του Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο δεκαεξάχρονος Τζίμυ γυρνούσε απ’ το κολέγιο βαδίζοντας στον επαρχιακό χωματόδρομο προς το κτήμα Γκάρετ. Δεν τον ένοιαζε η σκόνη από διερχόμενα αυτοκίνητα ούτε ο καυτός ήλιος του Τέξας που έκαιγε το γυμνό δέρμα του· οι πεζοπορίες τού θύμιζαν τον πατέρα.
Κανονικά θα πήγαινε να τον παραλάβει η μητέρα του, αλλά εκείνη τη μέρα, για άλλη μια φορά, είχε αποφασίσει να σχολάσει νωρίτερα. Περπατούσε σχεδόν μιάμιση ώρα όταν το γνώριμο μαύρο τζιπ σταμάτησε απότομα μπρος του. Μέσα απ’ τη σκόνη το θυμωμένο βλέμμα της μητέρας, χειρότερο απ’ τον ήλιο· με τον καιρό είχε μάθει να το μετουσιώνει σε ελαφρύ καψάλισμα στο στήθος του. Στο δρόμο της επιστροφής έμειναν σιωπηλοί.
Γνωρίζοντας το γονικό τελετουργικό πήγε κατευθείαν στο καναπέ. Στην ηρεμία πριν την καταιγίδα, ο σιαμέζος γάτος πήδησε στην αγκαλιά του και άρχισε να γουργουρίζει.
«Χμμμ, ενισχύσεις… Γεια σου, Τόμυ». Ξεκίνησε να χαϊδεύει.
Η μητέρα ήρθε στο σαλόνι με μια κανάτα νερό και τρία ποτήρια. Το δεύτερο ποτήρι ήταν πάντα κακό σημάδι, το τρίτο κάκιστο. Ωστόσο, έβρισκε μια όαση διασκέδασης στην ποικιλία των χειρονομιών της, που άλλοτε του θύμιζαν τερματοφύλακα ποδοσφαίρου – κι άλλοτε επιθεωρητή καταστρώματος σε αεροπλανοφόρο.
Η μητέρα που πλέον δεν ήξερε πώς να τον κουμαντάρει άρχισε:
«Λοιπόν; Τι έγινε αυτή τη φορά κύριε Αϊνστάιν;»
(Έτοιμοι για απονήωση).
«Δεν άντεξες τους χαζούς συμφοιτητές σου πάλι;»
(Μηχανές στο φουλ).
«Επτά χρόνια μεγαλύτεροι σου είναι».
(Δώσε ταχύτητα.. να πάρει ο διάολος).
«Να σου δώσουμε πτυχίο να ξεμπερδεύουμε;»
(Η απονήωση στέφθηκε με επιτυχία).
«Δεν άντεξα μια χαζή καθηγήτρια αυτή την φορά», είπε ο Τζίμυ, «και πιστεύω ότι έχουμε αρκετή οικειότητα ώστε να με λες Αλβέρτο».
«Ναι, ε; Με ειρωνεύεσαι τώρα;»
(Τρομερή απόκρουση, κυρίες και κύριοι).
«Ωραίοι τρόποι. Συγχαρητήρια Τζίμυ».
(Καλή προσπάθεια μάνα, αλλά το ‘φαγες το γκολάκι)
«Να μη ξεχνάς ποιος μου έδωσε την πάσα, μητέρα.»
Πάνω που ένα αεροπλάνο της μητέρας ερχόταν για προσνήωση μπήκε στο σαλόνι ο Τζορτζ και το αεροπλανοφόρο πήρε φωτιά. Το εύθυμο πρόσωπο τού Τζίμυ αμέσως μαύρισε και τα γαλάζια μάτια του τυλίχτηκαν στις φλόγες.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, η μητέρα προσκάλεσε ένα παλιό συμμαθητή της για δείπνο. Ο Τζορτζ Χάρισον ήταν ο σερίφης της πόλης και ερωτευμένος με την Μάρθα από το λύκειο. Η θλίψη και η μοναξιά αναζωπύρωσε το νεανικό φλερτ και γρήγορα ο Τζορτζ πάρκαρε μόνιμα το άλογο του στο σπίτι τους. Ο Τζίμυ ποτέ δεν δέχτηκε την εγκατάστασή του στο κτήμα και οι καυγάδες επί ένα χρόνο ήταν στο καθημερινό μενού όλων των γευμάτων.
Το τρίτο ποτήρι πήρε την σκυτάλη και το ψαρωτικό του υπηρεσιακό ύφος.
«Τζίμυ, δεν νομίζεις ότι το ‘χεις παρακάνει με την συμπεριφορά σου;»
«Τζορτζ δεν νομίζεις ότι έχεις παραμείνει πολύ στο σπίτι μας για να ανέχομαι την δική σου;»
«Δεν καταλαβαίνεις ότι στενοχωρείς την μητέρα σου με αυτά που λες και κάνεις;»
«Δεν έχεις να συλλάβεις κανένα σκελετωμένο άστεγο; Καμιά γριούλα που πέρασε την διάβαση με κόκκινο; Κανένα ναρκομανή που δεν μπορεί να τρέξει;»
«Τζίμυ, αγόρι μου, εγώ και η μητέρα σου έχουμε να σου πούμε ότι…»
«Να! Ακριβώς εδώ είναι τα στοιχεία του εγκλήματος που παραβλέπεις Σέρλοκ. Δεν είμαι το αγόρι σου και η χρήση πληθυντικού αριθμού με την μητέρα είναι αηδιαστική. Γνωρίζεις φαντάζομαι τι είναι πληθυντικός;»
Ο Τζορτζ δεν άντεξε έναν ακόμα χλευασμό και ξεφούρνισε ωμό το ψητό.
«Εγώ κι η μητέρα σου πρόκειται να παντρευτούμε.»
Ο Τζίμυ τα ‘χασε και σηκώθηκε απότομα προκαλώντας ένα νιαούρισμα διαμαρτυρίας στον ιπτάμενο Τόμυ. Πήγε και στάθηκε μπροστά απ’ τον σερίφη και χωρίς δισταγμό τον απείλησε.
«Θα πάρω κρυφά το όπλο σου και θα σε καθαρίσω πριν προλάβεις να φορέσεις γαμήλιο κουστούμι, γαμημένε μπάσταρδε… Και μετά θα σου βάλω το αστέρι στον κώλο.»
Ενστικτωδώς το ένα χέρι του Τζορτζ κάλυψε το όπλο και το άλλο προσγειώθηκε στο πρόσωπο του Τζίμυ. Η λέξη γάμος τον είχε πονέσει περισσότερο. Χωρίς να πει τίποτα γύρισε και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες, με διάχυτες συγγνώμες να τρέχουν πίσω του, αλλά καμιά να τον προφταίνει. Ο γάτος δρασκέλισε τα σκαλοπάτια και μπήκε πρώτος στο δωμάτιο που γρήγορα σφραγίστηκε.
~~
Η μονίμως στραμμένη στο παράθυρο πολυθρόνα φιλοξενούσε τον Τζίμυ κι αυτός με την σειρά του τον γάτο. Κοίταζε τα επιβλητικά βουνά με τα πυκνά δάση απέναντι και θυμόταν τις αναρίθμητες φορές που με τον πατέρα του τα εξερευνούσαν για μέρες, την γαλήνη της συνύπαρξης με την φύση, τον ύπνο τους κάτω απ’ τα αστέρια. Ένας σάκος με λίγα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης μαζί με έναν υπνόσακο στον ώμο, οι μόνες αποσκευές τους.
Θυμόταν τον πατέρα να κουβαλά μια καραμπίνα που ποτέ δεν χρησιμοποιούσε.
«Το έχω μόνο για προστασία, το αληθινό όπλο είναι το μυαλό μας» του είπε, και για απόδειξη έστηνε περίτεχνες παγίδες για τα υπαίθρια γεύματά τους.
«Οι περιπλανήσεις στην άγρια φύση ακονίζουν το ένστικτο, γιε μου, σε μαθαίνουν ν’ ακούς την φωνή της καρδιάς σου. Αυτή δείχνει τον δρόμο και το μυαλό υπολογίζει και παίρνει τις αποφάσεις. Η αρμονική τους συνεργασία είναι ο στόχος σου, Τζίμυ», του είπε το ίδιο βράδυ γύρω απ’ τη φωτιά.
Θυμήθηκε μια υπέροχη μέρα, λίγο πριν το ατύχημα, που σε απόκρημνο μονοπάτι είχε φοβηθεί το κενό που έχασκε δίπλα του.
«Φοβάμαι να προχωρήσω» του ‘χε πει.
«Αγνόησε τον φόβο κι εστίασε στη σιγουριά των δυνατοτήτων σου. Αν δεν πίστευα ότι μπορείς, δεν θα σ’ έφερνα εδώ πάνω. Πιστεύω σε σένα, γιε μου. Πίστεψε κι εσύ!»
Λίγες ώρες μετά και πολύ ψηλότερα είχαν αντικρύσει μια ανείπωτη ομορφιά. Ο ποταμός διέσχιζε μια κρυμμένη κοιλάδα· παράδεισος.
«Τα δύσβατα μονοπάτια στην φύση, όπως και στην ζωή, έχουν συνήθως την καλύτερη θέα, γιε μου. Μερικές φορές πρέπει να ρισκάρουμε, να πάρουμε τον δύσκολο δρόμο αν θέλουμε μια καλύτερη θέα, αν επιζητάμε μια συναρπαστική ζωή. Το μυστικό όμως, σε όλα τα μονοπάτια, είναι να βρίσκεις συντρόφους που κάνουν τη καρδιά σου να χαμογελά και να μη σε απασχολεί ποτέ ο προορισμός. Ν’ απολαμβάνεις το ταξίδι ό,τι κι αν συμβαίνει σε κάθε στροφή του. Και να μην κρίνεις ποτέ τα μονοπάτια των άλλων.»
~
Ο Τζίμυ έκλαψε πλημμυρισμένος από αναμνήσεις, δάκρυσε για τον επικείμενο γάμο της μητέρας, και τότε η καρδιά και το μυαλό του ήρθαν σε αρμονία.
Η μητέρα χτύπησε την πόρτα.
«Τζίμυ, αγόρι μου, είσαι καλά;»
Δύο ξεκλειδώματα μετά, έκπληκτη είδε τον μετανιωμένο γιο να πέφτει στην αγκαλιά της.
«Μητέρα, συγγνώμη για το φέρσιμό μου, γι’ αυτά που είπα στον Τζορτζ, για όλα. Τώρα καταλαβαίνω ότι επιλέγεις το μονοπάτι της ευτυχίας σου και δεν θα σταθώ πια εμπόδιο. Μάλλον το χρειαζόμουν το χαστούκι. Πάω να του ζητήσω συγγνώμη αμέσως. Θα δεις, θα σκεφτόμαστε το αστέρι στον κώλο και θα γελάμε».
Και γέλασαν αγκαλιασμένοι. Αργότερα στο δείπνο, για πρώτη φορά στα χρονικά, γέλασαν και με τον Τζορτζ παρέα. Κα όλοι γύρισαν χαρούμενοι στα δωμάτιά τους. Ο Τζίμυ όμως ήταν εκστασιασμένος.
Έκλεισε θέση με το λεωφορείο για Λος Άντζελες. «Τσεκ.»
Ξέθαψε απ’ την αποθήκη το σκονισμένο υπνόσακο του πατέρα. «Τσεκ.»
Λίγα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης… ένας σουγιάς για προστασία στον σάκο. «Τσεκ.»
Ανάληψη απ’ το κουτί παπουτσιών – ο πατέρας πάντα του έλεγε να φυλάει χρήματα για ώρα ανάγκης. 5742$. «Τσεκ.»
Αποχαιρετισμός με γάτο. «Αν δεν γυρίσω τελικά, θα βρω τρόπο να ξαναβρεθούμε, στο υπόσχομαι Τόμυ, γαμώ το τσεκ μου μέσα.»
Τέσσερις τα ξημερώματα πήρε τα κλειδιά του τζιπ – ο πατέρας τού είχε μάθει οδήγηση πριν κλείσει τα δώδεκα. Μια ώρα αργότερα πάρκαρε στο σταθμό λεωφορείων και άφησε ένα σημείωμα στο κάθισμα.
«Ήξερα ότι τα λαγωνικά του σερίφη θα μυριστούν το τζιπ σύντομα, λυπάμαι, αλλά έπρεπε να κερδίσω χρόνο. Δεν φεύγω λόγω γάμου μητέρα, εννοούσα όσα σου είπα χτες. Ξέρω ότι ο Τζορτζ κάνει την καρδιά σου να χαμογελά. Έχω όμως ανάγκη να ακολουθήσω αυτό που υπαγορεύει η δική μου καρδιά. Πιστεύω στον εαυτό μου και στην απόφαση αυτή. Προσπάθησε να μην ανησυχείς. Θα σε πάρω τηλέφωνο σύντομα.
ΥΓ: Αν τυχόν με μαγκώσουν τίποτα συνάδελφοι του Τζορτζ και με φέρουν πίσω, την επόμενη φορά δεν θα με βρίσκει το F.B.I και C.I.A μαζί, να το ξέρεις. Σ’ αγαπάω!»
~~
Ο Τζίμυ πέρασε στην πολιτεία του Νέου Μεξικού και μπήκε πιο δυτικά στην Αριζόνα. Στο Φοίνιξ άλλαξε λεωφορείο και προσανατολισμό για την Νέα Υόρκη όπου ήταν και ο αρχικός προορισμός του.
Κοιτώντας τις απέραντες επίπεδες εκτάσεις να περνούν αργά απ’ το παράθυρο, ο Τζίμυ θυμήθηκε τον πατέρα που πριν δεκαοκτώ χρόνια είχε κάνει την αντίθετη διαδρομή.
Ο Ρόμπερτ Γκάρετ, ένας γοητευτικός Νεοϋορκέζος και γόνος εύπορης οικογένειας, στα εικοσιπέντε χρόνια του είχε ένα τοίχο πτυχία κι εργαζόταν σε μυστικές κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Μια από τις ειρηνικές καινοτομίες του χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ενός όπλου, που σκόρπισε καταστροφή σε μακρινή χώρα.
Συνειδητοποιώντας την συμβολή του στον όλεθρο, την επόμενη μέρα παραιτήθηκε κι ακολούθησε το ηλιοβασίλεμα στην Άγρια Δύση – και δεν γύρισε ποτέ πίσω. Αγόρασε ένα κτήμα και πέντε μήνες αργότερα ερωτεύτηκε την πιο καλοσυνάτη κοπέλα της πόλης. Οκτώ μήνες μετά, τρελοί ο ένας για τον άλλον, με τον Τζίμυ να περνά απαρατήρητος στην εκκλησία, παντρεύτηκαν. Και ζούσαν αυτοί καλά ώσπου… Ο ύπνος λύτρωσε τον νεαρό ταξιδιώτη.
Ο πατέρας είχε πει κάποτε ότι: «Η Νέα Υόρκη είναι ένα διαφορετικό είδος ζούγκλας».
Τα άγρια θηρία που εντόπιζαν την παρουσία του Τζίμυ, έβλεπαν ένα ψηλό και αδύνατο αγόρι, με ατημέλητα, ξανθά μαλλιά και τα μαύρα ρούχα του μαρτυρούσαν κακουχίες ενός εξαντλητικού ταξιδιού. Απορούσαν για τον μεγάλο υπνόσακο που κρεμόταν στον αριστερό ώμο και αναρωτιόνταν τι κουβαλά στο σάκο στον δεξί.
Αυτό που δεν μπορούσαν να φανταστούν ήταν ότι ο Τζίμυ διέσχιζε ένα απόκρημνο μονοπάτι.
Κάποια στιγμή ένας αστυνόμος τον ρώτησε πού πηγαίνει. Ο Τζίμυ απάντησε αμέσως.
«Με περιμένει ο πατέρας μου στην επόμενη γωνία.»
«Και σε όλες τις επόμενες», μονολόγησε ο αστυνόμος καθώς έφευγε.
Αργά το βράδυ, σε ένα ήσυχο από διαβάτες δρόμο, άκουσε νιαούρισμα και νόμιζε ότι ήταν οι τύψεις του. Ακολουθώντας τον ήχο, βρήκε δεμένο σε κάδο ένα μικροσκοπικό ασπρόμαυρο γατί. Στιγμές αργότερα το κρατούσε ελεύθερο στα χέρια και η καρδιά του χαμογέλασε.
«Χμμμ, ενισχύσεις» είπε, «και για τους δυο μας». Ήταν θηλυκό και το βάφτισε Μάρθα.
Κοίταξε το δρόμο με μια πρωτόγνωρη ευφορία και αναρωτήθηκε τι του επιφυλάσσει η επόμενη στροφή.
Τ Ε Λ Ο Σ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.