από την Κάππα Τζέι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εσύ θυμάσαι τι φοβόσουν, όταν ήσουν παιδί; Εγώ για μια μεγάλη περίοδο έτρεμα μήπως και μ’ επιστρέψουν οι δικοί μου στους βιολογικούς μου γονείς. Και δεν είμαι καν υιοθετημένη. Θα σου εξηγήσω.
Ο μεγάλος μου αδερφός και η μικρή μας αδερφή είχαν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά. Άσπρο δέρμα, καστανόξανθα μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια, ίδια η μάνα μας. Εγώ φωτοτυπία του μπαμπά, που είχε καστανά μάτια και μαλλιά και περισσότερη μελανίνη απ’ ολόκληρο το μελαχρινό σόι του μαζί. Ας πούμε ότι ο αδερφός μου είχε ζωηρή φαντασία και περίεργη αίσθηση του χιούμορ, γι’ αυτό μου έλεγε ότι με πήραν απ’ τους τσιγγάνους. Εγώ πάλι ήμουν απ’ τα παιδάκια που μιλούσαν σιγά κι έκλαιγαν με το παραμικρό, οπότε εύκολα καταλαβαίνεις πως ούτε καν σκέφτηκα ότι με δουλεύει. Τι να σου κάνω; Τρίτη δημοτικού ήμουν.
Στην αρχή δεν ήθελα να τον πιστέψω. Είχα τη στοιχειώδη άρνηση και δεν κράτησε και πολύ. Ξέρεις τι με έπεισε; Οι ελάχιστες δικές μου φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ. Ένα ατράνταχτο επιχείρημα, που συνοδευόταν από τη βαρυσήμαντη δήλωση του μεγάλου αδερφού ότι «οι αριθμοί δε λένε ποτέ ψέματα». Τον αδερφό μου ως πρώτο παιδί και μάλιστα αγόρι τον έβγαζαν φωτογραφία ανά δύο δευτερόλεπτα. Σε μένα είχαν χαλαρώσει αρκετά, όπως παθαίνουν όλοι στο δεύτερο. Κι η αδερφή μου δεν είχε πολλές, γιατί ήταν νεογέννητη, αλλά «όσο μεγαλώνει, θα δεις πόσα φιλμ θα της έχουν». Η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου, που τόσο αγαπούσα, όχι μόνο μου είχαν κρύψει την αλήθεια, αλλά είχαν πει στον αδερφό μου ότι άμα δεν ήμουν καλό κορίτσι, θα με επέστρεφαν απ’ όπου με πήραν. Τόσο για μπάτσες ο αδερφός μου.
Δεν μπορώ να ανακαλέσω ακριβώς τι διεργασίες έκανα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά πώς και δε μου βγήκε να κλάψω για κάτι τόσο σοβαρό, ενώ σε ασήμαντες περιστάσεις το είχα τόσο ηλίθια εύκολο. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί δεν είπα τίποτα σε κανέναν απ’ τους γονείς μου. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα πάει κάποια στιγμή στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς κι εκεί βρήκα την ησυχία που μου έλειπε. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο τίτλος του βιβλίου να ήταν «Τσιγγάνικα παραμύθια», γιατί ήταν συλλογή από τσιγγάνικα παραμύθια. Διάβαζα ένα κάθε βράδυ, κρυφά, κάτω απ’ τα σκεπάσματα, με φακό. Δεν ήθελα να δει κανένας ότι το βρήκα, κυρίως για να μη χρειαστεί να κάνουμε άχαρες συζητήσεις -τόσο διακριτική. Όταν το τελείωσα, αισθανόμουν πιο κοντά στη φυλή μου. Όταν μεγάλωνα λίγο, θα πήγαινα βρω τους δικούς μου. Ώσπου ήρθε η μέρα που βρέθηκα πραγματικά κοντά.
Είχαμε πάει στο χωριό σε κάτι οικογενειακούς φίλους. Ο αδερφός μου, η Ζωή, ο Βασίλης κι εγώ βγήκαμε βόλτα στο χωριό. Εγώ ακολουθούσα, αλλά δεν παρακολουθούσα τι έλεγαν. Ήταν μεγαλύτεροι από μένα και δεν ήθελαν και να με πάρουν μαζί τους, οπότε απλά έκανα γρήγορα βήματα πίσω τους. Κάποια στιγμή ο αδερφός μου είπε στα παιδιά την ιστορία μου. Απλά τα ‘χασα και τον κοιτούσα με απορία. Εγώ τον λάτρευα σα Θεό κι εκείνος είχε αποκαλύψει κάτι τέτοιο. Δεν έκλαψα όταν οι άλλοι δυο μού είπαν ότι δε με θέλουν στην παρέα τους. Έκανα την ψύχραιμη για να με καμαρώσει ο αδερφός μου, αλλά δε συγκινήθηκε και πολύ. Βούρκωσα.
Τότε έπεσε η πρόταση απ’ τη Ζωή να μου βάλουν μια δοκιμασία για να αποδείξω την αξία μου και να μ’ αφήσουν να συνεχίσω να περπατάω μαζί τους. Ο Βασίλης είχε την ιδέα να πάμε στην αυλή ενός χωριανού που είχε ένα άγριο σκυλί. Ένα λυκόσκυλο κατάμαυρο που άρχισε να γαβγίζει με το που στρίψαμε στη γωνία. Δεν έκλαψα όταν το είδα από μακριά. Θα έπρεπε να ανοίξω την πόρτα της αυλής και να προχωρήσω τόσο κοντά όσο μου υποδείκνυαν. Ο αδερφός μου με παρηγόρησε δείχνοντάς μου την αλυσίδα στο λαιμό του, αλλά την αλυσίδα που ένιωθα στον δικό μου δεν την ένιωσα ελαφρύτερη.
Όσο περισσότερο πλησίαζα, τόσο πιο έντονο γινόταν το γάβγισμα. Προχωρούσα όσο πιο απαλά μπορούσα, λες και το πείραζε ο θόρυβος απ’ τα βήματά μου και όχι η παρουσία μου στο χώρο του. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να με κάνει μια μπουκιά. Ήμουν μικροκαμωμένη κι ένιωθα ακόμα πιο κοντή απ’ τον φόβο μου. Χοροπηδούσε και έριχνε το βάρος του μπροστά κάνοντας την αλυσίδα να ακούγεται σαν προειδοποιητική καμπάνα. Τη στιγμή που την έσπασε, τα ‘χασα. Κοκάλωσα για λίγο στη θέση μου. Άκουσα τα παιδιά να τρέχουν και να φωνάζουν και τότε πήρα μπρος κι εγώ. Αλλά ήμουν ήδη πολύ πιο πίσω τους, πολύ πιο κοντά στο σκυλί. Άρχισα να κλαίω και να φωνάζω δυνατά.
Όταν έκανα το πρώτο βήμα έξω απ’ την αυλή, ήμουν σίγουρη ότι θα μου γραπώσει το πόδι που είχα στον αέρα, κι ας έτρεχα με όλη μου τη δύναμη. Τότε ένιωσα κάποιον να με σηκώνει ψηλά. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ τον λαιμό του. Δε θυμάμαι ακριβώς τι μεσολάβησε, αλλά όταν κατάλαβα ότι είχα γλιτώσει, τότε τον είδα. Ένας τεραστίων διαστάσεων τσιγγάνος, με ένα πολύχρωμο σατέν πουκάμισο κι ένα φαρδύ πράσινο σαλβάρι, με είχε πάρει αγκαλιά. Πρέπει να με ρώτησε αν είμαι καλά, αλλά εγώ το μόνο που ψιθύρισα αναγνωριστικά ήταν «Μπαμπά;» και συνέχισα να κλαίω.
Τα παιδιά είχαν ήδη φτάσει σπίτι και είχαν ειδοποιήσει τον πατέρα μου. Μας πέτυχε στα μισά του δρόμου, γιατί στο μεταξύ έδινα οδηγίες στον τσιγγάνο με τον δείκτη. Ένιωθα ασφαλής και μπερδεμένη. Θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι με ρώτησε πού είναι οι γονείς μου απλά για να τους ενημερώσει ότι θα με επιστρέψει εκεί που ανήκω. Μου έκανε εντύπωση όταν με πέρασε με τέτοια ευκολία στα χέρια του πατέρα μου, μου χάιδεψε το κεφάλι κι έφυγε. Τότε ξανάβαλα τα κλάματα και ρώτησα τους γονείς μου γιατί δε μου είπαν ποτέ ότι δεν είμαι δικιά τους, γιατί δε μ’ αφήνουν να φύγω με τον πραγματικό μου μπαμπά να μου λέει τσιγγάνικα παραμύθια.
Όλα αυτά τα θυμηθήκαμε με τον αδερφό μου μετά από χρόνια. Δε θυμόταν κανείς μας αν είχε μπει τιμωρία μετά τις αποκαλύψεις και δεν είχε πια σημασία. Ο αδερφός μου γέλασε με την ψυχή του εκείνη τη μέρα κι ήταν ακόμα περήφανος για τον εαυτό του. Κι εγώ γελάω όποτε τον θυμάμαι να γελάει κι ακόμα μ’ αρέσουν τα τσιγγάνικα παραμύθια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Κάππα Τζέι, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του μέγιστου Τζόζεφ Κουντέλκα