Βρικόλακες της διπλανής πόρτας

0
739

 (Σαν ταινία μικρού μήκους)

Ακούγεται μουσική από ραδιόφωνο. Ένα σκυλολαϊκό της σειράς.

Ένα περίστροφο πάνω σε πλαστικό πιάτο κουζίνας. Δίπλα του ένα πιάτο γεμάτο αποτσίγαρα, ένα πακέτο φτηνά τσιγάρα και κάμποσα άπλυτα ποτήρια. Στην άκρη του τραπεζιού ακουμπάνε δυο χέρια που τρέμουνε.

Ακούγεται η φωνή του πρωταγωνιστή.

«Εκατό δε σου φτάνουν;»

Η κάμερα εστιάζει στο πρόσωπο του.

Άχρωμο πρόσωπο, χωρίς τίποτα το γοητευτικό επάνω του. Αξύριστος, μαλλιά λαδωμένα και μαύροι κύκλοι στα μάτια. Απροσδιόριστης ηλικίας.

«Διακόσια; Πεντακόσια;» Γελάει. «Πόσα χρόνια θες, τέλος πάντων; Για πάντα; Είναι μεγάλο διάστημα το για πάντα. Πολύς καιρός.» Κοιτάει χαμηλά. Παίρνει το περίστροφο στα χέρια του.

«Εμένα δε μου κάνει διαφορά. Είτε χίλια είτε δέκα, τα ίδια σκατά είναι.»

Πιάνει το ραδιόφωνο και ψάχνει τους σταθμούς. Βρίσκει το «Τοκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα» του Μπαχ. Ακούει, συνοφρυώνεται και πιάνει το πακέτο με τα τσιγάρα του. Είναι άδειο. Το τσαλακώνει και το πετάει στο πιάτο.

«Και τι θα κέρδιζες αν ζούσες για πάντα; Νομίζεις ότι θα γινόσουν πλούσιος ή σοφός ή μεγαλοφυής; Ξέρεις πόσα χρόνια έζησε αυτός;» Δείχνει το ραδιόφωνο, όπου ακούγεται ακόμα το εκκλησιαστικό όργανο. «65 χρόνια! 65 γαμημένα χρόνια και άκου τι έφτιαξε…»

Ακούει για λίγο και μετά πιάνει το ραδιόφωνο, αλλάζει σταθμό και αφήνει ένα σκυλολαϊκό της σειράς.

«Δεν μπορώ να τον ακούω. Είναι τόσο… τέλειος. Ξέρω κι εγώ πιάνο, στο ‘χω πει; Από παιδί έπαιζα. Ο δάσκαλος μου το ‘πε απ’ την αρχή, ότι δεν έχω αυτί, δεν έχω ψυχή, δεν έχω ταλέντο. Καλύτερα να ασχοληθείς με κάτι άλλο, έτσι μου είπε. Εγώ είχα πεισμώσει και έπαιζα όλη μέρα. Θα του δείξω του πούστη, έλεγα, θα γίνω ο καλύτερος πιανίστας όλων των εποχών, έτσι έλεγα. Δε χρειάζεται να σου πω αν τα κατάφερα, ε;»

Σηκώνει το δεξί του χέρι και δείχνει την κουζίνα. Η κάμερα ακολουθεί το χέρι του και ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο.

Είναι μια ασφυχτικά μικρή κουζίνα διαμερίσματος. Ένα γκάζι για μαγείρεμα, ο νεροχύτης γεμάτος βρώμικα πιάτα, ένα μικρό ψυγείο και τοίχοι που καταρρέουν.

Πάει να πιάσει τσιγάρο. Θυμάται ότι δεν έχει. Παίρνει μια γόπα από το πιάτο-τασάκι και την ανάβει.

«Να σου πω, όμως. Μ’ αρέσει να ακούω τραγούδια σαν κι αυτό, με κάνουν και αισθάνομαι… Κάπως… Ανώτερος. Κι εγώ μπορώ να γράψω τραγούδια σαν κι αυτό. Κι εσύ μπορείς. Όλοι. Αρκεί να βρεις κάποιον να σε προωθήσει. Δημόσιες σχέσεις, αυτό είναι το παν. Αυτό φταίει για την κατάντια μου. Ποτέ δεν ήμουν καλός στις σχέσεις. Δημόσιες, προσωπικές, ερωτικές, σεξουαλικές, τίποτα. Πρέπει να είσαι πολύ καπάτσος για να τα καταφέρεις. Να χτυπάς πόρτες, να προβάλλεις τον εαυτό σου, να γλείφεις, να γελάς με τα αστεία τους, να τους κοιτάς με θαυμασμό. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ίσως να είμαι δειλός, δεν ξέρω. Ή απλά δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος. Ούτε και χαζός είμαι, εκεί είναι το πρόβλημα. Είμαι όσο έξυπνος χρειάζεται για να αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά έξυπνος.» Χαμογελάει στην κάμερα. «Τουλάχιστον έχω αυτογνωσία.»

Γελάει κάνοντας έναν περίεργο ήχο, έναν ξερό ήχο που βγαίνει από το λαρύγγι του, μετά τον πιάνει βήχας και σηκώνεται.

«Θες κρασί;»

Ανοίγει το ξεχαρβαλωμένο ψυγείο που κουνιέται πέρα-δώθε σαν βάρκα σε οκτώ μποφόρ. Η κάμερα ρίχνει μια βιαστική ματιά στο περιεχόμενο του ψυγείου: Δυο-τρία αυγά, ένα τάπερ και μια μεγάλη μπουκάλα κρασί, την οποία πιάνει ο πρωταγωνιστής.

«Ενάμιση ευρώ τα δυο λίτρα. Από πού είναι; Από το σούπερ. Α, εννοείς από ποια περιοχή. Δεν ξέρω.» Περιεργάζεται το μπουκάλι. «Δε γράφει. Τι περίμενες; Απ’ τη Γαλλία νόμισες θα είναι; Ενάμιση ευρώ έχει.»

Πιάνει μια κούπα του καφέ από το νεροχύτη, την ξεπλένει στα γρήγορα και κάθεται συνεχίζοντας να κοιτάει την ετικέτα.

«Α, εδώ γράφει κάτι: Αλκοολούχο παρασκεύασμα με φυσικό άρωμα εκλεκτού οίνου.» Βάζει στην κούπα και πίνει. «Σκατά φυσικό άρωμα. Λες και πίνεις λιωμένο πλαστικό είναι.»

Ξαναγεμίζει την κούπα του.

«Μια φορά είχα πιει ένα καλό κρασί. Δούλευα νυχτοφύλακας σε έναν ξενώνα στην εξοχή και ο ιδιοκτήτης με είχε συμπαθήσει, δεν ξέρω γιατί. Μου είχε δώσει ένα μπουκάλι ως αποζημίωση όταν με απέλυσε. Ε, λοιπόν, να σου πω την αλήθεια, δε μου έκανε διαφορά. Σα βαρελίσιο ήτανε, καμιά εντύπωση δε μου έκανε. Και ήταν ακριβό κρασί. Ο ιδιοκτήτης μιλούσε γι’ αυτό λες και ήθελε να μου πουλήσει όλη τη σοδειά. Καταλαβαίνεις πώς ήταν αυτός. Από εκείνους τους γλοιώδεις τύπους που βάζουν μια γουλιά στο στόμα και μπορούν να σου πουν ποιας χρονιάς είναι το κρασί, από ποιους αμπελώνες, τι καιρό έκανε εκείνη τη χρονιά, τι ύψος είχαν τα αμπέλια, πόσα σκυλιά και τι ράτσας είχαν χέσει στις ρίζες τους και τι είχαν φάει αυτά τα σκυλιά τις τελευταίες πέντε μέρες.»

Ο πρωταγωνιστής γελάει. Βάζει λίγο κρασί στο στόμα του και κάνει ότι το γεύεται. Μετά το φτύνει και λερώνει λίγο την κάμερα. Ψιθυρίζει μια συγνώμη και κάνει κίνηση να πάρει τσιγάρο, αλλά θυμάται ότι δεν έχει.

«Έχεις κάνα τσιγάρο; Δεν καπνίζεις, ε; Γιατί; Φοβάσαι μην πάθεις καρκίνο και δε ζήσεις για πάντα;»

Γελάει με το αστείο του. Μετά σηκώνεται όρθιος. Η κάμερα τον ακολουθεί στο διάδρομο. Ο πρωταγωνιστής μπαίνει στο καθιστικό, το οποίο είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από την κουζίνα.

Παντού στο πάτωμα άδεια μπουκάλια και πορνοπεριοδικά. Στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα κάμποσα πιάτα γεμάτα αποτσίγαρα.

Ο πρωταγωνιστής θρονιάζεται στην πολυθρόνα και η κάμερα βολεύεται απέναντι του. Εκείνος παίρνει ένα πιάτο και ψαρεύει γόπες. Βρίσκει μία ικανοποιητικά μεγάλη.

«Σπατάλη, ε; Έτσι είναι, όταν έχεις τσιγάρα τα σβήνεις μισά. Και μετά καπνίζεις τις γόπες. Έτσι είναι ολόκληρη η ζωή.»

Το ανάβει. Με το τσιγάρο στο στόμα κοιτάει κάτω. Σηκώνει ένα «καλλιτεχνικό» πορνοπεριοδικό.

Καπνίζει το τσιγάρο, μετά σηκώνεται με το ζόρι από την πολυθρόνα, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει στο μπαλκόνι. Η κάμερα είναι στην πλάτη του. Όλα τα απέναντι παντζούρια κλεισμένα. Σε ένα μπαλκόνι κάθεται ένας τεράστιος σκύλος, κατατονικός, με μισόκλειστα μάτια, που έχει ακουμπήσει το μουσούδι του στα κάγκελα.

«Ωραία θέα, ε; Δεν μπορείς να πεις. Πληρώνω 200 ευρώ, αλλά αξίζει τον κόπο. Εκείνον τον σκύλο τον βλέπεις; Όσο καιρό είμαι εδώ δεν τον έχω δει να κουνιέται. Αφού σκέφτομαι μήπως είναι ταριχευμένος. Ε, σκύλε, σκύλε. Γαβ, γαβ, σκύλε. Τζακ, Τζακ. Σκύλε, μια γάτα! Μιάου, μιάου. Ένας κλέφτης, ένα κόκαλο. Έλα, Τζακ, όρμα, ένας λαγός.»

Κοιτάει προς την κάμερα και γελάει. «Σιγά μην ξέρει τι είναι ο λαγός.» Ξαναγυρνάει προς το σκύλο.

«Κοίτα, Τζακ, ένα αυτοκίνητο, μια σακούλα σκουπιδιών… Ένα κινητό τηλέφωνο.» Γελάει. «Ένας Αλβανός, Τζακ, όρμα, ένας Πακιστανός, ένας Ρουμάνος, όρμα, Τζακ.»

Γελάει. Κοιτάει την κάμερα.

«Σιγά μην τον λένε Τζακ. Τώρα πια οι άνθρωποι δίνουν περίεργα ονόματα στα σκυλιά και στα παιδιά τους. Κάτσε να δοκιμάσω.» Γυρνάει προς το σκύλο. «Υάκινθε. Νουρέγιεφ. Τολινόρυγχε.» Κρατιέται από τα κάγκελα και γελάει. «Τηλέμαχε… Γκουατακανάλ… Τσε… Πρωκτογλύφτη…»

Τότε ακούγεται κάποιος να ανοίγει το παράθυρο του και να φωνάζει: «Βούλωσε ‘το. Δουλεύουμε αύριο, ρε αρχίδι.»

Μόλις ακούγεται η λέξη «αρχίδι» ο σκύλος αρχίζει να γαβγίζει.

Ο πρωταγωνιστής γυρίζει προς την κάμερα, έκπληκτος.

«Αρχίδι τον λένε!»

Μετά γυρίζει προς το σκύλο κι αρχίζει να τον φωνάζει: «Αρχίδι! Αρχίδι!»

Βγαίνουν κι άλλοι στα παράθυρα τους κι αρχίζουν να βρίζουν τον πρωταγωνιστή.

«Αρχίδια», λέει εκείνος και μπαίνει μέσα.

Με το πρόσωπο στο τζάμι μονολογεί: «Δουλεύουν αύριο τα αρχίδια. Τρέξτε να πάτε στις δουλίτσες να μη χάσετε τη σκλαβιά σας. 500 ευρώ το μήνα, μικτά, για εξήντα ώρες δουλειά. Τρέξτε να προλάβετε μην σας την πάρει κάνας άλλος. Αρχίδια!»

Κοιτάει προς τα μέσα, βλέπει το δωμάτιο του και ξαναλέει, χωρίς έμφαση αυτή τη φορά: «Αρχίδια.»

~~

Κάθεται στην πολυθρόνα και ανάβει ένα αποτσίγαρο.

«Προχθές το βράδυ περπατούσα στο δρόμο και είδα έναν σκατόγερο, ίσα με ενενήντα χρονών, τελείως πεθαμένο, απ’ αυτούς που παίρνουν χάπια σε κάθε απόχρωση, ξέρεις ποιους λέω, απ’ αυτούς που φοράνε πάνες και ξεχνάνε και να αναπνέουν, ξέρεις ποιους λέω. Και ήταν ο παλιόγερος μέσα στα μεσάνυχτα στο πεζοδρόμιο και ξεσκόνιζε το αμάξι του. Μιλάμε ότι ήταν μοντέλο του προηγούμενου αιώνα, μπορεί και παλιότερο. Μιλάμε ότι δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του τα τελευταία πενήντα χρόνια. Κι εκείνος το ξεσκόνιζε! Γαμώ το μουνί της γάτας! Μου ‘ρθε να τον πιάσω από τον γιακά και να του πιω το αίμα. Ν’ αρχίσω να του φωνάζω: Τι κάνεις; Άντε ψόφα να ησυχάσεις. Τι σε νοιάζει αν το κάρο σου είναι σκονισμένο; Εδώ δε θυμάσαι σε ποιον αιώνα ζεις, δεν είσαι καν σίγουρος ότι ζεις, τι το θέλεις το ξεσκόνισμα; Αρχίδι!»

Γελάει και πάλι.

«Φοβερός πάντως ο σκύλος, ε;»

Κοιτάει την κάμερα.

«Εσύ, πάντως, θα γίνεις μεγάλος σκηνοθέτης, μεγάλε. Σε βλέπω. Δε βλέπεις την ώρα να κατακτήσεις το Χόλιγουντ, έτσι δεν είναι;» Σαν να θυμήθηκε άξαφνα κάτι αρχίζει να ψάχνει τριγύρω του. «Τι ώρα είναι;»

Η κάμερα στοχεύει σε ένα ρολόι τοίχου πάνω από το κεφάλι του πρωταγωνιστή. Κοιτάει κι αυτός. Είναι πέντε… Το πρωί.

«Μην ξεχαστούμε κιόλας. Τι ώρα ξημερώνει σήμερα; Όπου να ‘ναι; Ωραία.» Ο πρωταγωνιστής δείχνει το χάος του δωματίου. «Μην νομίζεις ότι μ’ αρέσει εδώ μέσα. Πολύ θα το ‘θελα να είχα καταφέρει κάτι. Όχι πολλά, τα αυτονόητα…» Το σκέφτεται για λίγο.

«Να μη λέω μαλακίες. Θα ήθελα να ήμουν κάποιος. Κάποιος μεγάλος. Σαν τον Νεύτωνα ή… σαν τον Μπαχ. Να απολαμβάνω τη δόξα… Στ’ αρχίδια μου η δόξα. Να ‘χω πολλά λεφτά. Να ζω σε ένα τεράστιο διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη και να γαμάω γκόμενες σαν κι αυτές.»

Δείχνει τα πορνοπεριοδικά γύρω του.

«Να μη χρειάζεται να δουλεύω δωδεκάωρα με ηλίθιους που το παίζουν αφεντικά, που μου πίνουν το αίμα για 3 ευρώ την ώρα. Το αίμα…»

Μια μεγάλη σιωπή.

Μετά ο πρωταγωνιστής σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο. Η κάμερα τραβάει τους τοίχους. Πλήρης απουσία διακοσμητικών στοιχείων. Στρέφεται αναγκαστικά στο ρολόι.

Ακούγεται το καζανάκι και ο πρωταγωνιστής επιστρέφει μετά από λίγο με το μπουκάλι, αλλά χωρίς ποτήρι. Κάθεται στην πολυθρόνα και όπως πίνει τρέχει λίγο από το κόκκινο ποτό στα ρούχα του.

«Το κόκκινο κρασί βάζει αίμα, λένε. Κι εγώ το χρειάζομαι, το γαμημένο. Αλλά από τότε που τα νοσοκομεία έγιναν ιδιωτικές μαλακίες δεν έχω κάνει μετάγγιση. Έχω εκείνη την αρρώστια… Στο ‘χω πει; Και σε πειράζει να στο ξαναπώ; Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις, κύριε σκηνοθέτα; Μήπως σε κάλεσαν από τη γούορνερ μπρος να σκηνοθετήσεις την καινούρια ταινία του Τομ Κρουζ; Ε, τότε σκάσε και άκου.»

Πίνει λίγο κρασί και ψαρεύει μια γόπα.

«Τι έλεγα;» ρωτάει μετά από λίγο. «Α, ναι, για την κωλοαρρώστια… Θαλασσαιμία είναι ο επιστημονικός της όρος. Γαμάτο όνομα, ε; Εγώ όταν το πρωτάκουσα πολύ χάρηκα. Ήμουν μικρό παιδί και αισθάνθηκα περήφανος που είχα κάτι τόσο ξεχωριστό, με τόσο ωραίο όνομα και όχι ιλαρά ή μαγουλάδες. Είναι σημαντικό να δίνεις στα άσχημα πράγματα ωραία ονόματα. Βοηθάει. Αποδήμησε εις τόπον χλοερόν, λέμε. Δε λέμε: Ψόφησε και θα τον φάνε τα σκουλήκια. Έτσι είναι.»

Προσπαθεί να χαμογελάσει.

«Αυξάνουν τους φόρους και λένε ότι μειώνουν το έλλειμα. Κάνουν πραξικόπημα και λένε ότι έκαναν επανάσταση. Κάνουν πόλεμο και λένε ότι υπερασπίζονται την ειρήνη και τη δημοκρατία. Έτσι είναι. Έχεις την κωλοαρρώστια που τα αιμοσφαίρια σκάνε σαν σαπουνόφουσκες και σου λένε ότι έχεις θαλασσαιμία. Για να νιώθεις ξεχωριστός.»

Σταματάει να μιλάει και κοιτάει τα χέρια του.

«Κοίτα πώς τρέμουν. Όχι, δεν είναι από το ποτό. Το ποτό με βοηθάει. Έχω καιρό να κάνω μετάγγιση. Γιατί κάποιος μαλάκας πρωθυπουργός αποφάσισε να ιδωτικοποιηθούν τα νοσοκομεία για να γίνουν βιώσιμες επιχειρήσεις. Και κάποιοι σαν κι εμένα, που δεν έχουν να πληρώσουν, θα σταματήσουν να είναι βιώσιμοι οργανισμοί. Ποιος δίνει δεκάρα τσακιστή για μένα;»

Μένει για λίγο σκεφτικός, μετά γυρνάει και κοιτάει το ρολόι πάνω από το κεφάλι του.

«Καλά πάει αυτό; Τι ώρα ξημερώνει; Όπου να ‘ναι; Ωραία!»

~~

Πίνει κρασί και ανάβει ένα ακόμα αποτσίγαρο. Κοιτάει την κάμερα χαμογελώντας σαρδόνια, σαν τον Τζακ Νίκολσον, αλλά χωρίς ταλέντο.

«Εσύ τι γνώμη έχεις για όλα αυτά; Στ’ αρχίδια σου, ε; Να γράφει η κάμερα και ας πάνε να γαμηθούν όλοι. Έτσι δε λες;» Κοιτάει πάλι το ρολόι. «Τι ανάγκη έχεις εσύ; Την καλύτερη ζωή κάνεις, η τέχνη για την τέχνη, ο καλύτερος είσαι. Όμως, μη χαίρεσαι και πολύ, έχεις πολλά σκατά να φας ακόμα. Και είτε θα συνηθίσεις και θα λες σας ευχαριστώ πολύ για τα σκατά που μου δίνετε είτε θα καταντήσεις σαν κι εμένα: Η προσωποποίηση των σκατών.»

Σηκώνεται όρθιος απότομα ρίχνοντας κάτω το τασάκι με τα αποτσίγαρα.

«Να σας συστηθώ. Η Κουράδα αυτοπροσώπως. Ναι, κύριε μου. Όπως είπε και ο Λουδοβίκος ο δέκατος και κάτι», στήνεται καμαρωτός, «La merde, c’ est moi!» Γελάει. «Ξέρω και γαλλικά, αφού ξέρω και πιάνο…»

Κοιτάει το ρολόι.

«Κοντεύει να ξημερώσει, ε; Ωραία.» Προχωράει στο διάδρομο και η κάμερα τον ακολουθεί. «Σήμερα τελειώνουν όλα. Μόλις ξημερώσει. Κουράστηκα να είμαι η κουράδα τους.»

Φτάνει στην πόρτα της τουαλέτας και κοιτάει πίσω του.

«Κάτσε, ρε Κιούμπρικ, λίγη προσωπική ζωή. Να χέζουμε τουλάχιστον με την ησυχία μας. Δε μας απέμεινε τίποτα άλλο.»

Μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα. Η κάμερα συνεχίζει να κοιτάει το πόμολο. Από μέσα ακούγεται φερμουάρ, παντελόνι να πέφτει και η φωνή του πρωταγωνιστή: «Η τουαλέτα είναι το αγαπημένο μου μέρος. Καταφύγιο.»

Η κάμερα σκύβει και κοιτάει από την κλεδαρότρυπα. Φαίνεται ο πρωταγωνιστής να χέζει και να μιλάει στον αέρα.

«Το απόρθητο κάστρο. Το τελευταίο οχυρό. Όπου αλλού στο σπίτι όλο και κάποιος σε βλέπει.» Σφίγγεται και ακούγεται ο ήχος της κουράδας που πέφτει στο νερό. Σηκώνεται και κοιτάει στη χέστρα. «Τόσος πόνος και τόσα δάκρυα για μια κουραδίτσα;» Γελάει.

Η κάμερα φεύγει από την κλειδαρότρυπα. Ο πρωταγωνιστής ανοίγει την πόρτα και στέκεται μπρος στην κάμερα.

«Αμ, τόσες μέρες με ρύζι και μακαρόνι τι περίμενες; Την Ενάτη;»

Κοιτάει για λίγο την κάμερα, σαν να περιμένει απάντηση, μετά γυρνάει στο δωμάτιο στα δεξιά του.

~~

«Η κρεβατοκάμαρα μου».

Ανοίγει το φως.

Ένα στρώμα κιτρινισμένο στο πάτωμα, ξέστρωτο. Δίπλα άδεια μπουκάλια, πιάτα με αποτσίγαρα και πορνοπεριοδικά.

«Έχεις δει και καλύτερα, ε; Εμένα δε μου κάνει διαφορά. Ένα στρώμα να ξαπλώνω θέλω. Όταν ήμουν μικρός μ’ άρεσε να κοιμάμαι έξω. Στο χωριό μου. Είχα φτιάξει ένα αυτοσχέδιο στρώμμα από άχυρα, φύλλα και παλιά ρούχα και την έπεφτα εκεί, κάτω από τα αστέρια. Δεν κοιμόμουν, άκουγα τα τριζόνια.»

Η κάμερα παρατηρεί ένα αντικείμενο στη γωνιά του δωματίου. Εστιάζει. Είναι ένα ξύλινο αλογάκι, κόκκινο, με το ένα μάτι να του λείπει.

«Α, αυτό», λέει ο πρωταγωνιστής και πλησιάζει. «Αυτός είναι ο Έκβους μου. Τον άφησαν εδώ οι προηγούμενοι. Θα ‘χαν κάνα παιδάκι, μάλλον. Δεν το πέταξα.» Πηγαίνει και το κουνάει. «Μερικές φορές φαντάζομαι ότι είμαι ένας κανονικός άνθρωπος, από εκείνους με την οικογένεια. Και βάζω εδώ πάνω το αγοράκι μου κι εκείνο γελάει.»

Η φωνή του σπάει.

«Τι ώρα είναι;» ρωτάει απότομα και φεύγει προς την κουζίνα. Η κάμερα τον ακολουθάει. «Ξημέρωσε;»

Μπαίνει στην κουζίνα. Η κάμερα στέκεται στην πόρτα. Ο πρωταγωνιστής μένει όρθιος πάνω από το τραπέζι. Πίνει όσο κρασί έχει μείνει στην κούπα και μετά τρέχει στον νεροχύτη και ξερνάει. Σκουπίζει το στόμα του και ανοίγει την κουρτίνα.

«Ξημερώνει.»

Πάει στο τραπέζι και παίρνει το περίστροφο. Ελέγχει αν έχει σφαίρες. Έπειτα μιλάει στην κάμερα.

«Έρχονται μόλις ξημερώσει, τους έχω παρακολουθήσει. Νομίζουν ότι δεν τους βλέπει κανένας, αλλά δεν ξέρουν ότι τα κόκκινα μάτια μου τα βλέπουν όλα.» Γελάει με τον περίεργο, προσωπικό του τρόπο. «Δε θα το περιμένουν να τους τη φέρει μια κουράδα, ε;»

Κάνει την κάμερα στην άκρη και πάει στην εξώπορτα. Στέκεται μπρος στον καθρέφτη και χώνει το περίστροφο στη ζώνη. Βγάζει το μπλουζάκι απ’ έξω για να το κρύψει. Η κάμερα τον παρακολουθεί μέσα από τον καθρέφτη.

«Έξι σάκους κατεβάζουν κάθε μέρα. Δεν ξέρω πόσα θα έχουν μέσα, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι περισσότερα απ’ όσα έχω. Πιο πολλά απ’ όσα χρειάζομαι. Μπορεί να πάρω μόνο δύο.»

Φτιάχνει τα μαλλιά του.

«Αν τα ‘χω καταφέρει θα το ξέρεις σε λίγο. Αν δεν τα καταφέρω… Δε γαμιέται; Μήπως κατάφερα και τίποτα; Καλύτερα να αποδημήσω μια και καλή εις τόπον χλοερόν παρά να με φάει η θαλασσαιμία…»

Χαμογελάει.

«Ο ρεβουάρ, όπως λένε και οι Γάλλοι ή καλύτερα…»

Το σκέφτεται, αλλά δε λέει τίποτα. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει.

~~

Η κάμερα τραβάει για λίγο την πόρτα και το πόμολο. Μετά γυρνάει προς τον καθρέφτη. Φαίνεται το είδωλο της κάμερας να αιωρείται. Αυτός που την κρατάει δε φαίνεται.

Ακούγονται πυροβολισμοί από το δρόμο.