Βούτηξε το χέρι στη δεξιά τσέπη του μπουφάν της και έβγαλε ένα διπλωμένο περιτύλιγμα από Lacta. Το κοίταξε για μία στιγμή. Έπειτα το κράτησε ψηλά κόντρα στον άνεμο κι άφησε τον αέρα να το παρασύρει.
Έκλαιγε ασταμάτητα, μα μικρά χαμόγελα διέκοπταν που και που το μοιρολόι της. Ξαναβούτηξε το χέρι στην τσέπη. Ψαχούλεψε για λίγο.
Τράβηξε ένα κλειδί. Έκανε να το πετάξει, μα κόμπιασε. Το έκρυψε στην αριστερή χούφτα της και ξανάρχισε το ψαχούλεμα.
Βρήκε ένα βραχιολάκι από κόκκινες και λευκές κλωστές. Σιγομουρμούρισε κάτι και το παράτησε κι αυτό στο έλεος του αγέρα.
Φάνταζε πλέον λίγο ψηλότερη.
Έσφιξε τα χείλη και το πηγούνι της και έχωσε ακόμη μία φορά το χέρι στην τσέπη. Έβγαλε έξω ολάκερη τη φόδρα. Ψίχουλα και μικροαντικείμενα σκορπίσανε στα πέρατα.
Με το μανίκι της σκούπισε το πρόσωπό της. Τα μάτια της, άνοιξαν διάπλατα. Έστρεφε το κεφάλι της μία αριστερά και μία δεξιά κοιτάζοντας ολόγυρα, καθώς πλέον αιωρούνταν ίσαμε δύο μέτρα, πάνω από το πεζοδρόμιο.
Άπλωσε τα χέρια της και έστρεψε το πρόσωπό της στον ουρανό. Τα δάκρυα είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα λαμπερό χαμόγελο έκπληξης.
Στροβιλιζόταν κι ανεβοκατέβαινε στο σημείο όπου βρισκόταν. Γύρω της η πόλη γκρίζα. Έρημη. Από πάνω της, σύννεφα ολούθε.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και έκανε να απογειωθεί. Δεν κατάφερε να κερδίσει περισσότερο ύψος. Έκανε μία δύο προσπάθειες ακόμη, αλλά μάταια.
Ανασήκωσε τους ώμους της και ταυτόχρονα έτεινε το κεφάλι στο πλάι.
Προσπάθησε να κινηθεί παράλληλα με το δρόμο. Λίγα εκατοστά και κάτι αόρατο διέκοψε την κίνησή της. Κοίταξε με απορία πέρα δώθε. Ψηλάφισε τον αέρα γύρω της, μα δε βρήκε τίποτα.
Κρέμασε τα χέρια στο πλάι και μαζί έσκυψε το κεφάλι της. Έμεινε για μία στιγμή ακίνητη.
Ο αέρας τριγύρω λυσσομανούσε. Τα μαλλιά και το κασκόλ της είχαν υποταχθεί πλήρως στις επιταγές του ανέμου.
Ύψωσε αργά τη γροθιά του αριστερού χεριού της μέχρι τη μέση της. Άνοιξε τη χούφτα της και μέσα αποκαλύφθηκε εκείνο το κλειδάκι που είχε κρύψει λίγο νωρίτερα.
Το χέρι της έτρεμε. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
Με αργές κινήσεις, άρχισε να στρέφει την παλάμη της προς το πλάι. Το κλειδί γλίστρησε και χτύπησε με γδούπο στην άσφαλτο.
Ο αέρας, κόπασε μονομιάς.
Η γκρίζα πόλη, πλέον έγινε ακόμη πιο βουβή. Ούτε ο παραμικρός ήχος ή κίνηση, γύρω τριγύρω. Παρά ένα αντικείμενο στον ουρανό που ολοένα και μίκραινε.
Στη θέση της νεαρής κοπέλας, πλέον δεν υπήρχε τίποτα.
Στιγμές αργότερα, σύννεφα παραμέρισαν με βία, σχηματίζοντας έναν πελώριο κύκλο πάνω από εκείνο το σημείο που νωρίτερα αιωρούνταν το μυστηριώδες κορίτσι. Από μέσα του ξεπρόβαλε το πιο όμορφο γαλάζιο και μαζί ξεπήδησαν ακτίνες ήλιου.
Το γρασίδι έγινε και πάλι πράσινο. Η γκρίζα πόλη ντύθηκε με κάθε λογής χρώματα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Καράκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής