Άχερδοι
“Τι παράλειψη έχω κάνει και κατέληξα εδώ;” αναλογιζόταν ο φύλακας κατά το πρωινό εγερτήριο. Ζώστηκε με τη στολή και τα όπλα του, έφαγε όπως όπως τη συνηθισμένη κουραμάνα με λίγες ελιές και κατέβηκε στα κελιά να ξυπνήσει τους φυλακισμένους. Δε λυπόταν πια για την κατάσταση τους• ήταν κηρυγμένοι εχθροί του κράτους, αυτό και χειρότερα τους άξιζε. Κάθε βήμα του συσσώρευε όλο και περισσότερο μίσος για εκείνα τα σκουλήκια. Ήταν μόνο μίσος;
Τους έβγαλαν όλους έξω και τους μέτρησαν. Τους ανακοίνωσαν ότι η τροφοδοσία είχε αργήσει να έρθει και η κουραμάνα δεν έφτανε για όλους, άρα θα έτρωγαν μισή μερίδα.
“Αλλιώς φάτε τους άχερδους” τους γρύλισε και άρχισε μαζί με τους άλλους φύλακες να σπρώχνουν τους κρατούμενους στο σημείο που έσκαβαν για πέτρες για το νέο νοσοκομείο.
“Οι άχερδοι είναι δηλητηριώδεις, αδαή” μουρμούρισε κάποιος μες το πλήθος.
“Ποιος το είπε αυτό;”
Τα μάτια του προδότη σπινθήριζαν προκλητικά. Τράβηξε με μια γρήγορη κίνηση το γκλομπ του κι άρχισε να τον χτυπάει αλύπητα, αυτόν που τόλμησε να τον χλευάσει, που εξακολουθούσε να μη δείχνει ίχνος πειθαρχίας, που εξαιτίας του βρισκόταν εκεί. Πώς ήταν δυνατόν ακόμα και σε αυτό το σημείο να πάλευε, να μην υποτασσόταν;
Μόλις το ξυλοφόρτωμα τελείωσε, οι υπόλοιποι φυλακισμένοι πήγαν να μαζέψουν τον αιμόφυρτο και να τον σύρουν στο σημείο εργασίας, τεταμένοι και μοχθηροί. Όμως τα οργισμένα βλέμματα δεν είχαν καμία δύναμη πάνω στο φύλακα. Ένιωθε περήφανος που κάθε χτύπημα του γκλομπ, κάθε κλωτσιά τον έφερνε πιο κοντά στην εξιλέωση.
Ως πότε;
Το καράβι της τροφοδοσίας έφτασε το βράδυ της ίδιας ημέρας μαζί με νέους κρατούμενους και κρατούμενες, μεταξύ τους και μία έγκυο.
Ο φύλακας για μια στιγμή τα έχασε. Καλά τα υπόλοιπα ρεμάλια, αλλά αυτή τί δουλειά είχε εκεί; Η εικόνα της γυναίκας του και των παιδιών του την ώρα του αποχαιρετισμού πέρασε ξαφνικά μπροστά από τα μάτια του. Είχε γίνει απροειδοποίητα ένα συνηθισμένο παρασκευιάτικο βράδυ: ο προϊστάμενος του μαζί με έναν αξιωματικό του στρατού είχαν χτυπήσει την πόρτα του λίγο πριν το δείπνο.
“Σε τι οφείλουμε αυτή την επίσκεψη; Καθίστε να φάμε, η γυναίκα μου μαγειρεύει πάντα παραπάνω”, προσφέρθηκε δίνοντας εντολές για δύο ακόμα σερβίτσια μήπως και ξορκίσει το κακό.
Οι δύο επισκέπτες κοιτάχτηκαν.
“Δεν είναι κοινωνικός ο σκοπός της επίσκεψης μας” είπε ο αξιωματικός “Ετοίμασε τα πράγματα σου, το πλοίο για Γυάρο φεύγει σε δύο ώρες”.
“Γυάρο; Ως πότε;”
Δεν πήρε απάντηση.
“Μα… γιατί;”
Ο αξιωματικός στυλώθηκε.
“Πρέπει να σκληραγωγηθείς”.
Ανοησίες! Όλοι οι φύλακες ήξεραν ότι η Γυάρος, όπως και η Μακρόνησος, η Λέρος και τα άλλα νησιά, δεν ήταν εξορία μόνο για τους αντιφρονούντες• ήταν εξορία και για τους ίδιους τους φύλακες.
Η γυναίκα του έστεκε σιωπηλή στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας υποβασταζόμενη από τους δύο της γιους. Ο φύλακας δεν άντεχε να κοιτάζει την απόγνωση στα μάτια της ίσως και τη ντροπή της που κατέληξε εξόριστος εν μία νυκτί, χωρίς να ξέρει καν το λόγο! Ίσως να έφταιγαν οι φήμες… Πώς να κοιτάξει στα μάτια τους γιους του, τί παράδειγμα τους έδινε;
Δεν μπόρεσε να τους αντικρίσει φεύγοντας, θυμόταν μόνο τα περιγράμματα τους στο ημίφως. Πήγαιναν σχεδόν δύο χρόνια που δεν είχε νέα τους.
Όχι – καταλάβαινε απόλυτα πώς είχε καταλήξει η έγκυος εκεί. Ο δικτάτορας ήθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του.
Οδήγησε έναν έναν στα κελιά τους, κάτι ασφυκτικά γκρίζα δωμάτια, χωρίς παράθυρα, μόνο μ’ ένα σκληρό στρώμα απιθωμένο στο πάτωμα και έναν κουβά.
“Όχι, σε παρακαλώ, όχι σ’ αυτό τον τάφο” του είπε η έγκυος “Λυπήσου την κατάσταση μου, δεν μπορώ να μείνω εκεί μέσα”
Εκείνος την έσπρωξε με τον ώμο του κι αυτή παραπάτησε προς τα μέσα.
“Αυτό να το σκεφτόσουν πριν συνωμοτήσεις κατά του κράτους” της πέταξε κι ετοιμάστηκε να κλείσει τη σιδερένια πόρτα.
“Σε παρακαλώ! Άνθρωπος δεν είσαι, παιδιά δεν έχεις;” ούρλιαξε εκείνη στην ύστατη προσπάθεια.
Ο φύλακας αμφιταλαντεύτηκε. Οργίστηκε. Εξαιτίας αυτής της αμφιταλάντευσης βρισκόταν εκεί.
Την έσπασε στο ξύλο με το γκλομπ όπως είχε κάνει και με τον άλλο δεσμώτη το πρωί. Τη χτυπούσε λυσσασμένα όπου έβρισκε χωρίς δεύτερη σκέψη, με μόνο κυρίαρχο αυτό το αίσθημα απεγνωσμένης περηφάνιας και πατριωτισμού. Ίσως να ήταν και το μεγαλύτερο επίτευγμα του μέχρι στιγμής, σίγουρα θα επέστρεφε στην Αθήνα με τιμές από τον ίδιο το δικτάτορα. Λίγη ώρα μετά κάθισε ξέπνοος στο πάτωμα απέναντι από το κελί να θαυμάσει το έργο του μες την ησυχία της νύχτας. Η γυναίκα κειτόταν νεκρή με γυάλινα μάτια• αίμα έτρεχε από το κεφάλι και τη μήτρα της.
Προς το ξημέρωμα κι ενώ η σκηνή έμενε απαράλλαχτη, από κάπου μακριά ακούστηκαν πέτρες να κατρακυλούν μαζικά. Μέχρι το πρωί η Χούντα είχε πέσει. Ο φύλακας δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του• στο κομοδίνο βρήκανε φαγωμένα κοτσάνια από άχερδους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Φ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα ιερά και τα όσια
Είχε να πλύνει ένα κάρο ρούχα. Πήγε στο πίσω μπαλκόνι να διαβάσει μια σελίδα από την Καινή Διαθήκη. Πάντα την ανακούφιζε λίγο διάβασμα.
Τον ρώτησε αν είχε κάτι για πλύσιμο. Είχε να φτιάξει ντουλάπες, τις βαλίτσες των διδύμων για την εκδρομή, να μαγειρέψει. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Τον τελευταίο καιρό έπρεπε μόνη της να αποφασίζει για όλα. Τα μικρά και τα μεγάλα. Εκείνος είχε αποφασίσει μόνο μια φορά. Το φευγιό τους από τη Πόλη. Το ξεριζωμό τους και μετά τίποτε άλλο. Κοντοστάθηκε κάπως. Εκείνη γιατί δεν αποφάσιζε; Ήταν τον τελευταίο καιρό ή πάντα;
Δε βαριέσαι, μονολόγησε. Μια σιωπή, ένας καβγάς ακόμη, ένα όνειρο κλεμμένο, μια ζωή λειψή που τρέχει και απαιτεί. Διάβασε άλλη μια σελίδα από το ιερό βιβλίο κι αναστέναξε.
Έβγαλε από τα συρτάρια την ασπρόμαυρη φωτογραφία της μητέρας της και της γιαγιάς στο Τσεσμέ. Τσεσμέ, Λήμνος, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα. Άλλωστε αυτές έφταιγαν, γιατί πέθαναν. Και γιατί όσο ζούσαν, δε μιλούσαν. Όπως στη κιτρινισμένη και καμένη φωτογραφία. Βουβές μέσα σε πόνο, σε πόνο που διακρίνεται στα μάτια τα πικραμένα μέσα στον αιώνα. Και πώς να απαντήσουν τώρα; Eκείνη πλένει μόνη της πια, άντρα, παιδιά, μωρά, τη θεία Λέξη και τους δυο παππούδες.
Η γιαγιά έλεγε πως ονειρεύεσαι πάντα στη γλώσσα που αγαπάς κι εκείνη στα τούρκικα ονειρευότανε ακόμη. Και τις βρισιές στα τούρκικα από τη μάνα της τις έμαθε. Ξεφύλλισε τις σελίδες που είχε μπροστά της και ζήτησε από το βιβλίο που είχε στα χέρια της, να της δώσει μια λύση. Θα το πετάξω κάτω και σε όποια σελίδα ανοίξει, αυτό θα κάνω, γέλασε περιπαιχτικά. Ήταν ένα παιχνίδι που πάντα έπαιζε μόνη της με τα βιβλία και πίστευε πως έτσι βοηθιόταν πνευματικά. Είχαν ενέργεια τα παλιά βιβλία, το ήξερε. Άκουσε τη πόρτα πίσω της να κλείνει…ούτε καλημέρα δεν της είπε εκείνος. Και δεν ήταν ο ήχος που την ξύπνησε από τη μνήμη, αλλά η επανάληψη που στοίχειωσε το πρωινό της έτσι απότομα.
Ο καύσωνας τρύπωνε από τις γρίλιες στο παλιό τους σπίτι στη Καισαριανή και οι αλήθειες της μασούσαν τα ασπρόρουχα στη ταράτσα όπου στέγνωναν. Πέταγαν τα κουκούτσια από τις ρίζες της υπομονής της, τη δικής της και της μάνας της, πέταγαν τα κουκούτσια της υπομονής της γιαγιάς της. Κι ας κυμάτιζαν τις ώρες που ανυπόφορα ανεβοκατέβαινε τις σκάλες της ανοχής.
Πήρε τη ψάθινη τσάντα της στον ώμο, έβαλε μέσα το κόκκινο βιβλίο με τη ψεύτικη χρυσή ραφή ολόγυρά του, βγήκε να πάει στη δουλειά. Τελικά έτσι όπως έκανε, έστριψε στον παράδρομο και βγήκε στη λεωφόρο που φτάνει στο νεκροταφείο. Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά να ενημερώσει ότι ήταν αδιάθετη και δε μπορούσε να πάει και άκουσε ανόρεχτα τη γκρίνια της διευθύντριας για τις τελευταίες απουσίες της. Άμα συνεχίσουμε έτσι, την απείλησε, δε σε βλέπω για πολύ εδώ και να ’δούμε έπειτα πως θα ξεπληρώσεις το δάνειο του χαμόσπιτου που μένετε δυο γενιές τώρα!
-Κακορίζικη…μου έφαγες τα συκώτια, είπε από μέσα της. Άνοιξε το βιβλιαράκι και διάβασε μια προσευχή. ‘’Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου.’’
Κατεβαίνοντας στο νεκροταφείο, η ησυχία ήταν ό,τι ζητούσε εκείνη τη στιγμή. Δεν είχε άλλα δάκρυα και πότισε τα λουλούδια στα μνήματα. Χτύπησε απότομα το κινητό της και ξαφνιάστηκε γιατί δεν αναγνώρισε το νούμερο. Ε άσ΄ το να χτυπάει, από καμιά τράπεζα θα είναι πάλι, είπε. Το κινητό σιώπησε και άρχισε σε λίγο πάλι να κουδουνίζει, σα να την παρακαλούσε να απαντήσει. Το σήκωσε ανόρεχτα, από την άλλη γραμμή την ενημέρωναν με κομμένες λέξεις ότι ήταν από τον Ευαγγελισμό, ο άντρας της είχε ένα άσχημο ατύχημα…
Πήρε ταξί κι έφτασε. Ένας γιατρός την πήρε παράμερα, της έλεγε ακαταλαβίστικα και μετά τον είδε. Τον κοίταζε αμίλητη, πιο νεκρή από εκείνον. Σα το Χριστό τυλιγμένο με την ιερά σινδόνη, με μια κηλίδα αίματος στη μέση, εκεί που κόπηκε το νήμα της ζωής του. Δε πρόλαβε κάτι να του χαρίσει σκέφτηκε, έβγαλε από τη τσάντα της το μικρό βιβλίο της Καινής Διαθήκης της γιαγιάς και αέρινα του το ακούμπησε στα σταυρωμένα χέρια ανάμεσα.
Πόσα ταξίδια, του ψιθύρισε… πόσα ψέματα, πόσες εξορίες και αυτό το τελευταίο μόνος σου.
Seni Seviyorum- iyi yolculuklar.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βικτώρια Τράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Abbas.