Η φόνισσα γυμνή

0
3378

(Διαβάστε το πρώτο μέρος της ιστορίας εδώ:
“Ένας πελασγός γκάνγκστερ στο Σικάγο”
http://sanejoker.info/2015/09/chicago.html )

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Δεν ήταν μόνο η ζέστη, που την ένιωθες στο στήθος σαν να πνίγεσαι -χωρίς νερό. Ούτε τα κουνούπια που έκαναν κάθετες εφορμήσεις.

Πιο πολύ ήταν η αιφνίδια γνώση, η αποκάλυψη πως δεν ήμουν ακριβώς αυτός που νόμιζα ότι είμαι. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι ιδρωμένος και βγήκα στην αυλή για να σκεφτώ.

Για την ομοιότητα μου με τον Θανάση, τον γκάνγκστερ Θανάση, τον εξαφανισμένο Θανάση, υπήρχαν δύο εξηγήσεις, η μεταφυσική και η λογική.

Η μεταφυσική αναφερόταν σ’ αυτά που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ότι ίσως να υπάρχει κάτι μη-υλικό ή κάτι με περισσότερες διαστάσεις απ’ τις τέσσερις δικές μας, σαν κι αυτό που αποκαλούμε ψυχή, κάτι που ενσαρκώνεται διατηρώντας κάποιες ιδιότητες, όπως ένα πρόσωπο, το δικό μου, του Θανάση.

Όμως έκανε πολλή ζέστη για μεταφυσικές σκέψεις.

Μία απ’ τις γάτες του σπιτιού πέρασε κρατώντας στο στόμα της ένα ποντίκι ή μπορεί να ‘ταν και νυχτερίδα. Κανένα πονηρό πνεύμα δεν μπορούσε να επιβιώσει στην αυλή.

Η άλλη εξήγηση, η λογική, είχε να κάνει με την κληρονομικότητα. Κάποια χαρακτηριστικά του φαινότυπου μπορεί να εκδηλωθούν, να εμφανιστούν, μέχρι και 7 γενιές μετά.

Οπότε, κοινή λογική, ο Θανάσης ήταν ο προπάππους μου. Η προγιαγιά μου, για την οποία δεν ήξερα τίποτα κι ούτε είχα σκεφτεί να ρωτήσω, να μάθω, λες και δεν υπήρχε, είχε περάσει μία ή περισσότερες νύχτες με τον Θανάση.

Καθόλου παράξενο. Η μοιχεία είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Απ’ τη στιγμή που υπήρξε μονογαμία υπήρξε και μοιχεία.

Μοιάζει λες και η απαγόρευση των εξωσυζυγικών σχέσεων να δημιούργησε την ανάγκη γι’ αυτές. Δεν είναι έτσι. Απλώς έγινε παράνομο, ηθικά και νομικά, κάτι που πάντα συνέβαινε και θα συνεχίζει να συμβαίνει.

Η προγιαγιά μου γιατί το έκανε; Τότε μόλις συνειδητοποιήσα ότι δεν ήξερα ούτε το όνομα της. Θα μπορούσα να βρω μια φωτογραφία της; Να μάθω ποια ήταν, πώς μεγάλωσε, πότε πέθανε;

Η τυχαία ανακάλυψη του αληθινού μου προπάππου, δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο, έναν καινούριο εαυτό για μένα.

Και πώς θα μπορούσα να μάθω περισσότερα;

Άγνοια. Άπνοια. Ο καπνός απ’ το τσιγάρο έβγαινε απ’ το στόμα μου κι έμενε εκεί, δυο μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι μου, ακίνητος.

Δεν κουνιόταν φύλλο. Ακούγονταν μόνο τα τριζόνια να τρίζουν τη φωνή τους. Πυγολαμπίδες αναβόσβηναν χαμηλά και πάνω το ίδιο έκαναν και τ’ άστρα. Μια γάτα είχε πέσει ανάσκελα κι έψαχνε οξυγόνο για ν’ αναπνεύσει.

Το χωριό ήταν σιωπηλό, αναίσθητο μέσα στο βυθό της θάλασσας.

~~

Το επόμενο πρωινό πήγα στο σπίτι του κυρ-Βασίλη. Μόνος, χωρίς τον Τηλέμαχο-Μπομπ.

Καλημέρισα τη Μάρω, όταν κατάφερε ν’ ανοίξει. Με αναγνώρισε απ’ τα σανδάλια μου. Τα παπούτσια, τα πόδια, ήταν πια το πρόσωπο του ανθρώπου για ‘κεινη, έτσι όπως ήταν μόνιμα καμπουριασμένη.

– Είσαι ο γιος του Αλέξη.
– Είμαι;

Αντιλήφθηκε την ταραχή στη φωνή μου κι άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να μπω.

– Ποια ήταν η προγιαγιά μου; τη ρώτησα σαν βρέθηκα μέσα. Είχε σχέση με τον Θανάση, τον θείο σου, τον Μερικάνο;

Η Μάρω έκλεισε βιαστικά, όσο βιαστικά μπορούσε, απογοητεύοντας τους παπαράτσι που παραμόνευαν απέξω. Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Πήγαμε στην κουζίνα και μού δειξε μια καρέκλα πλαστική κι άσπρη, μία απ’ αυτές τις αντιαισθητικές μηχανές καθίσματος που κατέκλυσαν την Ελλάδα απ’ το ογδόντα και μετά.

Με ρώτησε αν ήθελα καφέ, αλλά αρνήθηκα, γιατί κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο θα την απασχολούσε ως το μεσημέρι και μετά θα με ρωτούσε αν ήθελα να φάω μαζί τους μεσημεριανό κι έπειτα χαλβά της κατσαρόλας για γλυκό και βραδινό αργότερα, οπότε όλη η μέρα θα περνούσε παρατηρώντας τη Μάρω να μαγειρεύει σε αργή κίνηση.

– Πώς την έλεγαν;
– Καλά… Δεν ξέρεις τίποτα;
– Γι’ αυτό ήρθα. Για να μάθω.
– Είσαι το δισέγγονο ενός νεκρού.
– Του Θανάση εννοείς;
– Αυτό δεν το ξέρω. Άλλο λέω, τι ξέρει το χωριό. Ότι η προγιαγιά σου γκαστρώθηκε με το σπέρμα του πεθαμένου.

Ρώτησα αν μπορούσα να καπνίσω. Ένιωσα ότι θ’ άκουγα πράγματα που χρειαζόμουν νικοτίνη για να τ’ αντέξω. Η Μάρω δεν απάντησε. Αυτές οι ευαισθησίες ήταν πολύ μεταμοντέρνες για να τους δώσει την παραμικρή σημασία.

– Η Μάρι ήταν ξενομερίτισσα, Σμυρνιά.
– Μάρι; Έτσι τη λέγανε;

Κούνησε το κεφάλι, υπογράφοντας τη ληξιαρχική πράξη. Μάρι.

– Την έφερε στο χωριό ο Διαμαντής, πριν να πεθάνει.
– Ναι. Θα ‘ταν λίγο δύσκολο να το κάνει μετά.
– Νομίζεις. Έκανε άλλα κι άλλα κι όταν πέθανε.

Σήκωσε το κεφάλι και τέντωσε το λαιμό για να με κοιτάξει καταπρόσωπο, αυστηρά.

– Τι μιλάς; Θες να σου πω να μ’ ακούσεις ή θες να πεις ν’ ακούσω;

Της έκανα νόημα να ηρεμήσει και της έδωσα τον λόγο, αποκλειστικά.

~~{}~~

Η Μάρι ήταν προσφυγοπούλα. Γλίτωσε μόνη απ’ τη Σμύρνη, δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι. Βρέθηκε στον Πειραιά μ’ ένα βρακί και τις αναμνήσεις μιας χαμένης ζωής, με γαλλικά, πιάνο και το τρανταχτό γέλιο του σταφιδέμπορα πατέρα. Εκεί συνάντησε τον Διαμαντή.

Εκείνος έπαιζε Καραγκιόζη με τον Χαρίδημο, τον πρύτανη. Ήταν βοηθός καραγκιοζοπαίχτη, μαθητευόμενος και παιδί για όλες τις δουλειές.

Ντελαλούσε τις παραστάσεις, έφτιαχνε φιγούρες και σκηνικά, έστηνε τον μπερντέ, έκοβε εισιτήρια, έδιωχνε τους τζαμπατζήδες και κουνούσε τις βουβές φιγούρες την ώρα της παράστασης.

Ο Καραγκιόζης ήταν η μόνη διασκέδαση του λαού. Σινεμάδες δεν υπήρχαν και τα θέατρα ήταν για τους αστούς. Ούτε καν ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Αν δεν είχε πανηγύρι ή Καραγκιόζη, μουσική ζωντανή δεν άκουγε ο κόσμος. Εκτός κι αν τολμούσε να πάει στα καταγώγια των χασικλήδων.

~~

Οι περισσότεροι ρεμπέτες πρόσφυγες ήταν. Αυτοί έφεραν τις χιτζάζ κλίμακες και τις πάντρεψαν με τις πεντατονικές παλαιοελλαδίτικες, τα άταστα όργανα με τις κιθάρες, το ντέφι με το νταούλι, τα ηπειρώτικα με τον ανατολίτικο καημό, αυτοί ανέβασαν στο πάλκο τις τραγουδιάρες, επάγγελμα που καμιά αξιοπρεπής γυναίκα δεν θα ‘κανε.

Έτσι γεννήθηκε μια νέα μουσική, μέσα απ’ τ’ αποκαΐδια της Μικράς Ασίας και της Κόκκινης Μηλιάς.

Τη Μάρι τη βρήκε να ζητιανεύει η Αργυρώ, που στη Σμύρνη ήταν πλύστρα, κι είχε φάει ψωμί στο νεοκλασικό του σταφιδέμπορα. Τη λυπήθηκε και την πήρε στο μαγαζί που τραγουδούσε, να καθαρίζει.

Εκεί, μέσα στους τεκέδες, με το μάτι να γυαλίζει απ’ το χασίς, την είδε ο Διαμαντής. Της μίλησε, γνωρίστηκαν, την κάλεσε σε παράσταση, βγήκαν, φιληθήκαν, ερωτευτήκαν.

Της ζήτησε να τον παντρευτεί και παράτησε εκείνος τον Χαρίδημο, εκείνη τους τεκέδες, για να γυρίσουν στο χωριό του.

~~

Η Μάρι πήγε ξεβράκωτη στο χωριό, χωρίς προίκα, χωρίς βαλίτσα, χωρίς οικογένεια. Κι εξαρχής όλοι την αντιπάθησαν, γιατί ‘ταν τουρκόσπορος κι είχε στο μάτι της περιφρόνηση, εκείνη που ‘χε ζήσει στο μαργαριτάρι του Αιγαίου, τη Σμύρνη.

Το χειρότερο απ’ όλα για το χωριό ήταν η φωνές που ‘βγαζε η ξένη κάθε βράδυ. Οι γυναίκες στη συνουσία έπρεπε να μένουν σιωπηλές, να δαγκάνουν τα χείλη τους για να μην ακουστούν. Ομως η Μάρι ξεσήκωνε το χωριό με τις κραυγές και τα λαχανητά της.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο καιρό μετά ο Διαμαντής πέθανε.

~~

Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς. Είχε τον λύκο, υπήρχαν τα σημάδια, αλλά μετά χάθηκε. Έμεναν μόνοι τους στην παράγκα τους. Ήταν μοναχοπαίδι κι οι γονείς του είχαν πεθάνει την Εποχή της Μεγάλης Αρρώστιας, που κανείς δεν ήξερε τι ήταν κι από πού ήρθε, αλλά αφάνισε πολύ κόσμο πριν σταματήσει, έτσι απότομα πάλι, να υπάρχει.

Αφού δεν τον έβλεπαν πια στο καφενείο οι συγχωριανοί του πίστεψαν ότι είχε πάει στο νοσοκομείο ή στο σανατόριο, το θανατόριο όπως το λέγαν, εκεί όπου μαζεύονταν οι φθισικοί για να πεθάνουν, σαν τους ελέφαντες στο κρυφό τους νεκροταφείο.

Ένα μήνα μετά, κατακαλόκαιρο χωρίς τζιτζίκια, σκασμένα κι εκείνα απ’ τη ζέστη, ένα μήνα μετά την εξαφάνιση το χωριό βρώμισε. Έψαξαν να βρουν από πού ερχόταν η μυρωδιά και κατάλαβαν ότι ήταν το σπίτι του Διαμαντή και της ξένης.

Μίλησαν οι χωριανοί με τον πρόεδρο και τον παπά, εκείνοι μίλησαν με τον χωροφύλακα της Ωλένης, κι αφού κανείς δεν έκανε τίποτα ανέλαβαν μόνοι τους να λύσουν το μυστήριο.

~~

Πήγαν στο σπίτι και βρήκαν τις πόρτες ανοιχτές. Ήταν μικρό, δυο δωμάτια όλα κι όλα. Στο ‘να η κουζίνα με το τραπέζι, στο άλλο το κρεβάτι. Σαν μπήκαν εκεί μέσα κανά δυο λιποθύμισαν κι οι άλλες έμειναν στήλες άλατος.

Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη γυμνή η Μάρι, μ’ ένα σώμα που μόνο ο διάβολος μπορούσε να ‘χει φτιάξει και τα μάτια να γυαλίζουν. Στο πλάι της ήταν ο Διαμαντής, νεκρός και τουμπανιασμένος, πράσινος, με μύγες να μπαινοβγαίνουν από κάθε τρύπα του.

Έφυγαν τρέχοντας, τραβώντας απ’ τα μαλλιά κείνες που ‘χαν σωριαστεί.

~~

Τα ‘παν στον πρόεδρο και στον παπά, εκείνοι τα ‘παν στον χωροφύλακα της Ωλένης, εκείνος ειδοποίησε τον Πύργο, κι έστειλαν τον γιατρό που ‘ταν για τα εγκλήματα.

Όταν μπήκαν οι χωροφυλάκοι στο δώμα να πάρουν τον νεκρό η Μάρι έμεινε ατάραχη, λες και δεν ήταν πεθαμένος εκείνος που ‘χε δίπλα της, λες και δεν είχε τα στήθια της γυμνά να στοχεύουν το ταβάνι, λες και δεν είχε τα πόδια της ανοιχτά, με το κόκκινο τρίχωμα να λάμπει από ‘κει ανάμεσα.

Δεν ήταν έγκλημα. Ο γιατρός βρήκε ότι ο Διαμαντής είχε πεθάνει από πνευμονία, αφού ο λύκος του ‘χε χαλάσει το ανοσοποιητικό.

Αλλά οι γυναίκες, που ήξεραν ότι οι ανατολίτισσες κατείχαν μυστικές και διαβολικές τέχνες, είπαν ότι του ‘χε κάνει μάγια η ξένη.

Τον σουλούπωσαν όσο μπορούσαν και τον θάψανε ανήμερα της Παναγιάς. Η Μάρι δεν έκλαιγε ούτε έμοιαζε με χήρα, πιο πολύ με την κόρη ενός νεκρού έμοιαζε, δεκάξι χρονών κορίτσι.

Και σαν έφυγαν όλοι απ’ το νεκροταφείο εκείνη έμεινε εκεί, αδάκρυστη κι όρθια, ακούνητη, σαν να ‘τανε το άγαλμα που κάποιος σπουδαίος γλύπτης έφτιαξε για το μνήμα του Διαμαντή.

Είπαν οι γυναίκες ότι το βράδυ ξάπλωσε στο χώμα και ούρλιαζε σαν γάτα ξανά. Μέχρι ότι έμπαινε μέσα στο χώμα είπαν. Αλλά πριν βγει ο ήλιος γύριζε και κλεινόταν στο σπίτι. Έτσι είπαν.

Και τό ‘κανε αυτό για τρεις μήνες, μέχρι που έπεσαν τα πρώτα χιόνια.

Απ’ το σπίτι της δεν έβγαινε. Ζούσε χάρη στα φαγητά που της αφήναν έξω απ’ την πόρτα της. Την αντιπαθούσαν και τη θεωρούσαν μάγισσα και φόνισσα, αλλά δεν μπορούσαν να την αφήσουν να πεθάνει απ’ την πείνα. Κανείς δεν πεινούσε, όσο υπήρχε φαΐ στο χωριό.

Κι ο Θανάσης της πήγαινε αυτά που περισσεύαν απ’ το τραπέζι τους, παρακούοντας τη μάνα του που τον ξόρκιζε να μην μπει μέσα.

~~

Πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη, ήρθε πάλι το καλοκαίρι, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι εποχές από τότε που υπάρχει κόσμος. Το χωριό σπάνια μιλούσε για τη Μάρι, σαν να ‘ταν κι εκείνη νεκρή, ξεχασμένη.

Ώσπου ένα βράδυ του Ιούλη, που ‘χε ματωμένο φεγγάρι, ακούστηκαν απ’ το σπίτι του Διαμαντή λέξεις και φωνές και ουρλιαχτά. Ήταν η Μάρι που φώναζε στα ελληνικά, έβριζε στα τούρκικα και καταριόταν σε γλώσσες άγνωστες, προελληνικές, ακατάληπτες.

Όλη νύχτα κράτησε η αγωνία και κανείς δεν έκλεισε μάτι απ’ τον φόβο του. Μέχρι που το πρωί, λίγο πριν δύσει ο Αυγερινός, ακούστηκε κλάμα νεογνού απ’ το σπίτι της φόνισσας.

Πήγε η Μαμή και βοήθησε να ελευθερωθεί, να ζήσει το μωρό. Η Μάρι είχε γεννήσει ένα αγόρι, όμως το μέτρημα δεν έβγαινε. Είχαν περάσει έντεκα μήνες από τότε που θάψανε τον Διαμαντή.

Οι άντρες γελούσαν στο καφενείο κι έλεγαν πως ήταν το διαβολόπαιδο, ο Θανάσης, που ‘χε κάνει τη ζημιά. Οι γυναίκες είχαν άλλη γνώμη. Πίστευαν ότι η ξένη είχε κάνει παιδί με τον νεκρό, με μάγια.

Και λίγες μέρες μετά έγιναν πράγματα που έκαναν και τους άντρες να τρομάξουν.

~~

Το πρώτο σημάδι ήταν ένα κατσίκι με δυο κεφάλια. Μετά μια δεντρογαλιά που μπήκε στην εκκλησία κι έκανε τη φωλιά στον γυναικωνίτη και γέννησε εκεί. Έπειτα πέθανε ένα μωρό, αβάφτιστο, στα καλά καθούμενα. Έτσι όπως κοιμόταν σταμάτησε να αναπνέει.

Όλο το χωριό, κι οι άντρες που πριν γελούσαν, πήγαν στον πρόεδρο και πήγαν στον παπά, κι είπαν να διώξει τη διαβόλισσα απ’ το χωριό, να κάνουν λιτανεία, ξορκισμό, κάτι να κάνουν.

Ο παπάς είπε να τη διώξουν, αλλά να περιμένουν να σαραντίσει το μωρό της, για να μπορεί να βγει απ’ το σπίτι.

Κι όταν έφτασε εκείνη η μέρα ξεκίνησαν απ’ την εκκλησία με την εικόνα του Άι-Δημήτρη για να τους φυλάει και πήγαν στο σπίτι του Διαμαντή για να διώξουν τη μάνα και το παιδί.

Τη βρήκαν γυμνή, όπως την είχε πλάσει ο διάβολος, να θηλάζει το μωρό της. Τα μάτια των αντρών αγρίεψαν απ’ το θέαμα κι όρμησαν να την πνίξουν. Αλλά δεν τόλμησαν να την αγγίξουν, ν’ αγγίξουν το δέρμα της που ‘ταν γυαλιστερό κι είχε πάνω της σημάδια σαν γράμματα. Έμειναν δίπλα της, βρίζοντας και θαυμάζοντας, γιατί τέτοιο σώμα, γυμνό και διαβολικό, δεν είχαν ματαδεί.

Η Μάρι ατάραχη περίμενε το μωρό της να χορτάσει γάλα. Μετά πέρασε ανάμεσα απ’ τους άντρες και το άφησε στην αγκαλιά της Ειρήνης, της μπακάλισσας που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.

Έπειτα γύρισε, βγήκε απ’ το σπίτι κι έφυγε.

~~{}~~

Περίμενα τη Μάρω να πει κάτι παραπάνω, να τελειώσει την ιστορία. Εκείνη σηκώθηκε, έκανε το σταυρό της, πήγε στον πάγκο της κουζίνας και με ρώτησε αν ήθελα συκαλάκι.

– Κάτσε, κάτσε. Η Μάρι έφυγε; Έφυγε; Πώς έφυγε δηλαδή; Πού πήγε;
– Χάθηκε. Και κανείς δεν την ξανάδε ούτε ξανάκουσε γι’ αυτήν.
– Ήταν γυμνή. Μια γυναίκα γυμνή. Δεν χάνονται έτσι απλά οι άνθρωποι, ειδικά οι γυμνές γυναίκες.
– Ποιος το λέει αυτό;
– Η κοινή λογική.

Η Μάρω στράφηκε ολότελα. Δεν με κοίταξε.

– Την άλλη μέρα ο Μπακάνας πέρασε απ’ το νεκροταφείο, πηγαίνοντας στις ελιές του. Ο τάφος του Διαμαντή ήταν σκαμμένος. Και το κιβούρι του ήταν άδειο.

Αυτά τα λόγια τα είπε σαν να ήταν απάντηση στην αντίληψη μου για την κοινή λογική.

– Και τι σημαίνει αυτό;
– Εσύ τι καταλαβαίνεις;
– Τίποτα.
– Και τι ρωτάς εμένα; Εσύ ‘σαι νέος και μορφωμένος. Αν δεν καταλαβαίνεις εσύ τι περιμένεις από μένα;

Ένιωσα την ειρωνία ως το κόκαλο, λες και με χτυπούσε τρόλεϊ καθώς έκανα πίσω για να δω τη Σαγράδα Φαμίλια.

– Και το μωρό, το αγόρι, είναι ο παππούς μου;
– Μπακάλικο δεν είχε; Βελλερεφόντης δεν είναι το επίθετο σου;
– Ναι, αλλά…

Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το “αλλά”. Πάνω που νόμιζα ότι θα έβρισκα τις ρίζες μου, έβρισκα τον εαυτό μου να πλανιέται ανάμεσα σε μύθους, δεισιδαιμονίες, ιστορίες και Ιστορία.

Ο Θανάσης πεθαμένος κάπου στο Σικάγο, μπορεί με τα δυο πόδια στο τσιμέντο. Η Μάρι γλίτωσε απ’ τη Σμύρνη με το μάτι να γυαλίζει και χάθηκε γυμνή στα δάση της Αρκαδίας. Και το μωρό του νεκρού, ο παππούς μου, μεγάλωσε ανάμεσα σε ράφια με ζάχαρη, αλεύρι και κονσέρβες, πριν τον στείλουν οι κομμουνιστές με το γράμμα στην τσέπη.

Σηκώθηκα αργά, λες και κουβαλούσα τα χρόνια της Μάρως.

– Κι όμως… Μοιάζω με τον Θανάση.
– Φτυστός είσαι.
– Αυτό δεν αποδεικνύει κάτι;

Η Μάρω δεν μίλησε, μόνο με οδήγησε στην πόρτα.

– Η μόνη βεβαιότητα, ξεκίνησα να λέω, αλλά με σταμάτησε.
– Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι κάποτε σκαρφάλωνα στα δέντρα και χόρευα στα πανηγύρια και τώρα δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Κι ο Βασίλης, επάνω, δούλευε απ’ το χάραμα στο χωράφι κι έπινε μια νταμιτζάνα κρασί στην καθισιά του και τώρα χέζεται πάνω του.

Άνοιξε την πόρτα για να φύγω, χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Γύρισα στο σπίτι και βρήκα τον Τηλέμαχο στην αγκαλιά της Νέλλης, της μάνας του. Τους αγκάλιασα κι εγώ.

Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι τίποτα δεν διαρκεί πολύ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η συνέχεια εδώ Ο κατακλυσμός του τραγοπόδαρου