Μη με λες κούκλα!

0
248

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 64b1acc891df7ef3fb87412170a5982b.jpgαπό τον Περικλή Πασχίδη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Που λες, κούκλα, αυτός εδώ, ο πρασινωπός γίγαντας, είναι ο Γκαρ. Ορκίδιο από τα λίγα. Δεν κουβαλάει μπαλτά· είναι ο μπαλτάς! Δε μιλάει πολύ, βέβαια, και —ευτυχώς για σένα κούκλα μου— δε γουστάρει γυναίκες ανθρώπους, γιατί όταν έχει καύλες, δεν τον σταματάει κανείς.

»Ο Ψηλός με το μούσι μέχρι τη πούτσα, είναι από την Βαλα’άζζ —ναι, το ζήτα παχύ, κούκλα. Η περίφημη σχολή των μάγων, πριν γίνει στάχτη βέβαια. Ονειρεύεται να είναι αυτός που θα την ανοικοδομήσει και θα την φέρει πάλι στο προσκήνιο. Εξαίρετος άνθρωπος, αλλά με περίεργα γούστα. Το βλέπεις αυτό το γουρούνι; Ε, δεν είναι απλώς για κατοικίδιο, αν με πιάνεις, κούκλα.

»Και τέλος, εγώ! Ο μοναδικός, υπέροχος, εξαιρετικός και ξακουστώτατος, Λοριαβάζικ —Λορ, για τους φίλους. Σπαθικάριος από τους πιο ξακουστούς. Γνώρισα τον έρωτα πρώτα με το σπαθί και μετά με γυναίκα, αν με πιάνεις, κούκλα.

»Λοιπόν, τι λες; Θα μας τιμήσεις με…» τα μάτια του καρφώθηκαν ξανά στο μπούστο της, «τις ικανότητές σου;»

«Θα έρθω», απάντησε η νεαρή γυναίκα, «αλλά υπό έναν όρο».

«Ρίχτο, κούκλα».

«Δεν θα με αποκαλείς κούκλα. Αν με πεις έτσι άλλη μια φορά, ορκίζομαι στα κόκαλα της αγίας, πως θα σου ψήσω τ’ αρχίδια και θα στα σερβίρω να τα φας χωρίς δόντια. Γιατί θα στα έχω σπάσει όλα ένα-ένα με τα ίδια μου τα χέρια!»

«Γουόου, κουκ… ε, κοπελιά; Μωρό μου; Μανάρι μου; Πώς να σε φωνάζω τέλος πάντων;»

«Έχεις ακούσει ποτέ για την χρήση των κύριων ονομάτων; Νομίζω πως θα βρεις την πληροφορία ε-πα-να-στα-τι-κή!»

«Ώστε, εκτός από καλή θεραπεύτρια, έχεις και τσαγανό. Μ’ αρέσεις κούκλα—»

Ο πόνος στους όρχεις ήρθε αμέσως. Σαν το πυρακτωμένο, σιδερένιο χέρι ενός γίγαντα να τα έχει γραπώσει και να τα στύβει σαν λεμόνια πάνω σε καλοψημένο κρέας.

«Το ονοματάκι μου, κούκλε, είναι Πετρωνία. Πέτρα, για τους φίλους. Εσύ θα με φωνάζεις κυρία Πετρωνία. Σύμφωνοι;»

Ο Λορ κάτι ψιθύρισε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια, που η Πετρωνία αποφάσισε μεγαλόκαρδα να το εκλάβει ως: «Μάλιστα κυρία Πετρωνία», και με μια μικρή κίνηση έσπασε το ξόρκι.

«Θα τα πούμε αύριο λοιπόν. Κι όπως είπαμε, τα κέρδη δια τέσσερα. Φρόντισε να γυρίσεις με τ’ αρχίδια σου ασφαλή στη θέση τους… Κούκλε». Σηκώθηκε και βγήκε από την ταβέρνα με την χάρη μιας μεταξωτής κορδέλας που χορεύει στον άνεμο.

«Γι’ αυτό δε γουστάρω τις γυναίκες σας», γρύλισε ο Γκαρ. «Είναι υπερβολικά δυναμικές για τα γούστα μου».

«Δηλαδή, οι ορκίνες είναι πιο πειθήνιες κι υπάκουες;» ρώτησε ο μάγος.

«Σαφέστατα, ιδίως άμα κάνεις υπομονή το πρώτο μισάωρο που σου βαράνε γροθιές στη μάπα. Κάποια στιγμή βαριούνται».

«Είναι συναινετικό αυτό;» συνέχισε ο μάγος με ένα σημειωματάριο να αιωρείται στον αέρα κι ένα φτερό με μελάνι να σημειώνει πάνω του.

«Φυσικά! Άμα δεν σε θέλει, θα σε χτυπάει μέχρι να σου σπάσει όλα τα δόντια».

«Ενδιαφέρον…» μουρμούρισε ο μάγος με το φτερό του να χορεύει πάνω στις σελίδες.

«Παιδάκια, να την πέσουμε για ύπνο μήπως;» είπε ο Λορ πασπατεύοντας τους πονεμένους του όρχεις μέσα από το παντελόνι. «Έχουμε ταξίδι αύριο».

Πλήρωσαν κι ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει για το βράδυ.

* * *

Η νυχιά του τρολλ είχε ξηλώσει το ένα μάτι του Γκαρ, ο οποίος χόρευε γύρω από το τέρας σαν μεθυσμένη μπαλαρίνα. «Λίγη βοήθεια, Πέτρα;»

Η θεραπεύτρια, που σε αντίθεση με τον Γκαρ, χόρευε κι απέφευγε τις επιθέσεις του τρολλ με χάρη πεταλούδας, ψέλλισε ένα ξόρκι και συγκέντρωσε όλη της την ενέργεια πάνω στο ορκ. Δευτερόλεπτα μετά, το μάτι που κρεμότανε σαν σάπιο νούφαρο είχε επιστρέψει στη θέση του κι έδειχνε να εκτελεί σωστά την λειτουργία του.

«Μπαίνω από κάτω», ούρλιαξε ο Λορ που με τα δυο σπαθιά ανά χείρας άρχισε να τρέχει. Τελευταία στιγμή έπεσε στα γόνατα και σύρθηκε κάτω από τα μπούτια του τέρατος που είχαν το πάχος όσο ενός ανθρώπου. Σήκωσε και τα δυο του χέρια και κάρφωσε τα σπαθιά στα αχαμνά του πλάσματος.

Το τέρας βρυχήθηκε και με το τεράστιο μακρουλό του χέρι, έκανε να χτυπήσει αυτό που βρισκότανε ανάμεσα στα πόδια του.

Ο μάγος που ίπτονταν στον αέρα σε ασφαλή απόσταση, ψέλλισε ένα ξόρκι σημαδεύοντας το κεφάλι του πρασινωπού τέρατος. Ευθείς τα μάτια του τρολλ έχασαν την συγκέντρωσή τους.

Ο Λορ είδε ένα χέρι με νύχια σαν λεπίδια να έρχεται με φόρα καταπάνω του, αλλά τελευταία στιγμή, σαν το χέρι να είχε βαρύνει ξαφνικά, πέρασε ξυστά από δίπλα του.

Ο Γκαρ εκμεταλλεύτηκε την κίνηση αυτή για να επιτεθεί από τα πλάγια. Ο τεράστιος ατσάλινος μπαλτάς, λαμπυρίζοντας σαν καλοακονισμένο ξυράφι, σηκώθηκε στον αέρα για να διαγράψει μια πολεμική πιρουέτα και να καρφωθεί στον ώμο του πλάσματος.

Η αντίδραση του τέρατος ήταν αστραπιαία. Το άλλο χέρι του τινάχτηκε με ορμή πολεμικού κριού κι έστειλε το ορκ ταξίδι στον απέναντι τοίχο της σπηλιάς όπου έσκασε σαν σακί με πατάτες. Ο ήχος από κόκαλα να θρυμματίζονται μέσα σε μουσκεμένο σακούλι γέμισε την αίθουσα.

«Κυρία Πετρωνία!» ούρλιαξε ο Λορ με μάτια γουρλωμένα στο θέαμα του τσακισμένου συντρόφου του.

«Το ‘χω!» Ευθύς τα χείλη της σχημάτισαν λέξεις γεννημένες στη γνώση των αρχαίων.

Ο Μάγος μετακινήθηκε στον χώρο κι εκτέλεσε ένα πολεμικό ξόρκι, λούζοντας το τρολλ με μια κουρτίνα πύρινης φωτιάς. Η μυρουδιά της καψαλισμένης τρίχας γέμισε τον χώρο. «Τώρα», φώναξε στον Λορ. «Τώρα που δε βλέπει!»

Εκείνος ήταν ήδη εν κινήσει. Σημάδεψε με τα σπαθιά του το υπογάστριο του τέρατος. Δυο παράλληλες, οριζόντιες τομές εμφανίστηκαν και έντερα άρχισαν να γλιστράνε από μέσα τους σαν χέλια που δραπέτευαν από το δίχτυ.

«Δεν έχει πολύ ακόμη», η βραχνή φωνή του Γκαρ. Ο μπαλτάς πίσω στα στιβαρά του χέρια. Ακμαίος, δυνατός, αποφασισμένος να το λήξει το θέμα.

«Κάντε ό,τι μπορείτε, παιδιά», φώναξε η Πετρωνία. «Οι δυνάμεις μου δεν είναι άπειρες».

Ο πολεμικός χορός της ομάδας με το τρολλ δεν συνεχίστηκε για πολύ. Ήταν τέσσερις εναντίων ενός, και οι μαγικές δυνάμεις του μάγου και τις θεραπεύτριας ενίσχυσαν κατά πολύ την δύναμη της ομάδας.

Ο Γκαρ έκανε ένα τελευταίο άλμα και αποκεφάλισε το τέρας, στέλνοντας το άψυχο σώμα του να σωριαστεί στο έδαφος σε μια λίμνη αίματος. Ένα πέπλο απόλυτης ησυχίας σκέπασε απότομα τα πάντα.

* * *

Το ορκ στριφογύριζε την σούβλα με το κρέας ελαφιού πάνω στη φωτιά· που και που το πασπάλιζε με διάφορα μπαχαρικά που κουβαλούσε πάντα μαζί του σε ένα σακουλάκι. Η μυρουδιά έκανε τα σάλια να τρέχουν.

Το κεφάλι του τρολλ το είχαν αποθέσει παραδίπλα, πάνω σε αμμώδες έδαφος να στραγγίσει.

Η κουβέντα αναμεταξύ τους ήταν φορτισμένη με την μέθη της νίκης.

«Ανυπομονώ να φτάσουμε στην πόλη και να πάρουμε την αμοιβή μας», είπε ο μάγος καθώς το φτερό κατέγραφε τις σημειώσεις της ημέρας.

«Έτσι κι αλλιώς, δε τα ξοδεύεις, φίλε μου», είπε ο Λορ.

«Τα μαζεύω για έναν ανώτερο σκοπό. Προσβλέπω μακριά, στο μέλλον. Εσύ, κλασικά, σε μια βδομάδα θα τα έχεις φάει όλα σε γυναίκες, ποτό και τζόγο».

«Εγώ φταίω που είμαι επιρρεπής στην ομορφιά των γυναικών;» το βλέμμα του καρφώθηκε στην Πετρωνία με την καρδιά του να χτυπάει γοργά. «Τι λες; Μετά απ’ όλα όσα περάσαμε μαζί, δεν πιστεύεις πως ήρθε η ώρα να βάλουμε στην άκρη τους τύπους, κούκλα;»

Ο πόνος στους όρχεις ήρθε αμέσως με την ίδια δύναμη όπως και την πρώτη φορά.

«Είσαι καλός με τα σπαθιά, Λορ…» του απάντησε η Πετρωνία. «Αλλά με τις γυναίκες, είσαι τελείως κόπανος!»

Ο Λορ ψιθύρισε κάτι ακαταλαβίστικο· τα μάτια του γουρλωμένα από τον πόνο.

Η λαβή χαλάρωσε. Η Πετρωνία έσκασε ένα μειδίαμα. «Τέλος πάντων. Θα σου επιτρέψω να με αποκαλείς Πετρωνία σκέτο. Θα συμβούλευα να μην πιέσεις παραπάνω την τύχη σου».

Οι άντρες κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και κυλίστηκαν στο έδαφος από τα γέλια. Η ένταση της ημέρας έλιωνε σαν το λίπος του σφαχτού πάνω στη φωτιά.

Η Πετρωνία κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε. Ήπιε μια γουλιά κρασί από το φλασκί και παρατήρησε έναν-έναν τους συντρόφους της. Ήταν όλοι ζωντανοί, υγιής και χαρούμενοι.

Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη της. Ζωντανοί —αυτό μετρούσε. Οι άντρες το πρόσεξαν, και τα γέλια τους έφτασαν μέχρι τ’ αστέρια.

—ΤΕΛΟΣ—

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής