Χίλια και ένα χρόνια

0
440

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 327158782_5818168814967202_8319440457159962332_n-1024x851.jpgαπό τον Γιάννη Κεφαλά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σαΐντ είχε ακόμα εκείνη τη γλυκιά ζάλη, που σ’ αγκαλιάζει μερικά πρωινά, όταν είσαι ακόμα κάτω απ’ τα σκεπάσματα κι η συνείδησή σου ακροβατεί, ανάμεσα στον ευφάνταστο ονειρικό κόσμο και την πεζή πραγματικότητα. Κι αυτή η ζάλη, όχι μόνο δεν περιοριζόταν, όπως θα περίμενε κανείς καθώς έβγαινε απ’ το όνειρό του, αλλά άρχισε να μορφοποιείται· να σχηματίζει ένα φαιό στεφάνι καπνού γύρω απ’ το κεφάλι του. Δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί τον περίεργο καπνό που τον περιέβαλε όσο κοιμόταν, οπότε συνέχισε να ρεμβάζει στο κρεβάτι του, αλλάζοντας πλευρό ώστε να χουζουρέψει λίγο ακόμα. Το πρωινό χουζούρεμα ήταν μια από τις αγαπημένες του απολαύσεις. Η πρώτη στιγμή που ένιωσε ότι κάτι περίεργο του συμβαίνει, ήταν όταν στην προσπάθεια του να τεντωθεί, χτύπησε στον τοίχο, μιας και τα πόδια του προεξείχαν αρκετά από το τελείωμα του στρώματος· σαν το κρεβάτι του να είχε μικρύνει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Παραξενεύτηκε, μα δεν πρόλαβε να το σκεφτεί, αφού μια ξαφνική κι έντονη φαγούρα στους κροτάφους του, τον έκανε να ξυθεί με μανία, για να ανακουφιστεί.

«Τι στο καλό;» αναρωτήθηκε έκπληκτος, όταν κατάλαβε ότι σ’ εκείνα τα σημεία το δέρμα του είχε γίνει σκληρό και κατάξερο. Σηκώθηκε, κι αφού παραπάτησε χτυπώντας στις γωνίες από μερικά έπιπλα, πήγε προς τον καθρέφτη του νιπτήρα στο μπάνιο. Δυο μεγάλα καρούμπαλα προεξείχαν συμμετρικά στους κροτάφους του, σαν να είχε μπλέξει σε καυγά το προηγούμενο βράδυ και τις είχε φάει για τα καλά. Προσπάθησε να τα πιέσει με τα νύχια του, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα τα εξαφάνιζε ή θα τα έκοβε, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να νιώσει έναν διαπεραστικό πόνο και να ματώσει το μέτωπό του. Δυο μαύρες αιχμηρές απολήξεις ξεπρόβαλαν. «Έχω κέρατα;» φώναξε όλο απορία ο Σαΐντ, και μόνο τότε διαπίστωσε την γκριζωπή κάπνα που έβγαινε απ’ τα αυτιά του και τον στεφάνωνε.

Άρχισε να παρατηρεί τον εαυτό του καλύτερα. Το δέρμα του ήταν πιο τραχύ και είχε μια περίεργη, ελαφρώς γκρίζα απόχρωση. Σε πολλά σημεία του κορμιού του ξεπρόβαλαν κατακόκκινες τρίχες, στο χρώμα της φωτιάς. Τα χέρια και τα πόδια του, τα ένιωθε πρησμένα, και γενικά ήταν πιο μυώδης απ’ ό,τι θυμόταν τον εαυτό του. Όταν ξεφυσούσε, απ’ τα ρουθούνια του έβγαινε ένας αχνός πράσινος καπνός απ’ το αριστερό, κι ένας κίτρινος απ’ το δεξί. Ακόμα και τα νύχια του ήταν πιο σκληρά και γαμψά.

«Δεν μπορεί… Σε τι τέρας μεταμορφώνομαι και μάλιστα πρωινιάτικα; Σίγουρα βλέπω εφιάλτη!» φώναξε στο είδωλό του, σαν να διαπληκτιζόταν μαζί του στον καθρέφτη.

Αδυνατώντας να πιστέψει ό,τι συνέβαινε, σκέφτηκε να επιστρέψει στο δωμάτιο του, ώστε να επιβεβαιώσει πως ακόμα το σώμα του ήταν στο κρεβάτι ξαπλωμένο και πως όλα ήταν όντως ένας εξωφρενικός εφιάλτης. Έπρεπε απλώς να σκουντήξει τον εαυτό του, για να ξυπνήσει κι όλα θα γίνονταν όπως πριν. Μόνο που όπως έκανε να γυρίσει στο δωμάτιο, το κεφάλι του χτύπησε στην κάσα της πόρτας. Ο Σαΐντ δεν ήταν ποτέ τόσο ψηλός…

Σε κατάσταση σύγχυσης, ο Σαΐντ άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο του σπιτιού του. Όχι, δεν ήταν σε όνειρο. Κάτι του συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Σουβλεροί πόνοι χωρίς καμία περιοδικότητα διαπερνούσαν το κορμί του. Σκέφτηκε να πάει στο νοσοκομείο της πόλης και να ζητήσει βοήθεια, αλλά και πάλι, άρχισε να μπερδεύεται. Όλα στο μυαλό του γίνονταν τόσο θολά, όσο ο καπνός που πλέον περιέβαλε σαν αύρα όλο του το σώμα. Έβγαλε μια θηριώδη κραυγή από αγανάκτηση, που τρόμαξε ακόμα κι ο ίδιος με την έντασή της. Κοίταξε γύρω του μήπως κάποιος τον άκουσε ή τον είδε, αλλά δεν ήταν κανείς. Στον δρόμο δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.

Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κι είδε τον ήλιο να κινείται πολύ γρήγορα προς την ανατολή και να δύει, σαν να έκανε το ταξίδι του ανάποδα. «Δύει ο ήλιος στην ανατολή;» αναρωτήθηκε, λες κι ήταν το μόνο παράδοξο που βίωνε απ’ τη στιγμή που ξύπνησε. Ο ήλιος ανέτειλε ξανά από τη δύση και σε λίγα λεπτά έδυσε και πάλι στην ανατολή. Κι αυτό, έγινε ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό. Και το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονταν ταχύτατα, σαν κάποιος να αναβόσβηνε μια λάμπα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Κι ό,τι έβλεπε ο Σαΐντ, ήταν χρονικά διαστήματα δευτερολέπτων, λεπτών, ωρών και ημερών. Τα ζούσε όλα μαζί. Τελικά όντως ο χρόνος είναι σχετικός.

Στον κήπο, με όλα αυτά τα περίεργα να συμβαίνουν, παρατήρησε τα δέντρα, μόνο για να γίνουν όλα ακόμα πιο παράδοξα. Τα έβλεπε να είναι φορτωμένα με ώριμους καρπούς· κι αυτά τα φρούτα να μικραίνουν και να γίνονται λουλούδια δίπλα σε πράσινα φύλλα. Ύστερα να εξαφανίζονται κι αυτά. Και μετά απ’ το χώμα ακριβώς από κάτω, να αναδύονται καφετιά φύλλα και σάπια φρούτα· να ίπτανται και να κολλάνε στα κλαδιά τους. Κι αφού στέκονταν για λίγο, τα έβλεπε να χρωματίζονται με τα πιο ζεστά χρώματα και να μετατρέπονται σε ώριμα φρούτα. Κι έτσι ο κύκλος έκλεινε κι όλα επαναλαμβάνονταν απ’ την αρχή. Ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό.

Η φύση, ο ήλιος κι οι εποχές κινούνταν ανάποδα. Ο χρόνος κινούταν ανάποδα. Όλα ήταν τόσο παράδοξα… Κι ο Σαΐντ συνέχιζε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, ώσπου δεν θύμιζε σε τίποτα τον άνθρωπο που ήταν. Είχε φτάσει τουλάχιστον τα πέντε μέτρα ύψος. Δυο μεγάλα φτερά νυχτερίδας εξείχαν απ’ την πλάτη του, ενώ φλόγες ξεπρόβαλαν όπου πιο πριν είχε τρίχες στο σώμα του. Τα κέρατα του είχαν μεγαλώσει· είχαν γίνει κυρτά, κι αφού ξεκινούσαν απ’ τους κροτάφους, γύριζαν προς τα πίσω, φτάνοντας να τελειώνουν στις ωμοπλάτες του. Οπλές είχαν πάρει τη θέση των δαχτύλων των ποδιών του, ενώ τ’ αυτιά του είχαν γίνει μυτερά και τα κουνούσε όπως οι αγριόγατες. Το δέρμα του είχε ένα χρώμα μαύρο, σαν κάρβουνο, και το πρόσωπο του έγινε μακρύ, με τα χαρακτηριστικά του να θυμίζουν πιο πολύ λιοντάρι παρά άνθρωπο. Περπάτησε στους δρόμους γύρω απ’ το σπίτι του, μα όλα του φάνταζαν μικροσκοπικά, σαν μινιατούρες.

Σε μερικούς κύκλους του ήλιου, τα σπίτια, οι δρόμοι κι όλη η πόλη άρχισαν να χάνονται. Ο Σαΐντ βρέθηκε να περπατάει στις πλαγιές ενός έρημου κι απόκρημνου λόφου. Σε κάθε του βήμα η γη έτρεμε. Ένας μεγάλος σεισμός άνοιξε τον βράχο μπροστά του, κι αποκαλύφθηκε μια σπηλιά που μέσα της έρεε ένα ορμητικό πύρινο ποτάμι, που οι ρόχθοι των παφλασμών του, του φώναζαν να πάει κοντά τους. Ο Σαΐντ ή ό,τι άλλο ήταν πλέον, χτύπησε με δύναμη τα φτερά του, αιωρήθηκε για λίγο στον ουρανό και μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων του μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια πύρινη μπάλα, με μια μακριά στήλη μαύρου καπνού από πίσω του, σαν ουρά. Έκανε μερικές κυκλικές κινήσεις και σαν κομήτης έπεσε μέσα στο πύρινο ποτάμι της σπηλιάς. Έτσι αφυπνίστηκε και θυμήθηκε την πραγματική του φύση.

***

Ο Σουλτάνος πήρε το παλιό λυχνάρι που του προσέφερε η Σεχραζάτ και το επεξεργάστηκε. «Αυτή είναι η πιο απίστευτη ιστορία που ‘χω ακούσει. Μια μάγισσα που κατάφερε να αιχμαλωτίσει ένα Τζιν, που είχε επιλέξει να μεταμορφωθεί και να ζήσει σαν άνθρωπος; Και έζησε έτσι χωρίς να τον ανακαλύψει κανείς για χίλια και ένα χρόνια; Και θέλεις να πιστέψω πως αυτό είναι το λυχνάρι με το Τζιν;»

Η Σεχραζάτ έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι της, επιβεβαιώνοντας όλα όσα είπε ο Σουλτάνος. «Τα Ιφρίτ, όπως είναι αυτό το Τζιν, μπορούν να μεταμορφωθούν σε ό,τι θέλουν. Σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή πλάσμα, ακόμα και σε άνθρωπο. Το Τζιν αποφάσισε να ζήσει για αιώνες με ανθρώπινη μορφή, απ’ τη μέρα που κέρδισε την ελευθερία του απ’ τον τελευταίο του αφέντη, προσπαθώντας να λησμονήσει την πραγματική του φύση. Ήθελε με κάθε τρόπο να ξεχάσει τα χρόνια που ήταν αιχμάλωτο και στις υπηρεσίες των κατόχων του λυχναριού. Μέχρι που μια μάγισσα βρήκε θαμμένο το λυχνάρι του στη σπηλιά, και κατάλαβε πως δεν ήταν ένα απλό λυχνάρι. Έκανε τη μαγική επίκληση ώστε να επιστρέψει το Τζιν που ήταν συνδεδεμένο μαζί του. Όταν έδεσε μαγικά και πάλι το Τζιν με το λυχνάρι, το διέταξε να της πει όλη την ιστορία του, κι εκείνο της εξιστόρησε χίλια και ένα χρόνια ανθρώπινης ζωής. Αν δεν το είχε βρει, ίσως το Τζιν να ζούσε ακόμα κάπου αλλού ή σε μια άλλη εποχή ως άνθρωπος. Η μάγισσα αυτή ήταν προγιαγιά μου. Κι αυτό που κρατάς, είναι το λυχνάρι με το Τζιν. Για να με πιστέψεις, ένας μόνο τρόπος υπάρχει».

Ο Σουλτάνος κοιτώντας με δυσπιστία τη Σεχραζάτ, έτριψε το λυχνάρι. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε και μια στήλη πυκνού γκρίζου καπνού ξεπρόβαλε, ώσπου σχηματίστηκε μπροστά του ένα επιβλητικό και τεράστιο Τζιν. Ο Σουλτάνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, κι ας είχε μόλις ακούσει την ιστορία της Σεχραζάτ.

Το Τζιν υποκλίθηκε στον Σουλτάνο και με τη στεντόρεια φωνή του, του συστήθηκε προσφέροντας τις υπηρεσίες του: «Είμαι ο Σαΐντ, το Τζιν του λυχναριού και υπηρέτης του κατόχου του. Στις υπηρεσίες σας Σουλτάνε μου».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.