Πίσω της

0
317

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 11.jpg

Η συννεφιά τυλίγει τους ανθρώπους της πόλης, τα κτίρια, και σαν κουρτίνα γνέφει όχι, στο φως που πασχίζει να περάσει. Η υποψία βροχής, η μυρωδιά της υποψίας, το χρώμα της, αγχώνει αυτούς που πασχίζουν να φτάσουν σώοι, σένιοι και στην ώρα τους, στη δουλειά τους.

Είναι Δευτέρα και λίγο κάτω από την επιφάνεια της γης, σε μία υπόγεια στάση του μετρό, τα οχήματα περνούν, σταματούν, φορτώνουν και ξεφορτώνουν ανθρώπους, προκαλώντας αναταραχή με τον εκκωφαντικό μα συνάμα υπόκωφο θόρυβο που παράγουν. «Αγκ!Αγκ!Αγκ!Αγκ!». Εκεί κάτω το εξωτερικό φως δε φτάνει ούτε με παραίνεση, όμως οι άνθρωποι μεταφέρουν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της βροχερής μέρας.

Πίσω από το συνωστισμένο πλήθος που περιμένει το επόμενο τρένο, ένας ηλικιωμένος κύριος, συνταξιούχος, ντυμένος με το αγαπημένο του κοστούμι, το γκρι του σακάκι, περιμένει λες και αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που έχει να κάνει. Κάθεται σε ένα από τα παγκάκια στο πίσω μέρος του θαλάμου, εκεί όπου ο κόσμος αναπαύεται, μέχρι να έρθει το δρομολόγιό του. Φαίνεται συνηθίζει να κάθεται και να παρακολουθεί τον κόσμο που περνά.

Στο μυαλό του, κατά τη διάρκεια τέτοιων επισκέψεων, διάφορα πράγματα εναλλάσσονται, παλιές αναμνήσεις από την εποχή που δεν υπήρχε μετρό, τους παλιούς χαλικόστρωτους δρόμους, τους παλιούς ανθρώπους, λιγότερο και περισσότερο διεστραμμένους, τη μυρωδιά των λουλουδιών και των δέντρων που πλέον έχει καλυφθεί, τη γεύση των φαγητών που πλέον έχει εξαφανισθεί. Υπάρχουν φορές που αρπάζει την ευκαιρία, καβαλάει ένα βαγόνι και μεταφέρεται σε μεριές της πόλης που δεν έχει ξαναδεί, μα αυτό δε συμβαίνει συχνά.

Ενώ ο κόσμος μπαινοβγαίνει στο βαγόνι και το πλήθος των εξερχομένων αραιώνει, ένας νεαρός άντρας κινείται περίεργα, αφού δεν κατευθύνεται προς την έξοδο απέναντι από τη πόρτα του τρένου από την οποία βγήκε. Αντίθετα, πλησιάζει βιαστικά μια γυναίκα που φαίνεται να περιμένει κάποιο άλλο τρένο, με μια τσάντα κρεμασμένη στον ώμο. Λίγα μέτρα πριν την προφτάσει αρχίζει να τρέχει και με μία βίαιη κίνηση τραβά από πάνω της την τσάντα, ρίχνοντας την ίδια κάτω. Η γυναίκα σηκώνεται ταραγμένη και αρχίζει να φωνάζει απελπισμένα. «Βοήθεια! Βοήθεια! Με κλέψανε! Βοήθεια!», ξεσπώντας σε κλάματα.

Κατά δική της τύχη, ενώ αυτή τραντάζεται απ’ τα αναφιλητά, ένας φύλακας τυχαίνει να κατεβαίνει τη σκάλα. Αντιλαμβάνεται τι έχει γίνει κι εντοπίζει τον αλαφιασμένο άντρα που τρέχει πανικόβλητος. Ορμά πάνω του και τον ρίχνει στο δάπεδο. Η γυναίκα το βλέπει και πλησιάζει.

Ο ηλικιωμένος, μέσα από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού του, απιθώνει με το χέρι του κι αρχίζει να τρίβει το μόριό του, καθώς κοιτάζει τα πόδια της γυναίκας που προχωρά. Ο φύλακας της δίνει τη τσάντα. Με ερεθισμένα απ’ την ένταση και το κλάμα μάτια, τον ευχαριστεί εγκάρδια. Αυτός μένει εκεί να κρατάει τον κλέφτη κολλημένο στο έδαφος, με τα χέρια κρατημένα σφιχτά πίσω από την πλάτη έως ότου έρθει η αστυνομία να τον συλλάβει. Ο κλέφτης σπαρταριστός παρακαλεί να τον αφήσουν να φύγει, υπόσχεται πως δεν θα το ξανακάνει.

Καθώς η γυναίκα κάνει να απομακρυνθεί από το σημείο της έντασης, να επιστρέψει στην αρχική της θέση, ο ηλικιωμένος άντρας την προσεγγίζει.

«Καλησπέρα, δεσποινίς. Θα θέλατε λίγη παρέα; Είδα τι συνέβη μόλις, η κατάσταση σε αυτή την πόλη έχει ξεφύγει. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα πριν από μερικά χρόνια».

«Καλησπέρα» αποκρίθηκε και εκείνη. «Καλά είμαι. Δεν ξέρω τι να πω πια. Πρέπει να φοβάμαι σε κάθε βήμα. Καλά είμαι πάντως, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον».

«Φαίνεται πως περιμένουμε το ίδιο τρένο, στη δουλειά σας πάτε;» ρώτησε με μειλίχιο τρόπο, αυτόν που οι μεγάλοι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να εξηγήσουν κάτι στα παιδιά.

«Ναι, ναι».

«Ξέρετε, θυμάμαι παλαιότερα την πόλη σε σχέση με σήμερα. Μεγαλώσαμε αλλιώς, δεσποινίς. Χωρίς κινητά, αυτοκίνητα, τρένα, αεροπλάνα. Ούτε να τα φανταστούμε δε θα μπορούσαμε όλα αυτά που έχουμε σήμερα. Κι όσο αναλογίζομαι τα χρόνια που πέρασαν. Πολλές φορές αισθάνομαι σα να έχω συντελέσει και εγώ σε όλα αυτά που μαθαίνουν τα εγγόνια μου στο σχολείο, στο μάθημα της Ιστορίας. Φυσικά, δεν έχω συντελέσει, αλλά έχω συμμετέχει».

Ύστερα από μερικά λεπτά φτάνει το τρένο που περίμενε η γυναίκα, ο κύριος συνεχίζει να της εξιστορεί τη ζωή του και αυτή, κατά παράδοξο τρόπο -αφού στην αρχή δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κουβέντα- τον ακούει με προσοχή. Το βλέμμα του μέσα σε αυτόν τον παροξυσμό αναμνήσεων είναι χαμένο, απορροφημένο, σε μια προβολή που οι σκηνές ξετυλίγονται μπροστά του  – σαν σε λευκό πανί.

Συνεχίζει να της μιλάει για τα φοιτητικά του χρόνια, για τη δουλειά του, που του επέτρεψε όλες τις ανέσεις που θα επιθυμούσε, για την περίοδο της χούντας, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, σχεδόν ενοχικά, για το ξέφρενο γλέντι της Μεταπολίτευσης, όταν ο ενθουσιασμός της ελευθερίας ξεχείλισε και έπνιξε την καταπίεση. Αυτά και πολλά άλλα συνεχίζει ν’ αφηγείται, ενώ η γυναίκα τον ακούει. Αυτός διηγείται την ιστορία της ζωής του, ακόμη και αφού κατεβαίνουν στην ίδια στάση.

Μόλις έξω από τον σταθμό, εκεί όπου ο κόσμος που βγαίνει από τη στάση απομακρύνεται, η γυναίκα του λέει «Συγγνώμη αλλά πρέπει να φύγω, έχω αργήσει. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία» και ξεκίνησε να τρέχει.

Τότε -μόνο όταν η γυναίκα αρχίζει να τρέχει- ο ηλικιωμένος καταλαβαίνει. Δεν είχε μιλήσει ποτέ στη γυναίκα. Παρά μόνο την ακολουθούσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Χριστόδουλος Ράδος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.