από την Αναστασία Φ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σαν χάραξε ο Θεός τη μέρα, η Βασιλική ζαλώθηκε στον ώμο το κοφίνι με τ’ άπλυτα, την αλισίβα και τον κόπανο.
«Ξύπνα Μαριώ, λαλήσαν τα κοκόρια!» φώναξε απέναντι στη στράτα.
Η Μαριώ βγήκε στραβοφορτωμένη και νυσταλέα και κίνησαν μαζί στην ρούγα να βρουν τις άλλες κόρες.
Καθώς κατηφορίζανε προς την πετρώδη κοίτη, η Βασιλική έπιασε ένα τραγούδι από τα κλέφτικα που κάμωσαν οι άντρες απ’ τις τελευταίες μάχες τους.
«Κανόνισε, μωρή, να μας πάρουν χαμπάρι τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαϊράμ και να μας σφάξουνε στο γόνυ».
«Μα δεν γνώρισες Μαριώ το τραγούδι απ’ τα χτες;» σιγόνταραν οι άλλες, «Το ‘γραψε ο Στέργιος, που γύρισε απ’ τα ξένα».
«Άντε κι είναι λεβέντης σωστός, ψηλός, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια, φωνή κρύσταλλο».
«Πέστε και για τα σημάδια που του κάνανε οι Τούρκοι, τριάντα μέρες και τριάντα νύχτες στη φυλακή!»
«Κι όλους τους τσάκισε με το μυαλό ξυράφι και τη τόλμη ατσάλι».
Τα μάγουλα της Βασιλικής φλογίστηκαν κι έπαψε να τραγουδάει.
«Κάρβουνα ήταν τα μάτια του εψές κι αναμμένα μόνο για τη Βασίλω μας».
«Μα πού θα ‘βρει τέτοια κόρη δροσερή και μεταξένια, μπούκλες ξανθιές μέχρι σακάτω, μάτια ζαφείρια τ’ ουρανού, δέρμα λευκό και μυρωδάτο».
«Για δέστε πως κοκκίνισε, σαν όταν της έτεινε ο Στέργιος μαντήλι για χορό».
«Κι αυτή το πήρε;»
«Αμέ, το πήρε».
«Δε σταματάτε λέω εγώ την ακριτομυθία, να πλύνουμε τ’ ασπρόρουχα, να πάμε στις δουλειές μας;» ανταριάστηκε εν τέλει αυτή.
«Για δέστε τη που ντράπηκε και πάει να ξεφύγει… Καλή, χρυσή και μάλαμα, μα γλώσσα σαν ξυράφι».
«Ο Στέργιος τον Τούρκο γλίτωσε κι αυτή θα τη δαμάσει».
~~
Δεν τις υπέφερε γιατί είχαν δίκιο… Σαν διασταυρώθηκε το βλέμμα της με το δικό του, μέσα της λύγισε η φλογερή της φύση. Δεν ήταν άλλος στο χωριό άξιος να συναντήσει βλέμμα ανήμερο σαν το δικό της, μα κείνος ανταπέδωσε το κοίταγμα, πρότεινε το μαντήλι. Από τη μέρα που πάτησε στο χωριό, περνούσε απ’ την πόρτα του να του αφήσει πίτα, γάλα κι αυγά, να κάνει κάνα θέλημα, να τον κοιτάζει στα κρυφά, ν’ ακούει τις ιστορίες του. Μέχρι που ένα απόγευμα την άρπαξε απ’ το μπράτσο, της είπε να συναντηθούν νύχτα μέσα στο δάσος – κάτω απ’ την αρχαία δρυς. Πήγε με την καρδιά τρεμάμενη και τον αντίκρισε στο ασημένιο φεγγαρόφωτο, που όριζε τα παράσημα στο πρόσωπο του. Την άφησε να διατρέξει καθένα απ’ αυτά κι εκείνη τον άφησε να γείρει στο στήθος της.
Κάθε που γέμιζε το φεγγάρι, βρίσκονταν κάτω απ’ το ίδιο δέντρο, άφηναν τους χιτώνες τους να πέφτουν στο χώμα και δίνονταν στα χάδια, τους εναγκαλισμούς και τα φιλιά πάνω στην πάχνη του δάσους. Μακάριζαν τη τύχη τους που βρήκανε τ’ άλλο κομμάτι της ψυχής τους… Τόσο ίδια, τόσο αλλιώτικα από τον κόσμο γύρω.
Κάθε που χανόταν το φεγγάρι, χανότανε κι ο Στέργιος κι εκείνη την έζωναν τα φίδια. Πού ‘ναι τόσες μέρες, πού πάει και δε λέει; Τίποτε δεν σήμαιναν γι΄ αυτόν τα βράδια που περνούσαν; Γιατί δε την έφερνε και στο φως; Γιατί δεν τη ζητούσε απ’ τον πατέρα της τη μέρα; Μήπως τα ίδια έλεγε και σ’ άλλη κόρη στο χωριό, σ’ αυτές που ‘ριχναν τις στάμνες στο πέρασμα του;
Ούτε της έδινε υπόσχεση, έστω στο μεταξύ τους, παρά ντυνόταν κι έφευγε σαν να ‘ταν παραβάτης. Μα ούτε την αρνιότανε.
Δεν άντεχε πια να την πολιορκεί αυτή η αμφιβολία, εκείνη που δεν ήταν κτήμα κανενός, που όριζε την τύχη της μονάχη. Στην επόμενη τη χάση τού έστησε καρτέρι… Την ώρα που ξεπόρτιζε, τον πήρε στο κατόπι. Πέρασαν πίσω απ’ τη ρούγα, κατέβηκαν στο γεφύρι πίσω απ’ το ποτάμι. Κάτω σάλευε μια σκιά. σφίχτηκε η καρδιά της… Έφτασε η ώρα. Παραφύλαξε, πάνω ψηλά, κι είδε ένα φέσι, ένα λεπίδι. Τα τούρκικα ήχησαν στ΄ αυτιά της πεντακάθαρα, όπως κι ο ήχος από τα αργύρια στο πουγκί.
Παραλίγο να πέσει από κάτω. Τι να πρωτοσκεφτεί; Τις ιστορίες μάχης; Την ηρωική απόδραση; Το μίσος που κόμπαζε για τους εχθρούς; Της νίκης τα παράσημα; Το ‘να ψέμα πίσω απ’ τ’ άλλο γκρεμίστηκαν στα μάτια της και ξάφνου κείνο που έβλεπε δεν ήταν η ψυχή της. Ποιος να ‘ταν αυτός ο δήθεν αγαπημένος; Υπήρξε άραγε ποτέ;
Υπήρξε εκεί που έσμιγαν κι έγερναν ο ένας πάνω στον άλλο, εκεί που οι ιστορίες και το παρελθόν ήταν αυτό, το μέλλον δεν είχε χαράξει. Εκείνες τις στιγμές, εκείνα τα μέρη που είναι ο ένας για τον άλλο, εκείνο το βλέμμα κι εκείνο το χάδι, το «είμαι ‘δώ, θα σε κρατώ, γιατί ‘σαι εσύ».
Μόνο που αυτός ήταν προδότης και δε χωρούσαν αντιρρήσεις.
Έτρεξε γραμμή στους καπετάνιους του χωριού. Τους κύκλωσαν στο Μαρίφ, τους έδεσαν στα άλογα και τους έσυραν μέχρι τη ρούγα. Το πρώτο φως τους βρήκε και τους δυο προδότες αποκεφαλισμένους, το αίμα τους να ποτίζει τις μπούκλες της Βασιλικής.
Αποκαμωμένη και σκονισμένη γύρισε στο σπίτι και το έπνιξε στα δάκρυα για το κρίμα που είχε κάνει. Τι κι αν δεν γινόταν αλλιώς, η αγάπη της υπήρξε κι είχε πάει από το δικό της χέρι που δεν σήκωνε να συμβιβαστεί και να σωπάσει.
Το μάτι της έπεσε στα λεμόνια και τον ίταμο που είχε μαζέψει το προηγούμενο πρωί. Τα έστυψε με τα χέρια της, έβαλε το χυμό σε ένα κύπελλο και κατευθύνθηκε αργόσυρτα στο γεφύρι που τον δίκασε.
Οι κόρες είχαν κινήσει να πλύνουν τα ρούχα τους στο ποτάμι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Φ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Δραματοποίησε το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι “Βασιλική”.
Η φωτογραφία είναι της Michaela Noroc, απ’ το Atlas of Beauty