Ένιωθε τα μηνίγγια του να φουσκώνουν, τα μάτια του να συρρικνώνονται. Μέσα στο μυαλό του έπαιζε τη σκηνή ξανά και ξανά. Φανταζόταν να τον πιάνει από τη σκοροφαγωμένη του μπλούζα, να τον πετάει με τη μούρη πάνω στον πάγκο, να του πιέζει τον αυχένα και να του κοπανάει τη μούρη μέσα στις τομάτες μέχρι σκάσει. Δεν έκανε τίποτα από αυτά. Απλά σηκώθηκε από το χώμα και ξεσκονίστηκε.
«Δεν τελειώσαμε μαλάκα», μούγκρισε μέσα από τα δόντια του κοιτώντας τον χοντρό, ο οποίος είχε ήδη στρογγυλοκάτσει στο σκαμνί που πριν καθόταν αυτός, κι έριχνε τα ζάρια, κοπάναγε τα πούλια γελώντας, με τα κόκκινά του μάγουλα να πάλλονται και το σαγόνι να γυαλίζει γεμάτο λάδια. Ο δικός μας, αφού ίσιωσε τα ρούχα του, τράβηξε προς το σπίτι.
*
Μια σταλιά ήταν το σπίτι του· ένα δωμάτιο, ένα μπάνιο κι ένα μπαλκονάκι που ίσα ίσα χωρούσε να βάλει μια καρέκλα για να κάθεται και να παρακολουθεί τι γίνεται στη γειτονιά. Ένα στρογγυλό τραπέζι στη μέση, ένα ντιβάνι στη γωνία, μια κουζινίτσα κι ένας καλόγερος με όλα του τα ρούχα κρεμασμένα, σαν όρθιο σκιάχτρο δίπλα στο παράθυρο. Η φωτογραφία της γυναίκας του πάνω στο τραπέζι – την είχε πάντα εκεί, ήθελε να την βλέπει όταν έτρωγε. Όλα μπορούσε να τα αντέξει, αλλά όχι να τρώει μοναχός του.
Όταν μπήκε στο σπίτι ήταν ακόμα ξαναμμένος. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έβγαλε το καπέλο του, έβαλε ένα ποτήρι νερό κι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου του. Κάτω από τα κιτρινισμένα χαρτιά, ψηλάφησε στο βάθος και βρήκε τη λεπίδα. Ακούμπησε με την άκρη του δαχτύλου του το κρύο ατσάλι και έμεινε λίγη ώρα εκεί καθιστός με το ένα χέρι μέσα στο συρτάρι και το άλλο ακόμα σφιγμένο σε γροθιά. Ύστερα ξάπλωσε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι κανένα μισάωρο μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Στο μυαλό ερχόταν ξανά και ξανά η σκηνή από την αρχή.
Βρίσκονταν ξανά στο πλάι του πάγκου της λαϊκής που είχαν στήσει τα στοιχήματα στο τάβλι, οι ίδιοι που μαζεύονται εκεί κάθε Παρασκευή. Ήταν γνωστό στη γειτονιά ότι αυτός ήταν ο δυνατότερος όλων και γι’ αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Κι όταν καμιά φορά γινόταν κανένα χοντρό παιχνίδι τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν όλοι. Γιατί ξέρανε, πρώτον, ότι είχε τα διπλά τους χρόνια – μπορεί και να ξέρανε για τα χρόνια του στη στενή, δεν τους το είχε πει αυτός αλλά όλο και κάπου θα το είχαν ακούσει – τρίτον και κυριότερον ξέρανε ότι ο δικός μας δεν έλεγε πολλά, αλλά ήταν δίκαιος και σωστός με τα λεφτά των αλλωνών. Τις τελευταίες δυο Παρασκευές ήταν που εμφανιζόταν ο χοντρός και τους χαλούσε όλη τη μαγιά.
Ήρθε από έναν πάγκο ποιος ξέρει πού και στάθηκε όρθιος πάνω απ’ το παιχνίδι, με τα χέρια στη μέση και την κοιλάρα του να εξέχει κάτω από την τρύπια μπλούζα του (παρεμπιπτόντως, ο δικός μας σιχαινόταν την ατημελησιά) κι άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα.
«Παίξ’ το έτσι, παίξ’ το αλλιώς, μάζεψε πούλια εδώ, μην αφήνεις ανοιχτά εκεί, σας παίζω τα διπλά, σας παίζω τα τριπλά» κι άλλα τέτοια. Κι ενώ είχαν μια σειρά, όταν ο χοντρός είδε ότι ο δικός μας κέρδιζε αβέρτα και τους είχε πάρει όλους, εξαγριώθηκε κι άρχισε να λέει ότι «είναι πολύ γέρος για τέτοια και να πάει σπίτι του». Ο δικός μας δεν του μίλαγε, παρά συνέχιζε το παιχνίδι του.
Όταν όμως ο χοντρός έβαλε τη χοντροδαχτυλάρα του μέσα στο ταμπλό για του δείξει πώς έπρεπε να παίξει ο δικός μας δεν άντεξε. «Βούλωσέ το χοντρέ, μη στο βουλώσω εγώ μια και καλή», του είπε με σιγανή φωνή, σήκωσε τα φρύδια και κοίταξε με μάτια μισόκλειστα γιατί τον τύφλωνε ο ήλιος.
«Σήκω ρε, που δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου, να παίξει και κάνας άλλος», του είπε ο χοντρός και τον έσπρωξε στον ώμο. Ο δικός μας δε στηριζόταν καλά στο σκαμνί και με τη φόρα που έβαλε ο άλλος, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε με την πλάτη στο χώμα. Σηκώθηκε κι έφυγε μες τη ζέστη του μεσημεριού, με τα μηνίγγια του, όπως είπαμε, να βαράνε ταμπούρλο.
Στο δρόμο για το σπίτι, σκεφτόταν την ξεφτίλα που του έκανε. Δεν τον ένοιαζε τόσο που στη φούρια του δεν πήρε τα λεφτά του, πιο πολύ τον ένοιαζε που τονε χλεύασε μπροστά στους άλλους, που μέχρι τώρα τον σέβονταν και τον φοβούνταν.
*
Για την επόμενη Παρασκευή λοιπόν όλα ήταν έτοιμα και σχεδιασμένα κι αυτή τη φορά θα πήγαιναν όπως αυτός τα είχε σκεφτεί. Θα σηκωνόταν το πρωί, θα ντυνόταν με το καφέ κουστούμι, θα έβγαινε στον Αυγουστιάτικο ήλιο κατά τις έντεκα και θα πήγαινε εκεί που οι άλλοι θα τα είχαν στήσει και θα τον περίμεναν.
Μόλις θα εμφανιζόταν ο χοντρός, θα τον πλησίαζε στο ένα μέτρο κι εκεί που δεν θα το περίμενε, από κοντινή απόσταση, θα του έριχνε τρεις με τη λεπίδα που ‘χε στην τσέπη του. Σφιχτά και με χέρι σταθερό, μέχρι που το μαχαίρι της να μπηχτεί ολόκληρο.
Ο χοντρός θα έπεφτε με πάταγο, γύρω του θα κατρακυλούσαν φρούτα, ζάρια, θα σκόρπιζαν πούλια, κέρματα, γυναίκες και παιδιά θα έτρεχαν πανικόβλητα, θα τους έπεφταν οι σακούλες, θα ούρλιαζαν, θα έπιαναν τα κεφάλια τους, θα τράβαγαν τα μαλλιά τους, θα καλούσαν το εκατό. Κι αυτός εκεί, ατάραχος μέσα στο χάος θα περίμενε να τον μαζέψουν. Κι αυτό θα ήταν και το δίκαιο και το σωστό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ηρώ Παππά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής