από την Ξεκούρδιστη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταζε το αμάξι του. Το κάπνισε καθιστή στα σκαλιά τής απέναντι πολυκατοικίας. Είχε μαζί της ένα μπιτόνι βενζίνη, που έστεκε δίπλα της σαν να της έκανε παρέα. Το κουβάλησε δυο τετράγωνα και της είχε πονέσει η μέση. Κάπνιζε και μουρμούριζε. Έδινε οδηγίες στο μπιτόνι, σαν να περίμενε ότι θα τις ακολουθήσει κατά γράμμα, σαν να περίμενε το «οκέι πάμε».
Έσβησε το τσιγάρο στη γλάστρα και σηκώθηκε αποφασιστικά, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο στο αυτοκίνητο. Ανασκουμπώθηκε, φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν και έπιασε το μπιτόνι με τα δυο της χέρια, ίσα που μπορούσε να περπατήσει. Πέρασε απέναντι, το αυτοκίνητο ήταν εκεί, θα το άγγιζε αν δεν τον σιχαινόταν τόσο πολύ, αν δεν την αηδίαζε κάθε τι δικό του.
Άνοιξε το καπάκι και το σήκωσε -με μια δύναμη που ούτε αυτή περίμενε ότι είχε-, και το έχυσε γύρω και πάνω στο αυτοκίνητο. Το έκανε αργά και βασανιστικά. Σαν το οινόπνευμα που πέφτει πάνω στην πληγή και τσούζει. Δεν άφησε ούτε σταγόνα να πάει χαμένη. Έβγαλε την κορδέλα που φορούσε στα μαλλιά, την βούτηξε στη βενζίνη, άναψε τον αναπτήρα και κάνοντας δυο βήματα πίσω με το βλέμμα καρφωμένο στο αυτοκίνητο την πέταξε με χαρά. Έκλαιγε. Πήγε πιο πίσω και στάθηκε να το κοιτάει με ικανοποίηση. Έπρεπε να το χει κάνει καιρό πριν.
~~{}~~
Δύο χρόνια πριν (πάρτι αποφοίτησης)
Ήταν πολύ χαρούμενη που θα έφευγε για σπουδές. Είχαν μείνει μόνο δυο μήνες για να ξεκινήσει την καινούρια της ζωή· φοιτήτρια στα Γιάννενα.
Θα το γλεντούσε για τα καλά εκείνο το βράδυ. Έφτασε αργά στο πάρτι –είχε αποκοιμηθεί κοιτώντας σπίτια στις αγγελίες, παίρνοντας τηλέφωνο για να μάθει πληροφορίες. Η φίλη της, μόλις την είδε, της έφερε κατευθείαν σφηνάκια τεκίλα για να πιούνε κι ο χορός ξεκίνησε.
Μετά από λίγο γνώρισε τον Γιώργο. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, σίγουρα μεγαλύτερος. Μιλήσανε αρκετά, πέρασε περίπου μια ώρα. Αυτός ήταν ήδη πολιτικός μηχανικός, είχε αυτοκίνητο κι έκανε συχνά ταξίδια. Της είπε για τα Γιάννενα πόσες φορές έχει πάει και πόσο καλά έχει περάσει, ότι θα είναι ωραία κι ίσως πάει και αυτός καμιά βόλτα πριν τα Χριστούγεννα. Ήπιανε μαζί ένα ποτό ακόμα. Δεν ήταν πολύ μαθημένη σε αυτά, όσο είχε σχολείο δεν έβγαινε πολύ γιατί οι γονείς της ήταν πολύ αυστηροί και δεν την άφηναν να μένει μέχρι αργά. Εκείνο το βράδυ όμως ένιωθε ότι το δικαιούνταν.
Πέρασε η ώρα και προσφέρθηκε ο Γιώργος να τη γυρίσει σπίτι. Οι φίλες της μέναν στην άλλη πλευρά της πόλης, οπότε αντί να πάρει ταξί μόνη της, προτίμησε να φύγει μαζί του. Ίσως και να του έδινε ένα φιλί στο τέλος, σκέφτηκε, έτσι για να νιώσει ότι μεγάλωσε πια. Χαιρέτησε τις φίλες της και ακολούθησε τον Γιώργο στο πάρκινγκ του μαγαζιού.
Μπήκανε στο αυτοκίνητο, του είπε που έμενε κι άφησαν το ραδιόφωνο να παίζει χαμηλόφωνα, ίσα ίσα για να σπάει τη σιωπή. Απομακρύνθηκαν από τον κόσμο κι αυτή άρχισε να τον ρωτάει πού μένει, αν είναι καλά να οδηγήσει τόσο αργά, και ζήτησε τον αριθμό του, ώστε να επικοινωνήσουν τις επόμενες ημέρες.
Αυτός απαντούσε ευδιάθετος κι αστειευόταν συνέχεια, ώσπου άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού, ακουμπώντας με τον αγκώνα τα μπούτια της -δήθεν τυχαία-, κι έβγαλε ένα κουτί προφυλακτικά. Τα πέταξε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου απότομα, μιας και χρειαζόταν το δεξί χέρι για να αλλάξει ταχύτητα – η ανηφόρα έκανε το αμάξι να μουγκρίζει.
«Τι λες λοιπόν; Δε φαντάζομαι να θες να πας παρθένα στα Γιάννενα».
«Εντάξει, δεν χρειάζεται και να τελειώσουμε το κουτί απόψε, είναι αργά», αστειεύτηκε κι ας είχε τρομάξει, σκέφτηκε να το παίξει χαζούλα. Άλλωστε δεν ήταν μακριά το σπίτι της.
Αυτός έκλεισε τις ασφάλειες από το κουμπί που είχε πάνω στο τιμόνι και μπήκε στο πάρκινγκ που ήταν μόλις δυο τετράγωνα από το σπίτι της χωρίς να την ρωτήσει, τραβώντας με μια αποφασιστική κίνηση το χειρόφρενο και κλείνοντας τη μηχανή.
Η Άννα ούτε που σάλεψε, κοιτούσε μπροστά και περίμενε να ξεκινήσει ξανά το αυτοκίνητο. Δεν θα μιλούσε καθόλου το είχε αποφασίσει. Δεν ήθελε να τον νευριάσει, ούτε να του κινήσει το ενδιαφέρον παραπάνω. Μέσα της έτρεμε, αλλά προσπάθησε να δείχνει ανέκφραστη και παγερή, ήλπιζε πως θα τελειώσει άμεσα και δεν θα τον ξανάπαιρνε τηλέφωνο ποτέ, δεν ήθελε να τον δει μπροστά της. Αυτός ξεκούμπωσε τη ζώνη ασφαλείας του συνοδηγού και της την έδωσε στο χέρι να την βάλει στην άκρη.
«Σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες, δεν είμαι μακριά, θα πάω με τα πόδια, ελπίζω να τα ξαναπούμε».
Εκείνος της είπε ότι δε χρειάζεται να φύγει, αν κάτσει θα της αρέσει και δε θα θέλει να φύγει, ούτε αν ξημερώσει. Έβγαλε τη ζώνη του αμαξιού κι άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Τα τζάμια είχαν θολώσει από τους υδρατμούς κι απ’ τις ανάσες τους. Ήταν δύσκολο να δει αν υπήρχε κάποιος τριγύρω που θα μπορούσε να την βοηθήσει. Προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα και ξεθόλωνε με την παλάμη της το τζάμι για να δει στο δρόμο. Δεν άκουγε τίποτα έξω. Άρχισε να τον παρακαλάει να την αφήσει να φύγει. Χτυπούσε να τζάμια, ήλπιζε σε κάποιο αθλητικό γείτονα που έκανε την πρωινή του γυμναστική στο δάσος.
«Άφησε με να φύγω σε ικετεύω και δε θα πω τίποτα για το σημερινό. Σε παρακαλώ».
Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια της, αλλά εκείνος δε φάνηκε να πτοείται. Είχε ανοίξει ήδη το παντελόνι του, την χάιδευε και της έλεγε πόσο ωραίο σώμα είχε, πόσο του άρεσε αυτό που φορούσε κι ότι δεν είχε δει τόσο ωραία κοπέλα για καιρό. Την χάιδευε και της μετακινούσε τα ρούχα ώστε να αποκαλύπτονται σταδιακά όλο και περισσότερα γυμνά σημεία του σώματός της. Η Άννα του κράτησε τα χέρια μακριά, αλλά αυτός έβαλε παραπάνω δύναμη και της σήκωσε τα χέρια πάνω από το προσκεφάλι της θέσης του συνοδηγού. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, σταύρωσε τα πόδια της σφιχτά δυο φορές, πρώτα στα γόνατα και στη συνέχεια περνώντας και το πάνω πόδι γύρω από τον αστράγαλο. Φώναξε βοήθεια. Αυτός ξεκίνησε να τη φιλάει κρατώντας σφιχτά πάνω από το κεφάλι τα χέρια. Η Άννα κούναγε το κεφάλι για να απομακρυνθεί, μάταια. Δεν άλλαζε και πολύ η κατάσταση.
Έβαλε το άλλο χέρι του μέσα από τη φούστα, την μπλούζα, τις τσιμπούσε τις ρώγες, προσπαθούσε να πιάσει μέσα από το εσώρουχό της. Σήκωσε τη φούστα της στη μέση και της είπε να ανοίξει τα πόδια της. Η Άννα είχε μείνει ανήμπορη ν’ αντιδράσει, ήλπιζε να έρθει κάποιος και να την σώσει, να φύγει μακριά. Της έσκισε το βρακί και της το ’βαλε στο στόμα, δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει, δεν είχε πια κουράγιο να αντισταθεί. Αυτός συνέχιζε να την αγγίζει παντού, της έδεσε τα χέρια στο κάθισμα με τη ζώνη του και ξάπλωσε το κάθισμα ώστε να τον βολεύει καλύτερα. Η Άννα ήταν σαν λιπόθυμη πια, σαν να μην το ζούσε όλο αυτό. Καταλάβαινες ότι ήταν ζωντανή μόνο από τα δάκρυα που έτρεχαν απ’ τα κλειστά μάτια της.
Μετά από καμιά ώρα την άφησε να φύγει. Γύρισε σπίτι, μπήκε κάνω από το ντους και σαπουνίστηκε τρεις τέσσερις φορές για να τον βγάλει από πάνω της. Πήγε στο άλλο μπάνιο και πήρε αυτό που χρησιμοποιούσε η μαμά της για τις φτέρνες της κι έτριψε με μανία όλο της το κορμί. Σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πήγε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε με το σεντόνι της μέχρι πάνω. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Ήθελε να κοιμηθεί.
~~{}~~
Την επόμενη μέρα αποφάσισε ότι δεν θα πάει στα Γιάννενα, δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να σπουδάσει, δεν ήθελε καν να πηγαίνει από το δωμάτιό της στο σαλόνι. Πέσαν όλοι πάνω της να την βοηθήσουν, αλλά αυτή ένιωθε μόνη της. Δεν την καταλάβαινε κανείς, δεν τολμούσε να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό που έγινε. Ντρεπόταν για το σώμα της, για την απόφασή της να γυρίσει μαζί του.
Πέρασε καιρός σε μια συντροφική μοναξιά, ξεκίνησε ψυχολόγο, ξεκίνησε φάρμακα κι όλα αυτά την έκαναν να μην αισθάνεται τίποτα. Ένα συναίσθημα χωρίς συναίσθημα, αυτό περιέγραφε στην ψυχολόγο. Πέρασε καιρός για να μπορέσει να πάει μια βόλτα ξανά, πέρασε καιρός για να θέλει να μιλήσει σε κάποιον για να μοιραστεί τι έπαθε εκείνο το βράδυ στο πάρτι.
Πέρασε καιρός μέχρι να πάει σ’ ένα βενζινάδικο και να ζητήσει να της φουλάρουν το αμάξι και να της δώσουν κι ένα μεγάλο μπιτόνι βενζίνης.
«Το μεγαλύτερο που έχετε, παρακαλώ».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ξεκούρδιστη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.