Ο μακρύς πηγαιμός για το σπίτι

1
2715

 

Δύο γερόντια περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου. Τον ένα, τον κυρ-Βασίλη, τον γνωρίζω. 88 χρονών, με το χαμόγελο πάντα στη μασέλα.

«Καλημέρα, λεβέντη», μου λέει κάθε πρωί.
«Τι κάνετε, κυρ-Βασίλη;»
«Είμαι καλά», λέει αυτός. «Αφού είμαι όρθιος και περπατάω, είμαι καλά.»

Κάθε πρωί η ίδια στιχομυθία. Αλλά δε με κουράζει.

Όσο κουρασμένος και να νιώθω, όσο απογοητευμένος και να είμαι, όταν τον ακούω, όταν τον βλέπω να μου χαμογελάει, παρά τα 88 χρόνια που κουβαλάει μετά βίας στη ράχη του, χαμογελάω κι εγώ.

Η όρθια του καλημέρα μου θυμίζει ότι πρέπει να απολαμβάνω όλα αυτά που θεωρώ δεδομένα. Αυτά που είναι δεδομένα μέχρι να τα χάσεις.

                                                             ~~{}~~

Δίπλα στον κυρ-Βασίλη περπατάει κάποιος άλλος, παρόμοιας ηλικίας, παρόμοιου αιώνα. Ασπρομάλλης κι αυτός, λίγο πιο κοντός και με κοιλίτσα. Μάλλον του αρέσει το πιοτί και το φαγί.

Προχωράνε αργά, βασανιστικά αργά, βαρώντας κάτω τη μαγκούρα τους, το «τρίτο πόδι» τους, όπως θα έλεγε και η Σφίγγα.

Είναι αργά τη νύχτα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Μες στο σκοτάδι ξεχωρίζουν τα άσπρα τους μαλλιά και ο ήχος από τις μαγκούρες τους.

Κάποια στιγμή ο κυρ-Βασίλης κοντοστέκεται, εξαντλημένος. Ο φίλος του τον ακουμπάει στην πλάτη και φωνάζει:
«Είσαι δυνατός! Είσαι πιο δυνατός!»

Ο κυρ-Βασίλης παίρνει θάρρος και συνεχίζει το μακρύ πηγαιμό για το σπίτι, για το κρεβάτι. Ο ασπρομάλλης τον ακολουθάει ασθμαίνοντας.

                                                 ~~{}~~

Τους φαντάζομαι παιδιά, πιτσιρίκια, πριν… 80 χρόνια! (αυτό το θαυμαστικό είναι το πιο ειλικρινές θαυμαστικό που έχω βάλει).

Είναι το 1933.prosfygew

Η Καλαμαριά γεμάτη πρόσφυγες. Τουρκόσπορους τους λένε. Στη Θεσσαλονίκη ζουν 46.000 Εβραίοι και ακόμα περισσότεροι Μουσουλμάνοι.

Οι Μουσουλμάνοι φεύγουν, κλαίγοντας, για τα σπίτια που αφήνουν πίσω τους, για τη ζωή που αφήνουν πίσω τους.
Οι Μικρασιάτες έρχονται κλαίγοντας, για τα σπίτια τους που κάηκαν, για τους νεκρούς που άφησαν άθαφτους.

Οι Εβραίοι δεν κλαίνε ακόμα. Θα περάσουν άλλα δέκα χρόνια πριν τους κλείσουν οι ναζήδες στα βαγόνια των αλόγων, για να τους στείλουν στη Γη της Επαγγελίας.

Ο Μεγάλος Πόλεμος έχει τελειώσει πριν πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν ότι σε έξι χρόνια θα ξεκινήσει ένας ακόμα μεγαλύτερος, ο προτελευταίος «Μεγάλος Πόλεμος».

                                                  ~~{}~~

Ο Βασιλάκης με το φίλο του, τον Νικόλα, παίζουν στην αλάνα. Εκεί όπου κάποτε θα χτιστεί μια πολυκατοικία, εκεί όπου κάποτε θα κάθεται ένας Γελωτοποιός και θα γράφει.

Φοράνε κοντά παντελονάκια και σκαρπίνια. Στο κεφάλι δεν έχουν άσπρα μαλλιά. Δεν έχουν καθόλου μαλλιά. Τους ξυρίσανε για τις ψείρες. Κρατάνε μια φέτα ψωμί με ζάχαρη και περπατάνε πλάι-πλάι.

Ανάλαφροι, πιο ελαφριοί κι απ’ τον αέρα, μόλις οκτώ χρονών.

Ο Βασιλάκης πασχίζει να τελειώσει τη φέτα του. Κοντοστέκεται για να καταπιεί μια μπουκιά. Ο Νικόλας, λίγο πιο στρογγυλός, τον κοιτάει με απορία.

«Ακόμα να φας; Γι’ αυτό είμαι πιο δυνατός.»
«Δεν είσαι!» φωνάζει ο Βασιλάκης και αρχίζουν να σπρώχνονται.
«Είμαι πιο δυνατός!» λέει ο Νικόλας και φεύγει τρέχοντας για το σπίτι.
«Δεν είσαι», απαντάει ο Βασιλάκης.

Πετάει το ψωμί του στις λάσπες και εκτοξεύεται ξοπίσω του, πατώντας μέσα στις λάσπες.

                                                    ~~{}~~

photo

Άσφαλτος δεν υπάρχει ακόμα. Ούτε ναζήδες. Ούτε Κατοχή. Ούτε ατομική βόμβα. Ούτε εμφύλιος. Ούτε Παπανδρέου, πολυκατοικίες, Καραμανλής, αυτοκίνητα και τρίκυκλα, Λαμπράκης, τηλεόραση, άνθρωπος στη Σελήνη, ροκ, δικτατορία, Πολυτεχνείο, τανκ, Καραμανλής (ξανά), πανκ, Παπανδρέου (ξανά), Δυναστεία, βίντεο, ιδιωτική τηλεόραση, ριάλιτι σόου, ίντερνετ, ευρώ, Καραμανλής (τρις), ευρωπαϊκό κύπελο, Παπανδρέου (τρις), κατοχή (ξανά), iphone, ναζήδες (ξανά).

Τίποτα δεν υπάρχει.

Υπάρχουν μόνο δύο παιδιά, με κοντά παντελονάκια και ξυρισμένο κεφάλι, που τρέχουν μες στις λάσπες φωνάζοντας: «Είμαι πιο δυνατός!»

                                                 ~~{}~~

Ο κυρ-Βασίλης με τη μαγκούρα του και ο ασπρομάλλης Νικόλας, χωρίς ψείρες, χωρίς κοντά παντελονάκια, κοντοστέκονται στην άκρη του οπτικού μου πεδίου για να πάρουν μια ανάσα.

Και συνεχίζουν, φεύγουν, όρθιοι ακόμα, μετά από ογδόντα χρόνια.

                                                  ~~{}~~

Αναρωτιέμαι. Πώς θα είναι ο κόσμος μετά από πενήντα χρόνια; Θα υπάρχουν ακόμα ναζήδες και Παπανδρέου; Θα υπάρχουν παιδιά που θα πετάνε το ψωμί τους για να τρέξουν; Εγώ θα υπάρχω;

Ίσως να είμαι ένα γερόντιο, με μασέλα και μαγκούρα, που θα χαμογελάει κάθε πρωί σε έναν νεαρό, θυμίζοντας ‘του ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Ίσως.

~~~~~~~~~~~~

Προσθήκη, τέσσερα χρόνια μετά:
Ο κυρ-Βασίλης συνεχίζει να πηγαινοέρχεται στο δρόμο κάτω απ’ το μπαλκόνι μου. Είναι πλέον 92 χρονών, αλλά στέκεται όρθιος. Το δέρμα του μοιάζει να ‘χει κολλήσει στα κόκαλα, αλλά στέκεται όρθιος.

Χθες δεν άντεξα και τον ρώτησα:
“Κυρ-Βασίλη, τι σου λείπει πιο πολύ τώρα που μεγάλωσες;” (δεν ήθελα να πω “τώρα που γέρασες”)

Δεν το σκέφτηκε καθόλου.
“Η σοφία”, μου είπε. (έτσι κατάλαβα τη λέξη, με σίγμα μικρό)

Νόμισα ότι μου έδινε έρεισμα για φιλοσοφικές σκέψεις, πώς η σοφία χάνεται με τα χρόνια αντί ν’ αυξάνεται, πώς ένα παιδί είναι πιο σοφό από δέκα μεγάλους.

“Τόσο καιρό που ζήσαμε μαζί…” συνέχισε ο κυρ-Βασίλης. “Ούτε να μιλάμε δεν χρειαζόταν. Με ήξερε καλύτερα κι από μένα. Και μετά είχα το μισό κρεβάτι άδειο.”

Για μια στιγμή κάτι θυμήθηκε και χαμογέλασε, αλλά δεν μου το είπε. Μετά έβαλε πάλι μπρος για το καφενείο, λέγοντας, ως συνήθως: “Άντε, καλημέρα, λεβέντη”.

~~

Τον βλέπω να κουβαλάει το κουρασμένο σαρκίο του πάνω στη γελαστή ψυχή του. Τον σκέφτομαι νέο, με τη Σοφία στο κρεβάτι, να γελάνε και να μη χρειάζεται να μιλάνε. Και μετά να τους βαραίνουν τα χρόνια, να κοιμούνται κουρασμένοι, πιασμένοι ίσως απ’ το χέρι σαν Ιστορία της Παλάμης του Καβαμπάτα.

Κι ύστερα να ‘ρχεται ο θάνατος και ν’ αδειάζει το μισό κρεβάτι.
Ν’ αδειάζει τη μισή ζωή σου, τον μισό σου εαυτό.

Ο κυρ-Βασίλης δεν βαρυγκομά. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτησε τη Σοφία που έχασε. Και βγαίνει έξω κάθε μέρα για ν’ ακούσει τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου.

Κι όταν έρθει ο Χάρος να τον πάρει κι εκείνον, δεν νομίζω να δειλιάσει. Μάλλον θα τον κοιτάξει με συγκίνηση και θα πει:
“Καλημέρα, λεβέντη. Άντε, πάμε.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι του Marc Riboud, “Road to Khyber Pass”, Afghanistan, 1956