Ελένη – Δεκατρείς “μη υπάρξασαι” μέρες (Το τέλος)

0
252

131313

Οι πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ

Το πρώτο μέρος της Ελένης εδώΤο δεύτεροΤο τρίτοΤο τέταρτοΤο πέμπτο

      ~~{}~~

Την ίδια μέρα ο Αδάμ πήγε να τη βρει. Για κάμποσο καιρό γυρνούσανε από ταβερνείο σε ταβερνείο και προσπαθούσε να της εξομολογηθεί τον έρωτα του. Μιλούσε με πάθος για το Παρίσι και για τους μποέμηδες, αλλά σε κάθε διάλειμμα σιωπής σκεφτόταν πως να της πει ότι την ήθελε… Σκεφτόταν πολύ ο Αδάμ, πιο πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται… Παράγγελνε κι άλλο κρασί για να βρει το κουράγιο, την πήγαινε ως την πόρτα της και εκεί την αποχαιρετούσε φιλικά. Γυρνούσε στο σπίτι και ορκιζόταν ότι την επομένη θα έκανε την αποφασιστική κίνηση.

Η επόμενη μέρα ερχόταν και ο Αδάμ γυρνούσε πάντα μόνος στο σπίτι για να γράφει σεφαραδίτικα και σουρεαλιστικά ποιήματα. Αν δεν έκανε το πρώτο βήμα η Ελένη ίσως και να μην υπήρχες, μικρέ μου…

Τελικά μια νύχτα, έξω από το σπίτι της Ελένης, κι ενώ ο Αδάμ εξηγούσε την αυτιστική σκέψη των καλλιτεχνών, η Ελένη τον φίλησε. Ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχε επιπλώσει ο Αντώνης και έκαναν έρωτα για δεκατρείς μέρες και δεκατρείς νύχτες… Γελάς; Θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία.

Ήταν στις δεκαπέντε Φλεβάρη του 1923. Όταν σηκώθηκαν από το κρεβάτι ήταν η πρώτη Μαρτίου. Και η Ελένη γελούσε όταν μου το έλεγε. Ποιο ήταν το αστείο; Οι δεκατρείς μέρες που μεσολάβησαν ήταν δεκατρείς μέρες μη υπάρξασαι. Για την Ελένη και τον Αδάμ ή για όλο τον κόσμο; Για όλη την Ελλάδα. Ήταν η μέρα που καθιερώθηκε το Νέο Ημερολόγιο και εκείνες οι μέρες τους περίσσευαν…

Μπορεί ένα ζευγάρι να παγιδεύσει το χρόνο στον έρωτα του; Αυτοί το έκαναν. Έκαναν έρωτα για δεκατρείς μέρες και νύχτες, για δεκατρείς χαμένες ζωές… Έπεσαν στο κρεβάτι νύχτα και ζέσταιναν το δωμάτιο με τα χνώτα τους και τη θέρμη των κορμιών τους ως το πρωί. Ο Αδάμ αποκοιμήθηκε καθώς χάραζε η πρώτη Μαρτίου και η Ελένη ακούμπησε στο στήθος του και έκλαψε…

Δεν με νοιάζει τι λένε οι ποιητές και οι φιλόσοφοι για πλατωνικούς έρωτες και για εξ αποστάσεως αγάπες. Είμαι πολύ μεγάλη για να πιστεύω τα λόγια των ποιητών. Εγώ ένα πράγμα ξέρω και πες ‘με όπως θέλεις. Ότι αν ο άντρας σου δεν σε ικανοποιεί στο κρεβάτι δεν μπορείς να τον ερωτευτείς. Ίσως καταφέρεις να τον αγαπήσεις. Ίσως. Σίγουρα μπορείς να τον συνηθίσεις. Όμως ο έρωτας είναι παιδί του πόθου. Πρέπει να νιώσεις ζωντανή, να ταρακουνηθείς πάνω στο στρώμα, να πεθάνεις στην αγκαλιά του και να ξαναγεννηθείς. Καμία γυναίκα δεν μπορεί να ερωτευτεί έναν άντρα που δεν την εξιτάρει.

Στο λέω γιατί έζησα τριάντα χρόνια με τον Σωκράτη. Τον αγάπησα, ήταν όμορφος άνθρωπος, στην ψυχή… Αλλά πότε δεν ένιωσα έρωτα, ποτέ δεν τον πόθησα όπως η ξεραμένη γη διψάει για βροχή, ποτέ δεν χάθηκα στην αγκαλιά του όπως το κύμα σβήνει στην αμμουδιά. Με καταλαβαίνεις; Ο έρωτας, ο έρωτας είναι πετάρισμα, είναι ολοκαύτωμα και σπίθα μέσα από τις στάχτες, είναι φωτιά, ο εαυτός σου αφανίζεται, το κορμί σου λιώνει και το νιώθεις πιο αληθινό από ποτέ. Και ποτέ δεν ξεχνάς. Ποτέ…

Τι με κοιτάς έτσι; Ναι! Ερωτεύθηκα κι εγώ κάποτε. Έκανα έρωτα όπως ποτέ με τον Σωκράτη. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία και δεν νομίζω ότι σε αφορά. Είναι δικό μου θέμα. Κι έτσι θα μείνει ώσπου να χαθώ κι εγώ…

Δεν είναι αργά; Θα πρέπει να πας σπίτι σου κι εσύ κάποια στιγμή. Με έκανες να θυμηθώ πράγμα που είχα τόσο καιρό να… Ανθρώπους. Στιγμές… Αχ, μικρό μου σπουργίτι. Πόσα χωράνε τελικά στη ζωή ενός ανθρώπου; Πόσα;

Τέλος πάντων… Στην ιστορία μας… Ο Αδάμ ξύπνησε την επόμενη μέρα ουρλιάζοντας. Ο Αντώνης είχε έρθει. Είτε σαν φάντασμα είτε σαν όνειρο είτε σαν Ερινύα. Ο Αντώνης είχε έρθει… Δεν νομίζω πως ένα φάντασμα θέλει το κακό των ζωντανών. Ζηλεύει και θλίβεται, αλλά ποτέ δεν εύχεται να δυστυχήσουν. Όμως ποιος ξέρει τι λένε οι νεκροί στα αυτιά των κοιμισμένων; Ποιος ξέρει τι ακούνε όσοι ονειρεύονται; Άλλωστε χρειάζεται να σου μιλάνε οι τύψεις σου; Χρειάζεται λόγια ο εφιάλτης;

Ο Αδάμ ξύπνησε ουρλιάζοντας και έκλαψε στην αγκαλιά της Ελένης. Είχε δει τον Αντώνη, τον Αντώνη παιδί, να πίνει θαλασσινό νερό. Είχε το κεφάλι του μες στο νερό και σαν τον πλησίασε ο Αδάμ εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. Μόνο τον κοίταξε… Η Ελένη έσφιξε τον Αδάμ και προσπάθησε να τον καθησυχάσει με λόγια της ημέρας. Ο Αδάμ ξέχασε το φάντασμα φιλώντας τις ρώγες της…

Έζησαν υπέροχα μαζί. Για έναν μήνα έκαναν έρωτα. Στο ενδιάμεσο ο Αδάμ της διάβαζε τα ποιήματα του. Τίποτα άλλο. Η Ελένη ξέχασε για λίγο την προσταγή του νεκρόψαρου και έζησε… Ξέρεις, αν επαναλαμβάνεις μέσα στο μυαλό σου τη φράση πρέπει να ζήσω, πρέπει να ζήσω, ή οτιδήποτε άλλο κάνεις ψυχαναγκαστικά, απορροφιέσαι μέσα σε αυτήν την, πως να το πω; Σ’ αυτή τη συνεχή αναδίπλωση προς τα μέσα, ταυτίζεσαι τόσο πολύ με τις ιδέες σου που ο εξωτερικός κόσμος γίνεται ένα αδιάφορο πανόραμα σκιών…

Είναι σαν τον στυλίτη άγιο που πάλευε στη μοναξιά του να βρει το θεό, και προσευχόταν και νήστευε κάτω από τα αστέρια. Ρωτούσε το σκοτάδι της ψυχής του, υπάρχει θεός; Προσπαθούσε να ξεπεράσει τις αμφιβολίες του και έψαχνε απεγνωσμένα για κάποιο σημάδι. Κάποια στιγμή απελπίστηκε, τον κούρασε η σιωπή και αποφάσισε να σταματήσει να ψάχνει. Δε με νοιάζει αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, είπε και ετοιμάστηκε να κατέβει από το βράχο. Χωρίς να σκέφτεται κοίταξε τα αστέρια. Τα έβλεπε κάθε βράδυ, αλλά μέχρι εκείνη την νύχτα γύρευε το δημιουργό τους, ρωτούσε για το σκοπό της ύπαρξης τους, για τη δική του ύπαρξη… Μόνο τότε τα κοίταξε χωρίς να αναρωτιέται. Και γαλήνεψε, σταμάτησε να αμφιβάλλει…

Έτσι και η Ελένη. Ήταν η πρώτη φορά, μετά το θάνατο του αδελφού της, που την είδα χαρούμενη. Χωρίς προσποίηση. Χωρίς εκείνη τη σιδερένια μάσκα της δύναμης, της αλαζονικής αδιαφορίας. Ακόμα και ο Σωκράτης το κατάλαβε, που δεν σκάμπαζε πολλά από συναισθήματα… Αυτή έγινε παιδούλα, μου είχε πει. Πράγματι, ήταν ευτυχισμένη σαν παιδί σε παγωτατζίδικο.

Είχαν αποφασίσει να πάνε στο Παρίσι. Ο Αδάμ δεν είχε πια την οικονομική υποστήριξη των γονιών του, αφού γύρισε χωρίς πτυχίο, αλλά μέσα στην ονειρική αποχαύνωση του έρωτα η έλλειψη χρημάτων δεν ήταν εμπόδιο. Άλλωστε όλοι οι καλλιτέχνες ήταν μποέμηδες τότε. Θα ζούσαν σαν τσιγγάνοι, τους ερωτευμένους δεν τους πιάνει το κρύο και η πείνα. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν… Η Ελένη πίστευε στο ποιητικό ταλέντο του Αδάμ και ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να δουλεύει, ακόμα και ως πόρνη του έλεγε γελώντας και ο Αδάμ θύμωνε, προκειμένου να συνεχίσει εκείνος να γράφει και να γίνει ο μεγάλος ποιητής που η μοίρα τον προόριζε να γίνει…

Να σου πω άλλη μια σοφία; Από τις δικές μου, τις μπουρδουκλωμένες; Η γυναίκα όταν ερωτευτεί δίνει τα πάντα. Χάνει τον εαυτό της, ξεχνάει τους στόχους της. Κι αυτό είναι η καταστροφή της… Τι; Δεν ξέρω, δεν νομίζω. Όχι, δεν είναι στη φύση της. Τι πάει να πει είναι στη φύση μου; Έτσι μας έμαθαν. Η γυναίκα να σέβεται τον άντρα… Και μη μου λες βλακείες για τον μοντέρνο κόσμο σας. Κοίτα ποιοι είναι οι ηγέτες, ποιοι οι καλλιτέχνες, ποιοι οι πλούσιοι, ποιοι οι σπουδαίοι επιστήμονες. Που και που αφήνουν καμιά γυναίκα να καταφέρει κάτι… Βεβαίως πίσω από κάθε μεγάλο άντρα στέκεται μια γυναίκα. Αλλά πάντα πίσω… Άλλωστε οι γυναίκες έχουν να εκπληρώσουν και την άλλη αποστολή. Να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά σας.

Δεν είμαι φεμινίστρια, μικρέ μου Αδάμ. Είμαι πολύ μεγάλη για να είμαι οτιδήποτε. Δεν ξέρω καν αν είμαι γυναίκα. Από κάποια ηλικία και μετά γίνεσαι άνθρωπος. Δυστυχώς πρέπει να γεράσεις για να γίνεις άνθρωπος. Και τότε δεν έχεις τη δύναμη και το κουράγιο, ούτε αρκετό χρόνο, προοπτική, για να αγωνιστείς. Αλίμονο στη γενιά που περιμένει από τους παππούδες να αλλάξουν τον κόσμο.

Ξεχάστηκα πάλι… Τρεις μήνες κράτησε η ευτυχία και το όνειρο. Μετά η Ελένη κατάλαβε ότι ήταν έγκυος. Τι μπορούσε να κάνει; Να το ρίξει και να ακολουθήσει τον Αδάμ στην μποέμικη ζωή; Νομίζεις ότι θα άντεχε να χάσει μετά από τον αδελφό της και το παιδί της; Να πήγαινε έγκυος στο Παρίσι; Το σκεφτόταν, αλλά ο Αδάμ την τρόμαξε…

Την νύχτα που το είπε, την νύχτα που του μίλησε για τους δισταγμούς της, εκείνος ξεκίνησε να καίει τα ποιήματα του, για να αποδείξει την αγάπη του.

Δεν με νοιάζει η ποίηση, δεν με νοιάζει το Παρίσι, φώναζε. Θέλω να ζήσω μαζί σου, μόνο αυτό. Θα βρω μια δουλίτσα, δεν με νοιάζει τι είναι, ας γίνω και χαμάλης, και θα ζήσω μαζί σου ευτυχισμένος. Αν την ποίηση τη γεννά η μοναξιά και ο πόνος, εγώ διαλέγω την ευτυχία. Και η ευτυχία είσαι εσύ… Δεν χρειάζομαι την ποίηση…

Όμως η Ελένη, για άλλη μια φορά, πίστευε ότι ήξερε καλύτερα ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει ο σύντροφος της. Ο Τζώρτζης είχε πεθάνει γιατί έκανε του κεφαλιού του. Ο Αντώνης δεν την άκουσε και χάθηκε. Τον Αδάμ έπρεπε να τον αναγκάσει. Να τον αναγκάσει να γίνει μεγάλος… Οι εμμονές και οι αυταπάτες καθορίζουν τη ζωή μας, μικρέ μου Αδάμ. Όχι η λογική, όχι η σκέψη. Ο άνθρωπος είναι το πιο παράλογο ζώο.

Έγραψε ένα σημείωμα και γύρισε στον πατέρα της. Δεν του είπε τίποτα για την εγκυμοσύνη και διέταξε, ναι, διέταξε, να διώξουν τον Εβραίο που φώναζε μεθυσμένος κάτω από το παράθυρο τους. Εκείνος όμως δεν το έβαζε κάτω ούτε όταν τον μάζεψε η αστυνομία… Τότε η Ελένη με έπιασε και μου ζήτησε να πάω να του πω ότι είχε ρίξει το παιδί. Δεν το έκανα. Ήταν φίλη μου, αλλά δεν το έκανα, δεν μπορούσα… Βρήκε κάποιον άλλον καλοθελητή… Του είπε αυτό ακριβώς, η Ελένη έριξε το παιδί και δεν θέλει να σε ξαναδεί.

Ο Αδάμ δεν αυτοκτόνησε, όχι. Μάζεψε τα πράγματα του και τον πόνο του και γύρισε στο Παρίσι, για να γράψει ποίηση. Η Ελένη ένιωσε θεά! Παράξενο, ε; Είχε καταφέρει να οδηγήσει τον Αδάμ στο πεπρωμένο του και το έκανε θυσιάζοντας τον εαυτό της… Όμως ποιος ξέρει τι είναι πεπρωμένο; Ο Αδάμ εξέδωσε μια συλλογή που διαβάστηκε λιγάκι, όμως οι στίχοι του χάθηκαν ανάμεσα στους εκατομμύρια στίχους των άλλων όχι-και-τόσο-σπουδαίων ποιητών.

Η Ελένη αναγκάστηκε δυο-τρεις μήνες μετά να αποκαλύψει την εγκυμοσύνη της. Ο πατέρας της βρήκε αρκετούς προικοθήρες γαμπρούς που θα έδιναν ευχαρίστως την νομιμότητα του επωνύμου τους στο νόθο παιδί. Η Ελένη αρνήθηκε… Έτσι το μωρό γεννήθηκε χωρίς πατέρα και με το σημάδι του μπάσταρδου να το κατατρέχει. Για να κατευνάσουν τα φλύαρα πνεύματα της γειτονιάς είπαν να τον βαφτίσουν Αντώνη, σαν να προσπαθούσαν να κλείσουν τα στόματα με κόλλυβα. Η Ελένη συμφώνησε, μόνο αφού της υποσχέθηκε ότι θα την άφηναν να συνεχίσει τις σπουδές της. Νόμιζε ότι κάποια μέρα θα πήγαινε στο Παρίσι να βρει τον Αδάμ…

Όμως μόλις γεννήθηκε το παιδί ο στρατηγός πούλησε το αρχοντικό και όλη του την περιουσία στη Θεσσαλονίκη. Ήταν απόστρατος, ο γιος του είχε πεθάνει και η κόρη τον είχε ντροπιάσει. Δεν υπήρχε λόγος να μένει στην πόλη. Στην Κόρινθο θα παρουσίαζε τον εγγονό του ως γιο του Αντώνη, του ήρωα που είχε πέσει στα υψίπεδα της Μικρασίας… Η Ελένη αναγκάστηκε να ακολουθήσει, αλλά πήρε την εκδίκηση της. Στα χαρτιά το όνομα του παιδιού ήταν Αντώνης, αλλά όταν κάποιος το ρωτούσε εκείνο έλεγε Αδάμ. Η Ελένη του έμαθε τα πάντα και προπάντων το όνομα του. Αδάμ, χωρίς καμιά αμφιβολία…

Κάτσε, μη φεύγεις, μικρέ μου Αδάμ, κάτσε να σου τελειώσω την ιστορία. Δεν μπορείς να φύγεις χωρίς να τα ξέρεις όλα… Με τη γιαγιά σου, την προγιαγιά σου, συνέχισα να επικοινωνώ. Συνήθως ζητούσε να της στείλω ό,τι λογοτεχνικό περιοδικό κυκλοφορούσε. Έψαχνε να βρει εκεί μέσα τις δημοσιεύσεις του αγαπημένου της. Θα ήταν μια ανταμοιβή για τη θυσία της.

Δυστυχώς, μόνο σε έναν κατάλογο βρήκα το όνομα του. Στον κατάλογο των Εβραίων που είχαν πεθάνει στο Μπίρκενάου. Ο Αδάμ είχε γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, πάμφτωχος, άσημος και αλκοολικός, λίγο πριν τον πόλεμο. Η οικογένεια του είχε φύγει για Αμερική, αυτός έμεινε. Δεν ξέρω αν φορούσε ακόμα το κόκκινο φουλάρι του, σίγουρα όμως φόρεσε το κίτρινο άστρο. Ανάμεσα στις 43000 των Σαλονικιών Εβραίων που βρήκαν τη Γη της Επαγγελίας στα κρεματόρια ήταν κι αυτός. Ένας άνθρωπος ανάμεσα στα εκατομμύρια. Τι αξία έχει ο ένας;

Η Ελένη δεν το έμαθε ποτέ… Το τελευταίο της γράμμα μου το έστειλε την άνοιξη του ’43. Μου έλεγε ότι είχε γεμίσει το δωμάτιο της νυχτοπεταλούδες, χιλιάδες νυχτοπεταλούδες. Πετούσαν γύρω από τη λάμπα και έκαναν θόρυβο σαν ‘ταν χιλιάδες άγγελοι, χιλιάδες γκρίζες ψυχές. Σαράντα τρεις χιλιάδες…

Ναι, πρέπει να φύγεις. Πέρασε η ώρα. Όποτε θες πάντως να έρχεσαι να με βλέπεις. Έχω πολλά να σου πω ακόμα… Ίσως κάποτε γράψεις ένα βιβλίο γι’ αυτά. Γιατί όχι; Σ’ αρέσει να ακούς, δεν σ’ αρέσει; Και να διαβάζεις; Ε, μόλις γεμίσεις αρκετά θ’ αρχίσεις και να γράφεις. Δεν μπορείς να το αποφύγεις, μικρέ μου Αδάμ…

Τέλος πάντων, πέρασε η ώρα κι εγώ σε κρατώ εδώ. Μη με παρεξηγήσεις, έχω καιρό να μιλήσω και περίμενα κάποιον να ξεσπάσω… Το ‘ξερα πως θα ‘ρθεις κι εσύ. Τέλος πάντων.

~~{}~~

Οι “Πρόγονοι του Αδάμ” συνεχίζονται με την ιστορία του Αδάμ εδώ