Ο σύγχρονος Κιχώτης δεν αντιμάχεται με ανεμόμυλους, αλλά με πυλώνες υψηλής τάσης. Τους γίγαντες με τα έξι χέρια που είναι παραταγμένοι σε μια ατελείωτη σειρά στο θεσσαλικό κάμπο.
Η Δουλτσινέα του είναι μια Βουλγάρα, μαυρομάλλα και τσαχπινομάτα, που δουλεύει σ’ ένα κωλόμπαρο λίγο έξω από τη Λάρισα.
Ο ιδαλγός μας δε διαβάζει καθόλου βιβλία, αλλά πριν λίγα χρόνια απέκτησε σύνδεση ίντερνετ. Ήταν μπογιατζής, καλός τεχνίτης, μάστορας, αλλά η κρίση τον άφησε χωρίς δουλειά κι όλη μέρα καθόταν μπρος την οθόνη να διαβάζει το indymedia, να συνομιλεί στο facebook με συναγωνιστές –που έχουν τα μισά του χρόνια- και να ονειρεύεται επαναστάσεις.
Ώσπου μια μέρα οι νταβατζήδες πήραν τη Δουλτσινέα στην Αθήνα, για να ανανεώσουν το προσωπικό, ο ιδαλγός αποτρελάθηκε απ’ τη μοναξιά και το πήρε απόφαση: Να ξεκινήσει μόνος για τη Βουλή των Ελλήνων, να μπει μέσα και να καθαρίσει δυο-τρεις, πριν προλάβουν να τον καθαρίσουν κι εκείνον.
~
Αλλόφρων και ξερακιανός φοράει το γαμπριάτικο κοστούμι του, αυτό που κρατούσε και για την κηδεία του, παίρνει το σκουριασμένο ντουφέκι του, καβαλικεύει τους δύο Ροσινάντηδες του (2CV) και ξαμολιέται για την Αθήνα, για να διορθώσει ότι κακό και άδικο.
Παίρνει μαζί του κι έναν συγχωριανό του, που ήθελε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να ζητήσει ρουσφέτι από το βουλευτή του –και να γλιτώσει τα εισιτήρια του τρένου.
Κι εκεί, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, μέσα στο θεσσαλικό κάμπο –ίσως και δίπλα στο Κιλελέρ- ο ελεεινός χωριάτης της Βάλτσας, αντικρίζει τους σιδερένιους γίγαντες.
«Κοίτα, Μήτσο», λέει στο στρουμπουλό συνοδοιπόρο του, «με πήραν χαμπάρι ότι πάω να τους μπουρλοτιάσω και έστειλαν τα θωρακισμένα του ΕΚΑΜ.»
«Τι λες, κυρ-Φώτη;» ρωτάει ο Μήτσος. «Σου σάλεψε απ’ το πολύ ίντερνετ και τα ντιμίντια; Της Δεής είναι τούτα.»
«Φτωχέ Μήτσο, πώς φαίνεται ότι βλέπεις μόνο Mega. Ποια ΔΕΗ και ποια ΕΥΔΑΠ; Όλα του Μπόμπολα γινήκανε. Αλλά θα τους έρθει από ‘κει που δεν το περιμέναν: Απ’ τη Βάλτσα.»
Και γκαζώνει ο κυρ-Φώτης της Βάλτσας το 2CV του κραυγάζοντας:
«Για το δοξασμένο Κιλελέρ! Για τη δόξα της Ελληνοσύνης! Για τη Δουλτσινέα!»
«Άι μωρέ με την πουτάνα, σταμάτα να κατέβω, αναθεματισμένε», φωνάζει ο Μήτσος ψάχνοντας για το χερούλι.
«Γράφουμε ιστορία, Μήτσο!»
«Παναγιά μου, βόηθα!»
Πέφτει το 2CV πάνω στον πυλώνα, στραπατσαρίζεται κι ο κυρ-Φώτης της Βάλτσας πετάγεται έξω χτυπημένος και ζαλισμένος. Σηκώνει το δίκανο κι αρχίζει να ρίχνει στο γίγαντα και στα καλώδια.
«Άρπα κι αυτή, θεριό, άρπα και την άλλη», και ξαναγεμίζει.
«Σταμάτα, θεόμουρλε», φωνάζει ο Μήτσος χωρίς να βγει απ’ το αμάξι, «θα μας πάρουν για γύφτους που κλέβουνε τα χάλκινα.»
«Αυτοί μας κλέβουν, Μήτσο, μας πήραν και τα σώβρακα.»
«Σταμάτα σου λέω, θα μας μαζέψουν για τρομοκράτες και θα μας κάνουν αγνώριστους.»
«Δε τα φοβάμαι τα φότοσοπ εγώ», λέει ο κυρ-Φώτης της Βάλτσας, ξαναγεμίζει και πριν πυροβολήσει φωνάζει: «Για τη Δουλτσινέα, ρε κουφάλες.»
~
Και συνεχίζει ο ελεεινός χωρικός της Βάλτσας, ν’ αντιμάχεται τα ρεύματα και τις τάσεις, πιο μόνος κι από την καλαμιά στον κάμπο.
Ο μόνος που τον βλέπει, απ’ το παράθυρο του τρένου που περνάει βιαστικά από ‘κει δίπλα, είναι ένας μονόχειρας γελωτοποιός.