από τη Νατάσα Τόλλιου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πυκνό σκοτάδι είχε σκεπάσει το χωριό. Θα περίμενε κανείς να δει ξαστεριά, αφού βοριάς είχε πιάσει νωρίτερα και είχε διώξει κάθε σύννεφο, όμως όχι· ο ουρανός ήταν πίσσα. Ούτε φεγγάρι είχε φανεί. Σκοτεινιά και ησυχία πηκτή, τόσο που ν’ αναρωτιέται κανείς αν είναι ακόμα ζωντανός, αν μπορεί ν’ ανασάνει, σ’ αυτό το μικρό χωριό που κρεμόταν στην άκρη του γκρεμού.
Το σπίτι της βρισκόταν στο τέλος του χωριού, απομακρυσμένο λίγο απ’ τα υπόλοιπα. Ένα μικρό χαμηλοτάβανο, μελαγχολικό σπίτι με μεγάλη αυλή περιφραγμένη με σύρμα, που με τα χρόνια σκεπάστηκε ολόκληρο από φυτά λογής λογής.
Η Νανά στεκόταν στο παράθυρο κι έψαχνε κάποιο φως στον ορίζοντα. Μάταια. Απόλυτο, ανελέητο σκοτάδι. Πάντα φοβόταν το σκοτάδι, την αγρίευε το μαύρο της νύχτας. Γύρισε και μπήκε στο σαλονάκι, κατευθύνθηκε στην γωνιά του δωματίου να ανάψει την κρεμαστή γαλάζια καντήλα, δεν της έφτανε το φως του δωματίου, ζητούσε η ψυχή της κάτι περισσότερο.
Τότε κτύπησε η πόρτα. Κτύπημα μετρημένο κι επίμονο σα την καμπάνα στις κηδείες. Σταμάτησε ο κόσμος για μια στιγμή. Δεν ήθελε να ανοίξει. Δεν ήθελε. Το χτύπημα συνεχίστηκε μονότονο κι επίμονο.
Έσυρε κι άνοιξε την πόρτα. Μπροστά της στέκονταν δυο γυναίκες μέσης ηλικίας, αρκετά παχουλές, συντηρητικά ντυμένες, με πιασμένα σε κότσο τα σγουρά μαλλιά τους. Μοιάζανε αρκετά, ίσως να ’ταν δίδυμες. Τα κορμιά τους κολλημένα πλάι πλάι κι ένα χαμόγελο σφιχτό στο πρόσωπο. Αυτό το παγερό έστω χαμόγελο ήταν που της έδωσε κουράγιο να μιλήσει. Τις ρώτησε ποιες ήταν και τι γύρευαν στο σπίτι της μεσάνυχτα. Ήρθαν λέει να συζητήσουν μαζί της διάφορα θέματα.
Σφίχτηκε η Νανά, πέτρα το σώμα της, αλλά δε θέλησε να τις αποπάρει. Της είπαν αόριστα πως είχαν γίνει εγκλήματα στην περιοχή. Ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες όμως εκείνες δεν απάντησαν, μόνο χαμογελούσαν. Την τρόμαζε τώρα αυτό το χαμόγελο, δεν άντεχε να το βλέπει, όμως από αυτό κρατιόταν για να μην αρχίσει να τρέμει ή να ουρλιάζει ή να τις πετάξει έξω και ύστερα να πέσει κάτω να σκορπίσει, να γίνει σκόνη.
Της ζήτησαν να μπουν στο σπίτι, αρνήθηκε, ήταν αργά έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν ώρα για επισκέψεις – ήταν εύκολη εδώ η δικαιολογία .
Τότε αυτές στράφηκαν στον κήπο ζητώντας να τον δουν να τον περπατήσουν.
Δεν το επέτρεψε, προσπάθησε να βρει επιχειρήματα, να τις πείσει να μη το κάνουν. Εκείνες κοίταζαν με εμφανή περιέργεια τριγύρω. Επίμονα, σα να ήθελαν να ελέγξουν, να σηκώσουν κάθε πέτρα. Έψαχναν… Δεν τις ήθελε, έπρεπε να φύγουν οπωσδήποτε, δεν άντεχε άλλο.
Αράδιασε ό,τι σκέφτηκε σαν δικαιολογία. Να τις πείσει, αυτό είχε σημασία μόνο.
«Είναι παντού σκοτεινά, έχει παγίδες η νύχτα, ο κήπος είναι γεμάτος φυτά, αρκετά απεριποίητος, δεν είχα χρόνο, ρίζες δέντρων βγαίνουν από τη γη και φτιάχνουν παγίδες, οι φυλλωσιές των δέντρων είναι χαμηλές και πυκνές, μπορεί να μπλεχτεί κάποιος και να χαθεί ή να δεχτεί επίθεση από έντομα ή και φίδια».
Η καρδιά χοροπηδούσε στο στήθος της, άκουγε τους χτύπους στ’ αυτιά της.
Με το χαμόγελο στα χείλη και με μάτια γελαστά που την ξεγύμνωναν, πείστηκαν τελικά οι στρουμπουλές κυρίες ν’ αποχωρήσουν. Συμφώνησαν να πάνε μια μέρα ηλιόλουστη να χαρούν τον κήπο, να δουν τα λουλούδια. Αυτά είπαν, γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν αθόρυβα όπως ήρθαν· τις ρούφηξε η νύχτα.
Ακούμπησε η Νανά το μέτωπο στην κλειστή πόρτα. Η δροσιά του μετάλλου την ανακούφισε. Έκλεισε τα μάτια για λίγο. Για την ώρα είχε γλιτώσει. Δάκρυα ανακούφισης κύλισαν από τα μάτια της και πάγωσαν στα μάγουλα της. Δεν είχε καταλάβει ότι είχε τόσο κρύο.
Σκέπασε με τις παλάμες τα μάτια της και σκούπισε τα δάκρυα. Όταν τα ξανάνοιξε είδε μπροστά της τη γιαγιά της. Συγκινήθηκε βαθιά, είχε χρόνια να τη δει. Πόσα; Ούτε θυμόταν… παιδάκι ήταν την τελευταία φορά.
Η γιαγιά φορούσε εκείνη την ίδια ρόμπα. Τη μαύρη με τα άσπρα ψιλά λουλουδάκια. Λεπτή βαμβακερή με κουμπιά μικρά μαύρα από πάνω ως κάτω στη μέση της γάμπας. Πόσες φορές δε τρίφτηκε σ’ εκείνη τη ρόμπα, πόσες δεν έκρυψε εκεί τον πόνο της, πόσες δεν σκούπισε εκεί τα δάκρυα της.
Ήθελε να την αγκαλιάσει, η γνωστή της συστολή την κράτησε. Μόνο ρώτησε, αυτό που την έκαιγε. Να μάθει ήθελε, έπρεπε να μάθει.
«Γιαγιά, εσύ που πέρασες στην άλλη μεριά, πες μου πώς είναι, εσύ τώρα πια ξέρεις».
Η γιαγιά της δε μίλησε, μόνο χαμογέλασε, ένα αδιόρατο ελαφρύ αινιγματικό χαμόγελο. Ύστερα την κοίταξε με υγρό βλέμμα, κι όλη η αγάπη του κόσμου ήταν εκεί. Γύρισε κι άνοιξε την εξώπορτα. Όπως ήρθε αθόρυβα έτσι έφυγε. Και δεν της είπε πάλι η Νανά πόσο την αγαπούσε.
Έμεινε μόνη. Πάλι. Έπεσε στα γόνατα.
«Ορφάνεψα, δεν υπάρχει κανείς για μένα. Τέλος χρόνου».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.