Οι Pink Floyd κι ένα δαντελένιο σουτιέν

0
3667


Life is a short, warm moment
And death is a long cold rest.
You get your chance to try in the twinkling of an eye:
Eighty years, with luck, or even less.

Free Four

~~[]~~

Έπιασα να πετάξω όσα ρούχα στοιβάζονταν αδίκως στην ντουλάπα. Κάτω από τα άχρηστα παντελόνια βρήκα το κουτί με τις φωτογραφίες της εφηβείας. Έπιασα μία στην τύχη.

~~

Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι εκείνος ο δεκαεξάχρονος με τα μαλλιά αφάνα.

Δεκάξι χρονών: Η πιο μπερδεμένη και πιο θαυμαστή ηλικία.

Τότε που ξυρίζεις και ξαναξυρίζεις το μουστάκι σου, ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσεις το άλλο πρωί και θα ‘χεις κανονικό μούσι.

Τότε που δεν σε πονάει τίποτα, πέρα απ’ την αυτοπεποίθηση σου, όταν βγάζεις ένα γαμημένο σπυρί ακριβώς πάνω στη μύτη.

Τότε που νομίζεις ότι το σεξ είναι κάτι μυθικό και αυνανίζεσαι με ό,τι βρεις πρόχειρο -αρκεί ν’ απεικονίζει μια γυναικεία μορφή.

Ναι, ένας έφηβος θα μπορούσε να μαλακιστεί ακόμα και μ’ ένα γυμνό του Μοντιλιάνι, ακόμα και μ’ ένα γλυπτό του Μπρανκούζι.

~~{}~~

Οι γονείς ανυπόφοροι, το σπίτι φυλακή, η πόλη σου μικρή κι αδιάφορη. Θες μόνο να φύγεις, να πετάξεις, ακόμα κι αν δεν ξέρεις που θα πας. Δεν σε νοιάζει που θα πας, αρκεί να φύγεις.

And I’ve got a strong urge to fly.
But I’ve got nowhere to fly to.

Το σχολείο βαρετό, με εξαίρεση τις συμμαθήτριες το καλοκαίρι, ειδικά εκείνες που φοράνε λεπτά μακό και μπορείς να δεις το σχήμα του σουτιέν τους.

Αρκούσε μια τιράντα, λίγη δαντέλα, για να έχεις ονειρώξεις.

~~{}~~

Στη στάση του λεωφορείου όπου κατέβαινα για το λύκειο κατέβαινε και μια “μεγάλη”, για να πάει στην κοντινή σχολή. Μεγάλη… Ζήτημα να ήταν είκοσι ενός χρονών.

Φορούσε πάντα μπλουζάκια ανοιχτά, που με άφηναν να βλέπω τη δαντέλα απ’ το πίσω μέρος του σουτιέν της. Την ακολουθούσα σαν υπνωτισμένος.

Ooooh, I need a dirty woman.
Ooooh, I need a dirty girl.

Και τώρα πια δεν θυμάμαι το πρόσωπο της, τι χρώμα είχαν τα μαλλιά της, μόνο εκείνη τη δαντέλα του σουτιέν.

~~{}~~

Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 και μεγαλώναμε σε μια κωμόπολη της Κορινθίας. Δεν υπήρχε ίντερνετ, δεν ξέραμε καν τι είναι ο υπολογιστής (κάποιοι προνομιούχοι είχαν ατάρι).

Ακούγαμε το Μουσικόραμα, τη μόνη μουσική εκπομπή. Οι Bon Jovi μεσουρανούσαν.

Οι πιο σκληροπυρηνικοί και ψαγμένοι είχαν ανακαλύψει τους Metallica, τους Sepultura, τους Slayer. Θα θέλαμε να είχαμε μακριά μαλλιά κι εμείς, αλλά όποιος τολμούσε έτρωγε αποβολή, μέχρι να κουρευτεί.

Ο υπέροχος θαυμαστός κόσμος της ελληνικής επαρχίας, τη δεκαετία του ’90.

Kicking around on a piece of ground in your home town
Waiting for someone or something to show you the way

~~{}~~

Στη δευτέρα λυκείου ο διπλανός μου με ρώτησε αν είχα ακούσει Pink Floyd. Ήξερα μόνο το Another brick in the wall. Μου έδωσε μια δίγλωσση έκδοση με τους στίχους απ’ όλα τα τραγούδια των Φλόιντ, μέχρι και το Final Cut.

Ζούσα την ηλικία όπου έψαχνα να βρω ένα προσωπικό νόημα, πέρα απ’ αυτά που μάθαινα στο σχολείο κι άκουγα στο σπίτι.

Είχα βρει στη βιβλιοθήκη κι είχα διαβάσει μια επιτομή του Κεφαλαίου του Μάρξ. Δεν κατάλαβα τίποτα. Έπιασα το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα. Δεν μπόρεσα να το τελειώσω.

Είχα την λογοτεχνία, αλλά δεν μου έφτανε.

~~{}~~

Διάβασα το βιβλιο με τους στίχους απνευστί. Μετά το αντέγραψα ολόκληρο σ’ ένα τετράδιο. Θα μπορούσα να το φωτοτυπήσω, θα μπορούσα -ακόμα καλύτερα- να το αγοράσω. Αλλά έκατσα και το αντέγραψα, λέξη προς λέξη.

Αφού τέλειωσα την ανάγνωση και την αντιγραφή ζήτησα απ’ τον Χρήστο (που είχε τα Άπαντα των Φλόιντ σε βινύλιο) να μου γράψει μια κασέτα.

Μου έδωσε το “The Wall”.

Το άκουσα εκατοντάδες φορές. Έβαζα την κασέτα στο γουόκμαν, καθόμουν στο μπαλκόνι και χανόμουν. Σαν τέλειωνε την έβαζα απ’ την αρχή, ξανά και ξανά και ξανά, όσα ξανά χωράνε στην εφηβεία.

Ο πατέρας μου με έβρισκε εκεί κι ανησυχούσε. Γιατί χάνω τον χρόνο μου έτσι; Τι είχα πάθει;

Δεν μπορούσε να με καταλάβει. Ήμουν 16.

Ούτε κι εγώ ήθελα να τον καταλάβω. Ήταν ένας γέρος, σαράντα-κάτι χρονών.

But I have grown older and
You have grown colder and
Nothing is very much fun any more.

~~{}~~

Μετά το Wall έπιασα ν’ ακούσω όλους τους δίσκους τους. Απ’ τους πρώτους, τους ψυχεδελικούς, με τον τρελό Σιντ Μπάρετ, μέχρι τα αριστουργήματα: Dark Side of the moon, Wish you were here, Animals.

Για ενάμιση χρόνο δεν άκουγα τίποτα άλλο από Pink Floyd.

Πήγα κιθάρα μόνο και μόνο για να μάθω να παίζω το Wish you were here.

~~

Ώσπου, ένα μεσημέρι, τότε που τελειώναμε το λύκειο, ένας άλλος συμμαθητής μου τηλεφώνησε και μου είπε να πάω γρήγορα στο σπίτι του.

“Πρέπει να το ακούσεις αυτό”, μου είπε, “το ‘γραψα απ’ το ραδιόφωνο”.

Έβαλε την κασέτα να παίξει κι άκουσα για πρώτη φορά, με πολλά παράσιτα είναι αλήθεια, τον Curt Cobain να ξελαρυγγιάζεται.

Ήταν το “Smells like teen spirit” που σήμανε το τέλος της εφηβείας και την αρχή της νεότητας. Δεν ήμασταν πια παιδιά.

~~{}~~

Τα χρόνια πέρασαν, έτσι όπως συνηθίζουν να κάνουν, αθόρυβα κι αδίστακτα. Τη μια στιγμή είσαι είκοσι κι όταν ξανακοιτάς το ρολόι έχεις πάει σαράντα.

Μουσικές πολλές ακούσαμε, όμορφες μουσικές, παλιότερες και καινούριες. Όμως πολύ συχνά, αυθόρμητα, αναδύονται απ’ τα βάθη του χρόνου κάποιοι στίχοι από εκείνους, τους τροβαδούρους της εφηβείας μας.

We’re just two lost souls swimming in a fish bowl, year after year,
running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προσθήκη: Απ’ τη μεριά του 40+ γέρο-πατέρα.

Ο γιος μου μ’ έχει φτάσει σε ύψος πια, δεκατεσσάρων χρονών γαϊδούρι. Προχθές ήρθε και μου είπε:
“Το ήξερες ότι ο Κρόνος έκοψε τ’ αρχίδια του πατέρα του μ’ ένα δρεπάνι;”

Το ήξερα.

Κι εγώ το έκανα.
Τ’ αρχίδια του πατέρα μου ήταν μέσα στο μυαλό μου.

The lunatic is in my head
The lunatic is in my head
You raise the blade, you make the change

Και τα έκοψα για ν’ αποκτήσω το δικό μου μυαλό.

Τώρα είναι η σειρά του γιου μου. Έτσι προχωράμε. Σκοτώνοντας όλα αυτά που αγαπήσαμε και μισούμε, όλα αυτά που μας δόθηκαν κι όλα εκείνα που δεν μας τα εμπιστεύθηκαν.

And all that you love
And all that you hate
All you distrust
All you save

Ο Νίτσε γράφει ότι η τρίτη μεταμόρφωση του πνεύματος είναι το Παιδί. Που λέει “Ναι” και πλάθει όλο τον κόσμο απ’ την αρχή.

Το Παιδί πρέπει να πιστέψει σ’ έναν δικό του κόσμο, στις δικές του ουτοπίες. Να παλέψει γι’ αυτές και ν’ αφήσει πίσω τους γέρους γονείς, να σταματήσει να τους ρωτάει για τα πάντα.

Mother, should I trust the government?
Mother, will they put me in the firing line?

Δεν ξέρω τι θα καταφέρουν κι αυτοί, τα Παιδιά μας. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε ότι τους παραδίδουμε έναν γαμημένο κόσμο. Οικολογικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, ιδεολογικά.

Did you see the frightened ones?
Did you hear the falling bombs?

Τους παραδίδουμε; Όχι. Γιατί μπορούμε να κάνουμε κάτι σημαντικό: Να σταθούμε μαζί τους. Να σταθούμε δίπλα τους.

Κάποιος είχε πεί ότι ο άνθρωπος γερνάει όταν σταματάει να παίζει.

Όχι! Όχι μόνο.
O άνθρωπος γερνάει όταν σταματάει να αγωνίζεται.
Όταν αφήνεται να πεθάνει.
Όταν αφήνεται να ζει όπως τον αναγκάζουν -κι αυτό είναι χειρότερο απ’ το θάνατο.
Όταν σταματάει να προσδοκεί το θαύμα.

Καθώς μεγαλώνουμε γινόμαστε κυνικοί. Αν θέλετε πείτε το ρεαλιστές. Και ναι, ίσως να έχουμε δίκιο. Ίσως όλοι οι ενήλικοι να έχουν δίκιο: Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ.

Αλλά οι νέοι, όχι στην ηλικία, οι νέοι κι ηλίθιοι, σαν κι εμένα, σαν κι εσένα, σαν πολλούς άλλους, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι υπάρχουν θαύματα. Δεν τα στέλνει ο Θεός κι ο Διάβολος. Τα φτιάχνουν οι άνθρωποι μόνοι τους.

Είναι δύσκολο να είσαι σαραντάρης και έφηβος μαζί. Αλλά κάποιοι είναι εβδομήντα χρονών έφηβοι. Και ογδόντα. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τι κράτησαν; Την πίστη τους στο αδύνατο. (Και λίγη αφέλεια μαζί, για να είμαστε ειλικρινείς).

Αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο είναι οι νέοι, είναι οι ερωτευμένοι, είναι οι τρελοί.
Κι αν δεν είσαι νέος πια, μπορείς να είσαι ερωτευμένος και τρελός.