από την Ανθή Ανδρεοπούλου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Νινέλ χάιδευε αφηρημένα το κόκκινο σημάδι στο δεξί της μπράτσο. Ο ήλιος μόλις έγραφε μια πορτοκαλιά γραμμούλα στον ορίζοντα. Είχε ξυπνήσει γαλήνια. Θυμόταν και δε θυμόταν τι είχε συμβεί πάλι στον ύπνο της. Στον ύπνο της… που πηγαίνει «αλλού». Ή καλύτερα «την πηγαίνουν» αλλού. Δεν ξέρει πού, ούτε ποιοι, ούτε πώς. Ξέρει όμως γιατί. Ύστερα από κάθε τέτοιο ταξίδι ξυπνάει πάντα πιο δυνατή.
Κοίταξε το σημάδι στο μπράτσο της. Είχε ένα χρώμα γαλανό. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι χρώμα ακριβώς είχε, ούτε γιατί «αυτοί» της το είχαν κάνει. Δεν την ενοχλούσε καθόλου ούτε την πονούσε. Μόνο που κάθε φορά έπρεπε να εξηγεί πώς το έκανε και να ξέρει και τι χρώμα το βλέπουν οι άλλοι. Σ’ αυτό όμως έβρισκε πάντα κάποιον να τη φωτίζει πριν εκτεθεί στην περιέργεια του κόσμου.
Ξανακοίταξε τη λουρίδα του ήλιου. Είχε λίγο μεγαλώσει τώρα. Η Νινέλ βρισκότανε πάνω σ’ αυτόν τον παράξενο βράχο, τρίτη θέση απ’ τον ήλιο που χάραζε τώρα και για πολλοστή φορά δεν θυμόταν από πού είχε έρθει. Πάντα η θέα του ήλιου τής μύριζε γιασεμί.
Άφησε τις πολλές σκέψεις και σηκώθηκε να πάει στη δουλειά της. Αυτόν τον καιρό πρόσεχε μια ηλικιωμένη που έμενε μακριά. Τρία λεωφορεία έπρεπε ν’ αλλάξει. Ντύθηκε κι έφυγε βιαστικά. Θα ’παιρνε καφέ στο δρόμο.
Το λεωφορείο ήταν άδειο στην αφετηρία και κάθισε. Κοιτάζοντας την κίνηση στους δρόμους, σταμάτα-ξεκίνα τ’ αμάξι, η σκέψη της περιπλανήθηκε στα βουνά του Καυκάσου. Εκεί κοντά μεγάλωσε. Εκεί έγινε γιατρός, παντρεύτηκε έναν άλλο γιατρό, μαζί παιδίατροι στο νοσοκομείο, μ’ ένα αγόρι πέντε χρονών τώρα.
Μέχρι που ήρθε το κακό.
Ο άντρας κι ο αδερφός της σκοτώθηκαν μ’ ένα αυτοκίνητο. Ήταν όλοι τους γύρω στα τριάντα τότε.
Η Νινέλ δεν άντεξε. Άφησε το παιδί στη μάνα της, πήρε αόριστη άδεια απ’ το νοσοκομείο, ανέβηκε σ’ ένα τραίνο κι έφυγε. Τουρκία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Λαντάχ, Κασμίρ. Κι όπου πήγαινε δούλευε. Γιατρός, νοσοκόμα, καθαρίστρια, παρηγορήτρα, ό,τι είχε ανάγκη καθένας. Κι ύστερα έφερε γύρω τα Ιμαλάια, Νεπάλ, Μπουτάν.
Είχαν συμβεί πολλά στο ταξίδι. Τότε είχαν αρχίσει οι ακούσιοι «νυχτερινοί περίπατοι», όπως τους έλεγε. Εκτός απ’ τη δύναμη που έπαιρνε, είχε αναπτύξει κι άλλες ικανότητες. Στην αρχή την ξάφνιαζαν, άλλοτε την τρόμαζαν ή και τη διασκέδαζαν. Κάθε φορά που έβλεπε έναν άρρωστο, πριν ακόμα αυτός της πει κάτι ή τον εξετάσει, με το που τον έβλεπε, ήξερε τι είχε. Δεν το είπε σε κανέναν. Έλεγε από μόνη της, θα πάω στο Θιβέτ να τους τα πω.
Κι ύστερα άρχισαν τα χρώματα. Κάθε τι που της άρεσε είχε χρώμα χρυσαφί. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, ένα ρούχο μπλε, μια σάλτσα ντομάτας, ένα πράσινο αυτοκινητάκι, οτιδήποτε. Κι ύστερα ήρθαν οι ήχοι. Μόλις κάτι την ενοχλούσε, σφυριά άρχιζαν να χτυπούν μες στο κεφάλι της, τύμπανα της κολάσεως, έλεγε, να μην την αφήνουν να πάρει ανάσα. Κι ύστερα κι άλλα… κι άλλα. Στα Ιμαλάια καιγότανε και στο Δελχί κρύωνε. Κάποιες φορές δεν άντεχε το μαλλί στο δέρμα της κι άλλες φορές το μετάξι. Ήταν λες κι όλο το σύστημα των αισθήσεών της να είχε ξεχαρβαλωθεί προσπαθώντας να πετύχει κάτι. Τι; Δεν είχε ιδέα. «Θα πάω στο Θιβέτ να τους τα πω, αυτοί θα ξέρουν», μουρμούριζε πάντα στον εαυτό της.
Για να μη θυμηθεί και το τι «έβλεπε»… ποτέ δεν ήταν σίγουρη αν κοιμόταν ή όχι. Μερικές φορές την πιάναν τα κλάματα. Ήταν τόσο ωραία αυτά που έβλεπε, που δεν ήθελε να τ’ αποχωριστεί.
Κι όταν έκανε το γύρω στα Ιμαλάια κι ήταν έτοιμη να μπει στο Θιβέτ, ξέσπασαν πάλι ταραχές στο οροπέδιο και πρώτη φορά φοβήθηκε για τη ζωή της. Μάλλον κατά βάθος πεθύμησε το παιδί της. Είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια. Ξεχάστηκε. Δεν της αρκούσαν πια τα γράμματα κι οι φωτογραφίες. Εξάλλου κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν πια να πάει στα μοναστήρια του Θιβέτ. Τα είχε δει όλα. Και γύρισε πίσω στην Τιφλίδα. Όμως δεν άντεξε να μείνει. Το παιδί της δεν τη χρειαζότανε πια. Γνώρισε για μάνα τη μάνα της.
Βρήκε πατρίδα την Ελλάδα. Συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε, γιατρός, όχι επίσημα βέβαια, και συνοδός ηλικιωμένων. Κατάφερνε πάντα να συνεννοείται χωρίς να μιλάει τη γλώσσα. Αυτό άλλωστε έκανε σε όλα τα ταξίδια στη μισή Ασία που έτρεξε.
Κι ήτανε πάντα ανοιχτή, χαρούμενη και γενναιόδωρη, έτοιμη πάντα να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη. Όπως κι οι «άλλοι» ήταν ακόμα γενναιόδωροι μαζί της. Της χάριζαν τα δώρα, που κανείς δεν ήξερε πώς έφταναν σ’ αυτόν τον βράχο, τρεις θέσεις απ’ αυτόν τον ήλιο, σ’ αυτό το ηλιακό σύστημα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι της Yayoi Kusama, Sunflower