(ιστορίες από τον Κήπο)
Η ζωή, μερικές φορές, μπορεί να γίνει πιο σουρεαλιστική απ’ όλα τα ποιήματα του Εμπειρίκου μαζί. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που περάσανε σαν διάττοντες αστέρες απ’ το στερέωμα της θνητότητας μας, αλλά τους θυμόμαστε πάντα. Ένας τέτοιος ήταν για μένα ο Αντώνης o Μόρισον.
Ήταν ένα απόγευμα κάποιου περασμένου Αυγούστου, όταν δούλευα ως μπάρμαν σε ένα υπαίθριο μπαρ της Νάξου, τον Κήπο.Καθώς έκανα τις εσωτερικές προετοιμασίες της μπάρας είδα τον Αντώνη να πλησιάζει.
Έμοιαζε ζωντανό απολίθωμα της δεκαετίας του εξήντα. Ήταν πάνω από σαράντα, τα μακριά μαλλιά του είχαν αραιώσει επικίνδυνα, φορούσε χαϊμαλιά και πολύχρωμα ρούχα και κουβαλούσε μια κιθάρα δίχως θήκη στο ένα χέρι, ενώ στο άλλο είχε κάμποσες πλαστικές σακούλες με ψωμιά, κονσέρβες και διαλυμένα βιβλία.
Με χαιρέτησε και με ρώτησε αν φτιάχνω καφέ.
«Φτιάχνω», του είπα, «αλλά θα πρέπει να περιμένεις να τελειώσω τις δουλειές μου… Γιατί δεν πας στην καφετέρια απέναντι;»
Και τότε ο Αντώνης άρχισε να μιλάει:
«Πήγα, αλλά εκείνος εκεί μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να μην κάτσω, γιατί δεν είμαι και η καλύτερη μόστρα για το μαγαζί του, του διώχνω τους πελάτες, με φοβούνται λέει, γιατί έχουν και παιδάκια και είναι οικογενειακή καφετέρια, και του είπα ότι έχω λεφτά δε θέλω να με κεράσει, θα τον πλήρωνα τον καφέ μου, κι αυτός μου είπε ότι δεν τον νοιάζουν τα λεφτά. Γιατί δουλεύει τότε αν δεν τον νοιάζουν τα λεφτά; Για την ψυχή της μάνας του; Ε; Έτσι μου ‘πε, δε με νοιάζουν τα λεφτά και μου έφτιαξε καφέ σε πλαστικό και μου έδωσε και ένα κομμάτι καρυδόπιτα, δώρο λέει, να μην πληρώσω, αρκεί να πάω κάπου αλλού γιατί του διώχνω τους πελάτες, και να ‘ρθω εδώ μου είπε, σε σένα, γιατί εδώ είναι μπαρ και ροκ μάλιστα, οπότε θα ταιριάζω πιο πολύ απ’ όσο στην οικογενειακή του καφετέρια, και να σου πω πήγα λίγο παρακάτω και τον πέταξα τον καφέ, αλλά την καρυδόπιτα την έφαγα, άσε που δεν ήταν και πολύ φρέσκια, αλλά την έφαγα και μετά είδα που άνοιξες και είπα να έρθω εδώ να πιω τον καφέ μου που είστε και ροκάδες. Οι ροκάδες να το ξέρεις είναι τα καλύτερα παιδιά, το ξέρω καλά αυτό γιατί έχω δει πολλά στα Εξάρχεια και μόνο οι ροκάδες είναι εντάξει, όχι όλοι, αλλά οι πιο πολλοί είναι εντάξει… Λοιπόν, να πιούμε ένα καφεδάκι;»
Μιλούσε λες και είχε καταπιεί μοτέρ λέξεων.
Πώς είναι οι δακτυλογράφοι που γράφουν διακόσιες λέξεις το λεπτό; Έτσι κι αυτός. Αμφιβάλλω αν η ταχύτερη δακτυλογράφος θα μπορούσε να προλάβει το στόμα του.
Άκουγα αυτά που έλεγε, αλλά αντιλαμβανόμουνα το νόημα τους λίγο αργότερα, όταν ο Αντώνης είχε ήδη αλλάξει θέμα. Μέχρι να καταλάβω για τι μιλούσε τη συγκεκριμένη στιγμή ξεκίναγε μια καινούρια φράση, με αποτέλεσμα τα λόγια του να σκάνε σαν σαπουνόφουσκες στο μυαλό μου, χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος πέρα από μια γλυκερή μυρωδιά σαπουνιού.
«Μην ενοχλείσαι εσύ», συνέχισε, «κάνε τις δουλειές σου, εγώ έχω ό,τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος».
Έέβγαλε από τις σακούλες του ένα πλαστικό σέικερ, μια συσκευασία του κιλού ζάχαρη κι ένα κουτάκι νεσκαφέ.
«γιατί δε θέλει πολλά, μην νομίζεις, αρκεί να μη σκοτίζεσαι και πολύ, ένα κουταλάκι θα μου δώσεις μόνο», του το έδωσα, «ορίστε, ωραία ζαχαρίτσα», έριξε μια, δύο κουταλιές, «κρυσταλλική ελληνική ζάχαρη, η πιο γλυκιά στον κόσμο, από ζαχαρότευτλα», έριξε άλλες τρεις κουταλιές, «στην Κούβα ξέρεις τη φτιάχνουν από ζαχαροκάλαμα», έφτασε τις έξι σύνολο και έβαλε το πακέτο πίσω στη σακούλα, «έχεις πάει ποτέ στην Κούβα; ούτε κι εγώ, αλλά έχω μια φωτογραφία με κάτι Κουβανέζες που κουνάνε τον», έβαλε δυο κουταλιές καφέ, «μπορεί να ‘ναι και Βραζιλιάνες, μπορείς να μου γεμίσεις αυτό με νερό;» μου έδωσε ένα πλαστικό μπουκάλι, «βρύσης, βρύσης, μην νομίζεις ότι δεν είναι καλό, το καλύτερο νερό πίνουμε εδώ, στην Αφρική πίνουν απ’ τις λάσπες», του έδωσα το νερό, «ευχαριστώ, έχεις πάει ποτέ στην Αφρική;» έριξε λίγο νερό στο σέικερ και ξεκίνησε να χτυπάει το φραπέ, «το μυστικό στον καλό φραπέ είναι στο χτύπημα, να κάνεις κυκλικές κινήσεις και όχι μόνο πάνω κάτω λες και βαράς μαλακία», άνοιξε το σέικερ και πήγε να το γεμίσει με νερό, «παγάκια μήπως έχεις;», θυμήθηκε να μου ζητήσει και του έδωσα, «καλαμάκι;», του έδωσα, «α, τώρα είναι τέλειος, αυτός είναι καφές, όχι σαν τον άλλο που μου ‘δωσε ο απέναντι, λίγο γάλα μήπως έχεις; εβαπορέ, εβαπορέ, αυτό είναι το καλύτερο γάλα για το φραπέ γιατί δε βάζεις πολύ, όπα! δε βάζεις πολύ και, αυτός είναι καφές, τον καλύτερο καφέ φτιάχνει ο Μόρισον, θέλεις να δοκιμάσεις λιγάκι;»
Αρνήθηκα και πήγα στην τουαλέτα για να αδειάσω την κύστη μου και τ’ αυτιά μου. Εκεί, μακριά από την εστία του προβλήματος, γέλασα και αναρωτήθηκα: «Ο Μόρισον;»
Μόλις γύρισα ο Μόρισον μου ζήτησε τσιγάρο.
«Δεν καπνίζω και πολύ, μόνο όταν έχω, αλλά με τον καφέ τραβιέται, ωραίο καφέ έφτιαξα ο παίκτης, δουλεύεις καιρό εδώ, φιλαράκι;»
Του έδωσα τσιγάρο.
«Ευχαριστώ. Ωραίο μαγαζί έχεις, δικό σου είναι; όχι; δουλεύεις καιρό εδώ; Φωτιά έχω. Καλά κάνεις, ωραία είναι εδώ, έχω δουλέψει κι εγώ μπάρμαν, παλιά, εσύ δε θα ‘χες γεννηθεί τότε, αλλά το αφεντικό μ’ έδιωξε γιατί έπινα πολύ και αν ήθελα να συνεχίσω θα έπρεπε να τον πληρώνω κι από πάνω γιατί κερνούσα και πολύ, ερχόντουσαν οι φίλοι και μου ‘λεγαν, βάλε ρε Μόρισον να πιούμε δυο ποτά, και τους έβαζα, τι να τους κάνω; άφραγκοι ήταν, και φιλαράκια, γι’ αυτό και μ’ έδιωξε το αφεντικό και καλά έκανε γιατί θα του το έκλεινα το μαγαζί, άσε που βαριόμουν στη δουλειά και μετά την άραζα στην πλατεία και έπαιζα κιθάρα και μια χαρά την έβγαζα έτσι.»
Γύρισε και έπιασε την κιθάρα του, από την οποία έλειπε μια χορδή.
«Να σου παίξω κάτι να κεράσεις μια μπύρα;» και ξεκίνησε να γρατζουνάει και να τραγουδάει πολύ χειρότερα απ’ ό,τι μιλούσε.
«Θα βάλω μουσική», του είπα για να σταματήσει.
«Βάλε, δε με πειράζει, θα παίζω κι εγώ μαζί, τα ξέρω όλα τα τραγούδια, και να μην τα ξέρω μπορώ να βρω τον τόνο και να παίξω μαζί, βάλε μη σκοτίζεσαι… Τι είναι αυτό; Στόουνς; Ναι, Στόουνς, το ξέρω απ’ έξω, ήμουν εκεί όταν είχαν έρθει, δυο μέρες πριν τη Χούντα ήταν και οι μπάτσοι μας είχαν ρίξει πολύ ξύλο, δεκαπέντε χρονών έφαγα το πρώτο μου ξύλο, μη με βλέπεις που κρατιέμαι καλά, είμαι μεγάλος, πάω για τα πενήντα, αλλά ξέρω να τη ζω τη ζωή μου γι’ αυτό δείχνω πιτσιρικάς, μη νομίζεις ότι άλλαξα και πολύ από το ’67, μόνο που μου ‘πεσαν λίγο τα μαλλιά και…»
Συνέχισε να μιλάει, αλλά είχα σταματήσει να τον ακούω. Μόλις είχε έρθει και η σερβιτόρα, η οποία μου έκανε νόημα να τον διώξω, γιατί σε λίγο θα ερχόταν η Δήμητρα, η ιδιοκτήτρια, που σίγουρα δε θα ήθελε να τον δει να πίνει φραπέ από πλαστικό στην μπάρα.
Αλλά δεν ήθελα να τον διώξω, δε μου πήγαινε στην καρδιά. Γύρισα να τον κοιτάξω και είδα ότι λιγουρευόταν την κάνουλα της μπύρας.
«Να σε κεράσω μία;» τον ρώτησα.
«Όχι, όχι, να με κεράσεις; Όχι, ας το μην έχεις προβλήματα με το αφεντικό σου, έτσι την πάτησα κι εγώ και με διώξανε, αλλά δε με νοιάζει και πολύ γιατί έγινα κιθαρίστας στα Εξάρχεια, πήγαινε να ρωτήσεις για τον Αντώνη τον Μόρισον, πήγαινε και θα δεις. Όλοι με ξέρουν εκεί, με τον Άσημο κολλητό ήμουν, άσε που αυτός έπιασε την καλή και έφυγε και μετά πήγε και κρεμάστηκε και έφυγε τελείως, πήγαινε ρώτα για τον Αντώνη τον Μόρισον και θα σου πουν, αλλά μην κεράσεις, θα την πληρώσω, πόσο κάνει; έχω ένα ευρώ, φτάνει ένα ευρώ;»
Του έβαλα μια μισόκιλη και δεν πήρα το ευρώ του.
«Για μένα είναι; Σου ‘πα μη σκοτίζεσαι, φιλαράκι, δε στο ‘πα; Αλλά εσύ είσαι ωραίος τύπος, το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, οι ροκάδες είναι τα καλύτερα παιδιά, μήπως σου βρίσκεται κι ένα τσιγαράκι;»
Το άναψε, τράβηξε τζούρα και ήπιε τη μισή μπύρα μονορούφι πριν συνεχίσει:
«Και πάνω που λες ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι, πάνω που πας να τα δώσεις όλα μία να πάνε στο διάολο, βλέπεις ότι δεν είναι έτσι, γιατί η ζωή είναι περίεργη και μπορεί να ταξιδέψεις στην άκρη του κόσμου για να βρεις έναν άνθρωπο της προκοπής κι αυτός να κοιμάται στο διπλανό παγκάκι, εκεί δίπλα σου και να μην το έχεις πάρει χαμπάρι, κι εσύ να φτάσεις ως τη Γη του Πυρός για να τον βρεις, έχεις πάει ποτέ στη Χιλή;
Είναι εκεί πέρα ένα περίεργο μέρος, το κανάλι του Μπιγκλ το λένε, όλο πάγους και μια τεράστια παραλία, χιλιόμετρα ολόκληρα η παραλία, αλλά δεν κάνεις κανείς μπάνιο γιατί είναι πάγος τα νερά, κι εκεί πάνε κάθε Δεκέμβρη που έχει καλοκαίρι, πάνε οι ρέγκες για να γεννήσουν.
Εκατομμύρια ρέγκες, μπορεί και πιο πολλές, δισεκατομμύρια, κοπάδια ολόκληρα, μιλιούνια ρέγκες. Κι αφήνουν οι θηλυκές τα αυγά τους στο βυθό δίπλα στην παραλία, τίγκα στο αυγοτάραχο τα φύκια, και μετά πάνε τα αρσενικά και ψεκάζουν τα αυγά με σπέρμα, ναι, έτσι κάνουν οι ρέγκες, δεν πηδιούνται, απλώς ψεκάζουν, και είναι τώρα εκατομμύρια ρέγκες και γεμίζει το Μπιγκλ με σπέρμα, δεν μπορείς να φανταστείς πως είναι, πήζει το νερό, ασπρίζει το νερό είκοσι χιλιάδες λεύγες, παντού σπέρμα ρέγκας, και αν μπει εκείνες τις ημέρες γυναίκα στη θάλασσα μένει έγκυος, τόσο πολύ σπέρμα έχει, και μετά κάνουν κάτι περίεργα παιδιά με σώμα ανθρώπου και ουρά ψαριού, σαν γοργόνες, ή μερικές φορές κάνουν παιδιά με κεφάλι ψαριού και πόδια ανθρώπου, το ανάποδο από τις γοργόνες, κι αυτά τα παιδιά το ‘χουν σε κακό να τα σκοτώσουν και πάνε και τα ρίχνουν εκεί, μέσα στη θάλασσα, και η θάλασσα τα παίρνει αλλά αυτά δεν πεθαίνουν, κολυμπάνε σαν τις φώκιες, και δεν ξέρω, μπορεί και να ‘ναι φώκιες τελικά…»
Έπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε να μιλάει. Κοίταξε τη σερβιτόρα, κοίταξε τον Κήπο πίσω του –οι πρώτοι πελάτες είχαν ήδη κάτσει- και ήπιε την άλλη μισή μπύρα μονορούφι.
«Τι σου χρωστάω;» ρώτησε ψάχνοντας τις τσέπες του.
«Τίποτα, ας το», του απάντησα.
«Ευχαριστώ, αδελφέ», έκανε αυτός με κάποια θλίψη. «Πάω να φύγω τώρα γιατί έχουν αρχίσει να έρχονται πελάτες και πρέπει να δουλέψεις κι εσύ.»
Πήρε τα πράγματα του, με καληνύχτισε και έφυγε μονολογώντας.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Ίσως να βρίσκεται κάπου στα Εξάρχεια και να γρατζουνάει την κιθάρα του. Ή μπορεί –κι αυτό απίθανο δεν είναι- να τόλμησε να κολυμπήσει στα παγωμένα νερά του Μπιγκλ, μέσα στο σπέρμα της ρέγκας.