Να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί

1
1124

Ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν πολυταξιδεμένο.
Αιώνες κι αιώνες ταξίδευε μέσα εις τη Μεσόγειο. Ήταν γερό σκαρί και όμορφο.

Είχε πελασγικά μάρμαρα και μινωικές ζωγραφιές. Τις αλυσίδες τις είχαν σφυρηλατήσει Αχαιοί και τα πανιά ήταν φτιαγμένα από φιλοσοφικούς χιτώνες. Σημαία είχε βυζαντινή, μ’ έναν δικέφαλο αετό. Στην πρύμνη μια γοργόνα-Παναγιά με φουστανέλα, σμιλεμένη από τον Χαλεπά και ζωγραφισμένη από τον Θεόφιλο.

Αλλά στο τελευταίο του ταξίδι είχε χαθεί και χρόνια πολλά γύρευε να βρει την Ιθάκη –ή κάποιο άλλο λιμάνι. Στα κουπιά είχε κάποτε γερούς κωπηλάτες, μα εξαθλιωμένους πια και με ραγισμένο -απ’ την αλμύρα και τον ήλιο-  δέρμα.

Παλιότερα οι κωπηλάτες έλεγαν και κάνα τραγούδι εκεί πάνω στο μόχθο, αλλά με τα χρόνια και την απογοήτευση της μάταιης αναζήτησης είχαν γίνει σκυθρωποί και μοχθηροί.

Πίσω, στο τιμόνι, κάθονταν οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί κι οι ορντινάτσες τους. Αυτοί καλοπερνούσαν κι έτρωγαν και πίναν’ και λογαριασμό δε δίναν’, αφού είχαν φροντίσει να ‘χουν γεμάτες τις καμπίνες τους -με κλοπιμαία.

Αλλά το τιμόνι κανείς τους δεν το ‘πιανε, έτσι το καράβι παράδερνε στα κύματα και στις θάλασσες, χωρίς να φαίνεται πουθενά η Ιθάκη. Και σε πεντέξι δεκαετίες σωθήκαν όλες οι τροφές, οε οε, οε, ο ε.

Σωθήκαν οι τροφές που ήταν για τους κωπηλάτες, γιατί οι καπεταναίοι, οι αξιωματούχοι κι οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.

Ξενηστικωμένοι κι άθλιοι οι κωπηλάτες –όσοι δε χάθηκαν απ’ το σκορβούτο- άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους και να ρίχνουν κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Οι κωπηλάτες της δεξιάς πτέρυγας κατηγορούσαν εκείνους της αριστερής, κι εκείνοι -με τη σειρά τους- τους ανταπέδιδαν τα ίσα.

Κάθε τόσο κάποιος σηκωνόταν, κοιτούσε πίσω στο τιμόνι και φώναζε:
«Μα δείτε! Εκείνοι τρώνε, πίνουν και λογαριασμό δε δίνουν.»

Κι όλοι συμφωνούσαν, αλλά κανείς δεν πήγαινε να πιάσει το τιμόνι και να ρίξει τους καπεταναίους στη θάλασσα, μόνο έβριζαν μέσα από τα δόντια τους, μούτζωναν και συνέχιζαν να τραβάνε κουπί.

Κάποια στιγμή ένας της δεξιάς πτέρυγας κατέβηκε στο αμπάρι να ψάξει ξανά για τρόφιμα και εκεί βρήκε έναν λαθρεπιβάτη. Τον ανέβασε στο κατάστρωμα τραβώντας ‘τον από τις αλυσίδες που είχε στο λαιμό.

«Ορίστε!» φώναξε. «Αυτός μας έφαγε τις προμήθειες και μείναμε νηστικοί. Το καράβι μας δεν έχει φαγητό ούτε για εμάς, λαθρεπιβάτες θα ταΐζουμε; Να τον ρίξουμε στους καρχαρίες να σωθούμε.»

Τότε οι πιο πολλοί κωπηλάτες άρχισαν να φωνάζουν:
«Θάνατος στον λαθρεπιβάτη! Για να σωθούμε!»

Κι οι καπεταναίοι, με τις γεμάτες τους κοιλιές και τα λιγδωμένα τους μουστάκια, φώναζαν κι εκείνοι:
«Θάνατος στον λαθρεπιβάτη! Για να σωθείτε!»

Ο λαθρεπιβάτης, με τις αλυσίδες στο λαιμό, πάλευε να ξεφύγει, βαρώντας όποιον έβρισκε μπροστά του.

Τότε σηκώθηκε ένας άλλος κωπηλάτης και είπε:
«Μα καλά, δε θυμάστε; Δεν είναι λαθρεπιβάτης, δούλος είναι. Τον έφεραν οι καπεταναίοι για να σφουγγαρίζει, να κάνει ματσακόνι και να βάφει. Να κάνει όλες τις δουλειές που δε θέλαμε να κάνουμε εμείς. Δε θυμάστε που τον ταΐζαμε ξεροκόμματα όλ’  αυτά τα χρόνια;»

Αλλά, μες στο θυμό και στην απόγνωση, οι κωπηλάτες δεν ήθελαν να ακούσουν, δεν ήθελαν να θυμούνται, δεν ήθελαν να ξέρουν. Έπιασαν τον λαθρεπιβάτη και τον πέταξαν στη θάλασσα, μέσα εις τη , τη, τη Μεσόγειο, μέσα εις τη, τη, τη Μεσόγειο, οε οε, οε, ο, ε.

Πανηγυρίζανε όσο τον έβλεπαν να βουλιάζει, αλλά μετά από λίγο, όταν έσβησε η έξαψη της ανθρωποθυσίας, μια μάνα είδε το παιδί της με τουμπανιασμένη την κοιλιά απ’ την πείνα και ρώτησε, μονολόγησε μάλλον:
«Και τώρα; Τώρα τι κάνουμε; Ξεφορτωθήκαμε τον λαθρεπιβάτη, αλλά πάλι φαΐ δεν έχουμε.»

Κάποιοι κωπηλάτες αποφάσισαν να φύγουν και κολυμπώντας έφτασαν σ’ άλλα καράβια που έπλεαν εκεί κοντά. Αλλά σε ‘κεινα τα καράβια τους πέταξαν στ’ αμπάρια και τους είχαν για δούλους, υποψήφιους για την επόμενη ανθρωποθυσία, όταν το δικό τους καράβι θα κινδύνευε.

Κι οι καπεταναίοι, οι αξιωματικοί κι οι ορντινάτσες τους συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν και λογαριασμό να μη δίνουν.

Κι οι κωπηλάτες συνέχιζαν να κωπηλατούν και να πεθαίνουν πάνω στα κουπιά, βρίζοντας μέσα από τα δόντια τους.

Και το καράβι των τρελών συνέχιζε ακυβέρνητο, χωρίς πουθενά να φαίνεται στεριά, χωρίς πουθενά να φαίνεται κάποια Ιθάκη.

Προηγούμενο άρθροNightfall
Επόμενο άρθροFilioque akbar Krishna
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).