Αδάμ – Η γενιά του Κάιν

0
835
fallen Hébuterne
fallen Hébuterne

Οι πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ                –               Η ιστορία της Ελένης εδώ

Το πρώτο μέρος της ιστορίας του Αδάμ εδώ   –        Το δεύτερο μέρος –          Το τρίτο μέρος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

24 Μαρτίου 1943
Στο βαγόνι της άνοιξης

Εκεί έξω είναι άνοιξη. Εδώ μέσα… Όχι, δεν είναι χειμώνας, είναι μια εποχή της Κόλασης. Je me crois en enfer, donc j’y suis

Εκεί έξω είναι άνοιξη. Μυρίζω τα λουλούδια και ακούω τα πουλιά.

Εκτός κι αν είναι παγίδα των ναζί, ένα ακόμα σαδιστικό παιχνίδι. Ίσως σαν φτάσουμε στον τελικό σταθμό να δούμε ότι δεν υπάρχουν λουλούδια και πουλιά, παρά μόνο κοράκια που κράζουν: “Nevermore”.

~

Το νεαρό κορίτσι μιλάει με την αδελφή της. Η αδελφή της είναι δέκα πτώματα παραπέρα, γι’ αυτό και πρέπει να φωνάζει. Σαν τον γκιόνη της άνοιξης που φωνάζει τον νεκρό του αδελφό.

Γκιόν. Ενώ τα τριζόνια προετοιμάζουν τα τριχωτά τους πόδια για το καλοκαίρι.

Γκιόν. Ενώ οι γάτοι απειλούν και ικετεύουν τις θηλυκιές.

Γκιόν. Ενώ η νύχτα μικραίνει μέρα με τη μέρα.

Γκιόν. Ενώ τα πρόβατα ονειρεύονται το φρέσκο γρασίδι.

Γκιόν. Ενώ τα άστρα απέχουν δυο πήχες.

Γκιόν. Ενώ ο Κάιν, που έγινε πουλί, ο Κάιν με το σημάδι στο μέτωπο, φωνάζει τον άνθρωπο που αγάπησε, τον άνθρωπο που σκότωσε.

Γκιόν. Καταδικασμένος να φωνάζει στην έρημο της νύχτας.

Γκιόν. Σπαραχτική είναι η φωνή του, χάνεται στο σκοτάδι, χάνεται χωρίς να παίρνει απόκριση.

Γκιόν. Κι ο Άβελ είναι στην αγκαλιά του Θεού, ευλογημένος και σκοτωμένος. Κουφός, μόλις δυο πήχες πάνω από την έρημο.

~~{}~~

~~~~~~~~~~~~~~~{}~~~~~~~~~~~~~~~~

Πόσους χειμώνες πέρασαν οι άνθρωποι πολεμώντας; Πόσους αιώνες σκοτώνοντας; Και πόσες χιλιετίες ελπίζοντας;

Κάθε πόλεμος είναι η εισαγωγή σε κάποιον μεγαλύτερο. Και πάντα πιστεύουμε ότι θα είναι ο τελευταίος.

Υπομέναμε και ελπίζαμε κι έπειτα βγαίναμε στις πλατείες για να γιορτάσουμε το τέλος του πολέμου, το τέλος της παραφροσύνης, το τέλος της πείνας, το τέλος του μίσους.

Όμως οι πλατείες έχουν μάθει ότι το τέλος ποτέ δεν έρχεται.

Πάντα κάποιος θα βρεθεί να κηρύξει στις μπυραρίες, να φωνάξει: “Πάμε για πόλεμο!” Και πάντα κάποιοι θα τον ακολουθήσουν ελπίζοντας να επιβληθούν και κάποιοι θα αντισταθούν ελπίζοντας να επιβληθούν, κάποιοι θα πεθάνουν και κάποιοι θα ζήσουν, κάποιοι θα νικήσουν και κάποιοι θα ηττηθούν.

Κι αυτοί που θα νικήσουν θα βγουν στις πλατείες για να πανηγυρίσουν. Κι αυτοί που θα χάσουν θα περιμένουν κάποιον να τους φωνάξει: “Πάμε για πόλεμο!”

~

Ο ποιητής με το τρυπανισμένο κρανίο, ο ποιητής που έκανε τις λέξεις να πέφτουν σαν τη βροχή, ο ποιητής που θαύμαζε τις οβίδες μέσα από τα χαρακώματα, ο ποιητής που επέζησε από το θραύσμα της οβίδας και πέθανε από πυρετό και απογοήτευση, ο ποιητής, θα γυρίσει από το μέτωπο και θα γράψει:

“Θα το πίστευες αν στο ‘λεγα;
Θα το πίστευες αν στο ‘λεγα ότι θα γινόμασταν ανθρωποφάγοι;
Θα το πίστευες αν στο ‘λεγα ότι χρειάζεται τόσο πολλή φωτιά για να ψηθεί το ανθρώπινο σώμα;”

~

Είμαστε τόσο εύθραυστοι. Όσο ποτό κι αν αντέξουμε, όσο όπιο και να καπνίσουμε χωρίς αν τρελαθούμε, όση μορφίνη και να βάλουμε στις φλέβες μας, ότι και να κάνουμε δεν μπορούμε να νικήσουμε το θανάτο.

Ο Θάνατος στις όχθες του Σηκουάνα.

Τριγυρνάμε στα σοκάκια του Μονπαρνάς, μέσα στα λιωμένα μας παλτό και μέσα στις φθαρμένες μας ελπίδες. Αναποδογυρίζουμε στους φανοστάτες τα σωθικά μας και κρατάμε στις χούφτες τις λιγοστές τρίχες που έμειναν στο κεφάλι μας.

Η ηδονή της παρακμής είναι η πιο απολαυστική, γιατί πάντα αυξάνεται.

Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Απλώς αφήνεσαι να παρακμάσεις και το απολαμβάνεις. Η φθορά επιπλέει στο ποτάμι και κατηφορίζει τους δρόμους, σταματάει στο μπιστρό της Μαρί και ζητάει βερεσέ, έπειτα πέφτει από τον πέμπτο όροφο, σαν την εγκυμονούσα Εμπιτέρν, δίχως τύψεις για το αγέννητο μωρό.

Décadence.

Το Παρίσι είναι ο τροπικός της Κόλασης. Μια εποχή στην Κόλαση, Αρθούρε ή μια ζωή στην Κόλαση;

Πουλάς στο Μεφιστοφέλη την ψυχή σου, όχι για την αιώνια νιότη και τα πλούτη, πουλάς την ψυχή σου στους αστούς για ένα πιάτο φαΐ. Πουλάς. Και παίρνεις περιφρόνηση. Δίνεις. Και παίρνεις χλευασμό. Πόσο κοστίζει ένα πιάτο φαΐ; Και πόσο η περιφρόνηση; Και τι μπορώ να πάρω αν δώσω την ψυχή μου; Εγώ την έδωσα. Εγώ, πάντα εγώ, πάντα. Και μ’ αντάμειψαν μ’ αδιαφορία.

Ο Μοντιλιάνι πέθανε πολύ πριν από μένα και πολύ πιο φτωχός. Εβραίος ήταν κι αυτός, αλλά πρώτα απ’ όλα ήταν καλλιτέχνης. Γυρνούσε στα καφενεία και πουλούσε τα σκίτσα του, τις “γυναικούλες” του, για ένα κονιάκ. Κανείς δεν του ‘δινε σημασία. Μόνο ο βάκιλος τον λάτρευε και δεν τον αποχωριζόταν ποτέ. Πήγαν μαζί στον τελικό σταθμό. Η φυματίωση και ο Αμεντέο. Αχώριστοι ως το τέλος.

Ο Χένρι σκούπιζε τους δρόμους και μετά έγραφε τους αμερικάνικους εφιάλτες. Ο Χαΐμ ζεσταινόταν καίγοντας τους πίνακες του. Η Ζαν άνοιγε τα πόδια της στους γέρους για ν’ αγοράσει χρώματα. Ο Ανρί έπαιζε πιάνο στις μπρασερί και ονειρευόταν μια μεγάλη συμφωνία.

Οι τελευταίοι άνθρωποι αυτής της γης. Άρρωστοι προφήτες με κόκκινα μάτια και χέρια που τρέμαν’. Πάντα πεινασμένοι και πάντα μόνοι. Μόνο τα σκυλιά, μόνο αυτά μας ήθελαν για παρέα. Μόνο τα σκυλιά… Όπως αυτά απ’ έξω.

~

Φτάνουμε σε σταθμό. Μήπως είναι το τέρμα; Κάθε φορά που το τρένο κόβει ταχύτητα όλοι κοιτιούνται φοβισμένα. Θα προτιμούσαν να μείνουμε για πάντα εδώ μέσα, να μην φτάσουμε ποτέ και πουθενά, να συνεχίσουμε να ζούμε μέσα στα σκατά παρά να πεθάνουμε.

Ναι, θα προτιμούσαν να ζούσαμε αιώνια εδώ μέσα, μέσα στο βαγόνι των αλόγων. Να μεγαλώσουν εδώ μέσα, να γεννήσουν εδώ μέσα, να γεράσουν εδώ μέσα. Αρκεί να μη φτάσουμε, αρκεί να μην πεθάνουμε.

Αυτή δεν είναι η ζωή; Και μέσα στα σκατά να ζεις εύχεσαι να μην πεθάνεις…

Αρκεί να ζεις, να επιβιώνεις. Γι’ αυτό δεν θέλουν να φτάσουμε. Όσα κι αν πουν, όσο κουράγιο κι αν προσπαθήσουν να μεταδώσουν, όσα ψέματα και να λένε, όσο και να προσποιούνται ότι όλα είναι καλά, η βεβαιότητα του θανάτου λαμπυρίζει στα μάτια τους.

~

Άκου τα σκυλιά! Μυρίζουν το φόβο μας. Ή μπορεί να μας μισούν κι αυτά. Μπορεί να τα μάθανε να μισούν όσους ανθρώπους είναι κλεισμένοι σε βαγόνια. Δεν θα ‘ταν δύσκολο.

Μάθανε τους Γερμανούς να μισούν τους Εβραίους. Μάθανε τους Γάλλους, τους Ρώσους, τους Άγγλους, τους Έλληνες, μάθανε όλον τον κόσμο να μισεί τους Εβραίους. Τους μαυρομάτηδες και ύπουλους Εβραίους που τους παίρνουν τις δουλειές και τους κλέβουν τα λεφτά. Είναι επικίνδυνοι οι Εβραίοι, ε, σκύλε;

~

Τουλάχιστον αυτοί που είναι εδώ μέσα, κι εκείνοι που είναι απέξω, αισθάνονται ότι κάτι τους ενώνει. Η καταγωγή, η φυλή, η θρησκεία, το έθνος. Πρέπει να είναι ωραία να ανήκεις κάπου. Εγώ, εδώ μέσα, είμαι ξένος. Όπως ήμουν παντού.

Όπως ήταν και ο Σουτίν, ο ρωσοεβραίος, όπως ήταν και ο Μοντιλιάνι, ο ιταλοεβραίος, όπως ήταν και ο Ζακόμπ, ο γαλλοεβραίος. Ξένοι στη χώρα τους, ξένοι στη φυλή τους, ξένοι ανάμεσα σε πατριώτες. Και κάτι παραπάνω. Ξένοι στον εαυτό τους. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.

Να σε απογοητεύουν τα έργα σου και να τα σκίζεις. Να σε απογοητεύει ο εαυτός σου και να τον βρίζεις. Τι είναι πιο δύσκολο; Να είσαι Εβραίος ή να γίνεις ποιητής; Να είσαι Εβραίος ή να είσαι μέτριος ποιητής;

~

Ίσως είναι παράλογο να γράφω για την ποίηση εδώ μέσα.

Η ματαιοδοξία του δημιουργού. Θα πουλούσε τα ιδανικά και τα χωράφια του για να αποδείξει το ταλέντο του. Θα απαρνιόταν πιο εύκολα τα παιδιά του παρά τα έργα του.

~

Αν… Αν είχα ένα παιδί ίσως να ήμουν διαφορετικός… Αλλά εκείνη δεν ήθελε να είμαι διαφορετικός από αυτό που ήξερε. Αν ζούσε εκείνο το παιδί, αν η Ελένη το άφηνε να ζήσει…

Αυτή η γυναίκα ήταν ο άγγελος του θανάτου για μένα. Η ζωή μου άρχισε και τέλειωσε μαζί της. Με έκανε να υποφέρω, αλλά αν μπορούσα να επιλέξω θα έκανα πάλι το ίδιο, ένα εκατομμύριο φορές.

~

Δεν θα μας ανοίξουν και πάλι. Κάποια πόλη είναι απ’ έξω. Μαντεύω τα γρήγορα βήματα των περαστικών, τις σπασμωδικές κινήσεις των πολιτών που φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν και κάνουν ότι δεν είδαν.

Ξέρουν ότι στα τρένα που προσπερνάνε βιαστικά είναι κλεισμένοι άνθρωποι που πάνε για τη Γη της Υπόσχεσης του Θανάτου; Θα θυμούνται άραγε σε δέκα χρόνια τα τρένα για την Κρακοβία; Θα θυμάται η πόλη, ο κόσμος, τα βαγόνια όπου οι άνθρωποι στοιβάχτηκαν επειδή ανήκουν σε λάθος φυλή; Επειδή έχουν μαύρα, ύπουλα μάτια.

Ή θα μας ξεχάσουν, όπως ξεχνάνε και τους νεκρούς τους συγγενείς, που τα πτώματα τους λιώνουν κάτω από τον οδοστρωτήρα της καθημερινότητας;

~

Θα μάθει ποτέ κανείς ότι μέσα σ’ αυτό το βαγόνι ήταν κι ένας ποιητής;

Ίσως να βρουν τις ετοιμοθάνατες σημειώσεις μου και ο κόσμος να θαυμάσει το θάρρος μου και την εμμονή μου με το γράψιμο.

“Έγραφε μέχρι την τελευταία στιγμή”, θα πουν, “δεν ήταν άλλος ένας ματαιόδοξος. Το γράψιμο ήταν η ζωή του και ο θάνατος του.”

Θα με θυμάται κανείς μετά από πενήντα χρόνια;

~

Ποιος θυμάται το όνομα του φασίστα που εκτέλεσε τον Λόρκα;

Ποιος θυμάται το όνομα του κήνσορα που απαγόρευσε τα ποιήματα του Μπωντλαίρ;

Ποιος θυμάται τους δεσμοφύλακες του Ντε Σαντ;

Ποιος θυμάται τους Εβραίους που εξόρισαν τον Σπινόζα;

Ποιος θυμάται τα ονόματα των ιεροεξεταστών του Γαλιλαίου;

Ποιος τους άρχοντες και τους καρδινάλιους που εκβίαζαν τον Ντα Βίντσι;

Ποιος θυμάται τα ονόματα των κατήγορων του Σωκράτη και ποιος το αληθινό όνομα Εκείνου που εκδίωξε τον Εωσφόρο;

~

Οι τύραννοι πάντα θα κερδίζουν τις μάχες και τους πολέμους. Και οι ήρωες πάντα θα πολεμάνε για να εγκαταστήσουν τη δική τους τυραννία.

Απεχθάνομαι τους ήρωες. Σχεδόν όσο απεχθάνομαι και τους τύραννους.

Εμείς δεν πολεμάμε. Είμαστε σαν το νερό που πάντα υποχωρεί και πάντα επικρατεί. Το νερό δεν πολεμάει. Κι εμείς δεν θα κερδίσουμε τίποτα και ποτέ.

Εμείς είμαστε οι άνθρωποι που σκοτώνονται για να μην σκοτώσουν.

Εμείς είμαστε αυτοί που αρνούνται να συμμετάσχουν στην παραφροσύνη της ανίερης ιεροτελεστίας της άνοιξης.

Εμείς είμαστε τα λιοντάρια που πεθαίνουν στην έρημο επειδή δεν θέλουν να κυνηγήσουν.

Εμείς είμαστε οι άναρθρες κραυγές των μεθυσμένων που δεν αφήνουν την πόλη να κοιμηθεί.

Εμείς είμαστε οι τελευταίοι ζωντανοί στα νεκροταφεία των ψυχών τους.

Εμείς οι σταυρωμένοι ληστές που δεν καταδέχονται να ζητιανέψουν μια θέση στον παράδεισο.

Εμείς, οι νικημένοι, είμαστε η συνείδηση του πολιτισμού τους.

Εμείς, η γενιά του Κάιν.

Είμαστε το νερό που ποτέ δεν πολεμάει και στο τέλος διαβρώνει τα πάντα.

~

Εμείς είμαστε οι ανώνυμοι ποιητές. Οι πιο ανίσχυροι από τους αδύναμους και οι πιο κραταιοί.

Οι άνθρωποι που δέχτηκαν οικειοθελώς να καούν, ξέροντας ότι η μεταθανάτια δόξα δεν τους αφορά. Το ξέραμε, όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε, ότι πρέπει να καούν πολλοί για να φωτιστεί ένας. Το καταλάβαμε, ακόμα κι αν αποφεύγαμε να το παραδεχτούμε, ότι εμείς θα ήμασταν αυτοί που θα καίγονταν.

Όμως, ακόμα και μέσα στην πιο μεγάλη απογοήτευση, δεν πάψαμε να λέμε ότι κάποιοι πρέπει να φτάνουν στα όρια τους, μόνο και μόνο για να μάθουμε ποια είναι τα όρια του ανθρώπου.

Κανένας καλλιτέχνης δεν ανέχεται το πραγματικό κι εμείς απαρνηθήκαμε την πραγματικότητα, απαρνηθήκαμε τη φυλή, απαρνηθήκαμε την υγεία, τη μέρα, τον έρωτα, τη ζωή.

Ή μας ξέρασε η πραγματικότητα γιατί δεν μας άντεχε το στομάχι της.

Είμαστε τα εξαμβλώματα της πραγματικότητας.

Αυτή είναι η φυλή μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Η συνέχεια εδώ)