Η αναπόφευκτη βεβαιότητα του τυχαίου

0
320

Λιμνιώτης – Παπασημάκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δύο φωτογραφίες τυχαίες, δυο ιστορίες που συνδέονται. Άλλωστε όλα είναι τυχαία κι όλα συνδέονται αναπόφευκτα.

Δείτε με, χαμογελάω πριν πεθάνω

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι par84171-598x400-1.jpg

Δείτε με, χαμογελάω πριν πεθάνω. Τ’ αποφάσισα χωρίς περιστροφές και καθυστερήσεις. Όχι γιατί υπάρχει κάποιος λόγος· ακριβώς επειδή δεν υπάρχει. Η ζωή η ίδια έχει αυτή την τρελή επιθυμία να καταλήξει εκεί, στο αδιάστατο σημείο της λήξης. Αστείο δεν είναι; Ζω το τέλος μου, κάθε μέρα από τότε που γεννήθηκα. Όλοι μας.

Μεγάλωσα σε μια ασήμαντη γωνιά κάποιας ασήμαντης πόλης. Σ’ ένα σπίτι μικρό ανάμεσα σ’ άλλα πολλά σπίτια. Μεγάλωσα με ανθρώπους ανάμεσα σ’ άλλους ανθρώπους, χιλιάδες. Έζησα κι εγώ σαν τις αμέτρητες άλλες ζωές. Και θυμάμαι να κάνω κάτι διαφορετικό, άλλο κάθε φορά, που έμοιαζε όμως μ’ αυτό που έκαναν άλλοι. Δε μπόρεσα σε τίποτα να είμαι ξεχωριστός, αφού όσο κι αν το προσπαθούσα, η μόνη απτή απόδειξη της ύπαρξης και των έργων μου, θα ήταν ένας ακόμα συνηθισμένος θάνατος μέσα στους θανάτους. Ακόμα κι αν όσοι συνέχισαν, θα διηγούνται τα κατορθώματά μου, εγώ δε θα είμαι ανάμεσά τους ν’ απολαύσω τη χαρά της διήγησης. Δύο ημερομηνίες, χαραγμένες πάνω σε μία ταφόπλακα, θα μαρτυρούν για έναν που κάποτε ήταν εδώ.

Ευεργετημένος είμαι, δε λέω. Έζησα καλά, αν και δε γνωρίζω τι σημαίνει αυτό. Τι σημαίνει το Καλά και το Άσχημα. Έζησα μ’ έναν τρόπο που, θέλω να πιστεύω πως, είναι καλύτερος απ’ τον τρόπο άλλων. Ίσως κι όχι, θέλω όμως να το πιστέψω. Μου επιτρέπω να το πιστέψω! Εντάξει, θέλω να πιστέψω σε κάτι, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Αφού όμως έρχεται το τέλος, ποια σημασία έχει οποιαδήποτε πίστη;

Γι’ αυτά όλα στάθηκα μπροστά στο δέντρο και σημαδεύω τον εαυτό μου χαμογελώντας. Σκέφτομαι, αν τίποτα δε μπορώ να ορίσω τότε ίσως, το μόνο που μένει είναι να οργανώσω προσεκτικά το τέλος μου.

Ένα καλό μέρος.
Ένας ανώδυνος τρόπος.
Ένα χαμόγελο.

Χωρίς προφάσεις και καθυστερήσεις να πιέσω τη σκανδάλη κι επιτέλους ν’ αποδράσω απ’ αυτή την αναπόφευκτη μονοτονία της προσμονής. Γιατί η ζωή μοιάζει ένα όμορφο ταξίδι στο βουνό με γνωστή από πριν κατάληξη∙ τη βουτιά στο γκρεμό. Ποιος είναι αυτός που θα διάλεγε να πάει σε τέτοια εκδρομή;

Με τη ζωή βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν τη διαλέγεις. Εκείνη επιλέγει να σε τραβήξει με βία απ’ την ανυπαρξία και να σε πληρώσει μ’ ένα βέβαιο τέλος. Αν το σκεφτεί κάποιος, μοιάζει με το νοστιμότερο γλυκό που ποτέ δε δοκίμασες. Όταν επιτέλους ανακαλύψεις το βάζο και βουτήξεις μέσα το μικρό σου δάχτυλο, εμφανίζεται η μάνα σου έξαλλη. Αρπάζει το βάζο και το εξαφανίζει για πάντα. Αυτό είναι η ζωή, σαδισμός. Το σχέδιο ενός σατανικού νου, για το πιο ανατρεπτικό παιχνίδι στο σύμπαν. Ναι, η ζωή είναι το παιχνίδι αυτό. Ένα φωτεινό μονοπάτι με προορισμό το σκοτάδι. Το αιώνιο, το παντοτινό τίποτα.

Κι εγώ, που στέκομαι μπροστά στο δέντρο με την κάννη στραμμένη στον κρόταφό μου, νιώθω πως δεν έχω άλλη επιλογή απ’ το να την πιέσω. Όχι έτσι απλά. Θα ήταν εύκολο. Θα έκανα τον ρόλο μου πολύ απλό. Αν όμως χαμογελούσα; Αν έδειχνα να το διασκεδάζω πραγματικά, τότε ναι, θα ήταν κάτι άλλο. Ένα δυνατό χαστούκι στην Ομορφιά της Ζωής. Όλοι θα λένε πως αυτοκτόνησα. Μα δεν αυτοκτόνησα εγώ, εκείνοι αυτοκτονούν κάθε στιγμή που περνάει. Γιατί, πώς ορίζεται η αυτοκτονία; Δεν είναι μία ηθελημένη πράξη διακοπής της ζωής; Και η συνέχιση της ζωής τι είναι; Η άφεση αυτή στο τυχαίο. Στην καθημερινή μονοτονία που μοιραία θα λήξει αύριο, μεθαύριο, την επόμενη. Τι είναι; Αναρωτιέμαι.

Κι αν η οπτική μου είναι τελείως στρεβλή; Κι αν ο τρόπος που σκέφτομαι είναι αποτέλεσμα κάποιας πνευματικής ασθένειας, που θα με οδηγήσει σ’ ένα χαμό δίχως επιστροφή; Αναρωτιέμαι. Μήπως πράγματι τα έχω χαμένα και ψάχνω τώρα στα σκουπίδια του μυαλού μου, να βρω την πιο εύκολη διέξοδο; Μία πράξη που δεν είναι τελικά λύτρωση, μα τιμωρία;

Πέφτω λίγο, λιποψυχώ και σκέφτομαι, αν έχει πάρει τα ηνία η αμφιβολία; Αυτός ο τύραννος που δεν αφήνει μια απόφαση δική μου, μόνο για μένα. Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν πρόκειται να υπάρξω μέρος του παιχνιδιού, εκείνου του διεφθαρμένου μυαλού που έλεγα νωρίτερα. Είμαι βέβαιος πως, και η αμφιβολία σχέδιο δικό του είναι. Ναι, αυτού του δολοπλόκου, του ύπουλου. Κάθε που παίρνω μία απόφαση σφηνώνεται στο μυαλό μου η άρνησή της απόφασης και ούτω καθεξής. Το αέναο παιχνίδι της αναβολής σημαντικών αποφάσεων.

Βέβαια αν, λέω αν, πραγματικά η απόφασή μου να πεθάνω εδώ και τώρα χαμογελώντας, είναι λάθος, τότε έχασα. Έχασα κάτι, δε γνωρίζω τι, το έχασα όμως για πάντα και ποτέ δε μάθω την απώλειά του. Δε θα έχω την ευκαιρία ούτε να το σκεφτώ, μήτε και ν’ αντιμετωπίσω συνέπειες. Εγώ δεν θα είμαι πια, παρά μόνο μία θολή ανάμνηση αυτού που υπήρξα. Οπότε, μία η άλλη. Για μένα δε θα έχει καμία αξία το λάθος ή το σωστό. Μόνο σε κείνους θα μείνει χαραγμένο το αινιγματικό χαμόγελο. Θ’ αναρωτιούνται για πάντα, «Γιατί;» κι εγώ θα έχω σκηνοθετήσει τη τελευταία μεγάλη φάρσα της ζωής μου.

Παίζω λίγο τη σκανδάλη με το δάχτυλό μου. Έτσι, για να δοκιμάσω το μέταλλο που τρίζει. Να κάνω μία τελευταία πρόβα. Πως όμως να δοκιμάσει κάποιος το τέλος; Ποιος θα κρίνει μετά για την επιτυχία του; Πιέζω λίγο περισσότερο και βρίσκω αντίσταση. Σταματάω. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο πίστευα στην αρχή. Κάτι μέσα μου λέει να συνεχίσω, κάτι άλλο να σταματήσω εδώ. Παλεύουν στο στομάχι μου αντίθετες δυνάμεις και μου σκίζουν τα σωθικά. Ένα κλικ ακόμα είναι και τέλος. Μία ελάχιστα μεγαλύτερη δύναμη στον δείκτη μου. Μόνο μην ξεχάσω να χαμογελώ, σα να παρακολουθώ κάποια ανοησία.

Σφίγγω περισσότερο τη μεταλλική λαβή και το μυαλό μου αναπάντεχα βολτάρει σ’ Εκείνη.

~~

Τι όμορφη νύχτα που πέρασα μαζί της; Ο βράχος του έρωτα να μας συνθλίβει και το φεγγαρόφωτο να χαράζει το περίγραμμα του κορμιού της. Και οι ανάσες να νοτίζουν τον ζεστό, καλοκαιρινό αέρα. Και το δέρμα της, το υγρό κι απαλό της δέρμα στις παλάμες μου. Ξέπλεκα μαλλιά, μεγάλα μάτια κλειστά, ανάσες κοφτές σε κάθε κίνηση των λαγόνων. Το μεγαλείο της στιγμής. Η αναπάντεχη γεύση της αθανασίας. Ένα Της φιλί που αρκούσε για πάντα.

Τη συνάντησα τυχαία. Μπορεί βέβαια να ειπωθούν λόγια μεγάλα όπως, το σύμπαν την έφερε μπροστά μου, ο Θεός και τα λοιπά. Μαλακίες. Τη συνάντησα τυχαία. Θα μπορούσε να ήταν άλλη, μα ήταν αυτή κι έπειτα… δε θα ήταν ποτέ άλλη. Γιατί κάθε Έρωτας είναι μία μικρή ιστορία, ανεξίτηλη, με μαύρο μελάνι, χτυπημένη πάνω στο δέρμα της ψυχής. Τον βλέπεις κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια σου, ξανά και ξανά.

Είπαμε δυο λόγια άσχετα. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Βρεθήκαμε δυο-τρεις φορές ακόμα. Της έπιασα το χέρι. Τη φίλησα στο μάγουλο. Ανάσανα το γλυκό της άρωμα. Κράτησα στο πρόσωπό μου το χάδι των μαλλιών της. Τη συνάντησα ξανά. Φιληθήκαμε. Την άγγιξα όπου μπορεί να την αγγίξει άντρας. Κάναμε έρωτα πολλές φορές. Και γινόταν όλο και καλύτερο, όλο και καλύτερο, όλο και καλύτερο, μέχρι…

Κι ο Έρωτας ένας θάνατος είναι. Τελειώνει. Αδειάζει. Ξεφουσκώνει και μένεις μόνος, πολύ μόνος.

Έλα κοντά μου, θα ήθελα να Της φωνάξω. Βοήθησέ με! Πάρε το δάχτυλό μου απ’ τη σκανδάλη. Δεν έχω τη δύναμη να το κάνω εγώ. Τράβηξε το δάχτυλο μου απ’ τη σκανδάλη. Σε παρακαλώ, σταμάτησέ με.

ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ ΓΑΜΩΤΟ!

Σιωπή.
Αφουγκράζομαι.
Τίποτα.
Μόνο μία γλυκιά ανάμνηση στο μυαλό μου, που κι αυτή σε λίγο θα σβήσει. Μου χαμογελάει. Το ίδιο κάνω κι εγώ.
Πιέζω τη σκανδάλη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το τυχαίο

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι aa.jpg

Είναι τυχαίο. Όλα είναι τυχαία. Ακόμα και το ότι ζω, τυχαίο είναι. Και εντάξει, δεν έχει να κάνει μόνο για το ένα εκείνο σπερματοζωάριο του μπαμπά μου που αποδείχτηκε πιο δυνατό από τα εκατομμύρια άλλα και τρύπησε το ωάριο της μαμάς μου, είναι κι άλλα. Μιλάω και για τα πιο πριν.

Είναι το ότι η μαμά μου ήταν ένα κορίτσι σε νησί κι έπρεπε να φύγει από κει και να πάει να γίνει μοδίστρα στην Αθήνα. Κι έπρεπε να βρεθεί ένα σπίτι για να μείνει και να μάθει να ράβει σε μια σχολή.  Και βρέθηκε το σπίτι. Συγγενικό. Εκεί γνώρισε τον μπαμπά μου, που ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Ερωτεύτηκαν και να πρώτος ο αδερφός μου και να μετά κι εγώ.

Αλλά και πιο πριν ακόμα.

Είναι ότι ο μπαμπάς μου δεν είχε φύγει ακόμα για τις σπουδές του στο εξωτερικό. Ήθελε να γίνει ναυπηγός και όλα είχαν κανονιστεί. Θα πήγαινε στην Ιταλία να σπουδάσει. Αλλά ένα μικρό οικονομικό ζήτημα, καθυστέρησε την αναχώρησή του.  Κι έτσι πρόλαβε τον ερχομό της μαμάς μου στο σπίτι.

Αλλά και πιο πριν ακόμα.

Όταν ο παππούς μου γνώρισε την γιαγιά μου. Εκείνος στρατιωτικός, εκείνη μια πανέμορφη κόρη ευκατάστατης οικογένειας. Γνωρίστηκαν, ερωτεύθηκαν και να ο μπαμπάς μου, να και τα άλλα τρία αδέρφια του. Μετά ο παππούς μου μπήκε στον ΕΛΛΑΣ, βγήκε στο βουνό στο αντάρτικο και μετά άρχισε να δουλεύει σαν εμπειρικός τοπογράφος. Εξ ου και το μικρό οικονομικό πρόβλημα που καθυστέρησε τον μπαμπά μου να φύγει.  Και γνώρισε την μαμά μου και όλα τα παραπάνω.

Θα μπορούσα έτσι να αναφέρω όλα εκείνα τα τυχαία γεγονότα που έχουν να κάνουν με το ότι ζω.  Αλλά δεν νομίζω ότι έχει καμιά σημασία. Αυτό που έχει σημασία, όπως μου τα εξηγούσε ο μπαμπάς μου τα βράδια που καθόμασταν, όλα είναι τυχαία.  Γιατί του μπαμπά μου, του άρεσε πολύ να συζητάει μαζί μου επιστημονικά.  Και βασικά για τα τυχαία πράγματα.

«Εσένα θα σε κάνω επιστήμονα», μου έλεγε συχνά.

Ο μπαμπάς μου λοιπόν, που έμαθε κι αυτός το επάγγελμα του εμπειρικού τοπογράφου από τον μπαμπά του – διότι οικογένεια και σπουδές στο εξωτερικό δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τίποτα, όπως μου είχε πει – τα κατάφερε πολύ καλά οικονομικά.  Είχαμε ό,τι θέλαμε. Μέχρι και κινηματογραφική μηχανή προβολής είχαμε.

Τις Κυριακές πηγαίναμε βόλτες με το αυτοκίνητο. Κάθε Κυριακή. Του μπαμπά μου και της μαμάς μου τους άρεσε το καλό φαγητό.  Έτσι είχαμε πάει σε όλες τις ταβέρνες, χασαποταβέρνες και ψαροταβέρνες που υπήρχαν στην περιοχή μας. Πάντα με το αυτοκίνητο.

Πολλές φορές κάναμε και εκδρομές. Στην εξοχή. Ετοίμαζε η μαμά μου κεφτεδάκια και πατατοσαλάτα και κέικ και ξεκινούσαμε.

Διάφορα τυχαία γεγονότα υπήρξαν σε όλη αυτή την πορεία της ζωής μας σαν οικογένεια. Συναντήσεις με γνωστούς και συγγενείς, που τυχαία πηγαίνανε στα ίδια μέρη με μας, μικροατυχήματα που τυχαία παθαίναμε εμείς τα παιδιά παίζοντας -και άλλα. Τότε δεν έχανε την ευκαιρία ο μπαμπάς να μου αναλύει πως τα τυχαία γεγονότα επηρέαζαν την ζωή μας.

Εκείνη την Κυριακή όμως ένα τυχαίο γεγονός, όπως λέω εγώ, δεν κατάφερε να κάνει τον μπαμπά μου να αναλύσει πάλι τις θεωρίες για το τυχαίο.  Είχαμε πάει εκδρομή σε μια εξοχή λίγο πιο μακριά από την πόλη που ζούσαμε. Βρήκαμε μια απλωσιά με γρασίδι, υπήρχαν και δέντρα για σκιά, την αράξαμε. Θα κάναμε πικ νικ. Οι γονείς μου έκατσαν σε μια παλιά κουβέρτα που είχε η μαμά μου για τα πικ νικ κι εγώ με τον αδερφό μου αρχίσαμε να εξερευνούμε. Παίξαμε και μπάλα και κρυφτό και στο τέλος φάγαμε – κεφτεδάκια, πατατοσαλάτα, κέικ.

Λίγο μετά το μεσημέρι, αποφασίσαμε να φύγουμε. Πήραμε το αυτοκίνητο κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε από έναν επαρχιακό δρόμο που περνούσε μέσα από κάτι χωράφια. Ήθελε ο μπαμπάς μου να πάμε από κει για να αποφύγουμε την πολλή κίνηση από τον κεντρικό.

Εγώ και ο αδερφός μου χαζεύαμε ένα γύρω την εξοχή, και τα δέντρα και κάτι πρόβατα που ήταν ολόκληρο κοπάδι και υπήρχε και ένας βοσκός με έναν σκύλο που πήγαιναν ο βοσκός μπροστά και ο σκύλος πίσω από αυτά.

Ξαφνικά ο μπαμπάς μου άρχισε να πηγαίνει πιο σιγά και είπε στην μαμά μου: «Για δες Φωτούλα, τι κάνει αυτός εκεί στο δέντρο; Όπλο κρατάει στο χέρι του;»

Σταμάτησε τελείως το αυτοκίνητο και κοιτάξαμε όλοι αυτόν τον κύριο που στεκόταν όρθιος μπροστά σε ένα μεγάλο δέντρο, πολύ κοντά στον δρόμο. Πραγματικά κρατούσε ένα όπλο στο χέρι.  Κουνούσε τα χέρια του μια πάνω μια κάτω και κάποια φορά ακούμπησε το όπλο στο κεφάλι του και φαινόταν να μιλάει μόνος του.

Ο μπαμπάς μου τότε είπε στην μαμά μου ότι πρέπει να κάνουν κάτι και αφού μας είπε να μείνουμε στο αυτοκίνητο βγήκαν και οι δυο τους και άρχισαν να βαδίζουν προσεκτικά προς τον κύριο. Εμένα προσωπικά πάντως μου φάνηκε για τρελός.

Πίσω στο αυτοκίνητο εγώ και ο αδερφός μου αρχίσαμε να μαλώνουμε ποιος θα καθόταν στο παράθυρο που έβλεπε προς τον κύριο. Τελικά, κι αφού πέσανε οι σχετικές φάπες, έκανα εγώ λίγο πίσω κι έτσι μπόρεσε εκείνος να σκύψει λίγο μπροστά για να βλέπουμε κι οι δύο.

Οι γονείς μου πλησίασαν προσεκτικά τον κύριο και είδαμε ότι αυτός άρχισε να τους απειλεί με το όπλο κι ακούσαμε ότι φώναζε να τον αφήσουν ήσυχο κι ότι δεν μπορεί άλλο κι ότι δεν τους έπεφτε λόγος και να κοιτάξουν την δουλειά τους.

Η μαμά μου δεν είχε πλησιάσει πολύ, ο μπαμπάς μου όμως τον πλησίασε αρκετά και άρχισε να του μιλάει.  Εμείς κοιτάζαμε και είδαμε κάποια στιγμή τον κύριο να σηκώνει και πάλι το χέρι με το όπλο και να το ξαναβάζει στο κεφάλι του και κάτι σαν να του έλεγε του μπαμπά μου χαμογελώντας. Σαν τρελός.

Ο μπαμπάς μου που είχε πλησιάσει τόσο πολύ ώστε ήταν σχεδόν δίπλα στον κύριο προσπάθησε να πιάσει το χέρι του και τότε εκείνος από την απότομη κίνηση του μπαμπά μου, το κατέβασε κατά λάθος λίγο προς τα κάτω.

Δεν πολυκατάλαβα τι ακριβώς έγινε, αλλά άκουσα ένα πολύ δυνατό μπαμ και στη συνέχεια γυαλιά να σπάνε και ένα δυνατό σφύριγμα να περνάει πολύ κοντά από το κεφάλι μου.  Μετά είδα τον αδερφό μου να πέφτει χωρίς να πει τίποτα και στη συνέχεια στο απέναντι τζάμι του παραθύρου, απ’ την μεριά του αδερφού μου είδα κάτι σαν αίματα μαζί με ροζ σάρκες, όπως μου φάνηκαν, να εκσφεδονίζονται.

Ο αδερφός μου έμεινε εκεί όπως έπεσε κι άκουσα από μακριά την μαμά μου να ουρλιάζει. Γύρισα και την είδα να έρχεται τρέχοντας προς το αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς μου που ήταν ακόμα κοντά στον κύριο γύρισε κι αυτός και είδε τι είχε γίνει. Ο κύριος είχε μείνει πλέον άφωνος δεν έκλαιγε και στεκόταν και κοίταζε κι αυτός προς το αυτοκίνητο.

Τότε ο μπαμπάς μου με μια απότομη κίνηση πήρε το όπλο από τον κύριο και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.  Ο κύριος έπεσε προς τα πίσω κι αφού ο μπαμπάς μου καθάρισε το όπλο με την μπλούζα του, το έβαλε μπροστά στο χέρι του και ήρθε τρέχοντας στο αυτοκίνητο.

Τον αδερφό μου τον κηδέψαμε μετά από δύο μέρες.

Για μερικές μέρες ερχόντουσαν αστυνομικοί στο σπίτι και μιλάγανε με τους γονείς μου.  Εγώ ρωτούσα συνέχεια τον μπαμπά μου,  αν αυτό ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά εκείνος μου απαντούσε ότι δεν θέλει να ξαναμιλήσουμε για τα τυχαία πράγματα και να ξεχάσω ότι έγινε και να μην ξαναμιλήσω ποτέ για αυτό, ούτε στο σπίτι ούτε σε κανέναν άλλον. Ούτε στους φίλους μου.

Την μαμά μου την κηδέψαμε έξι μήνες μετά γιατί πέθανε από την στενοχώρια της, όπως μου είπε ο μπαμπάς μου.  Αυτό που κατάλαβα πάντως εγώ, ήταν ότι η μαμά μου δεν με αγαπούσε τόσο, όσο τον αδερφό μου.  Κι ότι αυτό που έγινε με τον κύριο στο δέντρο, ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε τελείως την ζωή μας.

Ύστερα από ένα χρόνο ο μπαμπάς μου μ’ έβαλε σε ένα σχολείο, που ήταν για τα πολύ έξυπνα παιδιά, όπως μου είπε.  Αλλά εγώ ξέρω ότι η καινούργια μαμά μου δεν με άντεχε που όλη την ώρα ρώταγα τον μπαμπά μου να μου απαντήσει αν ήταν τυχαίο εκείνο το γεγονός και ούρλιαζα συνέχεια.

Αυτό σίγουρα δεν ήταν καθόλου ένα τυχαίο γεγονός στη ζωή μου, γιατί τους είχα ακούσει να συζητάνε πολλά βράδια τι θα κάνουν με μένα. Αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη.