θα πετύχαιναν το στόχο τους, να το βυθίσουν με το πρώτο πέρασμα.

Ο ναύκληρος, που ήταν καινούριος στο πλήρωμα πλησίασε τον πλοίαρχο.

«Μήπως να πάτε στην καμπίνα σας, κύριε;» του είπε σκύβοντας λιγάκι το κεφάλι.

Ο πλοίαρχος δεν έδειξε το θυμό του. Είχε μάθει απ’ τους Βρετανούς δασκάλους την υπεροχή της ειρωνείας και της φλεγματικότητας.

«Στις καμπίνες τους πηγαίνουν οι γυναίκες, τα παιδιά και τα ζώα, κύριε ναύκληρε. Σε ποια κατηγορία νομίζετε ότι ανήκω;»

Ο ναύκληρος κόντεψε να πνιγεί με το σάλιο, προσπάθησε να δικαιολογηθεί, να πει ότι το έκανε από ενδιαφέρον, προσπάθησε να παινέψει την ηγεσία του πλοιάρχου. Εκείνος του έκανε νόημα να σωπάσει και ν’ αποσυρθεί στην καμπίνα του. Θα τον κανόνιζε μετά τη ναυμαχία.

Εστίασε το βλέμμα του στο πειρατικό που πήγαινε καταπάνω τους, με είκοσι τουλάχιστον κόμβους. Αυτοί πήγαιναν ακόμα πιο γρήγορα. Έτσι και συγκρούονταν κατά μέτωπο δεν θα έμενε κολυμπηθρόξυλο. Κυριολεκτικά.

Το σκέφτηκε για μια στιγμή, να το κάνει για να δοκιμάσει την προφητεία του Ρασπούτιν. Μόνο για λίγο.

Κρατήθηκε απ’ την κουπαστή κι ετοιμάστηκε. Για κάποιον περίεργο λόγο του τραβούσε την προσοχή περισσότερο το κορίτσι με τα άσπρα μαλλιά, παρά όλοι οι άλλοι.

~~

Η Γιωταλία είχε δει την Κορβέτα να τους φτάνει τόσο γρήγορα. Τα δυο διανύσματα των πλοίων προστίθενται κι επάνω στο σταθερό νερό, χωρίς άλλο σημείο αναφοράς, έμοιαζε να προχωράει μόνο ένας απ’ τους δυο, με διπλή ταχύτητα.

Από μακριά παρατήρησε τα ρούχα των εχθρών τους. Φορούσαν όλοι την ίδια στολή, που δεν φαινόταν ιδιαίτερα πολεμική ούτε τρομαχτική. Έμοιαζαν λιγάκι σαν μοδίστρες. Ετοιμάστηκε να πει το ξόρκι του θανάτου. Αλλά δεν ήξερε σε τι απόσταση έφτανε. Στο Φάρο είχε σκοτώσει όλους τους παλικαράδες του Καρπόφ, και τη Λάιλα Λου που στεκόταν πίσω της, και κάθε φυτό, πουλί, μέσα σε μια μικρή σφαίρα μαγείας. Δεν ήταν παραπάνω από εκατό μέτρα. Οπότε έπρεπε να περιμένει να έρθουν πιο κοντά.

Έψαχνε πίσω της για τον καπετάνιο. Δεν είχε βγει απ’ την καμπίνα του και πάλι. Τι έκανε; Διάβαζε το Βιβλίο και προσευχόταν στον Αλλότριο Θεό; Δεν θα βοηθούσε στη μάχη;

Δεν την ένοιαζε. Δεν χρειαζόταν σωτήρες, φροντιστές, θεούς, ήθελε να είναι μητέρα του εαυτού της, αυτή και μόνο υπεύθυνη για όσα συμβαίνουν. Τότε ήχησε η πρώτη κανονιά.

~~~

Το πλωριό κανόνι ρίχνει απ’ την μπροστινή θυρίδα. Ο πλοίαρχος ήξερε ότι η πρώτη βολή είναι σαν το πρώτο βήμα. Αν ξεκινήσεις τρεκλίζοντας δεν θα πας μακριά. Γι’ αυτό είχε βάλει εκεί τους πέντε καλύτερους. Τους πλήρωνε κι επιπλέον χρήματα, επίδομα ανδραγαθίας, για να είναι συγκεντρωμένοι. Έτσι αυτή ήταν η πιο καλοπληρωμένη θέση για ναύτη στο καράβι, κι όλοι ήθελαν να βρεθούν εκεί. Οι πέντε μπροστινοί ήταν τόσο καλοί που θα μπορούσαν να κάνουν πρωταθλητισμό.

Το πρώτο βλήμα βρήκε ακριβώς στόχο, έσπασε το μπροστινό κατάρτι κι έσκασε στη μέση του Έσσεξ, μερικά μέτρα απ’ τη Γιωταλία και τη Νέδα. Και οι δύο πετάχτηκαν μέτρα μακριά. Η μάγισσα έπεσε αναίσθητη. Το σκυλί σκοτώθηκε, αφού ένα κομμάτι ξύλο πέρασε απ’ το μάτι ως το αυτί.

Ο Κουίγκ παράτησε τη θέση του και πήγε να προστατεύσει την κοπέλα. Οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα, αφού εκείνη τη στιγμή άρχισε η ομοβροντία. Τα κανόνια έριχναν ένα ένα και σχεδόν κάθε βλήμα πετύχαινε στόχο. Τα πολυβόλα ήταν χειρότερα. Έξι Μαξίμ έριχναν εξήντα σφαίρες το δευτερόλεπτο.

Για να απομακρυνθούν τα δύο πλοία χρειάστηκαν μόνο δέκα δευτερόλεπτα. Τα δώδεκα κανόνια της αριστερής πλευράς έριξαν από μια φορά. Τα έξι πολυβόλα έριξαν εξακόσιες σφαίρες. Τίποτα δεν απέμεινε ζωντανό πάνω στο Έσσεξ.

~~~~

Ο πλοίαρχος έδωσε συγχαρητήρια στο πλήρωμα και πήγε στην καμπίνα του για να τσιμπήσει κάτι πριν επιστρέψουν. Με την ταχύτητα που πήγαιναν τα δύο πλοία κι εφόσον το Έσσεξ συνέχιζε να προχωράει μπροστά, έστω πιο αργά, η κορβέτα χρειαζόταν αρκετή ώρα για να κάνει ένα ημικύκλιο και ν’ αναπτύξει πάλι ταχύτητα.

Το πλήρωμα έμεινε έξω και μετέφεραν τα πολυβόλα στη δεξιά πλευρά, έτσι θα τους προσέγγιζαν αυτή τη φορά. Η επίθεση στην πρύμνη του πλοίου, απ’ την πίσω μεριά, ήταν πιο επικίνδυνη και για τα δύο πλοία. Καθώς έπλεαν προς την ίδια κατεύθυνση το διάνυσμα ταχύτητας ήταν η αφαίρεση των δύο ταχυτήτων.

Η κορβέτα θα προσπερνούσε αργά, σε ταχύτητα βαδίσματος πιθανότατα. Συνήθως σ’ αυτή την προσέγγιση οι πειρατές και οι λαθρέμποροι επιχειρούσαν να φτάσουν αρκετά κοντά για να μπορέσουν να κάνουν ρεσάλτο. Οι πειρατές δεν είχαν κανόνια –πολλά ή καθόλου. Έπρεπε να εμπλακούν σε μάχη εκ του συστάδην.

Ο πλοίαρχος σημείωσε την ώρα, τις μοίρες, τον τρόπο επίθεσης. Έφαγε λίγο μπρικ άγριου σολομού  πάνω σε φρυγανισμένο ψωμί. Ήπιε ένα ποτήρι γάλα.

«Θέλετε κάτι ακόμα, κύριε;» τον ρώτησε η ορντινάντσα του χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Όχι, ευχαριστώ», του είπε, αλλά λίγο πριν βγει έξω του φώναξε: «Φέρε μου το μαρκονιστή.»

~~~~~

Δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά, μέχρι να επιστρέψει και να εισάγει τον Νικόλα. Εκείνος είχε φτιαχτεί όσο μπορούσε, ρούχα και μαλλιά, αλλά οι φλέβες στο άσπρο των ματιών του δεν χτενίζονταν.

Ο πλοίαρχος ζήτησε απ’ την ορντινάντσα να φέρει μια καρέκλα, πράγμα που έκανε. Του είπε να την αφήσει μπρος στο γραφείο του. Έπειτα έκανε σήμα στο Νικόλα να κάτσει. Του σέρβιραν καφέ. Όλα αυτά έγιναν σαν να έπαιζαν ένα μικρό θεατρικό, με μόνο θεατή τον μαρκονιστή.

«Πώς είσαι, Νίκο;»
«Καλύτερα από σένα.»
«Ξέρεις κάτι; Το πιστεύω κάποιες φορές.»
«Εγώ πάντα.»

Ο πλοίαρχος άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα μικρό βιβλίο. Το άνοιξε και κοίταζε τη φωτογραφία ενός μυστακοφόρου ναυτικού, παλιότερης γενιάς.

«Τον σκέφτεσαι καθόλου τον πατέρα;» είπε ο πλοίαρχος.
«Τι να σκέφτομαι; Μας παράτησε στους τρεις δρόμους και παντρεύτηκε τη μητέρα σου.»
«Τολμηρό, δεν λέω. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος.»
«Μάλλον είναι αυτό που θες να βλέπεις στον εαυτό σου: Μεγαλείο.»
«Εσύ τι θες; Παρακμή;»

Ο Νικόλας ήπιε λίγο καφέ. Θα του ταίριαζε και λίγο ουίσκι, ιρλανδέζικος.

«Η παρακμή αυξάνεται χωρίς κόπο. Με απόλαυση.»
«Δεν βαρέθηκες να είσαι μηδενικό;»
«Είμαι ποιητής.»
«Ναι», κάγχασε ο πλοίαρχος. «Πόσοι έχουν διαβάσει τα ποιήματα σου.»

Δεν απάντησε. Τι μπορούσε να πει;

«Άκου, αδελφέ. Δεν έχουμε εντελώς ίδιο αίμα, αλλά σε νοιάζομαι. Το είχα υποσχεθεί στον πατέρα να σε προσέχω. Σε λίγο καιρό θ’ αλλάξουν όλα. Θέλω να ‘ρθεις μαζί μου,»
«Γιατί; Τι με θες τώρα που έχεις αρχίσει να φτάνεις στο μεγαλείο;»
«Θέλω κάποιον… δικό μου.»

Ο Νικόλας γέλασε και χτύπησε το μπούτι του.

«Αυτό είναι. Έχεις ανάγκη κάποιον. Φοβάσαι μην πεθάνεις μόνος σου.»
«Δεν φοβάμαι τίποτα.»
«Εντάξει, τότε φεύγω.»

Σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα.

«Ξέρεις κάτι για το κορίτσι;»
«Ποιο κορίτσι;»
«Αυτό που είναι στο πειρατικό.»

Ο Νικόλας το σκέφτηκε λιγάκι.

«Μου την ανέφερε ο Θάνος, ο χωροφύλακας που έριξες στο μπαλαούρο. Δεν θυμάμαι τι μου έλεγε. Είχα πιει.»
«Αυτό δεν είναι καινούριο. Τι σχέση έχουν;»
«Είναι σαν μαγνήτης αυτοί οι δύο, έτσι το ένιωσα. Αν πάει στο βυθό το κορίτσι θα πάμε κι εμείς.»
«Το Πάτρα είναι αβύθιστο.»
«Έτσι λέγανε και για τον Τιτανικό.»
«Το Πάτρα δεν θα βυθιστεί ποτέ!» ξαναείπε ο πλοίαρχος και του γύρισε την πλάτη.

Καθώς κοιτούσε έξω τη θάλασσα, αναρωτήθηκε μήπως είχε δίκιο ο αδελφός του. Θα μπορούσε να ρίξει τον χωροφύλακα στο νερό, για καλό και για κακό.

Επανήλθε στη νηφαλιότητα. Η μητέρα του Νικόλα ήταν τουρκόσπορος. Η δική του ήταν μεγαλοαστή. Δεν ήταν δυνατό ν’ ακούει τον χαμερπή.

«Κάτι ακόμα», έκανε απ’ την πόρτα. «Νομίζω ότι είπε κάτι ο Θάνος, για το κορίτσι.»
«Τι πράγμα;»
«Ότι είναι μάγισσα.»
«Κι εγώ είμαι ο Πάπας! Φύγε!»

~~~~~~

Δεν πρόλαβε να μείνει πολύ ώρα μόνος. Πήρε το καθρέφτη να επιθεωρήσει το περουκίνι του. Ο σημαιοφόρος μπήκε χωρίς να χτυπήσει και τον ξάφνιασε.

«Τους φτάσαμε!» Ο αξιωματικός χαμογέλασε και στάθηκε σαν να ήταν έτοιμος να πάρει μετάλλιο. «Τους τσακίσαμε, κύριε.»

Ο πλοίαρχος έκρυψε το καθρεφτάκι. Δεν είχε ευχαριστηθεί την είδηση. Πάντα αυτό του έκαναν οι συζητήσεις με τον αδελφό του, δεν τον άφηναν να χαρεί τις νίκες του, σαν να τον έθετε νέα ζητήματα, του δημιουργούσε σκέψεις υπαρξιακές, αντί να σκέφτεται μόνο το στόχο του.

«Φαίνεται κίνηση;»
«Μάλλον είναι τραυματίες. Θα σταματήσουμε να τους περιθάλψουμε;»

Ο πλοίαρχος έβηξε.

«Τι είσαι;»
«Ορίστε; Κύριε.»
«Αναφέρσου. Τις ει;»
«Ευπειθώς αναφέρω. Σημαιοφόρος Κωστής Ανετάκης, της σειράς…»
«Σημαιοφόρε, είσαι αδελφή του ελέους ή νοσοκόμος;»
«Όχι, κύριε, είμαι…»
«Είσαι παπάς;»
«Όχι, κύριε.»
«Είσαι κίναιδος;»
«Όχι, κύριε.»
«Τότε τι με ρωτάς; Θα κόψουμε το πειρατικό στη μέση και θα περιμένουμε να βυθιστεί και το μεσιανό. Όποιος προσπαθήσει να ξεφύγει θα πυροβοληθεί. Ουαί τοις ηττημένοις. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό;»
«Ο Ιούλιος Καίσαρας, κύριε.»
«Αρχίδια ξέρεις, σημαιοφόρε. Προσπάθησε να μου αλλάξεις γνώμη για σένα στη ναυμαχία, σημαιοφόρε. Γιατί σε βλέπω επιτροπάριο, να φροντίζεις για τα γεύματα.»

Ο σημαιοφόρος βγήκε τρέχοντας. Ο πλοίαρχος κοίταξε ξανά το περουκίνι του και τέλειωσε το γάλα. Βγήκε έξω, στη γέφυρα. Το πειρατικό ήταν μπροστά τους. Επικρατούσε ησυχία στο Πάτρα.

Κατάλαβε γιατί είχαν μείνει άφωνοι οι ναύτες του. Το πειρατικό δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά. Όλοι οι ναύτες που είχαν κομματιαστεί απ’ τις σφαίρες είχαν αντικατασταθεί από άλλους. Δεν κατάλαβε πώς πρόλαβαν να το κάνουν τόσο γρήγορα, αλλά δεν είχε σημασία. Τη δεύτερη φορά θα το βύθιζαν.

~~{}~~

 

40

Η Γιωταλία άνοιξε τα μάτια της την ώρα που το Πάτρα τους έφτανε. Δεν είχε πληγωθεί από τις σφαίρες, μόνο χτύπησε το κεφάλι της καθώς έπεφτε. Ο Κουίγκ την είχε προστατέψει και την κουβάλησε ως την καταπακτή του αμπαριού.

«Ωραία, είσαι καλά», της είπε σαν την είδε να συνέρχεται.
«Τι έγινε;»
«Χτύπησες. Πρέπει να κρυφτείς. Επιστρέφουν.»

Έκανε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε.

«Δεν κρύβομαι. Θα σας βοηθήσω.»
«Άκου. Δεν χρειαζόμαστε βοήθεια. Δεν κινδυνεύουμε. Ούτε ο σκύλος σου μάλλον.»

Η Νέδα έτρεξε χαρούμενη για να την γλείψει. Το βότανο της αθανασίας που βόσκαγε στη Θάλαττα λειτουργούσε ακόμα.

«Θα τους εξοντώσω…» ξεκίνησε να λέει η Γιωταλία, όταν άρχισαν πάλι οι πυροβολισμοί.

Ο Κουίγκ την έσπρωξε, λίγο απότομα μάλλον, και την έριξε στα σακιά με τα φύλλα του κατ, που ήταν δυο μέτρα πιο κάτω. Και της έκλεισε την πόρτα. Μπορούσε να βλέπει τι συμβαίνει στο κατάστρωμα απ’ τα κενά στα ξύλα. Είδε μια σφαίρα να διαλύει το κεφάλι του Κουίγκ. Η Γιωταλία ούρλιαξε κι έκανε ν’ ανέβει. Το νεκρό σώμα του είχε κλείσει την καταπακτή.

Κι ετοιμαζόταν να κάνει ξόρκια από ‘κει κάτω, όταν είδε τον Κουίγκ να σηκώνεται. Δεν υπήρχε στάλα αίμα στα ρούχα του, δεν είχε αμυχή.

Το ίδιο γινόταν σ’ όλο το κατάστρωμα. Οι ναύτες έπεφταν χτυπημένοι, και μετά, σαν να ‘τανε φτιαγμένοι από φως, σκέτες εικόνες, στέκονταν όρθιοι και φώναζαν στον εχθρό. Αυτό γινόταν και με το καράβι. Κάθε ξύλο, κάθε πανί και κατάρτι που καταστρεφόταν, ξαναγινόταν μετά από λίγο σαν καινούριο.

Το Πάτρα συνέπλεε πολλά λεπτά με το Έσσεξ. Άδειασαν όλους τους γύρους με τις σφαίρες, έριξαν πολλές κανονιές. Ώσπου ο Άλμπατρος γύρισε το πηδάλιο δέκα γύρους προς την άλλη, κάνοντας μία απ’ τις ακροβατικές αλλαγές πορείας. Το Πάτρα έφυγε μπροστά.

Ο Κούιγκ άνοιξε την καταπακτή και ρώτησε τη Γιωταλία αν ήταν καλά.

«Δεν πεθαίνετε», του είπε.
«Στο είπα. Μόνο εγώ κι εσύ το ξέρουμε. Οι άλλοι είναι λωτοφάγοι.»
«Κι ο καπετάνιος τι κάνει;»
«Όπως βλέπεις δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα παραπάνω απ’ αυτό που έκανε στην αρχή.»
«Τι έκανε;»
«Όταν ξαναβρεθείς στην καμπίνα του ρώτα για τον Χέρμαν Μέλβιλ.»
«Ποιος είναι αυτός;»
«Θα μάθεις. Έλα έξω. Θα αργήσουν λίγο να μας ξαναφτάσουν, αν είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να προσπαθήσουν και πάλι… Συνήθως είναι, αυτοί οι στρατιωτικοί.»

Την τράβηξε έξω. Η Νάδα, που μόλις είχε αναστηθεί και πάλι από έναν θανατηφόρο πυροβολισμό, της έκανε χαρές. Οι ναύτες κατέβηκαν στην τραπεζαρία να πιουν το ποτό τους και να πανηγυρίσουν. Είχαν κερδίσει άλλη μια αναίμακτη μάχη.

~~

Πάνω στο Πάτρα όλοι είχαν δει τι είχε γίνει. Όμως άργησε κάποιος να το σχολιάσει δυνατά.

«Είναι ο ντερ Ντέκεν, ο Ιπτάμενος Ολλανδός!» είπε.
Όλοι συμφώνησαν κι έκαναν το σταυρό τους.
«Γλιτώσαμε», είπε ένας άλλος.

Όλοι οι ναυτικοί ήξεραν ότι αν συναντήσεις το καταραμένο πλοίο του Ιπτάμενου Ολλανδού πεθαίνεις χωρίς σωτηρία καμία.

«Δεν γλιτώσατε τίποτα», φώναξε ο πλοίαρχος απ’ τη γέφυρα. «Είστε όλοι σας πολύ κοντά στον απαγχονισμό, αρκεί να πείτε άλλη μια κουβέντα. Πλοηγέ, τι περιμένεις; Γύρνα, θα τους βυθίσουμε.»

Στο στρατό πρώτα υπακούς και μετά ρωτάς. Στην κορβέτα Πάτρα μόνο να υπακούσεις επιτρεπόταν, οι ερωτήσεις δεν προβλέπονταν.

«Γεμίστε τα Μαξίμ, ετοιμάστε όλα τα κανόνια. Φέρτε τα στ’ αριστερά. Θα ρίχνετε με τη σειρά, δεξιοί κι αριστεροί. Θα τους δείξουμε ότι κανείς δεν τα βάζει με το ναυτικό, γιατί όποιος τα βάζει με το βασιλιά τα βάζει με το θεό.»
«Δεν νομίζω να νοιάζεται για τον θεό εκείνος», είπε σιγά ένας ναύτης και ευτυχώς για εκείνον δεν τον άκουσε ο πλοίαρχος που είχε γυρίσει να μπει στην καμπίνα του.

~~~

Βρήκε τον ετεροθαλή αδελφό του εκεί.

«Έχεις μπλέξει περισσότερο απ’ όσο νομίζεις», του είπε ο Νικόλας.
«Ποιος σ’ άφησε να μπεις εδώ;» έκανε εκείνος και ξεφύσησε. «Αν το ναυτικό κι ο στρατός είχαν αξιωματικούς σαν κι εσένα θα ήμασταν ακόμη Τούρκοι. Αλλά εσύ είσαι, ε;»
«Δεν είναι πόλεμος.»
«Όλα είναι πόλεμος!» φώναξε ο πλοίαρχος.

Είχε χάσει την ψυχραιμία του. Κάτι που δεν επέτρεπε στον εαυτό του ποτέ. Εκείνο το πειρατικό…

«Όπου αστοχήσεις, ξαναρίξε. Αυτό μαθαίνουμε στη σχολή πολέμου. Όχι όπου αστοχήσεις σήκω και φύγε.»
«Δεν αστοχήσατε όμως.»
«Τότε γιατί πλέει ακόμα;»
«Είναι καταραμένο.»
«Ξέρεις ότι δεν θα δίσταζα να σε κρεμάσω κι εσένα.»
«Είμαι σίγουρος.»
«Αν πεις τέτοιες αηδίες στο πλήρωμα μου. Όχι, περίμενε.»

Έβαλε μια φωνή. Είπε στην ορντινάντσα να στείλει δυο ναυτονόμους.

«Σαν τελευταία χάρη στον πατέρα μας, δεν θα σε ρίξω στο μπαλαούρο κι εσένα. Αλλά είναι η  τελευταία.»

Άφησε να τον πάρουν χωρίς άλλη κουβέντα.

~~~~

Καθώς το Έσσεξ απομακρυνόταν προς τη μια μεριά και το Πάτρα έπρεπε να γυρίσει, η Γιωταλία είχε χρόνο να κάνει την ερώτηση. Πήγε και χτύπησε την πόρτα του κάπτεν Μπαντ. Χωρίς να περιμένει απόκριση άνοιξε και μπήκε. Εκείνος καθόταν μπροστά στο αναλόγιο και διάβαζε το Βιβλίο.

«Ευτυχώς που μας βοήθησες», του είπε.
«Σε τι πράγμα;»
«Μας επιτέθηκε πολεμικό πλοίο, αν δεν το κατάλαβες.»
«Το κατάλαβα. Το πλήρωμα τα ‘χει βγάλει πέρα και με χειρότερα.»
«Οπότε κλείστηκες στην καμπίνα σου.»

Ο κάπτεν δεν απάντησε. Μόνο κοίταξε την πόρτα.

«Μπορείς να βγεις απ’ την καμπίνα;» τον ρώτησε.
«Φυσικά και μπορώ.»
«Δεν σ’ έχω δει ποτέ έξω.»
«Δεν υπάρχει λόγος να βγω.»
«Το πλήρωμα σου δεν κατεβαίνει απ’ το πλοίο κι εσύ δεν βγαίνεις απ’ την καμπίνα.»
«Αν το θελήσω θα βγω.»
«Βγες τότε.»
«Δεν θέλω.»

Η Γιωταλία πήγε και στάθηκε δίπλα του. Είχε ότι κοιτούσε μια λευκή σελίδα, δεν διάβαζε.

«Μπορώ;»

Γύρισε στην πρώτη σελίδα, να δει τον τίτλο. Το βιβλίο έγραφε:
The whale
or
Moby Dick

by Herman Melville

Κατάλαβε ότι γι’ αυτόν της είχε μιλήσει ο Κουίγκ.

«Ποιος είναι ο Χέρμαν Μέλβιλ;»
«Ένας μάρτυρας της πίστης στον Αλλότριο Θεό.»
«Σε ποιον;»

Ο Μπαντ έκανε έναν καγχασμό περιφρόνησης, αλλά ήπιε λίγο κρασί και της είπε. Σύμφωνα με τη μεταφυσική του κοσμοθεωρία ο Θεός που δημιούργησε τον Κόσμο, ο Γιαχβέ, ο Τριαδικός, ο Αλλάχ, όπως και να τον πεις, είναι απατεώνας. Έκλεψε τα σχέδια απ’ τον αληθινό θεό, τον Αλλότριο, τον Ξένο Θεό. Εκείνος δεν νοιάστηκε, γιατί περιφρονεί τους ανθρώπους και τους θεούς.

Όσο μιλούσε τον παρατηρούσε. Δεν έμοιαζε τρελός, αλλά αυτά που έλεγε ήταν σίγουρα ό,τι πιο τρελό είχε ακούσει.

«Και πώς έγινε μάρτυρας ο Μέλβιλ;» τον διέκοψε όταν κουράστηκε ν’ ακούει θεογονίες.
«Αγνοήθηκε!»
«Δηλαδή;»
«Έγραψε αυτό το αριστούργημα, το σημαντικότερο βιβλίο που έχει γραφτεί για τον Αλλότριο Θεό. Αλλά οι άνθρωποι είναι τυφλοί. Περιφρόνησαν το βιβλίο του. Τον ανάγκασαν να γίνει ένας υπάλληλος, ένας τελωνειακός, εκείνον που κατάφερε να κάνει περισσότερα κι απ’ τον μέγιστο Σαιξπήρο. Ήταν χειρότερο απ’ τον Χριστό, που τον σταυρώσανε κι αναστήθηκε. Τον Μέλβιλ τον περιφρόνησαν, τον αγνόησαν, τον άφησαν να ξεχαστεί. Κανείς δεν γνωρίζει πια το όνομα του.»
«Το γνωρίζεις εσύ.»
«Ένας θεός με οπαδό τον εαυτό του», μουρμούρισε ο κάπτεν Μπαντ.

Η Γιωταλία ήταν έτοιμη να ρωτήσει κι άλλα, όταν τους χτύπησαν την πόρτα.

«Τι θέλεις;» φώναξε ο καπετάνιος.

~~~~~

Μπήκε ο Ισμαήλ. Μόνο τότε συνειδητοποίησε κάτι ακόμα η Γιωταλία. Δεν είχε δει κανέναν άλλο μέσα στην καμπίνα του καπετάνιου. Δεν είχε δει κανέναν άλλο να του μιλάει καν. Ήταν ο σύνδεσμος του καπετάνιου με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ισμαήλ ήταν σημαντικός.

«Μας φτάνουνε πάλι.»
«Και τι μου το λες;»

Ο Ισμαήλ έδειξε τη Γιωταλία.
«Ο Κουίγκ είπε να κατέβει στο αμπάρι, μέσα στα τσουβάλια, να μην αρπάξει καμιά σφαίρα.»
«Και τι είναι ο Κουίγκ να λέει; Δεν θα πάει πουθενά… Δεν θα κινδυνέψει.»

Ο Ισμαήλ βγήκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πίσω απ’ την πόρτα ακούστηκε να λογομαχεί με τον Κουίγκ. Αλλά εκείνος δεν χτύπησε. Κανείς άλλος δεν έμπαινε στον κόσμο του καπετάνιου.

«Έχεις ακούσει την Τρίλια του Διαβόλου; Λέγεται ότι ο Παγκανίνι μπορούσε να το παίζει με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. Θεατρινισμοί.»

Ο κάπτεν Μπαντ έβαλε το βιολί στο μάγουλο και περίμενε το σύνθημα του μαέστρου, τη σωστή κανονιά.

~~~~~~

Η κορβέτα έφτασε για τρίτη φορά το Έσσεξ. θα το προσέγγιζαν από πίσω και πάλι, αλλά είχε δώσει διαφορετικές εντολές. Σαν βρίσκονταν σε εμβέλεια βολής θα το χτυπούσαν ανηλεώς. Μετά θα έκλειναν τα πλαϊνά ιστία και θα έδιναν λάσκα στα κεντρικά για να συμπλέουν με την ίδια ταχύτητα. Και θα πήγαιναν δίπλα του. Είπε στους ναύτες να ετοιμάσουν σκοινιά και γάντζους, ν’ αρπάξουν το πειρατικό. Θα έκαναν ρεσάλτο και θα τους έσφαζαν έναν προς έναν.

«Μη λυπηθείτε κανέναν», ήταν η τελευταία εντολή. «Δεν παίρνουμε αιχμάλωτους. Ούτε το σκυλί ούτε το κορίτσι. Δεν θέλω να μείνει κανείς ζωντανός σ’ αυτό το πειρατικό. Ούτε τα ποντίκια.»
«Σιγά μην έχει ποντίκια. Είναι έξυπνα», είπε σιγά πάλι ένας ναύτης.
«Θα τους στείλουμε… στο βυθό της Κόλασης.»
«Και πάμε μαζί τους.»

Ο πλοίαρχος δεν τον άκουσε ή δεν ήθελε να τον ακούσει. Πήγε πίσω στη γέφυρα κι έβγαλε το περίστροφο του. Απέναντι, στο κατάστρωμα του Έσσεξ, μερικοί κατσαπλιάδες είχαν κατεβάσει τις βράκες τους κι έδειχναν τον κώλο τους γελώντας.

~~~~~~~

Ο Θάνος στο μπαλαούρο δεν μπορούσε να βρει ησυχία ούτε στον τάφο του. Άκουσε κι ένιωσε τα όπλα στο πρώτο πέρασμα. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ο ήχος τους ήταν πιο δυνατός, μαζί με τις δονήσεις που μετέφερε το ξύλο.

Έπειτα έγινε ησυχία κι έκανε το σταυρό του. Η γοργόνα είχε πεθάνει κι εκείνος θα πήγαινε να τη βρει σε λίγο, κρεμασμένος ως το βυθό της Κόλασης. Το ευχόταν αυτό, να πεθάνει έξω στον αέρα της θάλασσας, να ξαναδεί τον ήλιο. Το χειρότερο θα ήταν να πεθάνει έτσι, ενταφιασμένος ζωντανός.

Προσπάθησε να φανταστεί τον ιδανικό του θάνατο, κάτι σαν ευχή.

«Πώς θα ήθελα να πεθάνω, για να φύγω ευτυχισμένος;» μονολόγησε στο σκοτάδι του μπαλαούρου.

Κι ίσως σε κάποια άλλη στιγμή να φανταζόταν έναν πλούσιο θάνατο, σ’ ένα μεγάλο σπίτι, να ‘χει τιμές κι αξιώματα και κύρος, έτσι όπως μας λένε ότι πρέπει να τα καταφέρουμε. Εκεί, στο τίποτα χωμένος, ευχήθηκε κι οραματίστηκε αυτό που πραγματικά ήθελε η ψυχή του.

Να είναι γέρος και πλήρης ημερών, σαν τον κυρ-Βασίλη στο χωριό, που έλεγαν ότι γεννήθηκε όταν φυτέψανε τον πλάτανο στην πλατεία. Κι ήταν αιωνόβιος ο πλάτανος.

Να είναι γέρος, αλλά να είναι και γερός, αυτεξούσιος στο μυαλό και στο σώμα. Να κατουράει και να χέζει μόνος του, να τρώει μόνος του, να μην έχει γίνει μωρό και πάλι. Να θυμάται ποιος είναι, να θυμάται τι έζησε. Και να μπορεί να σταθεί όρθιος. Δεν ήθελε να πεθάνει ξάπλα, δεν ήθελε να πεθάνει στο σκοτάδι ή στο ημίφως.

Να σταθεί μπρος σ’ ένα ανοικτό παράθυρο για τελευταία φορά. Και τι να βλέπει;

Αυτό δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Θα ήθελε να βλέπει τη θέα απ’ το ξωκλήσι του Αι-Λιά. Πάνω απ’ το χωριό του ήταν αυτή η κορφή. Από ‘κεί έβλεπες όλη την Πελοπόννησο, τον Κορινθιακό και το Ιόνιο Πέλαγος, τα βουνά της Αρκαδίας χιονισμένα.

Αυτή την εικόνα ήθελε να πάρει μαζί του καθώς θα φεύγει. Όμως, το πιο σημαντικό, δεν ήθελε να πεθάνει μόνος, έτσι όπως τον είχαν πετάξει στο μπαλαούρο. Δεν τον ένοιαζαν τ’ αξιώματα, οι τιμές.

Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της μάνας του, αυτά που του είπε στη γλώσσα της. Θυμήθηκε την τελευταία της λέξη: Ντασούρι, αγάπη.

Έτσι ήθελε να πεθάνει, κυκλωμένος από αγάπη. Να είναι γύρω του τα παιδιά και τα εγγόνια, να τον βαστάνε και να κλαίνε τα παιδιά του, να γελάνε τα εγγόνια του. Να κρατηθούν όλοι έτσι μαζί και να δει για μια φορά ακόμα τον ήλιο να δύει μέσα στο Ιόνιο.

Κι ακόμα κάτι. Να είναι κι εκείνη εκεί. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του κρατώντας την τελευταία εικόνα, να έρθει εκείνη, να τον φιλήσει και να τον οδηγήσει στο θάνατο.

Κι όπως βρισκόταν μες στο σκοτάδι ο Θάνος είδε ξεκάθαρα ποιο ήταν το πρόσωπο της αγάπης: Η γοργόνα.

~~~~{}~~~~~

 

41

Η Ζήνα περπατούσε μόνη και φώναζε την Τενερίφη. Ήταν σ’ ένα άγονο μέρος, όλο πέτρα και γρασίδι, επίπεδο. Ούτε δέντρα ούτε βουνά ούτε άνθρωποι. Και τριγύρω θάλασσα σκοτεινή.

Η Τενερίφη ήταν μέσα σε ομίχλη. Φώναζε: «Εδώ είμαι! Εδώ!»

Η Ζήνα δεν την άκουσε, προχώρησε προς την άλλη μεριά, εκεί όπου ήταν ένας γκρεμός ψηλότερος από βουνό. Κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Η Τενερίφη προσπάθησε να τρέξει να την προλάβει πριν πέσει, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί.

«Είναι όνειρο», της είπε μια φωνή δίπλα της.

Γύρισε και είδε ένα κορίτσι μ’ άσπρα μαλλιά, την κόρη της Φουέρτε. Ήταν πιο όμορφη απ’ όσο περίμενε, αλλά είχε και κάτι σκοτεινό μέσα στο φως της.

«Πού είσαι;»
«Στο πλοίο. Περίμενε.»
«Η Ζήνα που είναι;»

Το κορίτσι με τ’ άσπρα μαλλιά δεν απάντησε. Προχώρησε μέσα απ’ την ομίχλη και βγήκε σ’ ένα τοπίο ορεινό, σαν της Αρκαδίας. Πήγε κοντά σ’ έναν γέρο που στεκόταν στο παράθυρο. Εκείνος την κοίταξε, με λατρεία. Τότε τον μαχαίρωσε, στα δεξιά, στο συκώτι.

«Ευχαριστώ», είπε ο άντρας και πέθανε.
Τον ακούμπησε ευλαβικά κάτω. Και στράφηκε στην Τενερίφη.

«Πρέπει να πάμε βόρεια», είπε το κορίτσι. «Πρόσεχε τους φίλους.»

Έφυγε κι εκείνη προς το γκρεμό όπου είχε πάει η Ζήνα.
Η Τενερίφη κοίταξε τα χέρια της. Είχαν αίματα.

~~

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τα χέρια της. Δεν είχαν αίματα. Και δεν βρισκόταν σε νησί, ήταν στο κάρο του Αυτόλυκου, μόνη. Απέξω ακούγονταν γέλια και φωνές. Κάποιοι προετοίμαζαν τα λόγια τους, άλλοι τραγουδούσαν, όλοι έπιναν και γελούσαν. Είναι ωραία η ζωή του τσιρκολάνου.

Πήγε να φτιάξει έναν καφέ να πιει. Ήταν ένα ακόμα απ’ αυτά που την είχαν ξετρελάνει στο νέο κόσμο: Καφές σκέτος και δυνατός, πικρός σαν αφέψημα αγγινάρας, αλλά χωρίς την επίγευση του χορταριού.

Το όνειρο που είχε δει ήθελε να της πει κάτι. Όλα τα όνειρα έχουν λόγο να φανερωθούν. Κάποια είναι σαν μηνύματα εσωτερικά, απ’ το σώμα μας. Κάποια άλλα προάγγελοι γεγονότων. Όταν κοιμάται ο νους αποσυνδέεται απ’ το ατομικό και συνδέεται με το συλλογικό, μπορεί να δει περισσότερα.

Να ερμηνεύσεις το όνειρο, αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Βιβλία ονειροκρίτες δεν εμπιστευόταν, ψευδοερμηνείες. Μόνο άνθρωποι με εξαιρετικές ικανότητες μπορούσαν εξηγήσουν ένα όνειρο, και δεν υπήρχαν γενικοί κανόνες. Κάθε όνειρο ήταν διαφορετικό, σήμαινε άλλα νοήματα, και για να το ερμηνεύσεις χρειαζόταν συζήτηση μ’ εκείνον που το είδε, ώστε να το ερμηνεύσει στην πραγματικότητα μόνος του.

Η Τενερίφη δεν γνώριζε τον Φρόιντ και το έργο του, δεν ήξερε τίποτα για ψυχανάλυση, αλλά όσα της είχαν μάθει οι μάγισσες στην εποχή της ταίριαζαν.

~~~

Άνοιξε και μπήκε στο κάρο ο Αυτόλυκος, χωρίς να χτυπήσει, άλλωστε δικό του ήταν. Φαινόταν αρκετά μεθυσμένος, παρότι ήταν νωρίς τ’ απόγευμα.

«Το κρασί της Μασσαλίας είναι χίλιες φορές καλύτερο απ’ της Νεμέας», είπε με τη χαρακτηριστική εκφορά του μεθυσμένου.
«Πιες», του είπε και του έδωσε την κούπα  με τον καφέ της.

Εκείνος την πήρε χωρίς αντιρρήσεις, έκατσε κι άναψε τσιγάρο. Χασμουρήθηκε μερικές φορές, μέχρι που δοκίμασε τον καφέ και τα μάτια του άνοιξαν. Γέλασε.

«Τον κάνεις δυνατό!» Ήπιε λίγο ακόμη. «Που λες στη Γαλλία ξέρουν να φτιάχνουν ποτά. Και φαγητά. Είναι απίστευτο τι χάναμε…» Κοίταξε την Τενερίφη σαν να του είχε έρθει επιφοίτηση. «Pomme de terre έχεις δοκιμάσει; Δεν ξέρω πώς τα λένε στα ελληνικά, μάλλον δεν τα λέγανε, δεν υπήρχαν στην εποχή μας, τα έφεραν από την… Περίμενε! Δεν έχεις φάει σοκολάτα! Oh, mon Dieu…»

«Είδα ένα άσχημο όνειρο», του είπε.
«Καλά δεν πειράζει. Θα σου περάσει. Που λες η σοκολάτα…»
«Όχι! Ήταν προφητικό όνειρο.»

Ο Αυτόλυκος ξεφύσησε. Έψαξε γύρω. Βρήκε ένα μπουκάλι κονιάκ να κάθεται εκεί. Έριξε στον καφέ του. Λίγο στην αρχή, μετά το ξανασκέφτηκε και το έκανε κονιάκ με γεύση καφέ.

«Για πες», είπε σαν πήρε μια τζούρα υπομονής απ’ το κονιάκ.
«Είδα τη Ζήνα. Είναι σ’ ένα άγονο νησί. Βόρεια.»
«Αυτό είναι καλό, δεν είναι;»
«Δεν μ’ άκουγε που της φώναζα.»
«Κι αν το δεις αυτό σε όνειρο σημαίνει ότι θα φας ψάρι; Ή θα πάθεις λαχτάρα;»
«Δεν νομίζω ότι ξέρει ποια είναι.»
«Δεν ξέρει ότι είναι μάγισσα ή δεν ξέρει ότι είναι αρχαία;»

Δεν του άρεσαν τα νέα, προτιμούσε να το ξεπεράσουν και να μιλήσουν για κάτι άλλο. Όχι τόσο επειδή ανησυχούσε για τη μικρή. Περισσότερο απ’ όλα τον ένοιαζε να παραμείνει στο Αναρχικό Τσίρκο.

«Είδα και την κόρη της Φουέρτε.»
«Πού το ξέρεις ότι ήταν αυτή;»
«Μάγισσα είμαι.»
«Εντάξει, έστω…» Ρούφηξε τσιγάρο και κονιάκ. «Και τι άλλο;»
«Είδα να έχω αίματα στα χέρια. Και δεν ήταν δικά μου.»
«Αυτό είναι καλό;»
«Όχι.»
«Οπότε όλο το όνειρο χάλια πήγε.»

Ο Αυτόλυκος δεν την άφησε να μιλήσει. Σηκώθηκε.

«Ωραία, παραδέχομαι ότι βλέπεις προφητικά άσχημα όνειρα για το άσχημο μέλλον, αλλά… Κάναμε συμφωνία. Εγώ μέχρι Μασσαλία ψάχνω. Βόρεια και νότια δεν πάω.»
«Ναι, έκανες συμφωνία.»
«Με συγχωρείς, Τενερίφη, αλλά…»
«Δεν σε συγχωρώ. Σιγά μη σου δώσω και την ευχή μου.»
«Εντάξει, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι που δεν θέλεις. Ελεύθεροι πολίτες είμαστε, κάνουμε αυτό που αγαπάμε.»

Ο Αυτόλυκος έσβησε το τσιγάρο στην κούπα και βγήκε έξω. Τον είχε κουράσει το ηθικό κήρυγμα.

~~~~

«Κανείς δεν είναι ελεύθερος», είπε στον αέρα που άφησε πίσω ο Αυτόλυκος. «Ούτε οι θεοί δεν ξεφεύγουν απ’ την ειμαρμένη.»

Αποφάσισε να πάει για οιωνοσκοπία. Πήρε ένα μαχαίρι απ’ το συρτάρι κι ένα κομμάτι μπαγκέτα. Βγήκε έξω τρέχοντας. Οι τσιρκολάνοι ετοιμάζονταν για την παράσταση, όλο γέλια και χαρές.

Δεν της άρεσε όλο αυτό. Δεν ήταν μίζερη, αλλά δεν μπορούσε την υπερβολή σε τίποτα. Ούτε στη χαρά. Έλεγαν οι τραγωδοί της εποχής της ότι ο άνθρωπος σε τίποτα δεν πρέπει να υπερβάλλει, ούτε στις χαρές ούτε στον πόνο. Γι’ αυτό έβαζαν λίγη ειρωνεία στις τραγωδίες τους, γι’ αυτό έβαζαν το συνοφρύωμα στις κωμωδίες. Το πολύ γέλιο και το πολύ κλάμα είναι Ύβρις, προκαλείς τους θεούς.

Πήγε να φύγει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Την πρόλαβε ο Σιμόν. Της μιλούσε όσο πιο αργά και ξεκάθαρα μπορούσε, για να καταλαβαίνει. Αυτός, που ήταν Ισπανός, ήξερε να το κάνει πιο εύκολα, αφού τα γαλλικά ήταν η δεύτερη γλώσσα του.

Της είπε ότι έπρεπε να προσέχει. Είχε μάθει από ανθρώπους δικούς του μέσα στην αστυνομία ότι υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση δυνάμεων στην Ελλάδα, κι όχι μόνο. Απ’ την κυβέρνηση της Ελλάδας πίεζαν τη γαλλική ν’ ανακαλύψει «διαφορετικά» άτομα, ειδικά στην περιοχή της Μασσαλίας.

Εκείνο το «διαφορετικά» δεν το ήξερε σαν λέξη, αλλά ήταν σίγουρη ότι τη συμπεριλάμβανε. Αλλά πώς μπορεί να ήξεραν στην καινούρια εποχή γι’ αυτούς; Ο Σιμόν δεν είχε απάντηση, αλλά της τόνισε ξανά ότι φαινόταν μεγαλύτερο απ’ όσο είχε πιστέψει.

Η Τενερίφη τον ευχαρίστησε κι έφυγε για το λόφο, όπου θα έβρισκε τα πουλιά για την οιωνοσκοπία της.

~~~~~

Ανέβηκε πάνω κι αγνάντευε τη θάλασσα, το λιμάνι. Υπήρχαν πολλά πλοία εκεί, εκατοντάδες, αλλά ούτε ένα καταραμένο. Δεν ένιωθε τίποτα το παράξενο, τίποτα το «διαφορετικό» τριγύρω, πέρα απ’ τον Αυτόλυκο –κι εκείνη τη γάτα του τσίρκου.

Έκατσε στο γρασίδι κι έτριψε την μπαγκέτα μπροστά στα πόδια της. Δεν χρειάστηκε να κάνει ήχους καλέσματος, όπως συνήθιζε στην Ηλεία. Σχεδόν την ίδια στιγμή ένα σμήνος περιστεριών άλλαξε ρότα και φτερούγισε κατά πάνω της, σχεδόν απειλητικά. Προσγειώθηκαν κι άρχισαν να τσιμπολογούν. Άρπαξε ένα και του γύρισε το λαιμό πριν προλάβει να πει αμήν. Τα υπόλοιπα πετάξανε, έκαναν δυο κύκλους, κι επέστρεψαν στα ψίχουλα.

Πήρε το σκοτωμένο και πήγε σ’ ένα μνήμα. Ακούμπησε το πουλί πάνω στο μάρμαρο και του άνοιξε την κοιλιά προσεχτικά. Το συκώτι του περιστεριού ήταν μαύρο, σαν να το ‘χανε ψήσει.

Δεν ήθελε να το πιστέψει. Επέστρεψε στην παγίδα κι άρπαξε άλλο ένα. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα, αλλά ξαναγύρισαν. Αυτή είναι η μοίρα τους. Το συκώτι του δεύτερου περιστεριού ήταν εξίσου μαύρο.

Σηκώθηκε κι άρχισε να φέρνει κύκλους εκεί στο νεκροταφείο, καπνίζοντας αρειμανίως, κάθε τζούρα και τσιγάρο. Ήταν δυσάρεστοι οιωνοί. Μαζί με το όνειρο βεβαίωναν το θάνατο. Αλλά πότε; Και ποιος ήταν εκείνος ο γέρος που μαχαίρωναν στο συκώτι;

~~~~~

Κι είχε πάρει ο ήλιος να δύει, χωρίς να έχει κάποια άκρη για το όνειρο. Τότε ανέβηκε στο λόφο μια παρέα από δεκάχρονα αγόρια, που πήγαιναν με τις σφεντόνες τους να σκοτώσουν πουλιά, την ώρα που επέστρεφαν για να κουρνιάσουν. Μέσα στη φτώχεια τους ήταν η μόνη πηγή κρέατος.

Τ’ αγόρια δεν έδωσαν σημασία στην Τενερίφη. Δεν έμοιαζε και με μάγισσα. Προχωρούσαν σαν σμήνος κι εκείνα, ακολουθώντας τον αρχηγό, ένα παιδάκι πιο ψηλό και με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Στάθηκαν μπρος στη μαρμάρινη πλάκα, όπου η Τενερίφη είχε ξεκοιλιάσει τα περιστέρια. Κόλλησαν να κοιτάνε.

«Γάτα ήταν;» ρώτησε το ένα παιδάκι.
Ο αρχηγός το σκέφτηκε και μετά απάντησε λέγοντας ψέματα. Έτσι δεν κρατάνε την εξουσία όλοι οι ηγέτες; Με ψέματα, σκορπίζοντας το φόβο, για έναν ανύπαρχτο εχθρό.

Είχαν μιλήσει στη γλώσσα τους, στα γαλλικά. Η Τενερίφη άκουσε αυτά που λέγανε.
Το πρώτο παιδάκι το είχε ακούσει να λέει: «Ετέ σα αν σσά;»
Το κατάλαβε. Σήμαινε: «Γάτα ήταν;»

Το παιδάκι αρχηγός είχε απαντήσει: «Ά-λου».
Ά-λου, τι σήμαινε αυτό; Τι ήταν το ά-λου; Κατέβηκε το λόγο περπατώντας αργά, και λέγοντας την έκφραση, ξανά και ξανά. Ά-λου.

Έτσι όπως περπατούσε χωρίς να προσέχει πήγε πολύ κοντά στα κάγκελα ενός σπιτιού. Από κει μέσα πετάχτηκε ένα μαύρο βέλγικο λυκόσκυλο και της όρμησε, γαβγίζοντας σαν λυσσασμένο.

Τρόμαξε η Τενερίφη, πετάχτηκε στην άλλη μεριά, μουρμούρισε μέσα της: «Σαν λύκος είναι τ’ άτιμο.» Φωτίστηκε κι έφυγε τρέχοντας για το Τσίρκο.
Ά λου -un loup, ένας λύκος.

~~~~~~

Στο Αναρχικό Τσίρκο όλα ήταν έτοιμα και πήγαιναν να πάρουν τη θέση τους για την παράσταση. Ξεκινούσαν πάντα μετά το λυκόφως, όταν έπεφτε το σκοτάδι. Τότε τρομάζουν πιο εύκολα οι άνθρωποι.

Ο Αυτόλυκος καθόταν μέσα στο κελί του σκεφτικός. Ο Σιμόν, που έκανε έναν τελευταίο πέρασμα στο τσίρκο, για να εμψυχώσει τους καλλιτέχνες, τον είδε έτσι άκεφο και πήγε κοντά του.

«Ξέρεις», είπε ο αναρχικός Ισπανός, «μεγάλωσα σε μια πολύ όμορφη Καταλανική πόλη, τη Λέριδα.  Όλο πορτοκαλεώνες και πράσινο. Και δεν ήμουν φτωχός. Η οικογένεια μου είχε μεγάλες εκτάσεις. Μέχρι τα δεκαπέντε νόμιζα ότι ήξερα τι θα έκανα στη ζωή μου. Αυτό που κάναν κι οι πρόγονοι μου.
Έναν Νοέμβρη, όταν μαζεύαμε τα πορτοκάλια, έτυχε να βρεθώ σε μια απ’ τις παράγκες των εποχιακών εργατών. Αυτοί πλήρωναν για να μένουν εκεί, ώστε να δουλεύουν στα κτήματα μας. Έμεναν όσο καιρό διαρκούσε η συγκομιδή, ύστερα πήγαιναν αλλού.
Βγήκε ένα παιδί απ’ την παράγκα και με κοίταζε. Όχι, δεν μου είπε κάτι σοφό ή παράξενο. Δεν μου είπε τίποτα. Ήταν ένα παιδί με μύξες στη μύτη, χωρίς παπούτσια, χωρίς καν παντελόνι. Δεν μου είπε τίποτα, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Θα μεγάλωνε, αν τα κατάφερνε, και θα πέθαινε λούμπεν, χωρίς να ξέρει αν υπάρχει άλλη δυνατότητα.»

Ο Σιμόν πήγε ως τα κάγκελα του κλουβιού του περίφημου-λυκάνθρωπου-των-Πυρηναίων. Έπαιξε με την πόρτα, να δει αν τρίζει.

«Και ξέρεις τι κατάλαβα τότε; Ότι ήμουν σαν εκείνο το μυξιάρικο κι εγώ. Έκανα αυτό που προβλεπόταν απ’ την κοινωνία, απ’ την τύχη μου, να κάνω. Είχα γεννηθεί πλούσιος, θα μεγάλωνα σαν πλούσιος. Είχα γεννηθεί στη Λέριδα. Εκεί και θα πέθαινα.
Δεν το ήθελα. Δεν ήθελα να με καθορίσει η τύχη. Ήθελα ν’ αποφασίσω ποιος είμαι. Έτσι έφυγα απ’ το σπίτι, χωρίς ν’ αποχαιρετίσω τη μάνα μου, την αδελφή μου. Έφυγα μ’ ένα δισάκι στην πλάτη, σαν τον Τρελό απ’ τις κάρτες Ταρώ. Απόλυτη ελευθερία είναι μόνο αυτή. Όταν δεν ανήκεις πουθενά και δεν σου ανήκει τίποτα.»

«Και θες να πεις ότι πρέπει…»
«Σκατά πρέπει. Τίποτα δεν πρέπει. Νιώσε! Κάνε τη ζωή σου να έχει ένα νόημα. Η διασκέδαση κι η ηδονή κρατάει όσο κρατάει. Δεν είναι λόγος για να ζεις, βοηθάει για να συνεχίζεις.»
«Οπότε μου λες να σας αφήσω.»
«Δεν σου λέω τίποτα. Εσύ χτίζεις τη γέφυρα για να διασχίσεις τη ζωή σου.»
«Αυτό ήταν λιγάκι κλισέ.»
«Ναι, το ξέρω. Το διάβασα σ’ ένα φτηνό περιοδικό.»

Τους έπιασαν τα γέλια, κι ακούγονταν τόσο ελεύθεροι μέσα στο κλουβί του λυκάνθρωπου.

«Κάτσε να τελειώσουμε τη σημερινή παράσταση», είπε ο Αυτόλυκος, «και τα υπόλοιπα είναι…»
«The rest is silence» έκανε αυτόματα ο Σιμόν.

Σταμάτησαν να γελάνε. Αυτή ήταν η τελευταία φράση του Άμλετ. Ένιωσαν κι οι δύο τον κακό οιωνό της συζήτησης. Ο Σιμόν έφυγε για τα εισιτήρια, να δει αν είχαν κέρματα για τα ρέστα.

Ο Αυτόλυκος έμεινε μόνος του. Έβγαλε τη γυάλινη πίπα του, να κάψει λίγη πρέζα.

~~~~~~~

Εκατό μέτρα απ’ την τέντα του Αναρχικού Τσίρκου, στο πάρκο όπου είχαν στήσει, κάποιος πάτησε ένα τσιγάρο και το έσβησε. Ήταν ένα κοπάδι από γόπες εκεί, καμιά τριανταριά, τρεις ώρες κάπνισμα και παρατήρηση.

Ο Νίτσης έβγαλε το σουγιά, τον άνοιξε. Μετά έλεγξε το περίστροφο, που απέφευγε να χρησιμοποιεί, αλλά το κουβαλούσε πάντα μαζί. Σφύριξε έναν ρυθμό που του ήρθε και προχώρησε προς την τέντα.

~~~~{}~~~~

42

Η κορβέτα έφτασε ξανά το Έσσεξ, που πλέον δεν προσπαθούσε να ξεφύγει. Οι ζώνεκροι περίμεναν τους ζωντανούς για να τους μυήσουν στο μυστήριο του θανάτου.

Σαν βρέθηκαν σε απόσταση βολής ήχησε το πρώτο κανόνι και κροτάλισε το Μαξίμ. Όταν το πλαγιοκόπησαν ξεκίνησαν τη μουσική τους και τα υπόλοιπα κανόνια, τ’ άλλα πολυβόλα, κι έριχναν και με τα ντουφέκια μερικοί ναύτες. Μόλις πήγε να ρίξει και το μεσαίο κανόνι, αυτό που ήταν ακριβώς στη μέση του πλοίου, πάνω απ’ τα βαρέλια με το μπαρούτι, ακούστηκε από το Έσσεξ το βιολί του καπετάνιου. Η Τρίλια του Διαβόλου ακουγόταν δαιμονική, με μουσικές δυσαρμονίες που κανείς ατονικός συνθέτης δεν θα χρησιμοποιούσε, μόνο ο Αλλότριος Θεός μπορούσε να κατανοήσει τη δυσαρμονία αυτή και να την απολαύσει.

Το βιολί του κάπτεν Μπαντ ακούστηκε πάνω κι απ’ τους πολυβολισμούς. Οι ναύτες της κορβέτας στάθηκαν ν’ ακούσουν. Το ήξεραν ήδη ότι δεν ναυμαχούσαν ισότιμα, αλλά εκείνη η τρίλια ήταν η επιβεβαίωση της δαιμονικότητας των εχθρών.

«Πυρ!» ούρλιαξε ο πλοίαρχος απ’ τη γέφυρα. «Πυρ, θα σας απαγχονίσω όλους, πυρ!»

Στο στρατό πρώτα υπακούς.

Το μεσαίο κανόνι πυροδοτήθηκε, ενώ απ’ την άλλη μεριά ακουγόταν μια νότα που δεν είχαν ξανακούσει αυτιά ανθρώπου –ίσως να ήταν συνηθισμένη στους κολασμένους και στις νυχτερίδες.

Το κανόνι ανατινάχτηκε σκορπίζοντας πυρωμένα κομμάτια μετάλλου τριγύρω. Οι ναύτες που ήταν κοντά κόπηκαν σε κομμάτια. Κάποιοι άλλοι μόνο τραυματίστηκαν.

Η μουσική συνέχιζε να παίζει. Το ένα μετά το άλλο, όλα τα οπλισμένα κανόνια ανατινάχτηκαν συμπαρασύροντας στον πύρινο χορό της τρίλιας και τα μικρά βαρέλια με το μπαρούτι. Τα πανιά, τα ξύλα, όλα γέμισαν φωτιά, αίμα και μέταλλο. Η κορβέτα ξεκίνησε να καίγεται.

Οι ναύτες ξεκίνησαν τον όρκο τους στο βασιλιά και την πατρίδα. Ξεκίνησαν να ετοιμάζουν βάρκες για να σωθούν. Ο πλοίαρχος πήρε το πιστόλι του και κατέβηκε στο κατάστρωμα. Πυροβόλησε στο κεφάλι τον σημαιοφόρο που τον είχε ενοχλήσει πριν.

«Το Πάτρα είναι αβύθιστο», φώναξε και του έφυγε το περουκίνι. «Κανείς δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει το πλοίο του αν δεν βυθιστεί. Σβήστε τις φωτιές.»

Οι ναύτες δεν έδωσαν σημασία στην αποκάλυψη της φαλάκρας. Κοιτούσαν πίσω του. Όλα τα πανιά καίγονταν, υπήρχαν εστίες σ’ όλο το κατάστρωμα, ήταν μια αβύθιστη Κόλαση.

~~

Η Γιωταλία ήταν ακόμα στην καμπίνα του καπετάνιου όταν έπεσαν οι πρώτες κανονιές. Αυτό ήταν το νόημα του μαέστρου, που περίμενε ο Μπαντ. Ξεκίνησε να παίζει τη σονάτα του Ταρτίνι, κι εκεί μέσα ακουγόταν τέλεια εκτελεσμένη. Έπειτα ακούστηκε η πρώτη ανατίναξη κανονιού, σε λίγο και τα υπόλοιπα. Ο κάπτεν Μπαντ άφησε το βιολί του.

«Αυτό ήταν», είπε και γύρισε στο τραπέζι.
Πήγε μαζί του κι ήπιε ένα ποτήρι κρασί κι εκείνη.

«Μου έλεγε η δασκάλα μου ότι για να πάρεις κάτι πρέπει να δώσεις κάτι. Κι όσο μεγαλύτερο είναι αυτό που ζητάς, τόσο μεγαλύτερο και το αντίτιμο.»
«Σοφή ήταν.»
«Εσύ τι έδωσες;»
«Τίποτα.»

Η Γιωταλία πήγε κι έπιασε το Βιβλίο.

«Αυτός τι έδωσε;»
«Ο Μέλβιλ;»
«Ναι, ο συγγραφέας, τι έδωσε;»
«Την ψυχή του, αυτό δε δίνουν όλοι οι συγγραφείς; Την ψυχή τους.»
«Και τι ζήτησε γι’ αντάλλαγμα;»
«Τη δόξα.»

Είδε τη γκριμάτσα στο πρόσωπο της Γιωταλίας.

«Δεν είναι ματαιοδοξία», της είπε. «Είναι δικαιοσύνη. Ανάμεσα στους φελλούς και στους πρόσκαιρους έγραψε το μέγιστο βιβλίο. Είναι καλύτερος απ’ όλους και τον καταδίκασαν στην αφάνεια, στην ασημαντότητα. Ποιοι; Οι μέτριοι! Επειδή δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν το μεγαλείο του, γι’ αυτό, τον παραγκώνισαν. Θα τους αποδείξω πόσο σημαντικός είμαι.»

Έγινε σιωπή στην καμπίνα. Μύριζε καμένο ξύλο και ψημένη σάρκα, με φόντο τη μυρωδιά της θάλασσας.

«Εσύ είσαι ο Μέλβιλ.»
«Ο Μέλβιλ πέθανε δυστυχισμένος. Το Βιβλίο δεν εκδίδεται καν. Δεν υπάρχει. Ο Μέλβιλ πέθανε. Εγώ δεν είμαι κανένας. Είμαι ένα κέλυφος χωρίς ψυχή, σαν τα όστρακα που βρίσκεις στην ακροθαλασσιά. Ο κούφιος άνθρωπος. Την ψυχή του την έδωσε στον Αλλότριο Θεό ο Μέλβιλ κι έγινα εγώ. Άδειος, καταραμένος, κλεισμένος για πάντα εδώ μέσα, με μόνο αγγελιοφόρο τον Ισμαήλ.»
«Μπήκα κι εγώ.»
«Γι’ αυτό σε ήθελα μαζί μας. Ήθελα έναν άνθρωπο που να μην έχω…»
«Καταραστεί;»
«Επινοήσει.»

Κι ενώ ετοιμαζόταν να πει περισσότερα ακούστηκε πάλι χτύπημα στην πόρτα κι η φωνή του Ισμαήλ: «Αφέντη, καίγονται. Να τους αφήσουμε και να φύγουμε;»

Προτού μιλήσει ο καπετάνιος πετάχτηκε η Γιωταλία.

«Περιμένετε!»

Την κοίταξε ερωτηματικά.

«Δεν ξέρω γιατί, αλλά περιμένετε», του είπε.

~~~

Ο καπνός πάει προς τα πάνω. Έτσι, καθώς πολλοί πνίγονταν στις αναθυμιάσεις κι άλλοι πηδούσαν στο νερό για να σωθούν, ο Θάνος ζούσε στον τάφο του. Με τις εκρήξεις των κανονιών και τις κραυγές πόνου κατάλαβε ότι η γοργόνα τους είχε εξοντώσει, όπως είχε κάνει και στο Καμένο Μονόκερο.

Του άρεσε που είχε νικήσει εκείνη στη σύγκρουση με τον στρατόκαβλο πλοίαρχο, τον τρελαμένο άλφα συνωμότη. Θα πέθαινε κι ο ίδιος, όταν θα βυθιζόταν το καράβι. Δεν τον ένοιαζε πια. Ή προσπαθούσε να κάνει ότι δεν τον νοιάζει. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο, η ελπίδα δεν βοηθούσε.

Καθώς ακούγονταν απ’ το κατάστρωμα φωνές απόγνωσης και η φωτιά που καταβρόχθιζε τα ξύλα, τα πανιά, τους ανθρώπους, ο Θάνος δίπλωσε τα χέρια στο στήθος κι ευχήθηκε να πεθάνει γρήγορα.

«Τουλάχιστον δεν θα μάθεις ότι πέθανα, μάνα. Ποιος να σε ειδοποιήσει; Καλύτερα, να νομίζεις ότι ζω κάπου μακριά.»

Είδε την εικόνα της μάνας του ξανά. Θυμήθηκε τη δύναμη της, ν’ αναστήσει τέσσερα παιδιά μόνη, δουλεύοντας σε ξενοχώραφα σαν άντρας, πιο πολύ κι από άντρα. Εκείνη ποτέ δεν εγκατάλειψε τον αγώνα της, ποτέ δεν την άκουσε να λέει ότι κουράστηκε, να λέει ότι δεν θέλει άλλο να ζει. Ο Αρβανίτης μέσα στο Θάνο αφυπνίστηκε, δεν θα παραιτούνταν.

Στήριξε δυνατά τη πλάτη του κάτω κι άρχισε να κλωτσάει με τα δύο πόδια την καταπακτή από πάνω του. Σίγουρα δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί μην τον ακούσουν. Επάνω επικρατούσε πανδαιμόνιο. Συνέχισε να χτυπάει όλο και πιο δυνατά, ενώ έβριζε για να παίρνει θάρρος. Με μια ακόμα διπλή κλωτσιά κι όλη τη δύναμη του, ο σύρτης έσπασε κι η πόρτα άνοιξε.

Χάρηκε και σηκώθηκε. Σαν είδε τι γινόταν απέξω του ‘φυγε η χαρά. Ο καπνός είχε κατέβει πιο χαμηλά, δεν θα μπορούσε να βγει από εκεί με τίποτα, δεν ήξερε καν που να πάει.

Προτού ξεκινήσει στην τύχη προς τ’ αριστερά άκουσε κάποιον να ‘ρχεται απ’ την άλλη. Έσφιξε τις γροθιές του.

«Προλαβαίνεις», του είπε ο Νικόλας που βγήκε μέσα απ’ τους καπνούς με μια κόκκινη μπαντάνα στο στόμα.

~~~~

Ο Νίτσης ήταν έμπειρος εκτελεστής. Όπως ένας καλλιτέχνης φτιάχνει προσχέδια του πίνακα, έτσι κι εκείνος είχε προετοιμαστεί. Κι όπως ένας μουσικός ξέρει ποιες νότες να παίξει, χωρίς σκέψη, έτσι κι εκείνος ήξερε ποιους έπρεπε να σκοτώσει, πότε, πώς.

Είχε παρακολουθήσει το Αναρχικό Τσίρκο κι είχε ζυγιάσει τους αντιπάλους. Οι πιο επικίνδυνοι ήταν δυο-τρεις άντρες και ο λύκος. Δεν υποτιμούσε κανέναν. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος. Η βοηθός του μάγου μπορεί να γινόταν επικίνδυνη. Ήταν γυμνασμένη κι έπαιζε με μαχαίρια και σπαθιά.

Την άλλη, τη μαυροφορεμένη που του είχαν πει πως είναι μάγισσα, την είχε δει να φεύγει. Αυτή την είχε ως τον κυριότερο κίνδυνο, μετά από εκείνο που είχε συμβεί στο Κατάκολο, με την μικρή μάγισσα. Χάρηκε που την είδε να φεύγει, θα την αντιμετώπιζε μόνη της.

Ήξερε ότι έπρεπε να δράσει πριν αρχίσει η παράσταση, γιατί ανάμεσα στους θεατές μπορεί να υπήρχαν κι ανυπολόγιστοι κίνδυνοι. Ένας αστυνομικός, ένας πυγμάχος ή χειρότερα ένας μαχαιροβγάλτης. Κατέβηκε γρήγορα κι αθόρυβα στην είσοδο του τσίρκου. Κρατούσε το στιλέτο στη δεξιά τσέπη. Το περίστροφο το είχε στην αριστερή, αλλά θα το χρησιμοποιούσε μόνο όταν χρειαζόταν. Τα όπλα κάνουν θόρυβο.

Τράβηξε δυο γερές μυτιές κοκαΐνης και τεντώθηκε. Με γρήγορο βήμα πήγε στο τραπέζι όπου ήταν στημένο το ταμείο, μπροστά στην είσοδο της τέντας.

«Δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα», του είπε η Τζίνα, μια Ανδαλουσιανή μαυρομάλλα, που αντικαθιστούσε και τη βοηθό του μάγου κάποιες φορές.

Ο Νίτσης πήγε κοντά, την έπιασε απ’ τα μακριά μαλλιά και της έκοψε το λαρύγγι. Την άφησε απαλά να αιμορραγεί στο ταμείο της και μπήκε στο τσίρκο.

Είχε ξεκινήσει η παράσταση του αίματος.

~~~~{}~~~~

43

Ο Νικόλας βοήθησε τον Θάνο να βγει απ’ το μπαλαούρο.

«Τι έγινε πάνω;»
«Θάνατος και φωτιά. Το Πάτρα καίγεται αβύθιστο.»

Του έδωσε ένα βρεγμένο ύφασμα να βάλει στο στόμα του.

«Δεν θα σε σώσει αυτό, να το ξέρεις. Μείνε όσο πιο χαμηλά μπορείς, στα τέσσερα. Ο καπνός είναι πιο επικίνδυνος απ’ τις φλόγες. Όταν δεις ότι μπαίνουμε μέσα στο νέφος, σταμάτα να αναπνέεις και τρέξε όσο μπορείς.»

Πήγαινε μπροστά αρκουδίζοντας ο Νικόλας. Το πλοίο έτριζε ολόκληρο, αλλά δεν βυθιζόταν. Ακούγονταν οι κραυγές εκείνων που καίγονταν κι ο βήχας εκείνων που πνίγονταν.

Ανέβηκαν έτσι κι έφτασαν στο υποκατάστρωμα. Εκεί υπήρχαν αδιαπέραστα πέπλα καπνού –και μερικά πτώματα. Ο Νικόλας του έκανε νόημα και του έδειξε προς τα πού θα έτρεχαν. Αν ήταν μόνος του ο Θάνος δεν θα έβρισκε ποτέ την έξοδο.

Πήραν ανάσα και σηκώθηκαν για να τρέξουν. Μέσα στον καπνό δεν έβλεπε τίποτα απολύτως. Έκανε μερικά μέτρα και σκόνταψε. Έπεσε, αλλά δεν πήρε ανάσα. Διέκρινε το πτώμα του ναύτη που τον είχε κεράσει τσιγάρο. Το κάπνισμα σκοτώνει.

Ο Νικόλας τον τράβηξε ξανά. Τα μάτια του έκαιγαν. Τα ‘κλεισε. Συνέχισαν το τρέξιμο, ανέβηκαν σκάλες, ένιωθε τα πνευμόνια του έτοιμα να σκάσουν, χρειαζόταν οξυγόνο, έπρεπε ν’ αναπνεύσει.

Βγήκαν στο κατάστρωμα. Εκεί υπήρχε περισσότερη φωτιά και λιγότερος καπνός, αφού η θαλασσινή αύρα βοηθούσε. Πήρε ανάσα κι ήταν ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί.

Ο Νικόλας του έδειξε το Έσσεξ. Δεν απομακρυνόταν, οι λαθρέμποροι είχαν μείνει ν’ απολαύσουν το θέαμα.

«Τράβα σ’ αυτούς», του είπε. «Καλύτερα θα ‘σαι.»
«Πάμε.»
«Έχω μια τελευταία δουλειά. Πήγαινε εσύ και θα ‘ρθω.»

Τον κράτησε για μια στιγμή ακόμα και τον κοίταξε βουρκωμένος.

«Μικρέ, πρόσεχε. Μην ενταφιαστείς ζωντανός. Ζήσε το όλο, ως το τέλος.»

Ο Θάνος γύρισε να φύγει βήχοντας. Πήγε στην άκρη, να δει πού θα έπεφτε, να μην πέσει σε συντρίμμια. Κι άλλοι κολυμπούσαν προς το πειρατικό.

Τότε τον χτύπησαν στο κεφάλι. Έπεσε στο πλάι. Τον είχε κοπανήσει ο πλοίαρχος με τη λαβή του περίστροφου. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες, σκότωσε έξι λιποτάκτες. Έβγαλε το σπαθί και το έβαλε στο λαιμό του Θάνου.

~~

Στο κατάστρωμα του Έσσεξ στέκονταν και παρακολουθούσαν με λαμπερά μάτια το αλλοπρόσαλλο θέαμα: Καπνός στο νερό και φωτιά ως τον ουρανό.

Η κορβέτα ήταν διπλά δεμένη με μάγια. Τα πρώτα, έτσι όπως το πρόβλεψε ο Ρασπούτιν, δεν την άφηναν να βουλιάξει. Αλλά η κατάρα του Αλλότριου Θεού ήταν πιο ισχυρή, κι έπεσε πάνω τους γιατί είχαν τολμήσει να τα βάλουν με το Έσσεξ. Το πλοίο θα καιγόταν μέχρι τελευταίας σκλήθρας κι η στάχτη του θα επέπλεε στη Μεσόγειο.

«Τι θα τους κάνετε αυτούς;» είπε η Γιωταλία κι έδειξε τους ναύτες του πολεμικού που κολυμπούσαν προς το μέρος τους.
«Θα τους σφάξουμε σαν αρνιά», είπε ο Κουίγκ.
«Αυτό… Δεν θα σας αφήσω!»

Ο Κουίγκ κι ο Ισμαήλ ξεκίνησαν να γελάνε. Τους συνόδευσαν κι όλοι οι άλλοι. Ακόμα κι η Νέδα γελούσε.

«Δεν είμαστε στρατιώτες», της είπε ο Κουίγκ. «Δεν σκοτώνουμε κανέναν. Λαθρέμποροι είμαστε.»

Μόνο εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε στο μυαλό της Γιωταλίας μια σημαντική ερώτηση.

«Πες μου κάτι. Γιατί κάνετε λαθρεμπόριο; Δεν τα χρειάζεστε τα λεφτά. Αφού δεν μπορείτε καν να αποβιβαστείτε.»
«Γι’ αυτό σε χρειαζόταν ο καπετάνιος, μην ακούς τι σου λέει.»
«Εμένα; Σε τι;»
«Θα σε πληρώσει, να πληρώσεις, να πετύχει το σκοπό του.»
«Το βιβλίο;»
«Η άσπρη φάλαινα!» είπε ο Ισμαήλ.
«Πρέπει να το κάνεις», της είπε ο Κουίγκ. «Είναι ο μόνος τρόπος να λυτρωθούμε εμείς, οι ναύτες. Εκείνος είναι καταδικασμένος αιώνια. Δεν τον νοιάζει. Θέλει μόνο να διαβάσουν το βιβλίο του.»
«Η άσπρη φάλαινα!»

Κι όσο έβλεπαν τους ναύτες της κορβέτας να πλησιάζουν το Έσσεξ, και καθώς τους έριχναν τις σκάλες σιζάλ για ν’ ανέβουν, ο Κουίγκ της εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει για τους σώσει.

~~~

Ο Θάνος ένιωσε κάτι κρύο να τον χτυπάει στο μάγουλο. Άνοιξε τα μάτια. Ο πλοίαρχος είχε το σπαθί ακριβώς πάνω απ’ το λαιμό του. Πίσω του ο ουρανός είχε γεμίσει τέφρα και φλόγες. Δεν ήταν το καλύτερο μέρος για να ξυπνάς.

«Αγαπητέ χωροφύλακα, είστε τόσο τυχερός που δεν μπορώ να το πιστέψω. Δυστυχώς η τύχη σας τελειώνει εδώ. Όπως σας υποσχέθηκα θα πεθάνετε πάνω στο Πάτρα. Δεν μου αρέσει ν’ αθετώ τις υποσχέσεις μου. Είμαι ά…..»

Την τελευταία του λέξη την κάλυψε ένας πυροβολισμός. Ο πλοίαρχος ξαφνιάστηκε, κοίταξε στην κοιλιά του, είδε αίμα στην στολή του. Ο Νικόλας βγήκε απ’ τον καπνό, κρατώντας ένα Λη Ένφιλντ τουφέκι.

«Εσύ, Βρούτε;» του είπε ο πλοίαρχος που πάσχιζε να κρατήσει το αίμα του μέσα.
«Εγώ, μεγαλειότατε.»

Ο πλοίαρχος έπεσε προς τα πίσω, έκπληκτος ακόμα. Δεν το πίστευε ότι μπορούσε να πεθάνει. Ο Νικόλας πλησίασε τον Θάνο.

«Άντε, φύγε! Δεν θα σε σώσω τρίτη φορά.»

Ο Θάνος τον φίλησε σταυρωτά κι έπεσε στη θάλασσα, όπου δεν φαίνεται ο ιδρώτας και τα δάκρυα.

Ο μαρκονιστής πήγε στον αδελφό του.

«Όπως φαίνεται, Νικόλα, θα πεθάνουμε μαζί.»
«Στο θάνατο είναι όλοι ίσοι, αδελφέ. Αλλά στη ζωή είναι καλό να ‘χεις παρέα.»
«Γιατί δεν φεύγεις κι εσύ; Σαν τους άλλους, τους δειλούς; Κοίτα τους, ποντίκια είναι, δεν είναι άνθρωποι. Ούτε να ζήσουν ούτε να πεθάνουν αξιοπρεπώς μπορούν. Φύγε κι εσύ.»
«Χόρτασα ζωή. Λέω να σου κάνω παρέα στο θάνατο. Να μην είσαι μόνος.»

Ο Νικόλας πέταξε το τουφέκι στη θάλασσα κι έκατσε πλάι του.

«Θυμάσαι το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα;» είπε ο πλοίαρχος.
«Ποιο;»
«Εκείνο που ‘λεγε… Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ…»
«…Να μην αναστενάξω. Μικρασιάτικο ήταν. Δεν τον ξεχνάς τον τόπο σου, όσο σπουδαίος κι αν γίνεις. Ούτε κι ο πατέρας τον ξέχασε.»
«Θυμάσαι να μου το πεις, αδελφέ; Για να κοιμηθώ;»

Ο Νικόλας του χάιδεψε το μέτωπο απ’ τον ιδρώτα του θανάτου. Ήταν ο μεγάλος αδελφός και τον είχε ορκίσει ο πατέρας τους, να φροντίζει το Χρηστάκι, το μικρό.

Ξεκίνησε να τον νανουρίζει, να τον πάει στο μεγάλο αδελφό του ύπνου, χαϊδεύοντας και τραγουδώντας.

«Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ να μην αναστενάξω,
έβγα ήλιε μου κι έλα μίλιε μου
να γείρω στο προσκέφαλο κι από καρδιάς να κλάψω,
έβγα να σε δω να παρηγορηθώ.»

Και τραγουδούσε μέχρι που τους έφτασε η φωτιά.

~~~~

Ο Θάνος πιάστηκε απ’ την κανναβένια σκάλα που είχαν ρίξει στη θάλασσα. Ανέβηκε με κόπο. Του έδειξαν με το σπαθί πού να πάει, ανάμεσα στους άλλους αιχμάλωτους. Είχαν επιβιώσει πάνω από πενήντα. Όλοι τους κοιτούσαν την κορβέτα. Είχε γίνει ολόκληρο μια επιπλέουσα φλόγα. Κάποιοι απ’ τους ναύτες έκλαιγαν.

Ο Στάρμπακ, που αποφάσισε να το παίξει αξιωματικός καταστρώματος πήγε κοντά τους.

«Μην προσπαθήσετε να κάνετε τίποτα. Τζάμπα θα πεθάνετε. Πηγαίνουμε προς Μασσαλία. Θα σας αφήσουμε εκεί και τραβάτε όπου πεθυμάτε. Μέχρι τότε θα μείνετε στο αμπάρι. Καπνίστε λίγο κατ αν θέλετε, αλλά την πρέζα μην την πειράζετε. Θα σας φέρουμε φαΐ. Άιντε, προχωράτε.»

Τους οδήγησαν στη σκάλα του αμπαριού και κατέβαιναν ένας ένας. Δεν σκέφτηκαν να φέρουν αντίσταση –και γιατί να το κάνουν; Τους είχαν κατατροπώσει, τους είχαν διασώσει και θα τους άφηναν ελεύθερους. Άλλωστε είχαν καταλάβει ότι δεν αντιμάχονταν θνητούς.

Ο Θάνος ήταν απ’ τους τελευταίους. Λίγο πριν κατέβει διέκρινε τη γοργόνα ανάμεσα στους άντρες. Παλιότερα θα το σκεφτόταν αν έπρεπε να της μιλήσει ή όχι. Το παλιότερα είχε περάσει.

«Ε ‘συ, κοπέλα απ’ τη Θάλαττα, Πελοπόννησο», της φώναξε και κούνησε τα χέρια του.

Εκείνη άκουσε τον τόπο καταγωγής της και πήγε κοντά του. Δεν τον αναγνώρισε.

«Πού με ξέρεις και με ‘μολογάς;»
«Για σένα ήρθαμε ‘δω. Όλοι μας.»

Κι έδειξε τη φλεγόμενη κορβέτα.

«Κάπου σ’ έχω ξαναδεί.»
«Στο Κατάκολο. Στο Χαμένο Μονόκερο.»
«Γιατί με κυνηγάτε; Ποιος σ’ έστειλε;
«Θα σου πω ό,τι ξέρω.»
«Κουίγκ!» φώναξε η Γιωταλία. «Αυτόν μην τον κλείσεις κάτω. Έχει να μου πει πράγματα.»

Ο Κουίγκ πήγε και τον έψαξε, μην είχε πάνω του κρυμμένο στιλέτο.

«Πρόσεχε», του είπε μετά. «Έτσι και πάθει κάτι θα εύχεσαι να είχες πεθάνει και να ήσουν στην Κόλαση.»

Είχε μιλήσει τόσο σοβαρά που ο Θάνος ανατρίχιασε. Σίγουρα δεν τα παράλεγε. Η Γιωταλία του έκανε νόημα να πάει μαζί της στην πλώρη.

«Σ’ έστειλε ο πατέρας εκείνου του γελοίου;»
«Ναι, έτσι ξεκίνησε. Αλλά νομίζω ότι είναι μεγαλύτερο από… εκδίκηση.»

Κι ο Θάνος της εξήγησε ότι είχε ακούσει για τους Άλφα, που δεν λέγονταν έτσι στ’ αλήθεια, για την παγκόσμια συνωμοσία τους, για τον επερχόμενο μεγάλο πόλεμο.

Όσο της μιλούσε απέφευγε να την κοιτάζει. Γιατί δεν άντεχε την όψη της.

~~~~{}~~~~~

44

Ο Σιμόν είχε σπουδάσει για λίγο καιρό και στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, που είχαν φτιάξει ο Νταντσένκο με τον περίφημο Στανισλάβσκι –που τότε δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός ακόμα. Είχε μάθει τις σύγχρονες μεθόδους υποκριτικής. Ο ηθοποιός δεν έκανε μια ρουτίνα, γινόταν ο ρόλος του.

Κι όταν έφτιαξε το Αναρχικό Τσίρκο προσπάθησε να ενσωματώσει και τη Θεατρική Μέθοδο, σαν ένα παράδοξο κι αυτοσχεδιαστικό θέατρο.

Όλοι οι ηθοποιοί του τσίρκου, όλα τα φρικιά, έπαιρναν μια ώρα να μείνουν μόνοι, για να μπουν στο ρόλο τους, πριν ανοίξει το ταμείο. Αυτό δεν το ήξερε ο Νίτσης, αλλά το εκτίμησε.

~

Στο πρώτο δωμάτιο βρήκε τον μάγο να πίνει και τη βοηθό του να περιμένει κάνοντας διαλογισμό μέσα στο οριζόντιο κουτί της. Υπήρχαν έξι σπαθιά εκεί ακουμπισμένα. Ήταν αληθινά και κοφτερά, ο μάγος τα επιδείκνυε πριν αρχίσει η παράσταση του, κόβοντας ένα κομμάτι χοιρινό κρέας. Παλιότερα έκοβε μαξιλάρι, αλλά ήταν πολύ ακριβό και γέμιζαν πούπουλα. Τα σπαθιά έμπαιναν σε συγκεκριμένες τρύπες-οδηγούς στο κουτί, η βοηθός καθόταν στην κατάλληλη θέση, έτσι περνούσαν στο πλάι της.

Ο μάγος δεν πρόλαβε να καταπιεί. Το στιλέτο του Νίτση χώθηκε στο λαρύγγι του κι ανέβηκε κόβοντας το πρόσωπο του στα δύο ως τη μύτη.

Η βοηθός άκουσε το γδούπο, αλλά τον αγνόησε για να συγκεντρωθεί. Το ξανασκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια. Από πάνω της στεκόταν ο Νίτσης. Μετά τη φωτιά είχε μείνει σαν τσουρουφλισμένο κοτόπουλο. Τον είδε να σηκώνει ένα σπαθί και να το χώνει στο κουτί, αλλά όχι στον οδηγό. Πρόλαβε να στρίψει και το σπαθί της έκοψε ένα κομμάτι απ’ τον ώμο. Ο Νίτσης της έβαλε ένα ρούχο μες στο στόμα. Της έχωσε το δεύτερο σπαθί στο στήθος. Δεν ήταν ακριβώς κέντρο, αλλά είχε πετύχει καλά. Η βοηθός έβαψε το μαντίλι κόκκινο και πέθανε. Ο Νίτσης βγήκε κρατώντας δυο σπαθιά.

~~~

Στο διπλανό δωμάτιο στέκονταν όρθιες οι σιαμαίες αδελφές -που δεν ήταν σιαμαίες, ούτε αδελφές, απλώς έμοιαζαν. Δεν αντέδρασαν όταν μπήκε ο Νίτσης ματοβαμμένος, μ’ ένα σπαθί σε κάθε χέρι.

Ίσως και να πίστεψαν ότι ήταν μέρος της παράστασης, κάτι καινούριο που είχε σκαρφιστεί ο Σιμόν για να τους προκαλέσει «αυθόρμητο συναίσθημα», έτσι όπως το έλεγε.

Ο Νίτσης χτύπησε και με τα δύο χέρια, με τα δύο σπαθιά, κι έκοψε δυο κεφάλια. Οι σιαμαίες έγιναν αδελφές στο θάνατο.

Εκεί, στο ίδιο δωμάτιο, δεν της άξιζε ξεχωριστό, ήταν και η γάτα-τέρας, αυτή που είχε τα γατάκια της κολλημένα στη ράχη. Έσκυψε και τη χάιδεψε κάτω απ’ το πηγούνι. Χάιδεψε και τα μικρά. Τ’ άφησε να ζήσουν. Τα ζώα δεν είχαν σχέση με τη δουλειά του.

~~~~~

Στην επόμενη τέντα είδε τον πιο-δυνατό-άντρα-του-κόσμου να χτενίζει το πόνι του. Του έχωσε το σπαθί του μάγου στη μασχάλη. Το πόνι χλιμίντρισε τρομαγμένο. Ο Νίτσης το σκότωσε κι αυτό, να μην ακούγεται. Ο δυνατός άντρας ξανασηκώθηκε, αλλά την ίδια στιγμή βρέθηκε με μια λεπίδα να διαπερνάει το στήθος του. Γονάτισε με μάτια ανοιχτά. Αλλά δεν πέθανε. Έκανε πάλι να σηκωθεί.

«Ψόφα, καριόλη!» είπε ο Νίτσης κι έχωσε το στιλέτο στην κορυφή του κρανίου του.

Ο Άτλας έπεσε.

~~~~~~

Βγήκε στον κοινό χώρο για να πάει στο κλουβί του Αυτόλυκου. Τότε εμφανίστηκε ο Σιμόν. Πυροβόλησε τον εισβολέα. Η σφαίρα βρήκε τον Νίτση στο πρόσωπο και του έκοψε το αυτί, μαζί μ’ ένα κομμάτι απ’ το μάγουλο. Ο Σιμόν συνέχισε να πηγαίνει κατά πάνω του πυροβολώντας. Ο Νίτσης έπεσε στο πλάι και πυροβόλησε χωρίς να κοιτάζει, το είχε κάνει εκατοντάδες φορές. Τον βρήκε στο ηλιακό πλέγμα και τον τίναξε. Έπεσε και προσπαθούσε ν’ αναπνεύσει.

«Ποιος δαίμονας είσ’ εσύ;» είπε όπως μπορούσε ο Σιμόν, φτύνοντας αίμα.

Ο Νίτσης πήγε από πάνω του και πίεζε το αυτί και το μάγουλο μ’ ένα μαντίλι. Δεν του απάντησε. Μόνο του έδωσε τη χαριστική βολή. Δεν το έκανε για να μην υποφέρει. Βιαζόταν να εξοντώσει τον πρωταρχικό στόχο.

~~~~~{}~~~~~

45

Ο Αυτόλυκος των Κόκκινων Βάλτων θα είχε μυριστεί τον κίνδυνο πριν ακόμα ο Νίτσης μπουκάρει στην τέντα. Στη χειρότερη περίπτωση θα είχε ακούσει την αρχή του μακελειού. Εκείνος ο Αυτόλυκος είχε χαθεί. Πρώτα ήταν τα χρόνια στο άσυλο της Βολτέρα. Τόσα χημικά, τα ηλεκτροσόκ, ο ύπνος του βρωμίου, ο εγκέφαλος του είχε πολλές καμένες περιοχές.

Έπειτα ήταν τα χρόνια στο Παρίσι, στο μέγαρο της Place des Vosges. Η τρυφηλότητα της ζωής του, έτσι όπως περνούσε τις μέρες του ξαπλωμένος, πίνοντας σαμπάνια και τρώγοντας εκλέρ, του είχαν αφαιρέσει σωματική δύναμη και το ένστικτο του κυνηγού. Από αγριόγατα είχε γίνει ευνουχισμένος γάτος του σαλονιού.

Τέλος ήταν τα χρόνια στο τσίρκο. Εκεί έπινε και κάπνιζε όσο πίνουν και καπνίζουν οι τσιρκολάνοι –κι όλοι ξέρουν ότι είναι οι πρωταθλητές των καταχρήσεων ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Μαζί με όλα τ’ άλλα υπήρχαν και τα ναρκωτικά. Εκείνο το απόγευμα είχε καπνίσει ηρωίνη με τη γυάλινη πίπα του.

Στην αρχή της ημέρας είχε χαρεί που θα έμενε στο Αναρχικό Τσίρκο. Αλλά καθώς περνούσαν οι ώρες τον βάραιναν όλο και περισσότερο οι τύψεις. Θ’ άφηνε την Τενερίφη μόνη σ’ έναν κόσμο άγνωστο για εκείνη. Δεν ήξερε ούτε τι είναι η σοκολάτα. Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τις τύψεις από μια δόση ηρωίνης. Το κάπνισε κι έγειρε στο πάτωμα του κλουβιού του, ντάγκλα μέχρι να έρθουν οι επισκέπτες.

~~

Στον ύπνο του, αυτόν τον παράξενο ύπνο της ηρωίνης, έβλεπε σκηνές απ’ τον Κόκκινο Βάλτο. Τις ληστείες που έκαναν, τα γλέντια, εκείνη τη μέρα που είχαν πνίξει δέκα στρατιώτες. Κάποιοι ήχοι που άκουσε, το χλιμίντρισμα του πόνι, είχαν ενσωματωθεί στο όνειρο.

Μόνο σαν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός ξύπνησε, αφού ήταν πολύ εκκωφαντικός για να τον αγνοήσει. Άνοιξε τα μάτια. Σαν άκουσε και το δεύτερο πυροβολισμό, ένα σώμα να πέφτει, πετάχτηκε πάνω. Για λίγο έσβησαν τα πάντα. Χρειάστηκε να κάτσει ανακούρκουδα, με το κεφάλι ανάμεσα στις φτέρνες, για να γυρίσει το αίμα στο κεφάλι. Ακούστηκε η φωνή του Σιμόν, μετά ο τρίτος πυροβολισμός.

Συνήλθε όπως μπορούσε και βγήκε έξω, στον κεντρικό χώρο της τέντας. Είδε τον φίλο του κάτω, με το κρανίο διαλυμένο. Από πάνω του στεκόταν χαμογελαστός ο δολοφόνος, που σίγουρα ήταν πιο εφιαλτικός από κάθε δαίμονα της πρέζας.

Στην αριστερή πλευρά του προσώπου του είχε ένα κενό που αιμορραγούσε κι είχε βάψει το κουστούμι του. Το κεφάλι του ολόκληρο ήταν καψαλισμένο κι άτριχο απ’ τη φωτιά στο Μονόκερο. Έπαιζε με το σουγιά στο δεξί, το περίστροφο στο αριστερό.

Ο Αυτόλυκος δεν όρμησε αμέσως. Προσπαθούσε να διαχειριστεί την κατάσταση, να καταλάβει τι είναι αληθινό και τι παραίσθηση της πρέζας. Προσπαθούσε να καθαρίσει το μυαλό του, για να οξυνθούν οι αισθήσεις του και να νιώσει τους μυς δυνατούς ξανά.

«Να και το παλιόσκυλο», είπε ο Νίτσης.
Με το χέρι που κρατούσε το περίστροφο σκούπισε τα αίματα πάνω στο μανίκι. Θα έπρεπε ν’ αγοράσει καινούριο.

Ο Αυτόλυκος σκεφτόταν αργά ακόμα, αλλά ήξερε ότι ο δολοφόνος μίλησε ελληνικά, όπως αυτά που μιλούσαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Ο Νίτσης δεν ήξερε την καθαρεύουσα, ούτε τον ένοιαζε να τη μάθει. Είχε άλλα όπλα.

«Ποιος είσαι;»
«Είμαι φίλος. Έλα να σου εξηγήσω.»

Σαν το είπε αυτό σήκωσε το περίστροφο. Η σφαίρα σφύριξε δίπλα στο αυτί του Αυτόλυκου. Παρά την κατάσταση του πρόλαβε να σκύψει και να πηδήξει στο πλάι, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή -μπορεί και λίγο μετά. Ο Νίτσης πυροβόλησε άλλη μία, καθώς ο λύκος κατρακυλούσε πίσω απ’ τον Τροχό των Μαχαιριών.

Αυτό ήταν ένα όργανο που χρησιμοποιούσαν για να διασκεδάζουν τους θεατές ανάμεσα στις παραστάσεις. Ένας χοντρός ξύλινος κύκλος, που πάνω του έδεναν τη Τζίνα μ’ ανοιχτά χέρια και πόδια κι ο μάγος της έριχνε μαχαίρια. Ήταν χοντρός σαν τοίχος.

~~~

Ο Νίτσης ήταν ο καλύτερος στη δουλειά του. Η απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης τον βοηθούσε να είναι αδίστακτος, ακόμα κι όταν σκότωνε παιδιά ή ζώα. Επιπλέον δεν ένιωθε φόβο ή μπορεί να μη νοιαζόταν και για τα δικά του συναισθήματα, έτσι ήταν εξαιρετικά ψύχραιμος και καλός στους υπολογισμούς.

Κατάλαβε ότι οι σφαίρες δεν θα περνούσαν την ασπίδα. Αν ορμούσε εκεί πίσω έχανε το πλεονέκτημα της απόστασης που του έδινε το όπλο. Θα εμπλέκονταν σώμα με σώμα. Όμως δεν μπορούσε να περιμένει. Η συνοικία όπου είχαν στήσει την τέντα ήταν λαϊκή και κακόφημη. Ίσως να μην πήγαινε καν η αστυνομία, αφού οι πυροβολισμοί ήταν συνηθισμένοι εκεί σαν το γάβγισμα των σκύλων. Θα τραβούσαν όμως σίγουρα περίεργους. Μερικοί απ’ αυτούς ίσως να είχαν και όπλο. Κι ίσως να γυρνούσε η μάγισσα, που δεν ήθελε να την αντιμετωπίσει απρόσμενα.

Αυτό είχε μάθει τόσα χρόνια: Δεν μπορείς να ελέγξεις απόλυτα καμία αποστολή, οπότε προσπαθείς να περιορίσεις στο ελάχιστο τις πιθανότητες αιφνιδιασμού.

Έπρεπε να βρει τρόπο να πλησιάσει τον λύκο ή να τον εξαναγκάσει να βγει απ’ το λαγούμι του. Σκέφτηκε ότι σε λαγούμια ζουν αλεπούδες, όχι λύκοι. Κι εκείνος ήταν ο κυνηγός.

«Ξέρεις, λύκε, χάρη σ’ εσένα τη βρήκαμε», είπε ο Νίτσης ενώ έψαχνε για κάποιο καθρέφτη ή τζάμι που θα του έδειχνε πού ακριβώς στέκεται ο αντίπαλος.
«Τι βρήκατε;» ακούστηκε η φωνή του Αυτόλυκου.

Εκείνος, απ’ τη μεριά του, έψαχνε έξοδο διαφυγής. Δεν ήθελε να πολεμήσει, δεν γινόταν να νικήσει.

«Εσένα και τη γριά μάγισσα.»
«Δεν είναι γριά.»
«Και την άλλη. Τη μικρή μάγισσα.»
«Τη Ζήνα; Τι της έκανες;»
«Την ποια; Α, ναι, λες τη… Ζανζιβάρη; Αυτή είναι το παιδί, σωστά;»

Ο Αυτόλυκος δεν του μίλησε. Σκεφτόταν πού μπορεί να ήξερε το μαγικό όνομα της Ζήνας.

«Όχι», συνέχισε ο Νίτσης. «Αυτή χάθηκε εντελώς, κανέναν σημάδι.»

Μία απ’ τις ικανότητες που βοήθησαν τον Νίτση να καθιερωθεί ως εκτελεστής, και να επιβιώσει τόσα χρόνια, ήταν ότι μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα πολλά πράγματα, το ίδιο καλά. Έτσι το ένα μέρος του μυαλού του συνέχιζε τη συζήτηση και το άλλο έψαχνε το «παράθυρο» για να επιτεθεί. Κι ένα τρίτο μέρος μετρούσε την ώρα.

Καθώς ο Αυτόλυκος δεν του απάντησε, του μίλησε ξανά. Απ’ τη φωνή του προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκεται. Όμως είχε χάσει την ικανότητα του εντοπισμού προέλευσης των ήχων. Για να καταλάβει ένας άνθρωπος –και όχι μόνο, από πού έρχεται ένας ήχος χρειάζεται δυο αυτιά. Η διαφορά φάσης ανάμεσα στο δεξί και τ’ αριστερό αυτί σου δείχνει την κατεύθυνση πού πρέπει να κοιτάξεις. Κι ο Νίτσης είχε μείνει με ένα. Προσπαθούσε να το καταλάβει απ’ την ένταση, καθώς πλησίαζε ή απομακρυνόταν. Γι’ αυτό έπρεπε να τον κάνει να μιλάει.

«Λέω για την άλλη μάγισσα, εκείνη με τα λευκά μαλλιά, την όμορφη. Γι’ αυτήν δεν ήρθατε οι τέσσερις;»

~~~~

Ο Αυτόλυκος πάσχιζε να βγει απ’ την πρέζα. Παρότι βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, σαν κρύφτηκε πίσω απ’ τον Τροχό κι ακούμπησε το κεφάλι του, ένιωσε πάλι να χώνεται στον τάπητα. Ήταν πολύ καλής ποιότητας ηρωίνη, ανόθευτη BAYER.

Άκουγε τα βήματα του Νίτση να διαχέονται στο χώρο, καθώς εκείνος περπατούσε από δω κι από κει. Δεν ένιωθε φόβο. Δεν τον ένοιαζε έτσι όπως ήταν χαμένος στη δόση του, δεν τον ένοιαζε γιατί όλα ένα όνειρο είναι, οπότε ας κοιμηθούμε.

Μόνο σαν άκουσε την τελευταία φράση του Νίτσε ο εγκέφαλος του ξεκίνησε να βαράει συναγερμό. Αυτός δεν ήταν ένας τυχαίος δολοφόνος.

«Ξέρεις κι από πού ήρθαμε;» τον ρώτησε.
«Ξέρω περισσότερα κι από σένα.»

Ο Αυτόλυκος ξεκίνησε να μιλάει στην κοινή ελληνιστική.

«Δεν τις καταλαβαίνω αυτά τα παπαδίστικα τερτίπια.»
«Δεν είσαι δικός μας», είπε ο Αυτόλυκος.

Πλέον τον ένοιαζε πιο πολύ να λύσει το μυστήριο, παρά να αμυνθεί. Πώς ήξερε ο δολοφόνος τόσα;

«Δεν είμαι κανενός», είπε ο Νίτσης. «Μανία που ‘χετε όλοι ν’ ανήκετε. Ούτε δικός σας ούτε δικός τους ούτε κανενός. Είμαι δικός μου, εγώ, μόνος μου.»
«Πού ξέρεις για τη Ζανζιβάρη;»
«Μου το είπε ένας φίλος, ένας κοινός φίλος.»

Ο Αυτόλυκος είχε αφοσιωθεί στη συζήτηση και δεν κατάλαβε ότι ο Νίτσης είχε φτάσει στο πάλι, απ’ όπου μπορούσε να τον πετύχει. Με την άκρη του ματιού είδε ασπρόμαυρα την κίνηση, δεν στράφηκε να δει τι ήταν. Κύλησε κι έφυγε προς τα πίσω. Η σφαίρα του Νίτση έσκαψε το ξύλο, στο σημείο όπου πριν ακουμπούσε ένα κεφάλι.

Ο Αυτόλυκος έφυγε τρέχοντας στα τέσσερα και μπήκε στην τέντα του μάγου. Τους βρήκε νεκρούς εκεί, με τη Στέλλα, που κάποιες νύχτες τις περνούσαν αγκαλιά να έχει πεθάνει στο κουτί της –σαν ένα φέρετρο με τρύπες για τα πόδια και το κεφάλι.

~~~~~

Ο Νίτσης μέτρησε την απόσταση με το βλέμμα. Έκανε τον υπολογισμό. Ο λύκος δεν προλάβαινε να βγει έξω. Είχε μπει σε μία απ’ τις δυο σκηνές, του μάγου ή του δυνατού.

Σίγουρα δεν θα ήταν καλή ταχτική να ορμήσει εκεί μέσα. Θα ήταν πολύ εκτεθειμένος. Οι τέντες ήταν σαν φρούρια, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει να πεινάσει για να βγει ούτε να βάλει φωτιά. Δεν είχε χρόνο, και το κομμένο του αυτί δεν τον βοηθούσε. Συνέχισε την κουβέντα. Ίσως μπορούσε να τον εξαναγκάσει έτσι να φανερωθεί.

«Εσύ ήσουν ο στόχος. Ένας λυκάνθρωπος, σε κάθε εποχή, δεν περνάει απαρατήρητος. Η μάγισσα με τ’ άσπρα μαλλιά, η όμορφη, ξέρουμε ότι έρχεται εδώ. Την κυνηγάνε άλλοι, στρατιωτικοί κι ένας δικός μου, ένας χωροφύλακας. Να σου πω θα πόνταρα πάνω στο χωροφύλακα, που είναι κι έξυπνος, παρά στους ηλίθιους του στρατού. Μόνο να πεθαίνουν ξέρουν αυτοί.»

Δεν ακούστηκε τίποτα απ’ τον Αυτόλυκο.

«Και να σου πω, ελπίζω να μην την πιάσουν. Θα ήθελα να τη γαμήσω πριν τη σφάξω.»

Πάλι δεν ακούστηκε τίποτα. Ο Νίτσης κατάλαβε. Ο λύκος δεν γνώριζε τη γοργόνα, δεν τον ένοιαζε τι θα πάθαινε. Το σκέφτηκε καλύτερα. Έπρεπε να τον πιέσει ψυχολογικά.

«Θα είναι πολύ πιο διασκεδαστικό απ’ αυτό που έκανα στη γριά μάγισσα.»

Κανένας ήχος, αλλά μέσα στη σιγή υπήρχε ηλεκτρισμός. Ο Νίτσης ήξερε ότι το πήγαινε καλά.

«Αυτές τις κωλόγριες αξίζει να τις γαμάς μόνο από πίσω, το μουνί τους είναι στεγνό σαν στόμα μπεκρή.»

Ηρεμία πριν την έκρηξη. Ο Νίτσης πυροβόλησε στον αέρα την έκτη σφαίρα του.

«Αυτή ήταν τόσο χάλια που της σήκωσα το μαύρο φουστάνι και της έχωσα το μαχαίρι μου στον κώλο της. Στο διάολο, μάγισσα! Ούρλιαζε απ’ τον πόνο, μέχρι που της έσπασα τον λαιμό.»

Ο Αυτόλυκος πήδηξε μέσα απ’ τη σκηνή του μάγου, με μάτια και σαγόνια άγριου θηρίου. Ο Νίτσης τον περίμενε και τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στον ώμο και τον έριξε πίσω.

«Εφτάσφαιρο», είπε ο Νίτσης και πήγε κοντά στο λύκο. «Το αγαπώ αυτό το Κολτ.»
«Ποιος σ’ έστειλε;» είπε ο Αυτόλυκος.

Το δεξί του χέρι είχε παραλύσει. Η σφαίρα είχε χτυπήσει καίριο σημείο. Έχανε πολύ αίμα, αλλά ήθελε ν’ ακούσει αυτό που ήξερε ότι θ’ ακούσει.

Ο Νίτσης μίλησε αργά, σαν να ήταν στο καφενείο, ενώ γέμιζε το Κολτ.

«Ποιος μ’ έστειλε είναι άλλο. Δεν σε νοιάζει, δεν τον ξέρεις, ούτε αυτός σε ήξερε. Τη μάγισσα με τ’ άσπρα μαλλιά κυνηγούσαμε, αυτή είχαμε στο μάτι. Αλλά τότε ήρθε ένας καινούριος συμβουλάτορας. Παράξενο αλήθεια, αλλά ο Καρπόφ τον εμπιστεύτηκε αμέσως. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Θα πάει μπροστά ο τύπος. Μπράβο του, παρότι άσχημος σαν ασβός.»

Ο Νίτσης γέλασε και σημάδεψε τον Αυτόλυκο στο μέτωπο.

«Αλληλούια», είπε πριν πυροβολήσει.
«Πώς τον λένε;»
«Τον άσχημο;»
«Αυτόν που μας πρόδωσε.»
«Φοίβο τάδε. Αναρίδη, Αρχίδι. Κάτι τέτοιο. Έτοιμος;»

Ναι, ήταν έτοιμος να πεθάνει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί, να παλεύει. Νόμιζε ότι μπορούσε να σταθεί στην άκρη, να μείνει αμέτοχος ενώ ο κόσμος καίγεται. Δεν γίνεται αυτό, η πάλη ποτέ δεν τελειώνει, κανείς δεν είναι αμέτοχος, κανείς δεν είναι αθώος, κανείς δεν είναι ελεύθερος.

Όμως εκείνο που τον είχε κουράσει περισσότερο, έστω το τελευταίο λιθάρι για να υποκύψει στο βάρος της ύπαρξης, ήταν η προδοσία.

Μπορεί να δεχτείς ν’ αντιπαλεύεις τον κόσμο, όλους, όμως θες κάποιον δικό σου, φίλο, σύντροφο, συγγενή, συνοδοιπόρο, ερωμένο.

Κανείς δεν μπορεί να παλεύει με τον κόσμο μόνος του. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος του. Κι εκείνος είχε χάσει όλους τους φίλους. Θυμήθηκε τον Σιμόν. Θυμήθηκε τον Ορέστε, στο Βολτέρα. Εκείνος ο τρελός ήταν ο πιο σοφός άνθρωπος που είχε γνωρίσει. Μέσα σ’ έναν τρελό κόσμο, μόνο οι τρελοί είναι γνωστικοί.

«Α, ένα τελευταίο», είπε ο Νίτσης. «Τη γριά μάγισσα δεν τη σκότωσα ακόμα. Αλλά μου άρεσε η ιδέα με το σπαθί. Άντε γεια.»

~~~~~

Ο Αυτόλυκος έκλεισε τα μάτια κι ετοιμάστηκε να πεθάνει. Δεν προσευχήθηκε, δεν πίστευε σε τίποτα, σε θεούς και σε διαβόλους δεν πίστευε. Ήθελε να τελειώνουν όλα και να καταλήξει σ’ αυτό που έλεγε ο Επίκουρος: Τίποτα, αυτό που ήταν πριν να γεννηθεί.

Τον πείραζε μόνο κάτι. Ναι, μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβε τι του έλειψε περισσότερο στη ζωή του: Κανείς δεν τον ερωτεύτηκε, γυναίκα ή άντρας. Λογικά το καταλάβαινε, ήταν εξάμβλωμα, σχεδόν άνθρωπος, σχεδόν ζώο.

Μα τι αξίζει να ζεις αν κανείς δεν σ’ ερωτευτεί; Τι αξίζει να ζεις αν δεν ερωτευτείς;

Σκέφτηκε, έτσι στα γρήγορα, ποια είχε αγαπήσει. Μόνο τη Μάργκο, την πόρνη που του είχαν φέρει. Κι εκείνη τον πούλησε με την πρώτη ευκαιρία.

Ο πιο κοντινός δεσμός που είχε ήταν με τους ληστές του Κόκκινου Βάλτου. Αυτοί δεν θα τον πουλούσαν ποτέ, δεν τον είχαν πουλήσει, πέθαναν ακολουθώντας τον. Αυτοί ήταν οι αγαπημένοι του, αυτός ήταν ο έρωτας του.

Ακούστηκε τότε ένας ήχος που θα τρόμαζε και το μεγαλύτερο κοπρόσκυλο. Η γάτα του τσίρκου, που έλεγε η Τενερίφη ότι ήταν μαγική, είχε ορμήσει με τα τέσσερα στα μούτρα του Νίτση και ζωγράφιζε με τα νύχια της. Με το ζόρι κατάφερε να την ξεκολλήσει, όταν του είχε κάνει το πρόσωπο όλο γρατζουνιές, με χειρότερη πληγή το αριστερό μάτι, που είχε σχίσει το ασπράδι στα δύο σαν αβγό. Ο Νίτσης άφησε το περίστροφο να του πέσει κάτω, καθώς πάλευε με το θηρίο. Της έχωσε το σουγιά στην κοιλιά. Εκείνη συνέχισε να γρατζουνάει και να φωνάζει, μαζί με τα μικρά που ήταν κολλημένα στη ράχη της. Την έριξε κάτω και ξεκίνησε να την πατάει σαν να ‘ταν κατσαρίδα. Την έλιωσε. Τότε μόνο κατάλαβε ότι είχε αποσπαστεί.

Γύρισε την ώρα που ο Αυτόλυκος πηδούσε πάνω του. Μαχαίρωσε το λύκο στο συκώτι, την ίδια στιγμή που εκείνος τον δάγκωνε στο λαιμό. Έπεσαν μαζί.

Ο Νίτσης έστριβε το σουγιά, ενώ ο Αυτόλυκος δάγκωνε πιο δυνατά. Έβγαλε το στιλέτο απ’ τα δεξιά και το έχωσε αριστερά, να βρει την καρδιά. Αστόχησε, αλλά τρύπησε τον πνεύμονα.

Ο Αυτόλυκος έκανε πίσω το κεφάλι βογγώντας. Επέστρεψε και δάγκωσε τον εχθρό του στο πρόσωπο. Του έκοψε μύτη και χείλη. Ο Νίτσης δεν ούρλιαξε, έπιασε το περίστροφο από κάτω και του έριξε δυο σφαίρες στην κοιλιά.

Τον πέταξε μακριά. Κι έτσι όπως ήταν, με τον λαιμό να αιμορραγεί, ένα μάτι κλειστό, χωρίς μύτη, χείλια κι ένα αυτί, σηκώθηκε πάλι, ένα κόκκινο πράγμα με χέρια, πόδια και κεφάλι, τον σημάδεψε. Ίσως και να χαμογελούσε -αν είχε χείλη. Είπε: «Κοπρόσκυλο».

Δεν πρόλαβε να πατήσει τη σκανδάλη. Ένα απ’ τα σπαθιά του μάγου του έκοψε το λαιμό μέχρι τη σπονδυλική στήλη. Ο Νίτσης έπεσε, χωρίς ζωή πια, ένα πράγμα που είχε σταματήσει να μοιάζει με άνθρωπο πια.
 Πίσω του στεκόταν η Τενερίφη.

~~~~~~~{}~~~~~~~

46

Έτρεξε στον Αυτόλυκο. Ανέπνεε ακόμα, αλλά δεν θα το έκανε για πολύ. Είδε τα τραύματα του, στο συκώτι, στον πνεύμονα, στην κοιλιά. Τον πήρε αγκαλιά και ξεκίνησε να λέει το ξόρκι της συντήρησης, όχι για να τον σώσει, αλλά για να τον αποχαιρετήσει.

«Μας πρόδωσε», ήταν τα πρώτα λόγια του Αυτόλυκου, όταν μπόρεσε να μιλήσει.
«Αυτός που έλεγες; Ο Φοίβος;»
Δεν της απάντησε, μόνο ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Κι η Ζήνα;»
«Δεν ξέρουν…» είπε ο Αυτόλυκος και μετά προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μου άρεσε.»
«Τι σου άρεσε;»
«Που πέθανα έτσι, να υπερασπίζομαι την αγέλη.»

Δεν του είπε ψέματα, ότι θα ζήσει. Δεν θα τον παρηγορούσε, θα τον ντρόπιαζε έτσι.

«Τελικά επικράτησε ο λύκος.»
«Ναι, γράψε στον τάφο: Έζησε σαν άνθρωπος, πέθανε σαν…»
«…λύκος, ησύχασε.»

Την τελευταία λέξη δεν κατάφερε να την πει ο Αυτόλυκος, γιατί ξεκίνησε να βήχει αίμα. Η Τενερίφη έβαλε μεγαλύτερη δύναμη στο ξόρκι. Έξω είχαν αρχίσει να μαζεύονται άνθρωποι. Κάποιοι μπήκαν, είδαν το μακελειό. Έτρεξαν να φωνάξουν αστυνομία.

«Πρέπει να φύγεις», είπε ο λύκος.
«Να πάω πού;»
«Η κόρη της Φουέρτε έρχεται. Αυτή είναι το κλειδί.»

Για μια στιγμή σταμάτησε ν’ αναπνέει κι έφυγε απ’ τον κόσμο της ύλης. Η Τενερίφη σκέφτηκε να τον αφήσει, αλλά δεν άντεχε. Τον επανέφερε για ένα τελευταίο αποχαιρετισμό.

«Τους είδα!» είπε ο Αυτόλυκος, που μόλις είχε αρχίσει ν’ αναπνέει ξανά, μόλις είχε αρχίσει να ξαναζεί. «Τους συντρόφους του Βάλτου, τους είδα. Με περιμένουν. Αυτά είναι τα δικά μου Ηλύσια πεδία. Εκεί…» Έπιασε το χέρι της μάγισσας. «Σ’ ευχαριστώ… Τώρα άσε με.»
«Θα έρθω να σας βρω στους βάλτους.»
«Θα στήσουμε γλέντι, μάγισσα. Το καλύτερο μπρούσκο. Θα σε περιμένουμε.»

Έκλεισε τα μάτια. Κι η μάγισσα σταμάτησε να μουρμουρίζει το ξόρκι.

Κάποιοι είπαν ότι οι λύκοι της περιοχής αλυχτούσαν εκείνη τη νύχτα.

~~

Είχαν αρχίσει να φτάνουν και αστυνομικοί. Η Τενερίφη ήξερε πως αν την έπιαναν εκεί δεν θα γλίτωνε το μπουντρούμι –ίσως και τη γκιλοτίνα.

Άφησε σιγά το κεφάλι του λύκου κάτω. Έβαλε ένα φράγκο στο στόμα του, για τον βαρκάρη. Μετά έκανε τη μαγεία της παραπλάνησης, κι έγινε σαν μια μαυροφορεμένη γυναίκα που ψαχουλεύει τις τσέπες των νεκρών.

«Ε, εσύ, φύγε από ‘κει», της φώναξε ένας αστυνομικός και την κλώτσησε.

Η Τενερίφη απομακρύνθηκε ψελλίζοντας γαλλικές φράσεις χωρίς νόημα.

~~~

Έξω απ’ την τέντα είχε μαζευτεί μεγάλο πλήθος. Περίεργοι που έψαχναν το κουτσομπολιό της ημέρας. Η αστυνομία βρισκόταν παντού. Ενώ κατέβαινε προς το λιμάνι είδε μια ιλαρχία να πηγαίνει προς το τσίρκο. Την υπόθεση θα την αναλάμβανε ο στρατός.

Είχε γίνει πολύ σοβαρό, αλλά εκείνη σκεφτόταν το ρόλο του Φοίβου. Γιατί να τους προδώσει;

Πήγε και στάθηκε στην προβλήτα 13, στην πιο ακριανή και κακοφωτισμένη του λιμανιού.  Οι λαθρέμποροι και τα καταραμένα πλοία ελλιμενίζονται στο περιθώριο. Ένας μεθυσμένος έκανε να την πειράξει. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου τον έστειλε να πέσει στη θάλασσα.

Έκατσε σε μια δέστρα του ντόκου κι αναλογίστηκε τι είχε καταφέρει. Τίποτα. Χειρότερα απ’ το τίποτα. Είχε πεθάνει ο Αυτόλυκος, δεν ήξερε πού ήταν η μικρή -κι ο τέταρτος της παρέας είχε στραφεί εναντίον τους.

Σαν θυμήθηκε τις ικανότητες του Φοίβου τρόμαξε περισσότερο. Είχε σκοτώσει τη Μέγαιρα στα δεκάξι και χάρη στο σχέδιο του είχαν σκοτώσει και τον Άβαρι, τον πατέρα του. Ήταν γιος του Υπερβόρειου μάγου, που κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ημίθεος. Πολλή δύναμη. Και τώρα τον είχαν εναντίον τους.

«Λάθος!» είπε στη θάλασσα. «Εγώ τον έχω εναντίον μου, μόνη μου απέμεινα… Ελπίζω αυτή η μάγισσα ν’ αξίζει γιατί αλλιώς…»

Έβγαλε να καπνίσει ένα τσιγάρο. Κατάλαβε ότι δεν είχε τίποτα άλλο πέρα απ’ τα ρούχα που φορούσε και το σάκο της. Ούτε χρήματα ούτε χαρτιά, μόνο το φρυγικό καπέλο κι ένα πακέτο Γκωλουάζ. Φύσηξε τον καπνό προς τη θάλασσα και ψιθύρισε λόγια που θα έφερναν την κοπέλα κοντά της.

~~~~

Γίνονταν μεταμεσονύχτιες συναλλαγές στην προβλήτα 13 όταν κάπνισε το τελευταίο της τσιγάρο. Ένιωσε τότε το μαγικό στίγμα να πλησιάζει. Κατάλαβε ότι ήταν κάτι υπερβολικά ισχυρό, όχι μόνο μια μάγισσα.

«Το καταραμένο πλοίο», είπε με σιγουριά.
Έριξε τη γόπα στη θάλασσα και στύλωσε τα μάτια μπροστά.

Το Έσσεξ φάνηκε στον ορίζοντας, στο σημείο όπου κοίταζε, μια ώρα μετά. Όλα τα καράβια που έπλεαν βράδυ έπρεπε να έχουν αναμμένους λύχνους στο μεσιανό κατάρτι, για να μη συγκρούονται. Εκείνο δεν είχε. Οι καταραμένοι δεν ακολουθούν τους κανόνες κατά γράμμα. Η Τενερίφη το είδε γιατί η μαγεία του ήταν σαν φάρος. Θα μπορούσε να το δει και με κλειστά μάτια.

Σηκώθηκε και τίναξε τη φούστα της. Έβγαλε τον φρυγικό σκούφο και τον φόρεσε. Σκούπισε τα μάτια της. Η Γιωταλία έφτανε.

ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ