Οι πρόγονοι του Αδάμ
Η ιστορία του Αντώνη εδώ – Η ιστορία της Ελένης εδώ
Το πρώτο μέρος της ιστορίας του Αδάμ εδώ – Το δεύτερο μέρος – Το τρίτο μέρος – Το τέταρτο
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
25 Μαρτίου 1943
Στο βαγόνι των ποιητών
Φεύγουμε και πάλι. Δεν ήταν ο τελικός σταθμός, η λύση…
Όλοι κλαίνε τώρα πια. Άλλοι σιωπηλά, άλλοι με λυγμούς. Όσοι δεν έχουν πεθάνει κλαίνε.
Αν δεν είχα μολύβι στο χέρι μου να με εμποδίζει ίσως να έκλαιγα κι εγώ. Μπορεί να κλάψω την τελευταία στιγμή. Λίγο πριν το μηδέν… Λυπάται το εξάμβλωμα που χάνει τη μάνα του;
Οι ήχοι της πόλης απομακρύνονται και τα τέκνα του Ισραήλ εκλιπαρούν για λίγο νερό… Κι εγώ διψάω. Θα έπινα και ξύδι, αν ερχόταν ένας Γερμανός στρατιώτης να μου βρέξει τα χείλη. Αλλά δεν θα έλεγα ποτέ, “άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”.
Κατάρα και θάνατος να πέσει στα κεφάλια τους και στα κεφάλια των παιδιών τους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Διψώ…
Νόμιζα ότι στο Παρίσι στερούμουν. Όμως εκεί ήταν αλλιώς. Η φτώχεια ήταν επιλογή μας. Όταν επιλέγεις πρέπει να υπομένεις αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες. Κι εμείς είχαμε επιλέξει να είμαστε καλλιτέχνες. Η φτώχεια μας εξύψωνε. Ήταν από τη μια μεριά όλος ο κόσμος και από την άλλη εμείς. Ήμασταν άγιοι, ήμασταν διαφορετικοί, ήμασταν ξεχωριστοί.
Οι μπουρζουάδες μας κοιτούσαν με απορία και αηδία. Μάλλον θα αναρωτιόντουσαν πως μπορεί ένας άνθρωπος με τρύπιες τσέπες και άδειο στομάχι να είναι ευτυχισμένος;
Οι αστοί… Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν προσπαθούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την αδυσώπητη θλίψη. Η λύτρωση μας ήταν η τέχνη, αυτή και η κατάρα μας.
Αλλά πως μπορούσαν να μας καταλάβουν οι άνθρωποι που ποτέ δεν τρελάθηκαν;
Οι ποιητές και οι τρελοί τριγυρνούν τις νύχτες.
~~~~~~~~~~~~~~~
Αν το βαγόνι ήταν γεμάτο ποιητές θα ήταν αλλιώς. Ίσως μια μέρα να γίνει κι αυτό. Να βάλουν όλους τους ποιητές σε ένα τρένο και να τους ρίξουν στη θάλασσα… Ή στη φωτιά.
Ναι, μπορεί να γίνει. Γιατί μας μισούν. Είμαστε οι μόνοι που τολμούν να τους πουν την αλήθεια:
“Είσαστε πτώματα και ζείτε εις βάρος άλλων πτωμάτων.”
Ίσως μια μέρα να φτιάξουν ένα “μαγικό τρένο μόνο για ποιητές” και να μας ρίξουν στη θάλασσα. Σ’ αυτό το τρένο δεν θα υπάρχουν Εβραίοι, Έλληνες, τσιγγάνοι. Οι ποιητές δεν έχουν πατρίδα και οι πατρίδες φοβούνται τους ποιητές. Γι’ αυτό με την πρώτη ευκαιρία τους βραβεύουν και τους ευνουχίζουν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πυροβολισμοί… Το τρένο σταμάτησε απότομα και ακούγονται πυροβολισμοί. Ίσως κάποιος προσπάθησε να το σκάσει. Μακάρι να τα καταφέρει… Κι άλλοι πυροβολισμοί…
~~~~~~~~~~~~~~~~
Μας σκοτώνουν κι εγώ γράφω λέξεις.
´Ετσι ήμουν πάντα, ο ανήμπορος στοχαστής, ο δειλός.
Θυμάμαι εκείνο το παιδί στο σχολείο. Σπύρο τον λέγανε; Νίκο; Ήταν πολύ καιρό πριν γίνει τριεψιλίτης. Πολύ καιρό πριν γίνω ποιητής… Το πιο δυνατό παιδί του σχολείου και το πιο ηλίθιο. Τον έβλεπα να πλησιάζει και άλλαζα δρόμο. Μόνο ο Αντώνης τόλμησε να παλέψει μαζί του. Και έφαγε τα μούτρα του.
Ο Αντώνης… Πάλευε κι αυτός με τα πρέπει του, με το υπερεγώ του. Ενώ εγώ, ω εγώ, ο υπέροχος Αδάμ, ο ποιητής Αδάμ, ο ιδεαλιστής Αδάμ, ο ποταπός Αδάμ, εγώ, έτρεξα να βρω τη γυναίκα του όταν εκείνος χάθηκε στη Μικρασία…
ΟΧΙ! Όχι, δεν ήταν η γυναίκα του. Η Ελένη ήταν πάντα δικιά μου. Και πάντα θα είναι…
~~~~~~~~~~~~~~
Που να είσαι τώρα, Ελένη μου; Που να γυρίζεις; Τρεις μήνες μαζί σου ήταν ολόκληρη η ζωή μου. Η πρώτη και η τελευταία φορά που είχα ό,τι χρειαζόμουν και δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω από ‘σενα… Όμως δεν μου έδωσες μια ευκαιρία. Αν το ήθελες κι εσύ θα έμενα στο πλάι σου, θα κρυβόμασταν κάπου και ας γίνονταν έξω όσοι πόλεμοι θέλουν. Όμως εσύ διάλεξες να φύγεις…
Μια γυναίκα έφυγε για να γράψω κι εγώ έγραψα μόνο για την απώλεια.
Μια γυναίκα θυσιάστηκε για να γράψω κι εγώ έγραψα μόνο για τη θυσία.
Ένα παιδί σκοτώθηκε για να γράψω και γράφω με το αίμα του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν ξέρω. Ίσως είμαι πολύ σκληρός με τον εαυτό μου. Ίσως εξωραϊζω το ανεκπλήρωτο. Λες και τίποτα δεν διάλεξα.
Επέλεξα να ζήσω μποέμικα, επέλεξα να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, επέλεξα να μείνω και να πεθάνω το θάνατο της φυλής μου. Κι αν έκανα οικογένεια ίσως να το μετάνιωνα.
Ίσως, όταν γερνούσα, να κοιτούσα τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και να μην τα αναγνώριζα. Και θα ευχόμουν να μην είχα παντρευτεί ποτέ, να είχα ζήσει μποέμικα κι ελεύθερα στο Παρίσι.
Ευτυχισμένος οικογενειάρχης ή μποέμ καλλιτέχνης; Ό,τι κι αν διαλέξεις στο τέλος θα το μετανιώσεις, πάντα θα ‘ναι αργά για να ζήσεις μια δεύτερη ζωή.
~~~~~~~~~~~~~
Και φαντάσου, είναι τόσο αστείο, φαντάσου πράγματι να μας πηγαίνουν στην Κρακοβία. Να μας δώσουν σπίτια και χωράφια και να μας πουν αυτή η γη είναι δική σας, αυτό θα είναι το Νέο Ισραήλ. Και να μαζευτούν οι Περιπλανώμενοι Εβραίοι απ’ όλον τον κόσμο εκεί και να χτίσουμε την Ιερουσαλήμ του Βορρά… Ωσαννά, ωσαννά, μεγάλος είσαι Θεέ και θαυμαστά τα έργα σου…
Είναι αστείο… Δεν μας στοίβαξαν εδώ μέσα για να μας πάνε στη Γη της Επαγγελίας. Αυτή δεν είναι η Έξοδος, αυτή είναι η Εξόντωση. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς…
Αυτή είναι η Νέα Ευρώπη.
~~~~~~~~~~~~~~~~
Το χρονικό της Εξόδου:
Πρώτα μας απαγόρευσαν να εμφανιζόμαστε σε δημόσιους χώρους. Μετά μας απαγόρευσαν όχι μόνο τα τραμ, αλλά και τα τηλέφωνα. Μετά μας συγκέντρωσαν στα γκέτο. Με το αστέρι στην καρδιά για να ξεχωρίζουμε απο τις άλλες φυλές, για να ξεχωρίζουμε από τους ανθρώπους. Μετά μας φορτώσανε στα βαγόνια…
Μας; Μας; Τόσα χρόνια αρνιόμουν τη εβραϊκότητα μου και τώρα μοιράζομαι το πεπρωμένο τους.
Αντιστοιχεί ένα μικρό κομμάτι πεπρωμένο στο καθένα μας. Μια σταλιά πεπρωμένο που σημαίνει θάνατο.
Στο Χιρς οι μανάδες δίναν θάρρος στα παιδιά, οι άντρες στις γυναίκες και οι γέροι στους νέους. “Μη φοβάστε”, τους έλεγαν, “Θα ζήσουμε, ο θεός θα μας προστατεύσει.”
Αλλά ο θεός φοβάται να τα βάλει με τα δημιουργήματα του. Ο θεός έφτιαξε πιθήκους και νόμιζε ότι θα μείνουμε για πάντα χορτοφάγοι.
“Θα το πίστευες, αν στο ‘λεγα, ότι θα γινόμασταν ανθρωποφάγοι;”
Ω, ναι, Απολλιναίρ, θα το πίστευα ακόμα κι αν δεν μου το ‘λεγες.
~~~~~~~~~
Άκουσε με! Άκου πως σκέφτεται ο άπατρις και άθρησκος Αδάμ. Μιλάω μόνο για το Θεό και γράφω μόνο για τη φυλή μου. Έπρεπε να με κλείσουν στο βαγόνι των αλόγων για να γίνω Εβραίος ξανά. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι το μόνο που με συνέδεε μαζί τους είναι το περίτμητο πουλί μου. Και να ‘μαι τώρα νεκρός ανάμεσα στους νεκρούς, με τον κόκκινο σταυρό που μου έφτιαξε στην πλάτη ο δωσίλογος.
Είμαι ένας σταυροφόρος Εβραίος. Ένας σταυροφόρος Εβραίος ποιητής που άκουσε την ιεροτελεστία της άνοιξης μέσα από το βαγόνι των αλόγων…
~~~~~~~~~
Σαν νυχτερίδα έζησα, ούτε πουλί ούτε ζώο.
Μόνο να πίνω ήξερα. Κρασί που με χαλάρωνε και μ’ άφηνε αδιάφορο για τον κόσμο που καταστρεφόταν γύρω μου. Αψέντι που παραμόρφωνε τα πρόσωπα, λες κι έβλεπα πίνακα του Λωτρέκ αλήθεια, αψέντι που μ’ έκανε να δέρνω τις κοκκινομάλες πόρνες στο λουτρό τους.
Χασίς που μ’ αποχαύνωνε γλυκά και έκανε το χρόνο να διογκώνεται να φουσκώνει σαν ψωμί, και οι γεύσεις οι ήχοι οι σκιές να γιγαντώνονται, φρουφ να περνάνε οι συλλαβές δίπλα στ’ αυτί μου κι εγώ να κοιτάζω τρομαγμένος στη γωνία και ύστερα να γελώ με τον εαυτό μου, ώσπου να ξαναδώ με την άκρη του ματιού μου κάτι να τρέχει και να μου ‘ρχονται οι πιο μεγαλειώδεις ιδέες, ιδέες που δεν μπορούσα να τις γράψω στο χαρτί γιατί ήξερα ότι αν τις έγραφα θα έχαναν το μεγαλείο τους, ήταν ιδέες και φράσεις απερίγραπτες, όπως η ζωή η ίδια, όπως η ζωή που αν κάτσεις να την περιγράψεις σε προσπερνά, πηδάει μακριά από την πένα σου σαν να την φοβάται, σαν να φοβάται τη σκιά της, γιατί σίγουρα οι λέξεις είναι η σκιά της ζωής, η ποίηση είναι η καρικατούρα του αιώνιου.
Και άλλες φορές, όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, ν’ αφήνω το κουτόχορτο και να πιάνω τη θεία Πίπα, την πίπα που σε κάνει να γίνεσαι μεγαλύτερος και από τον θεό τον ίδιο, την πίπα που σε παραλύει, που σε κάνει να ξεχνάς τον εαυτό σου και το μέγιστο τέρας, την πλήξη, τη βασίλισσα Πλήξη που τυραννά κάθε θνητό, και ένιωθα το κεφάλι μου να διαλύεται σε χίλια δυο κομμάτια, και το spleen καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξε μαζί μου και μόνο τότε ήμουν ο Αδάμ, όταν δεν μπορούσα καν να θυμηθώ το όνομα μου, όταν δεν ήξερα που βρισκόμουν και σίγουρα δεν με ένοιαζε που βρισκόμουν, γιατί ήμουν κάπου και αυτό μου αρκούσε, ήμουν εγώ, απόλυτα εγώ χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος, χωρίς τύψεις για όσα χαράμισα, χωρίς Ελένη, χωρίς παρελθόν και χωρίς, αυτό ήταν το σημαντικότερο απ’ όλα, χωρίς παρόν.
Χωρις Αδάμ. Πιο ελεύθερος από ποτέ…
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό γεννήθηκα για να κάνω. Δεν γεννήθηκα για να γράψω. Έγινα ποιητής για να δικαιολογήσω τον εκ γενετής εθισμό μου στις ουσίες.
Είμαστε τόσο αστείοι όλοι μας. Εφευρίσκουμε ικανότητες για να επενδύσουμε τις αδυναμίες μας. Κανείς μπεκρής δεν παραδέχτηκε ότι του αρέσει να μεθάει. Είμαι δυστυχισμένος, σου λέει. Είμαι μόνος, σου λέει. Ποτέ δεν πρόκειται να πει: Είμαι μπεκρής.
Οι αποτυχημένοι καλλιτέχνες μιλάνε για ποιότητα και οι νικημένοι στρατηγοί για ανθρωπισμό.
Οι δυστυχισμένες σύζυγοι ντύνουν όσο καλύτερα μπορούν τα παιδιά τους και οι φτωχοί μιλάνε για τιμιότητα.
Κανείς δεν τολμάει να πει την αλήθεια στον εαυτό του. Η αλήθεια είναι κοκαλοτσακίστρα.
Πως να αντέξουν οι πίθηκοι την αλήθεια;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θέλω να τους φωνάξω ότι όλοι θα πεθάνουν. Να τους πω ότι δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, όπως και δεν υπάρχει θεός. Θα πεθάνουμε και θα γιορτάζουν τα σκουλήκια. Τίποτα παραπάνω. Μήτε Εδέμ μήτε μεταθανάτια δόξα. Μόνο θάνατος, αναπόφευκτος και απέριττος.
Θα πεθάνω χωρίς να έχω γράψει ένα σπουδαίο ποίημα.
Ματαιοδοξία.
Ναι, όταν λέω τα πράγματα με το όνομα τους αποκαλύπτω και τον εαυτό μου. Είμαι ο πιο μεγάλος ψεύτης. Ο βασιλιάς των δειλών ανάμεσα στα ποντίκια. Ο πιο ύπουλος της ύπουλης φυλής. Ο πιο Εβραίος σε ένα βαγόνι με Εβραίους.
Σκοτώστε εμένα πρώτα, αλλά αφήστε πριν, σαν τελευταία επιθυμία, να μεθύσω.
~~~~~~~~~~~~~
Ή δώστε μου την ευκαιρία να ξαναζήσω μια στιγμή από τη ζωή μου.
Ποια νομίζετε ότι θα διάλεγα; Την αγκαλιά της Ελένης εκείνη την νύχτα που κράτησε δεκατρείς μέρες; Ή μήπως θα προτιμούσα τότε στο Μπατό Λαβουάρ που ο Ζακόμπ μου έσφιξε το χέρι και μου είπε ότι είμαι σπουδαίος ποιητής; Ή μία από τις ολόιδιες νύχτες στα μπουρδέλα και στα καταγώγια;
Τι θα διάλεγα; Τον έρωτα, την ποίηση, ή την κόλαση της πλήξης;
Όχι. Αν είχα μια ώρα, μια στιγμή από τη ζωή μου, θα διάλεγα κάτι άλλο… Αστείο είναι, αλλά θα διάλεγα κάτι πολύ πιο… ελαφρύ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εκείνο το μεσημέρι του Μαγιού που το σκάσαμε με τον Αντώνη και πήγαμε στην παραλία. Βγάλαμε τα ρούχα και μείναμε με τα σώβρακα. Ο Αντώνης έτρεξε και βούτηξε χωρίς να το σκεφτεί. Εγώ είχα μείνει εκεί στην άκρη, με το νερό ως τα γόνατα και έτρεμα.
Ο Αντώνης φώναζε να μπω, αλλά το νερό ήταν πολύ κρύο.
“Μην το σκέφτεσαι”, μου φώναζε, “μη σκέφτεσαι, μόνο βούτα.”
Δεν έμπαινα, δεν μπορούσα, αλλά είδα τον Αντώνη να έρχεται να με βρέξει και αναγκαστικά βούτηξα…
Άνοιξα τα μάτια μες στο νερό. Δεν είχα βάρος, πέταγα. Σκέφτηκα ότι δεν ήθελα ποτέ να βγω από ‘κει μέσα, σαν να ήθελα να μείνω στη μήτρα, σαν αυτόχειρας που πεθαίνει πριν γεννηθεί, ίδιος με το αγέννητο παιδί μου.
Να συνεχίσω να κολυμπάω, χωρίς βάρος. Και να πεθάνω εκεί μέσα χωρίς να μάθω ποτέ για την ποίηση και για τον έρωτα, χωρίς να μάθω για τη σκληρότητα και για το βάρος.
~~~~~~~~~~
Αυτό είναι. Μια στιγμή τόσο ασήμαντη που αν την αφαιρέσεις δεν θα διαταραχτεί καθόλου το σύνολο. Μια λεπτομέρεια ανούσια, φαινομενικά ανούσια.
Ένα μυγόχεσμα στις Δεσποινίδες της Αβινιόν, το τρίξιμο της σόλας του βιολιστή στη Θλιμμένη Ραψωδία, μια τρίχα στο φακό του Ατζέ…
Ένα μακροβούτι…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~