Ο ευαγγελισμός της λαντζιέρας

0
398
 
(Ιστορίες από τον Κήπο)

Κάθε απόγευμα που πήγαινα να ανοίξω τον Κήπο ακολουθούσα μια συγκεκριμένη διαδικασία, έκανα τα ίδια πράγματα πάντα με την ίδια σειρά, ρουτινιάρικα και τελετουργικά, σε σταθερούς χρόνους και με καθορισμένες κινήσεις, πατώντας στα ίδια βήματα που είχα κάνει και τις προηγούμενες μέρες, ανασαίνοντας και κουνώντας τα μάτια μου ελάχιστα, χωρίς να μιλώ, χωρίς να σκέφτομαι ίσως, χωρίς σίγουρα να τολμώ να αλλάξω οτιδήποτε στη διαδικασία ανοίγματος, σαν να διακυβευόταν από αυτήν η ισορροπία του σύμπαντος.

Σήκωνα πρώτα απ’ όλα τους διακόπτες από τον ηλεκτρικό πίνακα, έθετα σε λειτουργία την αντλία του σιντριβανιού, έσκυβα και ξεκλείδωνα την πόρτα του μπαρ που έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για νάνους, έβγαζα τις σανίδες θαλάσσης που ασφάλιζαν το μπαρ και τις άφηνα στο διπλανό δρομάκι, έβρεχα ένα σφουγγάρι και σκούπιζα τα τραπεζάκια, τακτοποιούσα τις καρέκλες και τίναζα τα φύλλα που είχαν πέσει πάνω τους, έβαζα σταχτοδοχεία –τα πορτοκαλί έπρεπε να είναι στα τέσσερα τραπεζάκια γύρω από το σιντριβάνι, έβγαζα από το μπαρ μια πινακίδα που ειδοποιούσε τους περαστικούς τουρίστες ότι όλα τα κοκτέιλ κοστίζουν τα μισά λεφτά ως τις έντεκα, έβγαζα από το μπαρ και μια μεγάλη κορνιζαρισμένη αφίσα και την κρέμαγα στον τοίχο.

Υπήρχε μόνο ένας τοίχος στον Κήπο. Ένας τοίχος μικρός, πέντε μέτρα σε μήκος και κάνα δυο σε ύψος, ένας τοίχος γκρίζος φτιαγμένος από τσιμεντόλιθους, ένας τοίχος ασήμαντος που μας χώριζε από τη λάντζα του διπλανού εστιατορίου, ένας τοίχος άσχημος που είχε ένα μικρό παραθυράκι στο κέντρο του, ένα παραθυράκι τετράγωνο που έμοιαζε να είναι τρύπα, ένα παραθυράκι σκονισμένο που γύρω του περπατούσαν συχνά έντομα, ένα παραθυράκι άχρηστο αφού το μόνο που μπορούσες να δεις απ’ αυτό ήταν η διπλανή λάντζα και η Βουλγάρα που έπλενε τα πιάτα.

Ποτέ δε σκέφτηκα ότι αυτό το –μικρό, τετράγωνο, σκονισμένο, άχρηστο- παράθυρο πάνω σε εκείνον τον –μικρό, γκρίζο, ασήμαντο, άσχημο- τοίχο είχε κάποια χρησιμότητα.

Για μένα ήταν μονάχα κάτι που ενέτεινε την αχρηστία του άσχημου τοίχου, κάτι που έκανε πιο τετράγωνη την γκριζότητα του, γι’ αυτό και έβαζα την αφίσα με τους Μπλουζ Μπράδερς -σε φυσικό μέγεθος- εκεί μπροστά, μπροστά στο μικρό, τετράγωνο, σκονισμένο, άχρηστο παράθυρο, για να καλύψω το κενό.

Κι αυτή η αφίσα ήταν απλώς μέρος της ρουτίνας μου, και η ρουτίνα μου ήταν μέρος των εντολών που μου είχαν δώσει, και οι εντολές που μου είχαν δώσει ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω, και ό,τι μου είχαν πει αυτό έκανα, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ –ή να με απασχολούν- οι δευτερεύουσες επιπτώσεις των πράξεων μου, οι παράπλευρες απώλειες.

Την αλλοδαπή λαντζιέρα του διπλανού εστιατορίου την έβλεπα κάθε βράδυ όταν σχολούσε –αργά το βράδυ, όταν ο μάγειρας και οι σερβιτόροι είχαν πάει ήδη σπίτι τους- να περνάει μέσα από τον Κήπο φτιάχνοντας τα κοντά μαλλιά της.

Ανέβαινε τα σκαλιά, με κοιτούσε σαν να μου ήθελε να μου πει κάτι και μετά έφευγε σαν φοβισμένο ποντίκι, φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Κάθε βράδυ η ίδια κίνηση. Ανέβαινε, με κοιτούσε σαν να ήθελε να μου πει κάτι και έφευγε. Φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Σαν φοβισμένο ποντίκι.

Κάθε βράδυ η ίδια κίνηση, μέρος κι αυτή της ρουτίνας που αν άλλαζε θα ανέτρεπε τη μικρή, τετράγωνη, σκονισμένη και άχρηστη ισορροπία του σύμπαντος.

Κατάλαβα τι ήθελε να μου πει μια μέρα που χρειάστηκε να πάω να της ζητήσω λίγο καθαριστικό πιάτων.

Δεν είχα ακόμα κρεμάσει την αφίσα επειδή είχα βρει έξω από το μπαρ πολλά άπλυτα ποτήρια –τα είχα αφήσει σε κάποιους ξενύχτηδες που ήθελαν να κάτσουν να πιουν μέχρι που να ξημερώσει. Τα ποτήρια μου θύμισαν ότι μου είχε τελειώσει το υγρό πιάτων κι έτσι παρέκαμψα την προβλεπόμενη διαδικασία ανοίγματος –δεν σκούπισα τα τραπεζάκια, δεν έβαλα τα πορτοκαλί τασάκια, δεν υπερασπίστηκα την ισορροπία του σύμπαντος- και κατέβηκα στο εστιατόριο.

Ρώτησα τον Νίκο, τον ιδιοκτήτη, αν είχε υγρό πιάτων να μου δανείσει κι αυτός –χωρίς να δώσει καμιά σημασία στο σύμπαν που παράπαιε- μου είπε να πάω να πάρω από τη Μαρίνα, τη Βουλγάρα.

Πέρασα την πόρτα της λάντζας και τη βρήκα εκεί. Η Μαρίνα στεκόταν μέσα στους ατμούς –ενώ το πλυντήριο πίσω της ούρλιαζε σαν θυμωμένο αφεντικό- και κοιτούσε ψηλά. Τα χέρια της κινούνταν διαρκώς, αυτόματα, σκουπίζοντας και πλένοντας πιάτα, σαν να ήταν –τα χέρια της, όχι τα πιάτα- μικρά ζώα που κινούνταν αυτόνομα. Αλλά το κεφάλι της ήταν στραμμένο προς το μικρό παράθυρο.

Το μόνο άνοιγμα απ’ όπου έμπαινε ήλιος στη λάντζα, μαζί με υπόνοιες πρασίνου, μαζί με μυρωδιές από αμπελόφυλλα, μαζί με ήχους ανθρώπινους, μαζί με την ουσία που κάνει το σύμπαν να ισορροπεί, ήταν αυτό το μικρό, τετράγωνο, σκονισμένο, άχρηστο –για μένα και για το υπόλοιπο σύμπαν- παράθυρο.

Από τη μέσα μεριά του τοίχου έμοιαζε με φινιστρίνι πλοίου ή πιο πολύ σαν παράθυρο φυλακής ή μπορεί να έμοιαζε με την αριστερή γωνιά στον «Ευαγγελισμό» του Φρα Αντζέλικο. Κι η Μαρίνα –με τα λευκά της χέρια, πιο λευκά και από κρίνο, να πλένουν- περίμενε τον άγγελο με τις φτερούγες στα χρώματα του ουράνιου τόξου που θα της ανάγγειλε το χαρμόσυνο νέο.

Έβηξα. Ο βήχας μου ακούστηκε στο χώρο –με το πλυντήριο να βουίζει και τα πιάτα να κάνουν δαιμονισμένο θόρυβο- σαν να έλεγα: «Χαίρε Κεχαριτωμένη». Η Μαρίνα γύρισε τρομαγμένη, μα δε μίλησε, δε ρώτησε: «Τι θέλεις από εμένα;»

Της ζήτησα απορρυπαντικό και εκείνη, αφού έφτιαξε τα μαλλιά της με τα κρινώδη και μουλιασμένα χέρια της, μου γέμισε ένα πλαστικό μπουκάλι του νερού. Την ευχαρίστησα και γύρισα στον Κήπο.

Από εκείνη την ημέρα ακουμπούσα την αφίσα στο δάπεδο, αφήνοντας το παράθυρο ανοιχτό, για να περνάει το φως, οι μυρωδιές και οι ήχοι.

Κι η Μαρίνα, αργά την νύχτα που σχολούσε, περνούσε μέσα από τον Κήπο, έφτιαχνε τα μαλλιά της και μου χαμογελούσε, σαν να μου έλεγε: «Ο Κύριος μετά σου».

Philippe de Champaigne

 

Fra Angelico 1430

 

El Greco 1595

 

Dante Gabriel Rossetti

 

Henry Ossawa Tanner, 1898

 

john collier