του Σάββα Σηλαγάλη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόνον ο δρόμος φώτιζε το δωμάτιο όπου είχε μπει. Τα βήματά του, αν και έτριζαν στο λείο πάτωμα του νοσοκομείου, ήταν βαριά, ίσως κι απ’ το μικρό ψυγείο που κρατούσε· μέσα υπήρχαν ένα γυάλινο μπουκάλι και δυο χάρτινα κουτάκια. Έβγαλε το πρώτο και έριξε λίγη τεκίλα στο ποτήρι που βρήκε στο κομοδίνο. Εκεί παρατήρησε τον “Τελευταίο Πειρασμό” του Καζαντζάκη· η αποκλειστική μάλλον της το διάβαζε εκείνη την περίοδο.
«Πάλι ποτό; Το χρειάζεσαι;»
«Έλεος πια, μαμά…15 χρόνια, το ίδιο.»
«Για σήμερα, έλεγα.»
«Μην ανησυχείς…», έσκυψε το κεφάλι.
«Όπως νομίζεις… Θα μου βάλεις λίγο;»
Κανονικά δεν θα το επέτρεπε, όμως της έκανε το χατίρι. Με το ένα του χέρι σήκωσε το κεφάλι της, ενώ το άλλο έτεινε το ποτήρι του στα χείλη της. Οι περιορισμένες κινήσεις των μυών του προσώπου μαρτυρούσαν την απόλαυσή· με τα χρόνια εκείνος είχε μάθει να αποκωδικοποιεί τις σθεναρές προσπάθειες έκφρασής της, όπως και την ομιλία της που οι άλλοι δυσκολεύονταν να καταλάβουν. Βλέποντας το ποτήρι άδειο, την βόλεψε πίσω στα μαξιλάρια, έριξε ακόμα λίγο ποτό και κάθισε. Πλέον ακουγόταν μόνο ο λευκός θόρυβος των μηχανημάτων.
«Πώς θα γίνει;» Εκείνη πήρε την πρωτοβουλία.
«Να, εδώ τα ’χω…» έδειξε το ψυγείο. «Σίγουρη;»
«Μόνη δεν μπορώ να το κάνω. Και δεν εμπιστεύομαι άλλον».
«Θα υπάρχει άλλος τρόπος, μαμά…»
«Δεν έχουμε χρόνο. Το ξέρεις καλύτερα…»
Ξανασήκωσε το καπάκι του ψυγείου, έμοιαζε βαρύτερο. Εξετάζοντας τα δύο κουτάκια, διάλεξε το σωστό. Η βελόνα της σύριγγας διέρρηξε το πώμα του φιαλιδίου που περιείχε το κουτί γεμίζοντας τη. Ήταν έτοιμη.
«Μην το σκέφτεσαι… Πονάω ολόκληρη».
«Τόσα χρόνια δεν παραπονέθηκες για πόνο, ξεκίνησες μετά από…»
«Μόνο να χειροτερεύω μπορώ εγώ…», τον διέκοψε. «Απλά τελείωσέ το…»
«Αυτό είναι το παραλυτικό. Το δεύτερο θα τα κάνει όλα».
«Το πάγκρεας θα μείνει άθικτο, ε;»
«Ναι, μόνο καρδιά χτυπάει».
«Τη μικρή να μου φιλήσεις… Θα έχει κάτι δικό μου πλέον. Πέραν του ονόματος, δηλαδή» και χαμογέλασε.
Η εμπειρία απ’ τις χιλιάδες ενέσεις δεν βοήθησε, την τρύπησε άτσαλα. Εκείνη το υπέμεινε, αλλά τα υγρά μάτια την πρόδωσαν.
«Σ’ ευχαριστώ για όλα, παιδί μου. Τώρα είναι η δική μου σειρά», είπε πριν δράσει το φάρμακο.
Κοιμόταν γαλήνια πια. Ήθελε -και δεν ήθελε- να συνεχίσει να τη βλέπει έτσι, για λίγο. Και τότε το θυμήθηκε… Είχε ξεχάσει να τη φιλήσει όσο είχε τις αισθήσεις της, μια ακόμα φορά. Ένα κομμάτι του σκεφτόταν να σταματήσει, ακόμα μπορούσε. Το άλλο ετοίμαζε τη δεύτερη σύριγγα. «Και να ξυπνήσει, πώς θα την αντικρίσω;» σκέφτηκε. «Πάντα κάτι θα μένει…» Επικράτησε ο δεύτερος. Ήταν η ευκολότερη και η καλύτερη ένεση που έκανε, το αριστούργημά του.
Βγήκε στο δρόμο. Ξεφύσηξε και γύρισε στον έναστρο ουρανό. Παρά τα βουρκωμένα μάτια, ξεχώρισε τη Μεγάλη Άρκτο. Θα τη διέκρινε για πάντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το μικροδιήγημα (flash fiction) έγραψε ο Σάββας Σηλαγάλης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής