του Δημήτρη Λιμνιώτη (18+ Βία, Σεξ, Σεξουαλική βία, Πολύ βρισίδι)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Άρης περπατούσε σκυφτός. Το ίδιο και οι δύο φίλοι στο πλάι του, ο Σταύρος κι ο Περικλής. Βάδιζαν σιωπηλοί στο πεζοδρόμιο, μούσκεμα ως το κόκκαλο απ’ τη βροχή που δεν έλεγε να σωπάσει. Δεν τους ένοιαζε. Η εφηβεία είναι αδιάβροχη, σκοτεινή κι απαίσια.
Στα δεκαπέντε τους οι τρεις φίλοι είχαν άπειρο χρόνο για περπάτημα χωρίς λόγο, για νεύρα ανεξέλεγκτα, για χαοτικές σκέψεις και για ένστικτα ακατανίκητα, πεινασμένα. Ο έρωτας ήταν, το δίχως άλλο, η μεγαλύτερη καταστροφή στη ζωή τους, ο ανεκπλήρωτος έρωτας. Εκείνος που ανθίζει μονόπλευρα και μαραίνεται συνήθως ξαφνικά, με μία άνευ λόγου υπερβολή. Όπως την βουτιά στην άβυσσο της κατάθλιψης ή την κακοποίηση του εφηβικού πέους σε βαθμό αιματουρίας.
Σ’ αυτή την απόγνωση βρισκόταν τη μέρα εκείνη του Απριλίου ο Άρης. Ένας μελαχροινός, μακρυμάλλης νεαρός του 1986, με τόπο καταγωγής τη Γαμημένη κοινωνία, όπως την αποκαλούσε. Ντυμένος αποκλειστικά στα μαύρα, με στρατιωτικές αρβύλες, έδινε προσωπικές παραστάσεις μπροστά στον καθρέπτη, ακούγοντας Zeppelin, Stones και Doors, ενώ φανταζόταν τον εαυτό του να χώνει κλωτσιές στο κοινό από κάτω που παραληρούσε. Αγαπημένο του χόμπι ήταν η οργή, ο αυνανισμός και το κάπνισμα. Αγαπημένοι του φίλοι, ο Σταύρος κι ο Περικλής. Αγαπημένοι του άνθρωποι… η Ανδριάνα. Μία ξανθούλα της τάξης που του είχε κλέψει την καρδιά.
Ο νταλγκάς του για την κοπέλα ήταν τόσος, που αναγκάστηκε να γίνει ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος, προκειμένου ν’ αντεπεξέλθει στην αδιαφορία της. Είχε φτάσει να χορέψει και ζεϊμπέκικο μια φορά για χάρη της, μα το εγκατέλειψε με τη σκέψη, πως φαινόταν το λιγότερο γελοίος. Πράγματι, χόρευε σαν χιμπατζής μ’ εξαρθρωμένους αστραγάλους κι έτσι άφησε οριστικά την τέχνη του χορού στην ησυχία της.
Ο Σταύρος κι ο Περικλής ήταν μαζί του απ’ το Δημοτικό. Ο πρώτος, ένας παχουλός, αβγουλομάτης με ντύσιμο πάντα κακό, στεκόταν δίπλα του σε κάθε δυσκολία. Είχε στερεοφωνικό, δίσκους και ηλεκτρική κιθάρα, αντικείμενα πολύ σπάνια για την εποχή εκείνη, μαζί με την έγχρωμη τηλεόραση στο σαλόνι. Ο Άρης κι ο Περικλής δεν είχαν τίποτα απ’ αυτά. Προτιμούσαν στον ελεύθερο χρόνο τους να την πέφτουν στο σπίτι του Σταύρου και να κάνουν μακροβούτι στην αφθονία που πρόσφερε η άνεση του πατέρα, που εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας του Άρη είχε πεθάνει νωρίς και του Περικλή, σα να είχε πεθάνει. Για την ακρίβεια, δεν είχε ποτέ αναφέρει τον πατέρα του κάτω απ’ οποιαδήποτε περίσταση κι αυτό έκανε όλους του άλλους ν’ αναρωτιούνται, εάν υπήρξε ποτέ πατέρας ή ήταν προϊόν παρθενογένεσης.
Αυτός απ’ την άλλη, ήταν ένας κοντοστούπης, μαυριδερός τύπος, που κοιτούσε τον κόσμο μ’ ορθάνοιχτα κι έκπληκτα μάτια, πάντοτε. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει πολλά, ήταν όμως πανέξυπνος. Του άρεσαν τα αράπικα φιστίκια και τα σάντουιτς με αλλοπρόσαλους συνδυασμούς υλικών. Σε μία νηστεία είχε καταφέρει να φάει ένα τεράστιο με σκορδαλιά, μαρμελάδα, κέτσαπ και μαργαρίνη –όλα τα υλικά του ψυγείου-. Έκανε δύο μέρες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι έχασε τη γιορτή των Χριστουγέννων. Η γαλοπούλα της μάνας του, έμοιαζε σαν σκατά με κάστανα ή σαν σκατά που είχαν χέσει κάστανα.
***
Ο Άρης δε μπορούσε να καταπιεί με τίποτα την άρνηση της Ανδριάνας, στην πρότασή του να βγουν για έναν καφέ.
«Δεν μπορώ να βγω μαζί σου», του είχε πει.
«Γιατί;»
«Τα έχω μ’ άλλον, γι’ αυτό.»
«… Με ποιον;»
«Δεν τον ξέρεις, είναι εξωσχολικός.»
«Εκείνος με το Tenere;»
«Ναι.»
Γαμώ την πουτάνα τη φτώχεια!
Μα ήταν δυνατόν η συγκεκριμένη κοπέλα να τα έχει μ’ εκείνον το μαλάκα; Πρώτα απ’ όλα ήταν σχεδόν γέρος, τουλάχιστον εικοσπεντάρης. Κατά δεύτερον, κυκλοφορούσε μόνιμα μ’ ένα μεταλλικό φλασκί κι έπινε όπου έβρισκε ευκαιρία. Ένας γέρος μπεκρής! Κι εκείνη, ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά. Εντάξει, είχε την Yamaha. Σίγουρα όμως σύντομα, πολύ σύντομα, θα τον έβρισκαν νεκρό στη μέση της ασφάλτου, με το φλασκί στο στόμα. Αυτό τουλάχιστον ήλπιζε η Άρης.
«Τι θα γίνει ρε μαλάκες; Πόση κατάθλιψη πια ακόμα;» είπε ο Σταύρος που οι στεναχώριες γι’ αυτόν ήταν άγνωστη λέξη.
«Ναι, ρε Άρη, φτάνει ποια με τη γκόμενα. Πάμε κάπου να περάσουμε καλά», βρήκε ευκαιρία να παραπονεθεί κι ο Περικλής.
«Δεν μπορείτε να με καταλάβετε; Βρίσκομαι στο κέντρο ενός ερωτικού τυφώνα!» τους απάντησε ο Άρης, με τρόπο που έκανε τους άλλους ν’ ανησυχούν για την πνευματική του υγεία.
«Κι επειδή ρε φίλε είσαι σε τυφώνα πρέπει να γινόμαστε όλοι μούσκεμα;»
«Πες τα ρε Περικλή!»
«Αν δε γουστάρετε κάντε την. Θα συνεχίσω μόνος».
«Κόψε τις μαλακίες ρε φίλε. Εμείς εδώ για σένα είμαστε. Πρέπει όμως να λήξει αυτό το βιολί κάποια στιγμή».
«Συμφωνώ με τον Περικλή».
«Πονάει η καρδιά μου ρε!», φώναξε εκνευρισμένος ο Άρης κι επιτάχυνε. Το ίδιο έκαναν και οι δύο φίλοι του.
«Ε, πάμε στον γιατρό τότε!».
«Ποιον γιατρό ρε;» ρώτησε ο Άρης.
«Ναι ρε, ποιον γιατρό;», σιγοντάρισε κι ο Σταύρος.
«Πάμε στις πουτάνες.», είπε ο Περικλής. «Δηλαδή, αν το πρόβλημά σου είναι γυναίκα, λύσε το με μια άλλη γυναίκα. Το έχω ακούσει τελευταία. Μία νέα επιστήμη λένε, ομοιοπαθητική. Πολεμάς το ίδιο με το ίδιο… Κάτι τέτοιο τελοσπάντων.»
«Τι είναι αυτά που λες, ρε καραγκιόζη;»
«Γιατί όχι, ρε Άρη;» είπε ο Σταύρος. Τα ‘χαν συζητήσει με τον Περικλή κι αποφάσισαν πως ήταν η καλύτερη ιδέα για να ξεκολλήσει επιτέλους ο φίλος τους (και φυσικά να πάνε σε μπουρδέλο, για πρώτη φορά στη ζωή τους).
«Κι εσύ μαζί του είσαι, ρε Σταύρε;»
«Πάμε, ρε τρελάρα, να σκοτώσουμε την ώρα μας κι αν δεν γουστάρεις μην κάνεις τίποτα. Τι θα κάνουμε; Θα τριγυρνάμε στη βροχή μέχρι τα ξημερώματα;»
«Δεν έχω μία», είπε ο Άρης, που σχεδόν πάντα ήταν άφραγκος. Έφταιγε σίγουρα η Πουτάνα η Κοινωνία γι’ αυτό.
«Έχω εγώ!» φώναξε ο Σταύρος, που είχε ψειρίσει το θησαυροφυλάκιο της οικογένειας. Αυτό ήταν ένα συρτάρι στο πορτμαντό της εισόδου του διαμερίσματος που έμεναν. Εκεί κατέθετε ο πατέρας του το μηνιάτικο κι οι υπόλοιποι έκαναν τακτικές και αδιάκριτες αναλήψεις.
«Έχω κι εγώ κάτι ψιλά, θα την βολέψουμε», είπε κι ο Περικλής.
«Δεν ξέρω… Πονάω!»
***
Την πρόσοψη του οίκου ανοχής κοσμούσε ένα κόκκινο φωτάκι πάνω από μία βαριά μεταλλική πόρτα και μερικά σκαλοπάτια που έφθαναν σ’ αυτήν. Πρώτος πέρασε ο Περικλής, έπειτα ο Σταύρος και τελευταίος ο Άρης, αφού έριξε μία τελευταία ματιά στον έξω κόσμο, σα να τον αποχαιρετούσε.
Πράγματι, το εσωτερικό ήταν απόκοσμο. Δύο λέξεις μόνο μπορούσαν να το περιγράψουν με ακρίβεια, Σκέτο Μπουρδέλο!
Η Τσατσά κρυμμένη πίσω από ένα έπιπλο, που άφηνε μόνο το κεφάλι της σε κοινή θέα φώναξε ένα συνθηματικό, Ψιτ-Ψιτ, και η παρέα αμέσως κινήθηκε μπροστά της.
«Καλώς τ’ αλάνια», είπε με βραχνή φωνή. «Βγήκατε μπουρδελότσαρκα;»
«Όχι, να γαμήσουμε θέλουμε», της απάντησε ο Σταύρος δίχως την παραμικρή συστολή.
«Α, ωραία! Περιμένετε. Σε λίγο έρχεται η Μπέτι μας».
«Καλή;» συνέχισε ο Σταύρος.
«Σπέσιαλ!» απάντησε εκείνη, φιλώντας τρία δάχτυλα.
«Πόσο πάει η ταρίφα;»
«Πέντε».
Ο Σταύρος πλήρωσε τη γυναίκα για όλους.
«Λοιπόν καλόπαιδα. Απαγορεύονται φιλιά στο στόμα. Βυζάκι πιάνουμε, όχι ρώγα. Μουνάκι ναι, κώλος απαγορεύεται. Και πάνω απ’ όλα ευγένεια. Μην ξεχνάτε πως έχετε να κάνετε με… κυρίες! Καταλάβατε;»
Κούνησαν όλοι καταφατικά το κεφάλι τους.
«Ωραίαααα. Περιμένετε τώρα την Κυρά μας.»
Η παρέα κάθισε στις δερμάτινες πολυθρόνες και περίμενε. Το μικρό τραπεζάκι μπροστά ήταν γεμάτο από πορνοπεριοδικά και το ραδιόφωνο μουρμούριζε παλιά λαϊκά τραγούδια. Αμήχανα, άρχισαν να ξεφυλλίζουν αμερικανικά μουνιά και κώλους.
Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για μια έκτακτη είδηση. Μετά από επίσημη ανακοίνωση της ρωσικής κυβέρνησης, επιβεβαιώθηκαν οι φήμες που μιλούν για την καταστροφή του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Τσερνόμπιλ της Ουκρανίας. Η πόλη έχει πλήρως εκκενωθεί. Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών παραμένει άγνωστος, ενώ οι πρώτες εκτιμήσεις μιλούν για χιλιάδες. Ο πρόεδρος Γκορμπατσόφ πριν λίγο χαρακτήρισε το ατύχημα, ως το μεγαλύτερο στη σύγχρονη ιστορία της Ουκρανίας. Η ζημιά στο περιβάλλον είναι ανυπολόγιστη. Η διασπορά της ραδιενέργειας θα καλύψει μεγάλο τμήμα και της Ευρώπης, για τον λόγο αυτόν οι πολίτες καλό θα είναι να μην εκτεθούν στη βροχή και να είναι προσεκτικοί στην κατανάλωση λαχανικών. Συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας και θα ενημερώνουμε για κάθε εξέλιξη.
«Τι έγινε ρε;» ρώτησε ο Περικλής με τα μάτια γουρλωμένα.
«Ιδέα δεν έχω. Κάτι έσκασε στη Ρωσία.»
«Ο πυρηνικός αντιδραστήρας στο Τσερνομπίλ. Τώρα τη γαμήσαμε!» είπε ο Άρης.
«Ακόμα δεν Την γαμήσαμε!», είπε ο Σταύρος κι έσκασαν στα γέλια.
***
Τότε, απ’ το βάθος του υποφωτισμένου χώρου, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα, σαν χαστούκι. Ο Άρης αυτόματα γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε κάπου αόριστα στο σκοτάδι. Ακολούθησε και δεύτερο. Σίγουρα ήταν χαστούκι. Και τρίτο. Μία γυναίκα έκλαιγε σιγανά. Η Τσατσά δεν κινήθηκε καθόλου. Δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, σα να συνέβαινε κάτι τελείως συνηθισμένο ή σα να μην συνέβαινε τίποτα. Ένας άντρας εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και με ταχύτητα εξαφανίστηκε πίσω απ’ την πόρτα της εισόδου.
Οι τρεις φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Έπειτα κοίταξαν την πόρτα που έκλεινε και κοιτάχτηκαν ξανά.
…οι πολίτες καλό θα είναι να μην εκτεθούν στη βροχή και να είναι προσεκτικοί στην κατανάλωση λαχανικών…
***
Η Μπέτι ήταν μία νεαρή, λίγο πάνω απ’ τα είκοσι. Όταν εμφανίστηκε με τα βυζιά φόρα-παρτίδα, οι τρεις φίλοι γούρλωσαν τα μάτια του. Φορούσε ένα μικρό μαύρο στρινγκ εσώρουχο και ζαρτιέρες με μαύρες κάλτσες από δαντέλα. Την εμφάνισή της ολοκλήρωνε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες, που της πρόσθεταν τουλάχιστον δέκα πόντους. Ήταν εντυπωσιακή. Αρκετά τουλάχιστον για να καταφέρει τρεις έφηβους να την πηδήξουν.
Πρώτα πήρε τον Σταύρο και χάθηκαν πίσω από την πόρτα ενός δωματίου. Ο Περικλής χοροπηδούσε στο κάθισμα από την αγωνία.
«Πωωω, τι γκόμενα είναι αυτή ρε φίλε; Να πάω εγώ μετά;»
«Φυσικά», απάντησε ο Άρης.
Μερικά μόλις λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Σταύρος.
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο Περικλής.
«Αφήστε με ρε μαλάκες. Ξεφτίλα!»
«Τι έγινε ρε;»
«Έχυσα πριν το βάλω καλά-καλά».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή, ίσα που το ακούμπησα και… πάπαλα.»
Ο Περικλής κι ο Άρης έσκασαν στα γέλια.
«Ο επόμενος!» φώναξε η Τσατσά κι ο Περικλής βρισκόταν ήδη στον δρόμο προς την ομορφότερη εμπειρία της ζωής του.
Ο Άρης έμεινε τελευταίος και παρηγορούσε τον Σταύρο, μέχρι που ήρθε η σειρά του.
***
Το δωμάτιο ήταν μικρό, πολύ μικρό, σαν φέρετρο. Το άρωμα της πουτάνας βαρύ, πολύ βαρύ, σαν λιβάνι. Ο Άρης φαντάστηκε να βρίσκεται νεκρός στο κρεβάτι μ’ έναν τεράστιο καθρέπτη κατά μήκος του, κολλημένο στον τοίχο. Φέρετρο με αξεσουάρ.
Η μοναδική λάμπα της οροφής φώτιζε μ’ ένα ζωηρό μπλακ λάιτ, που έκανε το λευκό να φωσφορίζει. Έλαμπαν έντονα, μία οδοντοστοιχία, το γκλίτερ στα στήθια της και, για κάποιον περίεργο λόγο, η μεγάλη μελανιά κάτω απ’ το μάτι της. Εκεί που είχε αρπάξει τα χαστούκια. Ξάπλωσε στο μακρόστενο κρεβάτι.
«Δε θα γδυθείς;» τον ρώτησε η Μπέτι. Το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό και όμορφο και σακατεμένο. Το σκοτάδι όμως έσβηνε τα χαρακτηριστικά της και μόνο εκεί, τριγύρω απ’ το ξανθό της μαλλί αχνοφαινόταν μία φωτεινή αύρα απ’ την λάμπα. Έμοιαζε Αγία… Μία Αγία Πουτάνα.
«Όχι», της απάντησε αποφασισμένος, δίχως να γνωρίζει ακριβώς τον λόγο.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως δε θα γδυθώ».
«Και τι θα κάνεις ντυμένος;»
«Δεν έχω καμία ιδέα», της απάντησε έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο ταβάνι. Για μία στιγμή θα ορκιζόταν πως εκεί πάνω είδε το πρόσωπο της Ανδριάνας.
«Δεν σου αρέσω; Κοίταξέ με. Δεν σ’ αρέσουν τα βυζιά μου;»
«Είσαι κουκλάρα, δεν πρόκειται όμως να κάνω κάτι μαζί σου. Είμαι αλλού».
«Θα με σκοτώσει γαμώτο!»
«Ποιος;»
«Να μη σε νοιάζει!» Γύρισε το κεφάλι απ’ την άλλη πλευρά κι έχωσε το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες της.
Ο Άρης ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και κάθισε δίπλα της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άλλωστε ήταν ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος. Τι θα μπορούσε να κάνει;
«Έλα ηρέμησε», χτύπησε στην πλάτη την κοπέλα που μυξόκλαιγε.
«Πώς να ηρεμήσω; Θα με σκοτώσει σου λέω. Δεν καταλαβαίνεις», του είπε μέσα σε αναφιλητά.
«Δεν χρειάζεται να το μάθει κανείς. Θα μείνω εδώ για λίγο και μετά την κάνω, σα να μην τρέχει τίποτα».
«Δε θα πεις τίποτα σε κανέναν;»
«Θα είμαι ένας ακόμα ευχαριστημένος πελάτης. Στο υπόσχομαι», χαμογέλασε ο Άρης.
***
Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο, οι φίλοι του καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλον και σχολίαζαν τις τεχνικές λεπτομέρειες του πληρωμένου έρωτα.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε η Τσατσά, μόλις πέρασε από μπροστά της.
«Σπέσιαλ!»
«Παιχταρά μου!» φώναξε ο Σταύρος.
«Πάμε να φύγουμε!» είπε ο Άρης.
«Τι έγινε ρε μαλάκα;»
«Τίποτα δεν έγινε. Όλα καλά. Πάμε να φύγουμε!»
Ο Περικλής κι ο Σταύρος απορημένοι σηκώθηκαν κι ακολούθησαν τον Άρη, ρίχνοντας πλάγια βλέμματα ο ένας στον άλλον.
***
Η παρέα κινήθηκε προς την έξοδο. Αυτή τη φορά πρώτος ήταν ο Άρης. Στάθηκε ακίνητος στο πλατύσκαλο και γέμισε τα πνευμόνια του καθαρό αέρα με μία γερή εισπνοή. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Μύριζε χώμα.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε ένα τσιγάρο. Το άναψε και ρούφηξε βαθιά. Επιτέλους, όλα είχαν τελειώσει. Η Ανδριάνα, η Μπέτι, η γαμημένη εκείνη επίσκεψη στο μπουρδέλο. Μόνο η βροχή κρατούσε ακόμα με βαριές ραδιενεργές ψιχάλες.
Στη βάση της σκάλας εμφανίστηκε μία αντρική φιγούρα. Νέος πελάτης; Όχι! Ο Άρης αναγνώρισε εύκολα τον άντρα που πριν λίγη ώρα χαστούκισε την κοπέλα κι εξαφανίστηκε. Σίγουρα ήταν αυτός. Ένας κοντός μυώδης τύπος, κουστουμαρισμένος και φορτωμένος μαγκιά, που περπατούσε σαν συγκαμένος. Ανέβαινε αργά τα σκαλιά με το κεφάλι σκυμμένο, μέχρι που έφτασε μερικά σκαλοπάτια κάτω απ’ τον Άρη και τον κοίταξε.
«Τι λέει παλικάρια, άξιζε το μουνάκι;»
Ο νεαρός δεν το σκέφτηκε καθόλου. Σήκωσε το πόδι του κι έχωσε μία γερή κλωτσιά με την αρβύλα, ακριβώς στο κέντρο του προσώπου του. Ο άντρας έφυγε προς τα πίσω και πήρε παραμάζωμα αρκετά σκαλοπάτια με την πλάτη. Έσκασε στο πεζοδρόμιο παρακάτω με το κεφάλι του να χτυπά με δύναμη το πλακάκι. Έπειτα έμεινε εκεί, ακίνητος.
«Τι έκανες ρε μαλάκα;» φώναξε ο Περικλής.
«Πάμε!», έκανε ο Άρης κι εξαφανίστηκαν τρέχοντας μέσα στα στενά του Βαρδάρη.
Η καρδιές τους πήγαιναν να σπάσουν απ’ την αγωνία. Μπουρδέλο, πουτάνες, επίθεση, παρανομία. Τα είχαν κάνει όλα. Αυτό ήταν! Ελευθερία!
Η δύναμη της ραδιενεργής βροχής έβαλε φτερά στα πόδια τους κι έτρεξαν γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που κανείς πια δε μπορούσε να τους αγγίξει.
«ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ!», ούρλιαξε ο Άρης στη μέση της Εγνατίας κι όλοι τον κοίταξαν σαστισμένοι.
«ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ!», επανέλαβαν οι δύο φίλοι του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής