Η δια της βίας σίτιση μιας σουφραζέτας (1910)

0
2205

suffragette

(φυλακές Γουόλτρον στο Λίβερπουλ, 18 Ιανουαρίου 1910, μαρτυρία της Κόνστανς Λίτον)

Ο αρχίατρος επέστρεψε στις έξι, μαζί με πέντε δεσμοφύλακες και τη συσκευή της δια της βίας σίτισης. Με προέτρεψε να δεχτώ τροφή με τη θέληση μου. Του είπα ότι αυτό αποκλειόταν και πως μόνο όταν θα έπαυαν οι νομοθέτες μας ν’ αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, τότε μόνο θα έπαυα κι εγώ ν’ αρνούμαι τη λήψη τροφής στη φυλακή.

Δεν πρόβαλα αντίσταση όταν επιχείρησαν να με καθηλώσουν, αλλά ξάπλωσα μόνη μου στο σανιδένιο κρεβάτι. Δύο από τις δεσμοφύλακες μ’ έπιασαν απ’ τα μπράτσα, μία έπιασε το κεφάλι μου και μία τα πόδια μου.

Ο γιατρός στηρίχτηκε στα γόνατα μου, καθώς έσκυβε πάνω στο στήθος μου για να φτάσει στο στόμα μου. Το έκλεισα κι έσφιξα τα δόντια.

Η αίσθηση ότι βρισκόμουν αντιμέτωπη με περισσότερη βία απ’ όση θα μπορούσα να αντέξω ήταν απόλυτη, αλλά αντιστάθηκα μόνο με το στόμα μου.

Ο γιατρός μου πρότεινε να διαλέξω ανάμεσα σε ξύλινο ή σε ατσάλινο στοματοδιαστολέα. Μου εξήγησε ότι ο ατσάλινος θα με πονούσε, ο ξύλινος όχι, και μου συνέστησε να μην τον υποχρεώσω να χρησιμοποιήσει τον ατσάλινο.

Αλλά δεν μίλησα, ούτε άνοιξα το στόμα μου, κι έτσι, αφού προσπάθησε για λίγο με τον ξύλινο, τελικά κατέφυγε στον ατσάλινο. Φάνηκε ενοχλημένος και ξέσπασε με θυμό καθώς πίεζε τα δόντια μου με το μεταλλικό εργαλείο. Είπε ότι αν αντιστεκόμουν τόσο πολύ με τα δόντια θ’ αναγκαζόταν να με ταΐσει από τη μύτη.

Ο πόνος ήταν πολύ δυνατός και τελικά πρέπει να υποχώρησα, γιατί έχωσε το στοματοδιαστολέα ανάμεσα στα δόντια μου. Τον έστριψε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, μέχρι που τα σαγόνια μου άνοιξαν διάπλατα, πολύ περισσότερο απ’ όσο άνοιγαν φυσιολογικά.

Μετά έχωσε στο λαιμό μου ένα σωλήνα που μου φάνηκε υπερβολικά φαρδύς κι είχε μήκος τεσσάρων ποδιών περίπου. Η ενόχληση από τον σωλήνα ήταν αβάσταχτη. Ένιωσα να πνίγομαι τη στιγμή που άγγιξε το λαιμό μου κι έφτασε ως κάτω.

Μετά έριξαν βιαστικά το φαγητό. Μου ήρθε να κάνω εμετό και η τάση αυτή έκανε το σώμα και τα πόδια μου να διπλωθούν στα δύο, αλλά οι δεσμοφύλακες πίεσαν αμέσως το κεφάλι μου προς τα πίσω και ο γιατρός στηρίχτηκε πάλι στα γόνατα μου.

Η φρίκη που ένιωσα δεν περιγράφεται. Έκανα εμετό πάνω στο γιατρό και στις δεσμοφύλακες και μου φάνηκε ατελείωτος ο χρόνος μέχρι να μου βγάλουν το σωλήνα.

Όταν ο γιατρός βγήκε απ’ το κελί έμεινα τελείως ανήμπορη. Με τον εμετό είχα λερώσει τα μαλλιά μου, όλο τον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι μου και τα ρούχα μου ήταν ποτισμένα από τον εμετό.

Έμεινα τελείως ακίνητη, μου φαινόταν σαν παράδεισος το να είμαι χωρίς το σωληνάκι που μ’ έπνιγε, χωρίς την υγρή τροφή που μπαινόβγαινε στο στόμα μου και χωρίς τον σταματοδιαστολέα ανάμεσα στα δόντια μου.

Τελικά οι δεσμοφύλακες μ’ εγκατέλειψαν.

Μετά από λίγο άκουσα τους θορύβους της δια της βίας σίτισης στο διπλανό κελί. Δεν το άντεχα, ήταν η Έλση Χάουι, ήμουν σίγουρη.

Όταν η απαίσια διαδικασία τελείωσε και οι θόρυβοι σταμάτησαν, χτύπησα τον τοίχο και φώναξα με όλη τη δύναμη της φωνής μου, που δεν ήταν μεγάλη εκείνη τη στιγμή:

“ΔΕΝ ΥΠΟΚΥΠΤΟΥΜΕ”

Μετά ήρθε η απάντηση με τη φωνή της Έλσης.

Χωρίς καμιά αμφιβολία.

“ΔΕΝ ΥΠΟΚΥΠΤΟΥΜΕ”

(το υλικό προέρχεται από το βιβλίο: “Τα μεγάλα ρεπορτάζ” Β’ τόμος, 20ος αιώνας, του John Carey, από τις εκδόσεις Νάρκισσος, μτφ: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος)