Οι Πρόγονοι του Αδάμ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κοίτα ‘δω! Να ‘ξερα μόνο ποιος πετάει σκουπίδια εδώ μέσα. Τίποτα δεν σέβονται. Σκύψε, βρε Αδαμάκι μου, να μαζέψεις τις γόπες… Να δεις θα ‘ναι κανείς συγγενής τους Γιαννίκου που θα κάθεται και θα καπνίζει στο μνήμα του παππού σου. Δεν ξέρεις τι παλιόσογο είναι.
Έλα, πάρε τη σακουλίτσα. Έχω ένα μπουκαλάκι με λάδι. Αυτό. Πάρε και τα φιτιλάκια κι άναψε του το καντήλι του κακομοίρη… Φτάνει! Να μείνει και λίγο λαδάκι για την επόμενη φορά. Είπαμε να του ανάψουμε το καντήλι, όχι να μείνουμε νηστικοί. Έτσι…
(Ο Αδάμ ανάβει το καντήλι, σηκώνεται και ξεκινάει να κάνει το σταυρό του, όχι εξαναγκαστικά, όχι ειρωνικά, αλλά αυτόματα, ορμέμφυτα σχεδόν, λες και η θρησκεία είναι μέρος του λειτουργικού του συστήματος.
Σταματάει στην πρώτη επανάληψη, αλλά μετά, επειδή δεν του αρέσει να τον υποχρεώνουν να είναι οτιδήποτε, ούτε καν άθεος, ολοκληρώνει την τριλογία της πράξης. Και -παραδόξως- χαμογελάει.
Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν ορθόδοξο. Ως νέος το αποκήρυξε και προσπάθησε να είναι άθεος. Αλλά τι καλύτερο από το να αρνηθείς την άρνηση;)
Αχ, ο κακομοίρης ο παππούλης σου. Ούτε που το καταλάβαμε πως πέθανε. Αθόρυβος, όπως ήταν, έτσι αθόρυβα έφυγε. Σαν πουλάκι.
Έπεσε κάτω χωρίς να παραπονεθεί, χωρίς να βογγήξει. Τον πλησιάζω κι εγώ, “χτύπησες Σίσυ;” του λέω.
Αυτός μόνο με κοίταξε από ‘κει κάτω, χωρίς να κουνηθεί, μόνο τα μάτια του γύρισε, και μετά κοίταξε τη γάτα που πλησίασε για να τον αποχαιρετήσει.
Μη γελάς, είναι παράξενα ζώα οι γάτες, καταλαβαίνουν. Όχι με το μυαλό τους, καταλαβαίνουν κάπως αλλιώς, λες και μπορούν να δουν πράγματα που εμείς δεν βλέπουμε. Έτσι τον κατάλαβε κι εκείνη.
Πήγε στο χέρι του, εκείνος λίγο την έξυσε, εκείνη του νιαούρισε, και μετά… Έκλεισε τα μάτια. Αυτό ήταν. Τέλος.
(This is the way the world ends.
This is the way the word ends.
This is the way the world ends.
Not with a bang, but a meow.)
Πολύ τον αγαπούσαν τα ζώα τον Σίσυ μου. Ίσως επειδή δεν μιλούσε. Τον ένιωθαν σαν δικό τους, σαν ζώο κι αυτόν, και κάπως έτσι ήταν, τα τελευταία χρόνια, κάτι τέτοιο, πιο πολύ σαν ζώο παρά σαν άνθρωπος… Οι γάτες μόνο αυτόν άφηναν να πιάνει τα κατσούλια. Τα ‘βγαζε από το φούρνο–
Όχι! Μα τι λες; Το φούρνο που ‘χαμε έξω, τον χτιστό, εκεί γεννούσαν… Μα τι; Λες να ψήναμε τις γάτες; Παράξενες ιδέες έχετε εσείς τα νέα…
Τον έφαγε το τσιγάρο, μου λένε οι γιατροί. Ε, ναι, τον έφαγε κι αυτό, αλλά δεν ήταν αυτό. Εγώ το ξέρω, μόνος του το θέλησε να πεθάνει…Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω ήταν γιατί συνέχιζε να ζει, έτσι όπως ζούσε, έτσι όπως τον γνώρισες…
Όχι! Μια μέρα είπε: “Θα πεθάνω”. Έπεσε χάμω και πέθανε.
Ήταν καλός άνθρωπος ο παππούλης σου, περπατούσε και κοιτούσε μην πατήσει κάνα μυρμήγκι. Αγαθός άνθρωπος. Σίγουρα στον Παράδεισο πήγε, μακάρι να με αξιώσει ο θεός να πάω κι εγώ να τον βρω.
(“Κι εσύ κι εγώ και όλοι μας, ώστε στο τέλος θα μαζευτούμε τόσοι που δεν θα μπορούμε να ησυχάσουμε ούτε καν να ξαπλώσουμε στον αχανή κήπο και θα στεκόμαστε όρθιοι στον αιώνα τον άπαντα μέχρι που να αρχίσουμε να βλαστημάμε και να κλωτσάμε τους διπλανούς μας, μπας και μας λυπηθεί ο θεός και μας στείλει στη ευρύχωρη Κόλαση”, σκέφτηκε ο Αδάμ, χωρίς να σκεφτεί λέξεις, παρά μόνο βλέποντας την εικόνα των στριμωγμένων και εξαγριωμένων μακάριων που κάνουν ό,τι μπορούν για να κερδίσουν τη δυσμένεια των παραδείσιων αρχών, ενώ λίγο παρακάτω οι κολασμένοι απολαμβάνουν τη μοναχικότητα των μαρτυρίων τους.)
Αλλά μην νομίζεις ότι ο παππούς σου ήταν πάντα έτσι, καλός και άγιος. Α πα πα. Ο πιο κατεργάρης άνθρωπος ήταν στα νιάτα του. Παμπόνηρος και πολυμήχανος και δεν είχε ιερό και όσιο, δεν τον ένοιαζε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, τι είναι καλό και τι κακό, καθόλου δεν τα σκεφτόταν αυτά.
Αφού οι συγχωριανοί του έλεγαν ότι αν ο πατέρας του Οδυσσέα, του αρχαίου, ήταν Κορίνθιος, τότε θα ήταν κάποιος σαν τον Σπύρο. Τόσο έξυπνος ήταν και τόσο πονηρός. Σου λέω φωτιές πετούσαν τα μάτια του. Αυτή η εξυπνάδα τον έφαγε.
Μην παραμυθιάζεσαι. Δεν είναι καλό να είσαι πολύ από οτιδήποτε.
“Λάθρα να ζεις, κρυφά”, έτσι μου ‘λεγε η γιαγιά μου. Να μην το καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι υπάρχεις, μπορείς; Αόρατος, μπορείς; Αυτή είναι η ευτυχία.
Όσο μεγαλύτερα κυνηγάς τόσο μεγαλύτερα σε κυνηγάνε.
Ανέχου και απέχου και άστους όλοι να τρώγονται. Μια ζωή τρώγονται οι άνθρωποι, έτσι τους έμαθα, και τίποτα καλό δεν βγάλανε. Όλοι πεθαίνουν στο τέλος, δεν πεθαίνουν; Τότε τι παλεύεις και χολοσκάς; Αφήσου.
Στο δικό μου τον τάφο αυτό θέλω να γράψετε: “Εδώ κείτεται μια γυναίκα που δεν έκανε πολλά. Ούτε καλά ούτε κακά”.
(“Είθε να μη ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς”, έτσι εύχονται οι Κινέζοι στα νεογέννητα. Να μεγαλώσεις, να ζήσεις και να πεθάνεις σε καιρούς που κανένα ιστορικό βιβλίο δεν θα αναφέρει.
Και στο μεγάλο ερώτημα, αν είναι οι καιροί που κάνουν τους ανθρώπους ή αν είναι οι άνθρωποι που κάνουν τους καιρούς, όλοι πασχίζουν να απαντήσουν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και τις αυταπάτες τους.
Είναι ένας καθρέφτης μέσα σε καθρέφτη, με άπειρα είδωλα ειδώλων, αυτό είναι ο άνθρωπος και η κοινωνία του, το άτομο και το περιβάλλον του.
Δεν μπορείς να σπάσεις τον καθρέφτη. Αν το κάνεις θα μείνεις αντιμέτωπος με κάτι άυλο, μια προσωπική φαντασίωση των πάντων και του μηδενός.
Υπάρχουμε μέσα από τους άλλους και χάνουμε τον εαυτό μας σε αυτούς.)
Και μην ακούς αυτούς που λένε ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Βρε αλλάζουν, κι από ‘κει που ήταν λύκοι γίνονται ρίφια και τα κατσίκια γίνονται λύκοι. Άκου με εμένα που έχω δει και κάτι παραπάνω. Δεν είμαι καμιά σοφή, έτσι ήταν η γιαγιά μου, εγώ ξεμωραμένη είμαι, αλλά μέσα στη ξεμωραμάρα μου είδα και άκουσα πολλά. Δεν έμαθα ούτε κατάλαβα τίποτα, αλλά είδα πολλά.
Έχω δει μια στεναχώρια να τρώει τους πιο δυνατούς άντρες. Οι γυναίκες είμαστε πιο χοντρόπετσες. Ναι, σου λέω, αντέχουμε, αντέχουμε για να αντέξει και η οικογένεια. Η μάνα είναι η οικογένεια. Το παιδί μένει ορφανό από μάνα, όχι από πατέρα.
Ο πατέρας μπορεί να αφήσει τα παιδιά του και να πάει να κάνει άλλα δέκα. Η μάνα που αφήνει τα παιδιά της είναι φόνισσα. Γι’ αυτό αντέχει.
Οι άντρες μόνο στα μπράτσα και στις υποσχέσεις είναι καλοί.
Να, ο Μέλισσος, που μένει απάνω στην στροφή, τον έχεις δει… Τον έχεις δει; Πόσο χρονών σου φαίνεται; Μαράζωσε σαν παλιόγερος και είναι δεν είναι πενήντα. Να τον έβλεπες στα νιάτα του. Εκεί που εμείς, ολόκληρη οικογένεια, μαζεύαμε τρεις ρίζες, εκεί αυτός έπιανε μόνος του και τίναζε ολόκληρο ελαιώνα και φόρτωνε τα σακιά στην καρότσα με το ‘να του χέρι. Θεριό ήτανε, ίσα με δυο μέτρα.
Και του προξενεύουν τη Μάρω, την παντρεύεται, όλα καλά, καλή γυναίκα η Μάρω, πιστή και χρυσοχέρα, αλλά… Αλλά γεννούσε κλούβια.
Και γεννάει το πρώτο παιδί, νεκρό. Βγάζει το δεύτερο, κορίτσι. Κάνει και το τρίτο και ήταν πειραγμένο, απ’ αυτά τα μογγολάκια.
Και δεν ήταν ότι ο Μέλισσος ήθελε βοήθεια στα κτήματα. Όχι, τα ‘βγαζε πέρα μια χαρά κι άλλα τόσα να ‘χε. Όμως δεν μπορούσε να κάτσει στο σπίτι ο δόλιος. Έβλεπε το μοναχογιό του, που του ‘τρεχαν τα σάλια και δεν έλεγε να γίνει άντρας, τον έβλεπε και μαύριζε η ψυχή του.
Και άντε τα ούζα στο καφενείο και άντε να μπεκροπίνει από το πρωί στης Αργυρώς, έμεινε ο μισός και έδερνε και τη Μάρω όταν γυρνούσε σπίτι.
Και μετά μου λένε, δεν αλλάζει χούγια.
Στο λέω, ο πιο δυνατός άντρας, αν δεν του πάνε τα πράγματα όπως τα σχεδίασε, τσακίζεται.
(Το σύνδρομο του ανήμπορου άντρα. Το σύνδρομο του κρεμασμένου άντρα.)
Εγώ το ξέρω. Πλάσμα του θεού είναι κι αυτό το παιδί, όπως κάθε παιδί, όπως και να ‘ναι. Εγώ το ξέρω, γιατί εγώ είμαι μάνα. Όμως άλλο μάνα κι άλλο πατέρας.
Η μάνα έχει το παιδί της μέσα στην κοιλιά της τόσο καιρό. Δεν την νοιάζει αν είναι όμορφο και αν είναι έξυπνο και αν είναι λειψό. Είναι παιδί της. Το ‘νιωσε μέσα στην κοιλιά της. Αρκεί να είναι ζωντανό και το αγαπάει.
Άσε που μερικές φορές… Μερικές φορές η μάνα μπορεί να αγαπάει το νεκρό της παιδί πιο πολύ απ’ όλα όσα μείναν ζωντανά. Έτσι είναι η μάνα.
Οι άντρες είναι αλλιώς. Οι άντρες δεν γεννάνε, μόνο σπέρνουν. Ρίχνουν το σπόρο τους κι ό,τι βγει, δεν θα γκαστρωθούν αυτοί. Θέλουν το παιδί τους να είναι άξιο.
Οι άντρες δεν αγαπάνε τίποτα. Παρά μόνο τον εαυτό τους. Αγαπάνε τη γυναίκα τους επειδή θα τους κάνει παιδιά, αγαπάνε τα παιδιά τους επειδή θα έχουν το όνομα τους και την περιουσία τους.
Να, δες τους γάτους! Τα πνίγουν τα μικρά για να βατέψουν τη γάτα. Αλλά οι λύκαινες; Αν βρουν μικρό θα το βυζάξουν.
(Ξέχασες τα κουνούπια.
Μόνο τα θηλυκά πίνουν αίμα, επειδή εγκυμονούνε. Τα αρσενικά αρκούνται με τους χυμούς των φυτών και την μποέμικη ζωή. Όλα μαζί τριγύρω από τον πλάτανο να μεθάνε, να παίζουν τάβλι και να βλέπουν ποδόσφαιρο.
Αλλά οι κουνουπομάνες πρέπει να ριψοκινδυνεύσουν τη ζωή τους για να θρέψουν τα μωρά τους.)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Η συνέχεια εδώ)