Καταραμένη ώρα.
Μια. Δυο. Τρεις. Τρεις μαχαιριές. Μια στη καρδιά, και δυο στο στήθος. Ένα στήθος λέλουδο ανοιχτό, δικό του, το μύριζε ακόμα. Στητό, προκλητικό, λευκό, γιομάτο. Τον γέλαγε ανοιχτά τώρα. Η ρώγα της χάιδευε το τσεμπερλίκι του. Αυτή η ρώγα που τού ‘χτισε βουβά και θέριεψε ένα ολόκληρο σπιτικό, και συθέμελα αυτός ξερίζωσε στο μαυροσκόταδο. Μύριζε άρωμα μενεξέ κι αίμα πνιχτό μαζί. Μπορούσε να κάτσει στα τέσσερα, να της ρουφήξει το στήθος, όπως εψές αργά τη νύχτα….που πάλι του δόθηκε γλυκιασμένη από τον έρωτα τους στον οντά. Μόνο σα μίσεψε η νύχτα, εκείνη κύλησε σιωπηλά μακριά από τις ολομέταξες μαξιλάρες κι αυτό για να πάει στο πόρτεγο να θηλάσει το μωρό.
Ευλογημένη ώρα.
Του είχε φέρει λοσιόνα μυρωμένη λεβάντα και του’ πλυνε τα πόδια. Μέτρησε δυο σκλήθρες στο αριστερό του πέλμα. Απαλά του έβαλε κρέμα με γάλα και ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο του. Πήρε τη λύρα στα χέρια της και τραγούδησε απαλά έναν καυμό. Πήρε το ζέσταμα του χεριού της μέσα στη καρδιά και έπιασε η φλόγα να σιγοκαίει. Σα ξάπλωσε δίπλα του, εκείνος της αφαίρεσε τη βυσσινί πουκαμίσα και της φίλησε τα ξέπλεκα μαλλιά που μπερδεύονταν με τις δαντέλες. Φύσηξε επάνω της τριανταδυό προσευχές έρωτα, και με κλειστά ματόκλαδα χάιδευε το βωμό της. Του ψιθύρισε μονομιάς μια αλήθεια παλιά, που πέρασε από το λοβό του αυτιού του ως τα μέσα του σύμπαντα. Τον τάραξε, την αγκάλιασε σύγκορμη και απεγνωσμένα το στόμα του βούτηξε στο ρόδινο κενό π’ άφηναν τα χείλη της καθώς τόνε καλούσαν. Κι έτσι έπεσε κατάμεσά της ανταριασμένος.
Τόσο ήταν το αίμα ζεστό που πότισε το ασημένιο μεσοφόρι και κέντησε ερυθρό το πλουμιστό χαλί. Τα παραθύρια κλειστά. Και αυτή δε μίλησε. Δε φώναξε. Δεν τον σκιάχτηκε. Δεν ανάσανε ξανά.
Μπήχτηκε το μαχαίρι στα σωθικά της την ώρα που άνοιξε τις πόρτες να διαβεί ο αφέντης της στο σπιτικό. Ξημερώματα Κυριακής, και η πάχνη πάνω στο χωριό κατέβαινε χαμηλά στο μπουχαρί και σκέπαζε σχεδόν όλη την αυλή τους. Μέσα απ’ το λευκό χιτώνι βγήκε ο Χάρος ο μαυριδερός και την έκαμνε δική του. Γιατί την θέλησαν πολλοί κι εκείνος ποτισμένος φαρμάκι, θολωμένος, μικρός και καψερός κάλεσε το σκοτάδι να του την πάρει μονομιάς γιατ΄ άλλο δεν άντεχε τα λόγια.
~~~~
Του γαργαλούσαν τ’ αυτί όλη τη νύχτα στο κρασοπουλειό. Τον ζώσανε φίδια, μέρμηγκες και οι καλικαντζάροι… ταλαίπωρος, βασανισμένος απ’ της ζωής τ’ αναποδιάσματα σα γύρεψε αργά ένα κρασί με τους φίλους.
Του κάνανε σινιάλο να καθίσει σιμά και φώναξαν να γιομίσουν τα ποτήρια κρασί κόκκινο, το πιο εκλεκτό απ΄ τη Ραψάνη, τρώγοντας κρέας ψητό με δεντρολίβανο. Μιλούσαν για τη ζωοπανήγυρη στη Δερβιτσάνη και δείχναν τους παράδες με καμάρι.
Ολημερίς δεν είχε φάει μα το κρασί κάθισε και μέλωσε το νου του.
Είχε επάνω του δυο γρόσια. Γνώριζε πώς πάντα ο Αγάς ήθελε να κερνά και αυτό τόνε χάλασε. Άΐντες για χατίρι του. Ήσανε από μικρά παιδιά μαζί σαν ροβολούσαν τα καλντερίμια στο χωριό και τρέχανε ως κάτω στο ποτάμι να πιάσουν πέστροφες με γυμνά τα χέρια. Ο Αγάς πάντα τον νικούσε. Είχε χέρια γερά αυτός, πόδια ψηλά και δυνατά πού ‘φθανε να ’μπει μέχρι στη μέση στο ποτάμι, ακόμη και στη μεριά που τα νερά ήταν ανάποδα και στροβιλίζονταν, έμπαινε πρώτος και κοκορεύονταν μόλις άρπαγε τις πρώτες πέστροφες. Του τις έδειχνε κοροϊδευτικά και τον καλούσε να βουτήξει μέχρι την αντίπερα όχθη να τον προφθάσει. Πώς να τον προφθάσει όμως; Παραπατούσε στις κοτρώνες και χοροπηδούσε στα βρύα και στα αγκάθια του βάλτου εκεί κοντά. Μέχρι εκεί μπορούσε. Τα δικά του πόδια ήσανε κοντά και αδυνατούλια, μικροκαμωμένος και στραβοκάνης. ‘’Το μυξούδι’’ τον έλεγαν, και δε σταμάτησαν παρά όταν καβάλησε τ’ άλογα και έφυγε μακρυά.
Ξεκίνησε με τριάντα νοματαίους κι είκοσι άλογα αλλά με τον καιρό προστέθηκαν κι άλλοι και κάμνανε μαζί κουμάντο στα χωριά. Το μυαλό του ατσάλι και αρχηγό τον κήρυξαν κι ο λόγος του προσταγή γιατ΄ έσφαζε στο γόνα τον οχτρό και φόβο δεν κατείχε. Στήνοντας ενέδρες στους εμπόρους και ταξιδευτές στα διάφορα περάσματα, λήστευαν ή κρατούσαν ομήρους μέχρι να πάρουν λύτρα και ν’ αρπάξουν διαμαντικά. Διαφέντευαν απ’ την Ήπειρο ως μέσα την Αλβανία, παζάρευε με τους πραματευτάδες κι αυγάτεψε το βιός του.
Σκόρπισε το τρόμο σε όλο τον ντουνιά και όλοι τον σεβαστήκανε.
Κάνανε πέρα για χάρη του, και χωράφια του δώκανε, και λίρες και τις αδερφάδες του πάντρεψε και ζωντανά μπόλικα πούλησε και σα γύρεψε την πιο όμορφη γυναίκα στα μέρη τα δικά του, του τη βρήκανε.
Καμάρι της μάνας του και των παππούδων του, έστειλε πεσκέσια και χρυσό σε όλη τη φαμίλια της. Γιατίς τη λέγανε Γαλάτεια. Άσπρη σαν το χιόνι στα Νικολοβάρβαρα, με μάτια λαδιά σα τα νερά της λιμνοπούλας και χείλη άλικα για να τον κυβερνήσουν, ως δεν είχε κυβερνηθεί μέχρι ’κείνη την ώρα….
~~~
Ο Αγάς είχε ακόμη τις θύμισες από τα γέλια που κάμνανε στα μικράτα τους στο ποτάμι και έπιασε το τραγούδι. Τραγούδησε για το χωριό και για την πάνω ρούγα που ΄τρέχανε τα ξωτικά μαζί με τις κυράδες, για τα όρη, τα ψηλά βουνά αλλά και για τους σεβντάδες. Μόλις τσούγκριζαν τα ποτήρια, ευχιόντανε στο καλορίζικο που ΄χαν τα χρόνια τους και μεγάλωναν τα κοπάδια τους. Παίνεψε τους φίλους για τις σοδειές τους, τα καλά τα μερτικά τους και τη προκοπή των γυναικώνε τους.
Όμως εκείνος είχε σκληρύνει και πια τα χωρατά τους δεν τ’ άρεσαν και τα βράχια που ’χε στη καρδιά, τα μέριαζε μοναχά της γυναικός του το χάδι.
Η ώρα είχε περάσει, η νύχτα βαθιά και το πιοτό είχε χαράξει μ’ αυλακιές χοντρές τις φλέβες του λαιμού του. Έκανε να σκουπίσει τον ιδρώτα που κόμπια έκανε γύρω απ’ το σβέρκο του και άκουσε τότε τους άλλους να μιλούν για Εκείνη.
Νόμισε πως παράκουσε στο άκουσμα του ονόματός της. Καθώς μόνο το στόμα το δικό του φώναζε τ’ όνομά της και κρουστάλλιαζαν οι ήχοι κι εκείνη υποκλίνονταν στην αντροσύνη τούτη και στο δόλιο της το πεπρωμένο. Το στόμα του, τώρα στιφό κι αλμυρό μαζί, σάλιωνε με δυσκολία τις λέξεις. Σήκωσε τα μάτια του να κοιτάξει τα δόντια τα σουβλερά που τόλμησαν να σχηματίσουν τα γράμματα του ονόματός της. Η παρέα ζωηρά γελούσε κι αριθμούσε τις χάρες και το σέβας της Γαλάτειας.
Ξάφνου ένιωσε να σκαρφαλώνει ψηλά, πάνω απ’ το κρασοπουλειό. Είδε τη σκέπη και τα πόδια του που κρέμονταν ρίζες μακριές, μέχρι στης γης τα σωθικά. Φωνή και γλώσσα τον πρόδωσαν ξερά, και τρέχοντας ξοπίσω απ’ τη παρέα, ρώταγαν ζητιάνικα κι επίμονα να μάθουν πόθεν ήξευραν τούτοι ούλοι τη γυναίκα του. Τη δική Του.
Ο Αγάς ξεθάρρεψε και του ΄πε την αλήθεια. Πως προχτές το δείλι την αντάμωσε στο πηγάδι και την ώρα που αποπέσε το μαντήλι του, εκείνη με σύνεση το δίχως άλλο, το πήρε ήσυχα και το ’πλυνε με καθαρό κρύο νερό δίπλα στη λαξευτή πέτρα. Μουσκεμένο, μυρωμένο, όμορφα παραδομένο.
‘’Ω θάρρεψα πως ήταν ξωτικό, λαχτάρισα σαν είδα τη ματιά της, τέτοια κρινόλαιμη γυναίκα σε τούτα εδώ τα μέρη δεν ήξευρα ότι υπήρχε, αλλά και σα’ μου είπαν πως γυναίκα δικιά σου είναι, πάλι δεν το πίστευα. Τέτοια λαχτάρα πήρα.’’
Άλαλος και βουβός σαν ήταν, ακόμα όπως ήταν ψηλά πάνου απ’ το καπηλειό, ένιωσε ξάφνου τα πέλματά του μακρινάρια σωστά να βουτάνε σε νερά και το ποτάμι γέμισε πέστροφες. Ήταν δικές του τώρα. Τις έφτανε, τις άρπαζε, τις έφτυνε, τα χέρια του σκίζονταν, αλλά αυτός τις κράταγε και λιώνανε στα ακροδάχτυλα του απ’ το φόβο που σπαρτάραγαν. Τις πέταγε μια –μια στα μάτια τους, και με λέπια σαβάνωνε το μίσος της καρδιάς του.
Μουχλιασμένο το κεφάλι, μουλιασμένη η τιμή του, ανείπωτα ονείρατα κι αραχνιασμένα σωθικά μέσα στη πονεμένη παραζάλη του…
Μόνο σαν έσπασε η κούπα στη χούφτα του και μάτωσε ως τους αγκώνες, τότε εσυνάντησε το μυαλό τη φαγωμένη του ψυχή.
Βαριά σηκώθηκε από τ’ όνειρο το κακό και βρυχώντας άγριες απειλές, δρασκέλισε τα παλιά τα σκαλοπάτια, και σύρθηκε πιωμένος κι άρρωστος μέχρι την αυλή του σπιτικού του.
Και πίστεψε στα μάγια της σειρήνας κι αχόρταγα έβριζε τις λάμιες για το κακό που τον ορμήνευαν να πάει να κάνει. Και δε σταμάτησε παρά μονάχα όταν άνοιξε τυφλός, το στήθος τριαντάφυλλο, και πότισε στα βλέφαρα ο θάνατος. Τέφρα σκοτεινή και ζήλια κακόφερτη και μαύρη του τύλιξε τα χέρια.
«Θα πάρεις μια σειρήνα», του ‘χε ‘πει η μάνα του και τον κάρφωσε ίσα μέσα στα μάτια, τη μέρα που φέρνανε τα προξενιά από την Κόνιτσα.
«Την έχουνε μερέψει και θα είναι δικιά σου, για τα γλέντια σου Πασσά μου. Φρόντισε μονάχα να αμπαρώσεις καλά τη λοτζέτα με μάνταλο, κόσμος να μη ‘τηνε γλέπει και θα σου κάνει πολλά παιδιά, κακό μάτι να μη σε ’δει. Άντε κι η ώρα η καλή λεβέντη μου».
Αυτά του τα ’χε τάξει η μάνα._
Και σαν τον πήγαν στη κρεμάλα το πουρνό, κράταγε σφιχτά μέχρι να του ΄βγει η πνοή, μια τούφα απ’ τα μαλλιά της καψαλισμένη από τη παραξήγηση και από του πόνου του ακράτητου το κούφιο μοιρολόι.
Και θα ΄τανε λες παλιά, σα να’ ναι τώρα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βικτώρια Τράκη, και είναι δραματοποίηση του γνωστού παραδοσιακού τραγουδιού, που μιλάει για μια γυναικοκτονία (επί Τουρκοκρατίας)