Τα κερκυραϊκά μπλουζ του Rothschild και τα ονόματα του Θεού

0
1348

(το πρώτο μέρος Ακροφοβία στην Κέρκυρα)

Είναι αποδεδειγμένο ότι οι επιμειξίες βελτιώνουν γενετικά έναν πληθυσμό (ανθρώπων ή άλλων ζώων). Καθώς όμως ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο όπου το πολιτιστικό υπόβαθρο είναι εξίσου επιδραστικό με τη γενετική δεξαμενή, αντιλαμβανόμαστε ότι οι πολιτιστικές επιμειξίες ευνοούν την ανάπτυξη της κοινωνίας.

Οι απομονωμένοι πολιτισμοί μένουν στάσιμοι και οδηγούνται στο μαρασμό. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για το υπερκαινοφανές άλμα της Αρχαίας Ελλάδας ήταν οι επιρροές που δέχτηκε (χάρη στο θαλάσσιο εμπόριο) από όλους τους μεσογειακούς πολιτισμούς.

Όπως συνέβη και στις ΗΠΑ, το σύγχρονο χωνευτήρι των λαών.

                                                                          ~~{}~~

Στην Κέρκυρα είναι πολύ έντονο αυτό το στοιχείο της ανάμιξης. Και δεν αναφέρομαι στο παρελθόν των Ενετών, των Εβραίων, των Γάλλων και των Άγγλων, αλλά στο παρόν.

Ένα καλό παράδειγμα της επίδρασης που έχει η πολιτιστική επιμειξία μου έδωσε η επίσκεψη σε μια πρόβα των The Mojo Bunch Blues Band. Στο συγκρότημα παίζουν τέσσερις Έλληνες (από Αθήνα και Κέρκυρα), ένας Άγγλος, ένας Ιταλός και ένας Αγγλο-έλληνας.

Οι Mojo παίζουν blues, soul και rock. Ακούγοντας ‘τους να παίζουν θυμήθηκα την υπέρτατη ηδονή της μουσικής, της βασίλισσας των τεχνών. Οι λαμπάτοι ενισχυτές στη διαπασών, το μπάσο η ραχοκοκαλιά και τα ντραμς να καλπάζουν. Το σαξόφωνο να σολάρει με τη φυσαρμόνικα και ο τραγουδιστής να τραγουδάει: “You’ll be glad every night that you treated her right”.

Όλοι μαζί: “Hey hey hey!”

Ίσως να είμαι και λίγο προκατειλημμένος, αλλά αφήστε ‘με να πω, ότι οι The Mojo Bunch Blues Band είναι μία από τις καλύτερες μπλουζ μπάντες της Ελλάδας. Κι αν δεν με πιστεύετε πηγαίντε στο Agiotfest Music Festival, στις 30 Αυγούστου, να τους ακούσετε.

                                                                ~~{}~~

Τη δεύτερη μέρα ανέβηκα στη μικρή σκάλα. Αυτή δεν μου προκαλούσε τρόμο, αλλά δεν πετούσα κι από τη χαρά μου πατώντας στο τελευταίο της σκαλί.

Οι φοβίες είναι παράξενη διαταραχή. Είσαι μόλις δύο μέτρα πάνω από τη γη, ξέρεις ότι το χειρότερο που μπορείς να πάθεις είναι να σπάσεις κάνα χέρι (προοπτική όχι ιδιαίτερα ευχάριστη), αλλά τρέμεις λες και χορεύεις πάνω στο φτερό ενός ιπτάμενου καρχαρία.

Ο εγκέφαλος είναι παράλογος. Ασυνείδητες, υποσυνείδητες και ορμονικές επιδράσεις μας ελέγχουν, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε.

Υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται να βγουν από το σπίτι τους, άλλοι που φοβούνται να βρεθούν μπροστά σε κοινό, άνθρωποι που φοβούνται τα μικρόβια, τα σκυλιά, τα αεροπλάνα, το φυστικοβούτυρο, τους κλόουν, τα μπαλόνια, ακόμα και τις πίκλες. Ναι, δεν είναι αστείο, υπάρχει η πικλοφοβία.

Οπότε μην επικρίνετε και μη χλευάζετε τους μπογιατζήδες-γελωτοποιούς που δεν τα πάνε καλά με τις σκάλες.

                                                                         ~~{}~~

Χαλαρωτικό διάλειμμα: Κάν’το όπως η Φλωρεντία

Η παλιά πόλη της Κέρκυρας είναι αδιαμφισβήτητα το πιο όμορφο αστικό τοπίο της Ελλάδας. Είναι το μόνο μέρος που μπορεί να συγκριθεί με τη Φλωρεντία (αν και είναι δύσκολο να αντιπαραβάλλεις οποιαδήποτε πόλη με τη Firenze).

Πέρα από τα σπίτια, τα καντούνια και τις πλατείες, ιδιαίτερη εντύπωση κάνουν και οι εκκλησίες. Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα είναι σαν μουσείο αναγεννησιακής τέχνης (μπολιασμένης με μπαρόκ). Κι όσο για το λείψανο, που κάθε χρόνο λιώνει τα παπούτσια του, δεν θα γελάγατε αν το είχατε διαβάσει σε ένα βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, ίσως να το πιστεύατε για αληθινό.

Η διαφορά ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια είναι συχνά θέμα διατύπωσης.

Λίγα μέτρα παρακάτω υπάρχει η εξίσου όμορφη καθολική εκκλησία, καθώς και η Συναγωγή. Θα μου άρεσε αν συναντούσα και ένα τζαμί, ίσως και έναν βουδιστικό ναό.

Δεν ξέρω αν υπάρχει θεός ή αν δεν υπάρχει, αλλά κάτι μου λέει ότι τα ονόματα που του έχουν δώσει αναφέρονται στο ίδιο υπερβατικό όν (ή στην ίδια ανάγκη θρησκευτικότητας). Ο θεός είναι ένας, αλλά έχει πολλά ονόματα.

Αυτή θα ήταν η μόνη λύση στον πόλεμο των θρησκειών: Να αντιληφθούν οι ένθεοι και πιστοί ότι λατρεύουν διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας υπερβατικότητας.

Αλλά κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τον δογματισμό -βασικό συστατικό κάθε θρησκείας.

                                                                              ~~{}~~

Έκανα με το αστάρι όλο το σπίτι και μετά με το λευκό χρώμα. Είχα καταφέρει να ανέβω τρία μέτρα στη μεγάλη σκάλα, αλλά καθώς έφτασε η στιγμή για την ώχρα μπαρμπαρέλα και για τις λεπτομέρειες, έπρεπε να κάνω την υπέρβαση.

Πολλές φορές σκέφτηκα να πω στον Πέτρο ότι δεν μπορώ να το κάνω, να παραιτηθώ. Όμως αυτό θα ήταν μια ήττα. Δεν με πειράζει να χάνω, ξέρω ότι είναι μέρος του παιχνιδιού η ήττα, αλλά δεν μου αρέσει και να εγκαταλείπω.

Άνοιξα τη σκάλα ώστε να φτάνει μέχρι την κορυφή, πήρα μια βαθιά ανάσα και τον κουβά με το χρώμα, ξεφύσησα και ξεκίνησα να ανεβαίνω.

                                                                                  ~~{}~~

Χαλαρωτικό διάλειμμα: White House

Στο Καλάμι, σε μια βορειο-ανατολική παραλία, βρίσκεται το σπίτι των Ντάρελ.

Εκεί έζησε ο Λόρενς Ντάρελ και έγραψε το Prospero’s Cell, αλλά και ο μικρότερος αδελφός του, ο Τζέραλντ Ντάρελ, ο οποίος έγραψε την “Κερκυραϊκή Τριλογία”, με πιο γνωστό το πρώτο μέρος της, το “Η οικογένεια μου και άλλα ζώα”.

Πήγα να φωτογραφήσω το Άσπρο Σπίτι. Κάτω από την ενημερωτική πλακέτα (σχετικά με τους αδελφούς συγγραφείς), υπήρχε και μια άλλη που έγραφε: “Villa for rent”. Μια μεγάλη οικογένεια Άγγλων είχε νοικιάσει το σπίτι για τις διακοπές τους και τα παιδιά έπαιζαν στο μπαλκόνι.

Σκέφτηκα πως θα ήταν να γράφεις σε αυτό το σπίτι. Η θάλασσα έλαμπε, ο ήλιος κυμάτιζε και τα δέντρα κατέβαιναν ως το κύμα. Ναι, κάπως έτσι φαντάζονται όλοι τη ζωή του συγγραφέα: Λαμπερή και άνετη.

                                                                    ~~{}~~

Κόντευα να φτάσω στην κορυφή της σκάλας. Κοιτούσα τον τοίχο μπροστά μου. Ρουφούσα τον αέρα από τη μύτη και τον έβγαζα απότομα από το στόμα. Κάθε τόσο έλεγα: “Είμαι ασφαλής, αισθάνομαι ασφαλής”. Αλλά δεν κουνιόμουν, μόνο ανέπνεα.

Σήκωσα το κεφάλι αργά, σαν βραδύποδας. Έπρεπε να ανέβω ένα ακόμα σκαλί για να φτάσω την άκρη της στέγης.

“Θεέ μου, βοήθησε με”, είπα γελώντας με τον εαυτό μου και ξεπερνώντας κάθε αγνωστικιστική μου πεποίθηση. Έπειτα άρχισα να σηκώνω, αργά, το δεξί μου πόδι.

                                                                             ~~{}~~

Χαλαρωτικό διάλειμμα: Πάμε μια βόλτα στου Rothschild

Στο δρόμο πάνω από το Καλάμι υπήρχε ένας πίνακας με το χάρτη της περιοχής. Πέρα από τα χωριά και τις παραλίες ανέφερε και μια περιοχή ως “Rothschild’s estate”. Ρώτησα τον Πέτρο γι’ αυτό, παραξενευμένος.

“Είναι το σπίτι του Ρότσιλντ”, μου είπε ο Πέτρος, “του γνωστού Ρότσιλντ.”

Ο Πέτρος είχε μάλιστα βρεθεί μια φορά στην έπαυλη του γνωστού τραπεζίτη/χρηματιστή/κυρίαρχου. Είχε κάνει τον dj σε μια γιορτή.

“Είναι αδύνατον να καταλάβουμε πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι”, μου είπε ο Πέτρος. “Δεν είναι μόνο ο πλούτος, αλλά η εξουσία που έχουν, οι διασυνδέσεις.”

Και μου ανέφερε μια ιστορία από το σπιτικό των Rothschild, όπου ο Jacob, ο πατριάρχης, είχε ραντεβού την ίδια μέρα με τη Βασίλισσα της Αγγλίας και τον Πούτιν, αλλά εκείνος προτίμησε να παρευρεθεί στον εορτασμό των 100 χρόνων του αμπελώνα του.

Δεν είναι θέμα εθνικότητας ή φυλής ή θρησκείας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι υπεράνω των προβλημάτων που μας ταλανίζουν και των διαφορών που μας διχάζουν, εμάς, τους κοινούς θνητούς.

Το χρήμα δεν γνωρίζει χρώμα.

                                                                     ~~{}~~

Έφτασα πιο ψηλά από ποτέ. Έκανα -με αργές κινήσεις- τις λεπτομέρειες και μετά ξεκίνησα να κατεβαίνω. Σαν τέλειωσα αισθανόμουν λες και είχα ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα αντάξιο του Αλεξανδρινού Κουαρτρέτου.

Όχι, δεν σταμάτησα να είμαι ακροφοβικός ούτε πρόκειται να αρχίσω να κάνω μπάντζι-τζάμπινγκ και παρά-πέντε. Ακόμα φοβάμαι τις άκρες, αλλά ξέρω ότι μπορώ να νικήσω την ακροφοβία μου, προσωρινά.

Άλλωστε όλα, κάθε νίκη και κάθε ήττα, προσωρινά είναι, όπως κι εμείς, όπως και η κυριαρχία του Ρότσιλντ.

                                                                        ~~{}~~

Χαλαρωτικό διάλειμμα: Ο κυνηγός φορούσε σκαρπίνια

Τα πρωινά, πριν ξεκινήσω το βάψιμο, έπινα τον καφέ μου αγναντεύοντας τον Παντοκράτορα και ρουφώντας την ησυχία. Αλλά ένα πρωινό ξυπνήσαμε με πυροβολισμούς.

“20 Αυγούστου”, είπε ο Πέτρος, αγουροξυπνημένος κι αυτός. “Άρχισε η κυνηγετική περίοδος.”

Κάθε τόσο ακουγόταν και μια ντουφεκιά.

“Καμιά φορά βρέχει σκάγια”, μου είπε ο Πέτρος, “αλλά δεν καταλαβαίνουν, ότι και να τους πεις.”

Και μου διηγήθηκε μια τραγελαφική ιστορία, όπου μια μέρα, βρήκε στον κεντρικό δρόμο, κοντά στο σπίτι του, έναν τύπο με πουκαμισάκι σινιέ και σκαρπίνι, λες και μόλις είχε βγει από το σκυλάδικο, να “κυνηγάει”. Είχε παρκάρει τη Μερτσέντες στην άκρη του δρόμου, είχε πάρει την καραμπίνα και βαρούσε ό,τι πουλί περνούσε.

Μόλις ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε, ο κυνηγός ξεκίνησε τα “ξέρεις ποιος είμαι ‘γω;”

Αναρωτιέμαι, σε άλλες χώρες υπάρχει μια αντίστοιχη δικαιολογία/φράση για κάθε μαλακία που του έρχεται να κάνει αυτού του ξέρεις-ποιος-είμαι-γω;

                                                                       ~~{}~~

Καθώς φεύγαμε από την Κέρκυρα, καθώς το φέρι-μποτ χάραζε πορεία προς την ηπειρωτική Ελλάδα, αισθανόμουν ευλογημένος.

Είχα γνωρίσει κάποιους καλούς ανθρώπους -και αυτό είναι κάτι σπάνιο στις μέρες μας, μπορεί πάντα να ήταν. Είχα ισχυροποιήσει τη φιλία μου με έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να του εμπιστευτώ τη ζωή μου. Είχα ζήσει -έστω λίγες μέρες- σε έναν υπέροχο τόπο. Και είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου.

~

Κοιτούσα τη θάλασσα, τον ουρανό, και ευχαριστούσα το θεό, ξανά, που μου έδωσε το απόλυτο προνόμιο της ζωής, για άλλη μια μέρα. Και δεν με νοιάζει το όνομα του θεού: Γιαχβέ, Αλλάχ, Χριστός, Βούδας, Τύχη, Χάος, Γαία, τι σημασία έχει;

Λαΐ λαχί λ’ Αλλάχ, ένας είναι ο Θεός, χάρε Κρίσνα, Κρίσνα χάρε.

Είμαι ζωντανός -κι αυτό είναι καλό.
Κάποια μέρα θα πεθάνω -κι αυτό δεν είναι κακό, αφού έζησα.

Έτσι κι αλλιώς, όλα ψευδαίσθηση είναι, μάγια.

Καληνύχτα -και καλό ξημέρωμα.

(Η τελευταία φωτογραφία είναι του Βασίλη Μπάκαλου Bakalos Photography)