Γανυμήδης ή Ο μπάρμαν που έκανε ηλίθιες ερωτήσεις

0
1100

(Ιστορίες από τον Κήπο)

Οι περισσότεροι «ψαγμένοι» τουρίστες προτιμούσαν να φοράνε το «Ουδέν οίδα» ή το «είμαι λέφτερος». Αυτός φορούσε μια –εξίσου- κιτς τουριστική μπλούζα με την αναπαράσταση του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, ενώ καρικατούρες αρχαιοελληνικών γραμμάτων χόρευαν στη στρογγυλή κοιλιά του.

Είχε κόκκινα μαλλιά που έπεφταν σε μπούκλες στο πρόσωπο του. Αυτό ήταν το μοναδικό νεανικό απομεινάρι πάνω του. Ήταν εβδομήντα χρονών και έμοιαζε λίγο με τη γιαγιά μου (στο ύψος και στα κιλά ήταν ίδιος).

Είχε μικρά μάτια μονίμως υγρά, κοντά πόδια και ακράτεια. Κάθε τόσο μου ζητούσε συγνώμη και πήγαινε στην τουαλέτα.

Είχε κάνει μια εγχείρηση ανοικτής καρδιάς πριν τρία χρόνια, αλλά συνέχιζε να πίνει μπύρες σαν έφηβος. Σαν Άγγλος έφηβος.

Θα μπορούσε να τον λένε Νόρμαν, όπως ο κοκκινομάλλης ομοφυλόφιλος λόρδος από την ταινία «With nail and I», αλλά δεν ήταν λόρδος ούτε και ομοφυλόφιλος. Ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος και αμφιφυλόφιλος.

Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Λονδίνο, αλλά τα τελευταία χρόνια ζούσε στην πλατεία Αττικής.

Ερχόταν από νωρίς στον Κήπο κι αφού έπινε δύο μαύρους καφέδες πήγαινε για φαΐ. Γυρνούσε και καθόταν μέχρι που να κλείσουμε αδειάζοντας τα βαρέλια της μπύρας.

~~

Τον θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθε. Χωρίς να βγάλει τ’ ακουστικά απ’ τα αυτιά μου ζήτησε –μιλώντας δυνατά- έναν σκέτο καφέ. Έπειτα άνοιξε ένα περιοδικό καλλιτεχνικής φωτογραφίας και το ξεφύλλιζε, ενώ κουνούσε το κεφάλι του ρυθμικά. Τον ρώτησα τι άκουγε και μου έδειξε ένα cd της Μπίλι Χόλιντεϊ. Τον ρώτησα αν είναι Αμερικάνος κι αυτός αρνήθηκε σχεδόν προσβεβλημένος.

«Αν ήμουν Αμερικάνος θα έκανα τόση φασαρία που δε θα άντεχα τον εαυτό μου», είπε φλεγματικά.
«Ναι, αλλά η Χόλιντει σου αρέσει».
«Ό,τι καλό έχει γίνει στην Αμερική έγινε από τους νέγρους», απάντησε.

Rubens
Rubens

«Κι ο Φόκνερ;» τον ρώτησα.

Εκείνος χαμογέλασε κι έβγαλε τα ακουστικά.

Έτσι απέκτησα έναν πελάτη με τον οποίο μπορούσα να συζητάω για όλους τους τομείς της τέχνης. Μου έδειξε τους «Αμερικάνους» του Ρόμπερτ Φρανκ και έφερνε σπάνια μουσικά κομμάτια να ακούσω, όπως το «Mack the Knife» του Κούρτ Βάιλ, ερμηνευμένο από τη Μελίνα Μερκούρη.

Ένιωθα ότι στο ενδιαφέρον του για μένα υπόβοσκε ερωτισμός, αλλά λόγω της ηλικίας του τον αντιμετώπιζα όπως όταν ήμουν μικρός και καμιά γηραιά κυρία μου τσιμπούσε το μάγουλο λέγοντας: «Τι γλυκό αγοράκι!»

Κάποια νύχτα, και ενώ συζητούσαμε για τον Έλιοτ, του είπα –υπερβάλλοντας ως συνήθως- ότι η εμπειρία της ανάγνωσης των Τεσσάρων Κουαρτέτων από το πρωτότυπο μου είχε φανεί πιο σημαντική από το σεξ. Ο Νόρμαν έκανε με το χέρι του τη διεθνή χειρονομία του αυνανισμού.

«Ο αυνανισμός δεν είναι σεξ», μου είπε.

«Και όμως… Ο αυνανισμός είναι σεξ με κάποιον που πραγματικά αγαπώ», του απάντησα ξεπατικώνοντας τα λόγια του δεύτερου αγαπημένου μου σκηνοθέτη.

«Το σεξ δεν έχει να κάνει με την αγάπη», είπε ο Νόρμαν και ζήτησε συγνώμη για να πάει τουαλέτα.

Όταν γύρισε μου ζήτησε άλλη μια μπύρα και μου μίλησε για τη δεκαετία του εξήντα.

«Για να με καταλάβεις θα έπρεπε να είχες γεννηθεί πριν πολλά χρόνια. Εγώ είμαι τυχερός που το εξήντα ήμουν είκοσι-κάτι και ακόμα πιο τυχερός που ζούσα στο Λονδίνο. Το εξήντα ήταν η καλύτερη δεκαετία της ανθρωπότητας. Η πιο ελεύθερη, η πιο επαναστατική, η πιο…» Χαμογέλασε πονηρά.

«Η πιο ερωτική. Δεν υπήρχε κανείς περιορισμός, δεν υπήρχαν φραγμοί ούτε δισταγμοί. Όλα επιτρέπονταν. Το οξύ ήταν ακόμα νόμιμο κι όλοι, μα όλοι, έπαιρναν. Η μουσική ήταν τόσο φρέσκια, τόσο καινούρια. Η τέχνη; Η μόδα, ο κινηματογράφος. Αλλά ήταν η ηθική, η ηθική του σεξ, αυτή ήταν που τα προκαλούσε όλα. Η ηθική είχε αλλάξει. Μαζευόμασταν σ’ ένα διαμέρισμα και κάναμε όσα οι γονείς μας δεν μπορούσαν καν να φανταστούν. Ούτε κι εσείς μπορείτε να καταλάβετε τώρα. Έχετε γίνει πολύ πουριτανοί.»

«Δεν είμαστε πουριτανοί, απλώς–»

«Εντάξει, είναι και το aids στη μέση, αλλά… Δεν ξέρετε τι σημαίνει να είσαι απελευθερωμένος. Και μάλλον δε θα το ζήσετε ποτέ», είπε και χάθηκε στις αναμνήσεις του.

~~

Όταν δε μιλούσαμε καθόταν στη γωνία της μπάρας και παρατηρούσε τους πελάτες του Κήπου. Κάθε τόσο με φώναζε και μου έδειχνε κάποιον. Ο Νόρμαν παρομοίαζε τους ανθρώπους με σκυλιά, φτιάχνοντας ένα ιδιόμορφο είδος αλληγορίας που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε κυνομορφισμό –αντίστοιχο του ανθρωπομορφισμού.

«Κοίτα αυτόν τον ξαναμμένο αρσενικό», μου έλεγε και μου ‘δειχνε έναν Ιταλό που είχε βγάλει το πουκάμισο του και χόρευε μανιωδώς, επιδεικνύοντας το γυμνασμένο σώμα του.

«Κι εκείνη η σκυλίτσα ράτσας;» Έδειχνε μια ψηλομύτα Σουηδέζα, που στεκόταν λες και τη φωτογράφιζαν για τα καλλιστεία σκύλων.

«Ο καλύτερος είναι εκείνος ο νωχελικός με τα βαριά βλέφαρα», έλεγα κι έδειχνα έναν χοντρό άντρα που μετά βίας περπατούσε. «Πως τον λέγανε εκείνον τον κοιμισμένο σκύλο των κόμικς;»

«Κατάλαβα ποιον λες. Δε θυμάμαι, αλλά κατάλαβα. Και τα κουταβάκια που δεν μπορούν να κάτσουν ήσυχα;» έλεγε κοιτώντας δυο παιδιά που έτρεχαν γύρω από το σιντριβάνι λες και είχαν πάρει σπιντ.

~~

Τα παιδιά τ’ αντιπαθούσε. Καθόταν στον Κήπο να πιει τον απογευματινό του καφέ επειδή δεν ερχόντουσαν πολλές οικογένειες. Αν τύχαινε να τον περιτριγυρίζουν δύο-τρία από αυτά τα «ενοχλητικά πλάσματα» με κοιτούσε ικετικά για να διώξω. Μετά συνήθως έκανε ότι έβγαζε μια καραμπίνα από την τσάντα του για να τα πυροβολήσει.

Κάποιοι από τους θαμώνες, που είχαν περισσότερο θάρρος μαζί μου, έκαναν αστεία για τη σχέση μου με τον Νόρμαν.

Rembrandt
Rembrandt

«Τι συμβαίνει με το γέρο;» με ρωτούσε ο Βασίλης. «Αποφάσισες να βγάλεις κάνα έξτρα μισθό;»

Καμωνόμουν τον προοδευτικό και έλεγα ότι δεν έχω πρόβλημα μαζί του γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν είμαι ομοφυλόφιλος. Αρκετά αργότερα κατάλαβα ότι η απάντηση μου έμοιαζε με τα λόγια ενός νοσοκόμου που περιθάλπει λεπρούς –«δε θα κολλήσω».

«Άλλωστε», συνέχιζα, «ο Νόρμαν δεν έχει δείξει ότι προσπαθεί να με καμακώσει. Είναι πολύ γέρος.»

«Ναι, αλλά αν του καθόσουνα δε θα έλεγε όχι», έκανε ο Βασίλης και γελούσε.

Κάποιες φορές του έκανα ερωτήσεις για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, σαν ψυχολόγος που προσπαθεί να σώσει κάποιον από την ασθένεια της ομοφυλοφιλίας. Αυτό, βεβαίως, γινόταν αργά το βράδυ όταν και οι δύο είχαμε πιει πολύ.

«Εντάξει», του είπα μια νύχτα, «μπορώ να καταλάβω ότι ένας άντρας προτιμάει να κάνει σεξ με άντρες. Δεν ξέρω τι ωραίο βρίσκει σε μια τέτοια πράξη, αλλά μπορώ να το δεχτώ.»

«Πάλι καλά», είπε ο Νόρμαν χαμογελώντας, «πάλι καλά μπορείς να το δεχτείς.»

«Όμως», συνέχισα, «δεν μπορώ να καταλάβω πώς σου αρέσει να κάνεις έρωτα..», διόρθωσα μετά από λίγη σκέψη, «να κάνεις σεξ και με άντρες και με γυναίκες. Γιατί κάνεις και με άντρες και με γυναίκες;»

«Γιατί όχι;» είπε αυτός. Και πρόσθεσε: «Σίγουρα προτιμώ με άντρες.»

«Και τότε γιατί το κάνεις και με γυναίκες;»

Ο Νόρμαν σήκωσε το ποτήρι της μπύρας.

«Προτιμώ να πίνω μπύρα», είπε. «Αλλά κάποιες φορές μου αρέσει να πίνω και κάνα Pink Martini. Είναι καλό ν’ αλλάζεις τη γεύση σου που και που.»

«Εγώ θα μείνω στις μπύρες. Άλλωστε είναι τόσο πολλά είδη που ποτέ δε βαριέσαι.»

«Έχεις δοκιμάσει ποτέ Pink Martini; Ξέρεις πώς το φτιάχνουν;»

Και σαν του είπα ότι δεν ήξερα μου είπε ότι είναι ανεπίτρεπτο για έναν μπάρμαν να μην ξέρει και μου το έδειξε.

(Σε ένα ποτήρι του μαρτίνι ρίχνεις μια στάλα ανγκοστούρα. Γυρνάς το ποτήρι να πάει παντού. Μετά βάζεις στο σέικερ πάγο και τζιν. Shaken, not stirred, και σουρώνεις το τζιν, χωρίς το πάγο στο ποτήρι. Δε βάζεις ελιά, αλλά μαρασκίνο.)

~~

Ένα άλλο βράδυ είχε έναν σημαντικό αγώνα ποδοσφαίρου στην τηλεόραση. Όλα τα άλλα μπαράκια και οι καφετέριες πρόβαλλαν τον αγώνα σε γιγαντοοθόνες.

Έπεισα τη Δήμητρα ότι θα ήταν πολλοί τουρίστες που δε θα ήθελαν να δουν τον ημιτελικό του ευρωπαϊκού κυπέλλου κι ότι θα προτιμούσαν να πιουν το ποτό τους ακούγοντας μουσική. Έτσι ήμασταν το μοναδικό μαγαζί χωρίς τηλεόραση –και χωρίς πελάτες.

Μόνο ο Νόρμαν είχε έρθει και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να του κάνω πιο αδιάκριτες ερωτήσεις.

«Είναι αλήθεια», τον ρώτησα, «ότι οι γκέι νοιάζονται πιο πολύ για το σεξ από τους κανονικούς;» (Είχα πει “normal” ή “regularpeople, τα αγγλικά μου δεν ήταν και τόσο καλά, ειδικά μετά την τέταρτη μπύρα.)

«Τους κανονικούς;»

«Ξέρεις… Τους στρέιτ.»

«Όλοι», είπε ο Νόρμαν, «γκέι, στρέιτ, μπάι, κανονικοί κι ανώμαλοι νοιάζονται πιο πολύ για το σεξ.»

«Οι γκέι όμως το θεωρούν πρωτεύον.»

«Ενώ οι στρέιτ όταν πάνε στον ψυχαναλυτή τους μιλάνε για τον Μπέρτραντ Ράσελ.» Κάποιος έβαλε γκολ και ακούσαμε τις κραυγές των ποδοσφαιρόπληκτων. «Ή για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», συμπλήρωσε.

Έπειτα γέλασε, αλλά δεν ήξερε τι τον περίμενε.

«Οι γκέι ερωτεύονται;» τον ρώτησα.

Και πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ήταν μια ερώτηση-παγίδα. Το εννοούσα αυτό που έλεγα γιατί είχα στο μυαλό μου την καρικατούρα του ομοφυλόφιλου που πηδιέται και πηδάει αδιαφορώντας για αυτό που οι «κανονικοί» λένε συναίσθημα.

Ο Νόρμαν δε μίλησε. Με κοίταξε στην αρχή με απορία, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν ήμουν ειλικρινής. Πήγε να μιλήσει και μετά άλλαξε γνώμη. Τα μονίμως υγρά μάτια του βουρκώσανε. Κοίταξε από την άλλη.

Όταν με ξανακοίταξε είχε δακρύσει και κατάλαβα ότι είχα κάνει τη μεγαλύτερη αδιακρισία της ζωής μου, τη μεγαλύτερη ανοησία της ζωής μου. Ήταν σαν να είχα ρωτήσει έναν άνθρωπο αν είναι άνθρωπος.

«Ας ‘το, μην απαντάς, συγνώμη, είπα μαλακία, χαζομάρα, ηλιθιότητα, μην απαντάς, συγνώμη», προσπάθησα να διορθώσω το λάθος μου.

Ο Νόρμαν όμως δε με άκουγε. Ούτε με κοιτούσε. Προσπαθούσε να χαμογελάσει, να φανεί φλεγματικός, ψυχρός –Άγγλος, όπως λέμε εμείς οι συναισθηματικοί μεσογειακοί. Δυο φορές ξεκίνησε και δύο σταμάτησε. Τελικά, αφού ήπιε κάμποση μπύρα και έφτιαξε τις κόκκινες μπούκλες του, μίλησε:

«Ερωτεύτηκα πολλές φορές. Αλλά πιο πολύ ένα αγόρι πριν… Τον θυμάμαι ακόμα. Είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί του. Με ‘κείνο το αγόρι. Ήταν στα τέλη του εξήντα κι όλοι κάναμε ότι θέλαμε με όλους. Όμως αυτός… Ήταν είκοσι χρονών και ήταν πανέμορφος. Μελαψός, σαν κι εσένα, ο πατέρας του ήταν Ινδός. Τόσο όμορφος. Και γλυκός. Μείναμε μαζί για ένα χρόνο, δεν πηγαίναμε στα πάρτι, και δεν ήθελα, δεν ήθελα να τον μοιραστώ. Είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί του. Τα σπίτια μας στο Λονδίνο είναι στην ίδια γειτονιά. Τον βλέπω να περπατάει στο δρόμο και κλαίω. Όμως αυτός έχει γυναίκα και παιδιά τώρα πια και κάνει ότι δε με ξέρει. Δεν τον αδικώ.»

Κοίταξε κάτω. Οι δυο του παλάμες μπλεχτήκανε και άρχισαν να παλεύουν. Τα δάκτυλα του σαν κύματα υψώνονταν και βυθίζονταν. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του συνέχισε:

«Πριν πενήντα χρόνια είχα ερωτευτεί κι ένα κορίτσι. Την Έμιλυ. Ίσως ήταν η μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκα. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Μπήκε σε λάθος λωρίδα.» Έκλαιγε πια. «Δεν έχει περάσει μια μέρα που να μην τη σκεφτώ. Ήταν άδικο.» Με κοίταξε στα μάτια. «Μακάρι οι γκέι να μην ερωτεύονταν. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο.»

Έκλαιγε, αλλά προσπαθούσε να κοιτάει κάτω. Εγώ έβριζα τον εαυτό μου. Του ζήτησα ξανά συγνώμη. Δεν νομίζω να με άκουσε. Θυμόταν την Έμιλυ που είχε μπει σε λάθος λωρίδα πριν πενήντα χρόνια. Θυμόταν το μελαψό αγόρι που παντρεύτηκε και δε μιλούσε πια σε πούστηδες.

Ο ποδοσφαιρικός αγώνας τέλειωσε και οι τουρίστες ξεχύθηκαν στο δρόμο φωνάζοντας συνθήματα. Κάποιοι από αυτούς ήρθαν στον Κήπο κι έκανα ότι είμαι πολύ απασχολημένος με τα κοκτέιλ.

~~

Ο Νόρμαν δε μου κράτησε κακία. Συνέχισε να έρχεται στον Κήπο και να μιλάμε για τέχνη. Αλλά απέφευγα πλέον τις αδιάκριτες ερωτήσεις.

Λίγο καιρό αφότου έφυγε από το νησί έλαβα μια συλλογή με δέκα cd της Χόλιντεϊ: «Lady sings the blues».

Δεν ξέρω αν ζει ακόμα ο Νόρμαν –έχουν περάσει δέκα χρόνια από εκείνη την ηλίθια ερώτηση- ή αν μπήκε κι αυτός σε λάθος λωρίδα.