«Γεννιόμαστε όλοι τρελοί… Μερικοί παραμένουν.»
Περιμένοντας τον Γκοντό, Σ. Μπέκετ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ήμουν παιδί κανείς δεν ήθελε να μου πει τι είχε πάθει ο παππούς. Η τρέλα ήταν κάτι που δεν έπρεπε ν’ ακούγεται.
«Κάτι χρέη», μου λέγανε, «κάτι στεναχώριες, τέτοια πράγματα…»
«Ανέβηκε σε μια καρυδιά να τινάξει τα καρύδια και πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του – και κόντεψε να τα τινάξει», έλεγε ο πατέρας μου, αλλά το ύφος του έδειχνε πως έλεγε ψέματα.
Ήταν σαν τότε που μου είχε πει ότι αν δεν έπλενα καλά τον αφαλό μου θα σάπιζε η κοιλιά μου και θα ‘πρεπε να μου ράψουν κομμάτια γάτας στο δέρμα μου.
Παρότι παιδί –ή μπορεί ακριβώς εξαιτίας αυτού, μπορούσα να καταλάβω πότε μου ‘λεγαν ψέματα. Ήξερα σίγουρα πως ο παππούς «έπαθε τη ζημιά» όταν ήταν μεγάλος. Εγκατέλειψε τη δουλειά του και τα εγκόσμια κι αφιερώθηκε στην τέχνη του καπνίσματος.
~~
Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις μετουσίωνε σε καπνό –μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά- τα Άσσος άφιλτρα, αυτά που λένε και στούκας. Τέλειωνε το τσιγάρο, άναβε αμέσως καινούριο και το κάπνιζε μέχρι να καούν τα δάκτυλα του.
Μετά κι άλλο κι άλλο, μια επαναλαμβανόμενη κίνηση στον χρόνο και στον χώρο – δίχως δυνατότητα λύτρωσης.
Ανάμεσα σε κάθε τζούρα, κρυμμένος στην αχλή της εθελούσιας καταδίκης του, μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια, μονολογούσε, ψιθύριζε ανόσια ξόρκια.
Καθόταν στην αγαπημένη του θέση –στην άκρη του δωματίου, μακριά από το τζάκι- κι άφηνε το βλέμμα του να κείτεται παράλυτο στο πάτωμα, ενώ κάπνιζε και μονολογούσε.
~~
Από πολύ μικρός διαισθάνθηκα ότι τα λόγια του παππού έκρυβαν κάποιο βαθύτερο, σιβυλλικό νόημα. Οι υπόλοιποι συγγενείς πίστευαν ότι οι λέξεις ξεπηδούσαν από το στόμα του σαν βατράχια, χωρίς πρόθεση, και τον ρωτούσαν γελώντας: «Ποιος σε πείραξε πάλι, ρε Σπύρο;»
Ο παππούς δεν απαντούσε –ούτε καν τους κοιτούσε… Κι όταν γίνονταν πολύ πιεστικοί πήγαινε στο διπλανό (κρύο) δωμάτιο για να μείνει μόνος.
~~
Κάποια νύχτα, όταν είχαν πάψει οι παρεμβολές των λογικών, σύρθηκα αθόρυβα στον νεφελώδη κόσμο του παππού κι άκουσα…
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Τα πάντα ματαιότητα και θλίψη πνεύματος.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Πάντες οι ποταμοί υπάγουσιν εις τη θάλασσα κι η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Ό,τι έγινε, τούτο πάλι θέλει γίνει και ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.»
Σβήσιμο στο τασάκι. Τα δάκτυλα ψαρεύουν ένα ακόμα από την κασετίνα.
Σπίρτο.
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Εν πολλή σοφία είναι πολύ λύπη και όποιος προσθέτει γνώση προσθέτει πόνο.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Ευφραίνου, νεανίσκε, εν την νεότητα σου. Διότι η νεότης και η παιδική ηλικία είναι ματαιότης.»
~~
Και συνέχιζε έτσι, μονολογώντας και καπνίζοντας ατελεύτητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παρουσία μου, μήτε για κανέναν άλλο, ίσως ούτε για τον εαυτό του.
Έμοιαζε να έχει μετατραπεί σε αυτόματο, σ’ ένα μηχανισμό εκμηδένισης τσιγάρων, ξεκομμένος απ’ ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν σημαντικό, ταυτόχρονα υπερρεαλιστής και θιασώτης του παράλογου –μα ίσως πιο λογικός απ’ όλους.
Παγιδευμένος σε μια σπειροειδή πλανητική τροχιά –στη μια εστία της έλλειψης ο καπνός, στην άλλη ο Εκκλησιαστής…
Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα.
~~
Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του, τον συνάντησα σ’ ένα όνειρο.
Ονειρεύτηκα ότι είχα χαθεί σ’ ένα κτίριο με άπειρες διαδοχικές αίθουσες, με ανάποδες σκάλες που οδηγούσαν μέσα στους τοίχους, με παράθυρα που έβλεπαν τ’ ανεστραμμένα είδωλα τους, και μ’ αιωρούμενες αψίδες, όπως εκείνες που απεικονίζει στις λαβυρινθώδεις κατασκευές του ο Πιρανέζι και ο Μπόρχες.
Περπατούσα χωρίς να ξέρω πού βρίσκομαι ή πού πηγαίνω –ήξερα μόνο ότι ήθελα να βγω το συντομότερο από ‘κει μέσα. Ώσπου είδα να πλησιάζει από την αντίθετη πλευρά ο παππούς, με χαμηλωμένο το κεφάλι.
Τον φώναξα, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε.
«Παππού», ξαναφώναξα και τον είδα να σηκώνει το κεφάλι.
«Ποιος είναι;» αποκρίθηκε ο παππούς.
«Είμαι ο εγγονός σου… Ο Αδάμ… Ο γιος της Γλαύκης», είπα και θέλησα να τον πλησιάσω.
Όμως σταμάτησα λίγο πριν την πόρτα γιατί ήξερα (πώς το ήξερα; είχα ξαναβρεθεί εκεί;) ότι αν την περνούσα θα μπορούσα να βρεθώ σ’ εντελώς διαφορετικό μέρος.
Ο παππούς στεκόταν δύο βήματα μπροστά μου και προσπαθούσε να με αναγνωρίσει.
«Ο Αδάμ…» μονολόγησε.
Έπειτα άξαφνα φωτίστηκε, πέρασε την πόρτα (εκείνος μπορούσε να το κάνει, μάλλον επειδή ήταν νεκρός) και μ’ αγκάλιασε.
~~
Κλαίγαμε για πολύ ώρα – όμως δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια την ώρα στα όνειρα.
Έπειτα ο παππούς ξεκίνησε να ψάχνει νευρικά τις τσέπες του.
«Παππού», του είπα, «για πες μου… Εσύ που έζησες και τώρα πια έχεις πεθάνει, πες μου, πρέπει να ξέρεις… Ποιο είναι το νόημα της ζωής;»
«Το νόημα;» Ο παππούς με κοίταξε απορημένος. «Δεν υπάρχει κάποιο νόημα… Απλώς ζούμε. Απλώς…. ζούμε.»
Και λίγο πριν ξυπνήσει (γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιος ονειρεύεται ποιον) με ρώτησε: «Μήπως σου βρίσκεται κάνα τσιγάρο;»
~
Μετά από αυτό το όνειρο, όποτε βρισκόμουν στο χωριό, στη Θάλαττα, πήγαινα στο μνήμα του παππού, άναβα ένα τσιγάρο, τράβαγα μια τζούρα και μετά το άφηνα να καίγεται – ανάποδα χωμένο στον τάφο.