Όταν ήμασταν παιδιά πολύ συχνά κολλούσαμε ψείρες. Ειδικά όταν πηγαίναμε στο χωριό, όπου το αγαπημένο μας μέρος για εξερεύνηση ήταν το κοτέτσι.
Μόλις η γιαγιά μας, η στρογγυλοπρόσωπη (υπήρχε και η άλλη, η σκληροτράχηλη Αρβανίτισσα), καταλάβαινε ότι το κεφάλι μας είχε γίνει ενδιαίτημα παρασίτων αναλάμβανε δράση.
Μας έπαιρνε μπροστά στο τζάκι ή έξω στην αυλή και έχοντας μόνο ένα μπουκάλι ξύδι και ένα χτένι προχωρούσε στην εξολόθρευση.
Το χειμώνα πετούσε τις ψείρες στη φωτιά κι εκείνες έσκαγαν, σαν μικροσκοπικά αρθρόποδα μπαλόνια. Το καλοκαίρι τις έσπαγε με τα νύχια της, βγάζοντας επιφωνήματα ηδονής ή λέγοντας ‘τους παράδοξα πράγματα, όπως: «Να, μωρή, που θα πιεις το αίμα του παιδιού μου!»
Η μυρωδιά του ξυδιού ανασύρει πάντα εκείνες τις αναμνήσεις ξεψειρίσματος, σαν μια χωριάτικη εκδοχή της μαντλέν του Προυστ.
Ο καιρός πέρασε και οι γιαγιάδες δεν ξεψειρίζουν τα εγγόνια τους με ξύδι. Ο κόσμος προόδευσε, Πόπη.
~~{}~~
Αυτή την πρόοδο την παρατηρώ στις διαδικτυακές μου περιπλανήσεις. Έχω αυτή τη διαστροφή, να μπαίνω σε εντελώς ετερόκλητα μπλοκ, σάιτ και ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων.
Ο πλουραλισμός της κοινοτοπίας σε όλο του το μεγαλείο.
Σε ένα από τα μπλογκ τύπου «δεν-είμαστε-χρυσαυγίτες-αλλά», βρήκα κάποιον σχολιαστή να παρομοιάζει τους μετανάστες με ψείρες, τις οποίες πρέπει να εξοντώσουμε γιατί μας πίνουν το αίμα.
Αμέσως «είδα» μια εικόνα:
Ένας άνθρωπος μισοπεθαμένος και ωχρός στο κρεβάτι. Ένας βρικόλακας του ρουφάει το αίμα με το καλαμάκι, λίτρα αίματος, ενώ μερικοί ακόμα περιμένουν τη σειρά τους για να τραφούν.
Και ο ετοιμοθάνατος κυνηγάει τα παράσιτα λέγοντας: «Με πεθάνανε οι ψείρες».
~~{}~~
Οι ψείρες είναι εύκολος στόχος. Οι πολιτικάντηδες το ξέρουν και στρέφουν την προσοχή, την οργή, την απόγνωση των θυμάτων σε εκείνες, ενώ υποκλίνονται στους βρικόλακες υμνώντας ‘τους: «Yes, master!»
Οι βρικόλακες είναι ιεροί και τους παρουσιάζουν ως ανίκητους. «Βρικόλακας ή τανκς», λένε από τους διαδικτυακούς θώκους τους.
«Οι μετανάστες σας πίνουν το αίμα», λένε από τους τηλεοπτικούς θώκους τους. «Αυτές οι ψείρες.»
Όταν, όμως, μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε οποιονδήποτε άνθρωπο ως ψείρα, τότε –αναπόφευκτα- κάποια στιγμή κάθε άνθρωπος θα έχει την αξία μιας ψείρας.
~~{}~~
Στις 22 Ιουλίου 2011, ο ακροδεξιός Μπρέιβικ, ντυμένος αστυνομικός, μπήκε στο νησί Ουτόγια και εκτέλεσε 69 παιδιά, 69 λευκούς Νορβηγούς.
Για εκείνον οι συμπολίτες του δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ψείρες, αφού είχε συνηθίσει να βλέπει ως ψείρες τους μετανάστες.
Η μετάβαση δεν είναι δύσκολη.
Αν συνηθίσεις να σκοτώνεις μαύρους σκύλους, δε θα σου φανεί καθόλου δύσκολο να σκοτώσεις και λευκούς.
~~
Θυμάμαι ότι εκείνο το καλοκαίρι δούλευα στην Νάξο. Τη μέρα της επίθεσης οι Νορβηγοί τουρίστες, αλλά και οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί, είχαν μαζευτεί γύρω από τις τηλεοράσεις.
Όλοι ταραγμένοι, κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι περίμεναν να ακούσουν τα ονόματα των θυμάτων, ελπίζοντας να μην είναι κάποιο γνωστό τους παιδί ανάμεσα στα δολοφονημένα.
Το βλέμμα τους έλεγε: «Πώς μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο στη χώρα μας; Στο Αφγανιστάν ναι, στην Παλαιστίνη, στην Αφρική, άντε και στις ΗΠΑ. Αλλά στη χώρα μας; Στον παράδεισο μας;»
Δύο χρόνια μετά έχω φίλους που μετανάστευσαν στην Νορβηγία και μαθαίνω ότι, παρά την ευμάρεια, μόνο παράδεισος δεν είναι.
Κι εκεί οι μετανάστες, όπως και σε οποιαδήποτε χώρα, οι φτωχοί και άσημοι μετανάστες, όχι οι μπασκετμπολίστες του NBA, είναι πάντα παράσιτα στα μάτια των ιθαγενών.
Άνθρωποι σαν τον Μπρέιβικ και πράξεις σαν τη σφαγή της Ουτόγια, δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός.
Είναι απαραίτητο το ρατσιστικό υπόβαθρο, η απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, η αποδοχή –έστω συγκαλυμμένη- ότι κάποιοι είναι πιο «ίσοι» από τους ίσους, ενώ άλλοι είναι υπάνθρωποι.
~
Όμως αν έστω και ένας άνθρωπος θεωρηθεί ψείρα, τότε σύντομα ως ψείρες θα αντιμετωπιστούν όλοι.
Αν το θεωρήσεις φυσιολογικό να σκοτώσεις έναν μετανάστη, έναν αναρχικό, έναν νεοναζί, έναν αστυνομικό, έναν πολιτικό, έναν ομοφυλόφιλο, έναν ξένο, έναν διαφορετικό από εσένα, τότε δεν είναι μακριά η στιγμή που δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο από θρηνούντες και μακαρίτες.
Και χορτάτους βρικόλακες.