Χρειαζόμουν μια πυρκαγιά να κάψει σάπια ξεραμένα χρόνια, να εκδικηθεί για όσα δεν έζησα. Χρειαζόμουν ένα τράνταγμα ένα χαστούκι να μου θυμίσει να ζήσω.
Κι ήρθες, ήρθες.. Ανοιξιάτικο αεράκι χάιδεψε απρόσμενα το πρόσωπό μου.
Δυo μάτια μεγάλα, καθαρά. Τ’ αλογίσια σου μάτια, τόσο τρυφερά, τόσο περήφανα.
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό, σε κοιτούσα και τα χαμήλωνες.
~
Εκείνη τη βραδιά συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο. Εσύ με τον κοινό μας φίλο είχατε ξεκινήσει για μια διασκέδαση. Εγώ ούτε θυμάμαι πια που πήγαινα, έσερνα το κουφάρι μου ματαιοπονώντας.
Με σηκώσατε στα χέρια να με πάρετε μαζί σας κι ενώ διαμαρτυρόμουν, μέσα μου ξυπνούσε η χαρά. Ήπιαμε γελάσαμε, χορέψαμε σ εκείνο το πάρτυ. Ήταν ωραίο το βράδυ εκείνο, είναι ωραίο να είσαι πολύτιμος.
Δεν περίμενα τίποτα περισσότερο, μου έφτανε η γλύκα της νύχτας εκείνης, τα γέλια, η τρέλα, το όνειρο.
Εσύ όμως δεν μ’ άφησες σε ησυχία τις επόμενες μέρες. Τριγύριζες το σπίτι μου, τους φίλους μου, έγινες σκιά μου, σκόνταφτα πάνω σου όπου και να πήγαινα.
Μ άρπαξες ένα βράδυ και βγήκαμε παρέα στην πανσέληνο, και το ένα βράδυ έγινε δυο κι άλλα δυο κι εγώ δεν ήξερα ως τότε πόση ευτυχία υπάρχει στον κόσμο κι ούτε ήξερα πόση ευτυχία μπορούσα να χωρέσω.
Ευτυχία κι αγωνία. Ασφυκτικά αγκαλιασμένες.
Σ’ έβλεπα και φώτιζε η μέρα μου, αργούσες και γίνονταν μαύρα σύννεφα οι σκέψεις μου. Ήταν ημέρες τρελής χαράς κι ατέρμονης θλίψης, μέρες που άγγιζα τον θεό και μέρες που κυλιόμουν στην κόλαση. Μέρες που τρόμαζα πως θα με πνίξει η χαρά και μέρες που παρακαλούσα να με σβήσει ο θάνατος.
Ανάσαινα την ανάσα σου, πνιγόμουν στο θυμό σου.
Έλεγα στο εαυτό μου, «ζήστο, δώστα όλα, έτσι μόνο ζεις, έτσι μόνο αξίζει να ζεις.»
“Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
Μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα
Μόνο γι αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
Κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί μ αγάπησες γεννήθηκα
Γι αυτό η ζωή μου εδόθη
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
Μένα η ζωή πληρώθη
Μόνο γιατί μ αγάπησες γεννήθηκα*”
Θυμάμαι εκείνη την εκδρομή στη λίμνη.
Έγινε αναπάντεχα, φύγαμε ξαφνικά με μια δική σου παρέα. Ήμασταν πολλά άτομα κι όμως ένιωθα πως μόνο εγώ ήμουν για σένα, μόνο εσύ για μένα. Με φωτογράφιζες συνέχεια, ό,τι έκανα το έβρισκες μαγικό κι εγώ γελούσα, «ανθίζει ο ουρανός όταν γελάς» μου έλεγες, σου ζητούσα να σταματήσεις γιατί ήμουν απεριποίητη, μα τι τα θες, ήταν οι πιο ωραίες φωτογραφίες. Τίποτα δεν ομορφαίνει τον άνθρωπο περισσότερο από την ευτυχία.
Μαγνητίζει η ευτυχία, μαγεύει ο έρωτας. Έχεις προσέξει πως όταν είσαι ερωτευμένος κι ευτυχισμένος πέφτουν όλοι πάνω σου σα τις νυχτοπεταλούδες στο φως; Τι σημασία έχουν τα στολίδια και τα φτιασίδια όταν αυτό το άγιο φως του έρωτα φεγγοβολάει από μέσα σου;
‘Έλαμπαν τα μάτια σου όταν με κοιτούσες κι εγώ έκλεινα τα δικά μου, με έκαιγε ο έρωτας τους. Τρόμαζα μη καώ από τη λάμψη, τρόμαζα και μη σβήσει για πάντα.
Και κάποτε έπρεπε να φύγεις.
Δε με χωρούσε το σπίτι μας. Μετρούσα τις μέρες, τις ώρες μέχρι να σε ξαναδώ. Τίποτα δεν είχε νόημα τίποτα δεν άξιζε μακριά σου.
Τα λουλούδια έπαψαν να μυρίζουν και χλόμιασαν, ο ήλιος αρρώστησε, το φεγγάρι έχασε το δρόμο του,κι ύστερα θαρρείς χάθηκε κι αυτό.
Το φαγητό ήταν άνοστο, το σώμα μου στεγνό, το μυαλό μου σάπιο.
Τη μια στιγμή η καρδιά μου φλεγόταν από την επιθυμία και την άλλη πάγωνε από το τρόμο της απουσίας.
Τότε άρχισαν να φτάνουν τα γράμματα, ένα για κάθε μέρα. Παράταση ζωής μια μέρας το κάθε σου γράμμα. Οξυγόνο.
Κι ύστερα έφτασαν κασέτες με τη φωνή σου, να μου διαβάζεις ποίηση, να μου διαβάζεις το αγαπημένο μου βιβλίο, να μου διαβάζεις παραμύθια για πριγκίπισσες και δράκους που τους νικά ο έρωτας.
Κι εγώ να ζω μέσα από αυτά, να ζω γι αυτά, να ζω για σένα.
“Τα γαλάζια σου γράμματα
Κάθομαι και διαβάζω
Και με παίρνουν χαράματα
Καθώς πίσω κοιτάζω
Τα γαλάζια σου γράμματα
Τρυφερές αναμνήσεις
Να μου λες χίλια πράγματα
Μα δε λες να γυρίσεις
Μια ζωή περιμένω
Μα δε γίνονται θάματα
Μια ζωή σ ανασταίνω
Στα γαλάζια σου γράμματα”**
Κι ήρθες πάλι. Ξύπνησε η πλάση από τη νάρκη της.
Φωτιά τα μάτια σου, πυρκαγιά στην ψυχή μου. Λιώνει ο θυμός της απουσίας σου με ένα σου βλέμμα.
Ω πόσο πρέπει να σ αγάπησα για να σου συγχωρήσω πως μπόρεσες να αναρωτηθείς μήπως σε ξέχασα.
Αγωνία γραμμένη στα μάτια σου τα αγαπημένα. Μα ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει αυτά τα μάτια αγάπη μου, ποιος θα μπορούσε να κάνει άλλο από το να τα λατρέψει;
«Τα σκούρα μάτια που αγαπώ, σα δυο σταξιές μελάνι …»τραγουδάει η Χαρούλα κι εγώ σιγοντάρω. Δε σβήνουν τα μάτια σου από το νου μου, δε φεύγουν από τη σκέψη μου, ακόμα κι αν το θέλω.
Νομίζω πρώτα ερωτεύτηκα τα μάτια σου, μαύρα σα την νύχτα, τρυφερά, βελούδινα, κ άγρια μαζί. Με καθηλώνουν, με μαγεύουν, με δένουν με ξόρκια πανάρχαια, θέλω απελπισμένα να χάνομαι μέσα τους, δεν υπάρχω μακριά τους.
Δε με πιστεύεις, έχεις μια αγωνία, τη διαβάζω, τη νιώθω στον ιδρώτα της παλάμης σου, στη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, στον ύπνο σου που έχει γίνει άστατος.
Δε σου αρκεί η αγάπη μου, δε σε ημερεύει. «Θέλω να είσαι ολόδική μου» λες.
«Να μη σ αγγίζει ούτε ο άνεμος» λες (κι εγώ χαμογελώ) «να μη σε βλέπουν άλλα μάτια, μόνο εγώ για σένα». Με τρομάζει ο τόνος σου κι ο τρόμος μου μεγεθύνει τον δικό σου.
Και τότε βγάζεις το δαχτυλίδι. «παντρέψου με» λες.
Κι είναι όμορφο στ’ αλήθεια το δαχτυλίδι αυτό, μα εμένα κάτι με πιάνει, ένα πνίξιμο στο λαιμό, δεν μπορώ να ανασάνω, δε μου φτάνει ο αέρας ξαφνικά, κοιτώ τα μάτια σου που ήταν το οξυγόνο μου, μα κάπου τα ‘χω χάσει, δώσε μου τον αέρα μου σου φωνάζω, μη μου τον στερείς.
Τρικυμία η ματιά σου. Το στόμα σου μια γραμμή.
Κι ύστερα πέτρινο το πρόσωπο.
Σε κοιτώ ικετευτικά, «κατάλαβε με»
Γυρνάς την πλάτη κι απομακρύνεσαι χωρίς ούτε μια λέξη.
Τετέλεσται.
Ανταριασμένο το μυαλό, ψάχνει να βρει τι έγινε. Σε ποιους φόβους, ποιους εφιάλτες, ποιους λαβυρίνθους τρόμου παγιδεύτηκες, ποιος προαιώνιος φόβος, ποιος τρόμος εξαφάνισης σ’ έκανε να χάσεις τη ζωντανή σου ματιά.
Πού χάθηκαν όλα;
Τα μάτια μου λίμνες, θολά νερά, δε βλέπω.
Σε καλώ στο τηλέφωνο. Μια, δυο, χιλιάδες φορές. Το σηκώνεις κάποτε. «δε μπορώ άλλο έτσι » μου λες. «όχι έτσι».
Ακούω το τρέμουλο στη φωνή σου και γίνεται κόμπος ο δικός μου λαιμός. Η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια, δε θέλω να πονάς, δεν αντέχω να πονάς, κι απ την άλλη θέλω να σε πονέσω να σε λιώσω που με φοβάσαι, που τρέμεις να ζήσεις, που με εγκαταλείπεις. Τι δε μπορείς, θέλω να σου φωνάξω μα δε βγαίνει η φωνή μου, την πνίγει το παράπονο. Πώς δε βλέπεις ότι μόνο μαζί σου ανασαίνω στ’ αλήθεια, μόνο κοντά σου μπορώ να χαμογελώ, μόνο για σένα ζω.
«Λυπάμαι» λες και κλείνεις.
~
Κλείνω τις πόρτες κλείνω τα παράθυρα δε θέλω το φως, ό,τι βλέπω μου θυμίζει εσένα. Θέλω να σε ξεριζώσω από μέσα μου, θέλω να σου βγάλω τα μάτια της αμφιβολίας, θέλω να σε αφανίσω και μετά να σε αναστήσω δυνατό και γενναίο όπως σε γνώρισα.
Τώρα αφήστε με να κοιμηθώ, ίσως για λίγο, ίσως για πάντα κι άμα ξυπνήσω, ίσως να έχω ξεχάσει, ίσως και να μπορέσω απλά να κλάψω.
“Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δε το αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς,
Μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.” ***
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
*απόσπασμα από το ποίημα «μόνο γιατί μ αγάπησες γεννήθηκα της Μ. Πολυδούρη
**απόσπασμα από το τραγούδι «τα γαλάζια σου γράμματα» μουσική /στίχοι, Χατζηνάσιος / Κανελλόπουλος. /τραγούδι Δ. Γαλάνη
*** απόσπασμα από το Μονόγραμμα του Οδ.Ελύτη
Η φωτογραφία είναι της Robert Sotgiu