Αλόνζ ανφά ντε λα πατρί

0
1801

900 Γάλλοι βουλευτές τραγουδάνε συγκινημένοι τη Μασσαλιώτιδα.

900 Γάλλοι βουλευτές μπαίνουν στα αυτοκίνητα και γυρνάνε σπίτι, όπου θα θα δουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση και θ’ αναρωτηθούν αν φορούσαν σωστό χρώμα γραβάτας κι αν έδειχναν αρκετά συγκινημένοι.

Ο Ολάντ ξαπλώνει στο κρεβάτι με τη Σεγκολέν και της λέει: “Τραγούδα μου τη Μασσαλιώτιδα”.

Ο Σαρκοζί ανεβαίνει σε μια καρέκλα για να φτάσει ως το πολύφωτο να κρεμαστεί: “Μον ντιέ! Κέλ καταστρόφ! Γιατί να μη συμβεί επί της προεδρίας μου αυτή η επίθεση;”

Το αεροπλανοφόρο με τ’ όνομα του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ ξεκινάει για τη Μέση Ανατολή. Οι Γάλλοι στρατιώτες δεν ανησυχούν. Ξέρουν ότι θα βομβαρδίσουν από μακριά, με έξυπνες βόμβες που πλήττουν μόνο τζιχαντιστές, ποτέ αμάχους, ποτέ νοσοκομεία, ποτέ φτωχογειτονιές κι ερείπια.

Οι γαλλικές βιομηχανίες οπλικών συστημάτων βλέπουν τα κέρδη και τις μετοχές τους να εκτοξεύονται.

Η Μέρκελ τσαντισμένη: “Δεν θ’ αφήσουμε τον γυαλάκια να μας πάρει όλη τη δόξα, όλο το πετρέλαιο, όλα τα λεφτά. Έχουμε κι εμείς πολεμική βιομηχανία. Οι Γερμανοί εμπόροι όπλοι τι θα κάνουν; Κλέφτες θα γίνουν;”

Ο Ομπάμα συναντάει το διαφημιστικό του επιτελείο. Θα ωφελήσει στην εικόνα μου η εμπλοκή; Να στείλουμε αεροπλανοφόρα; Να βομβαρδίσουμε το Ιράν; Να ρίξουμε τη βόμβα, ΤΗ βόμβα στη Συρία; Σε ποια γαλοπούλα θα δώσω χάρη τη μέρα των Ευχαριστιών; “Να βγείτε και να τραγουδήσετε τον εθνικό ύμνο στο Σούπερ Μπόουλ”, προτείνει ένας νέος διαφημιστής, ο ίδιος που προμοτάρει τον Τζάστιν Μπίμπερ.
“Oh, say can you see by the dawn’s early light
What so proudly we hailed at the twilight’s last gleaming?”

Ο Ασάντ πίνει σαμπάνια στο Μονακό. “Χαχα, να δεις που θα με παρακαλάνε να γυρίσω πίσω. Αλλά δεν θα το κάνω χωρίς ανταλλάγματα. Η Συρία είναι δική μου.”

Ο Ερντογάν χτενίζει το μουστάκι του και κάθεται στον χρυσό του θρόνο. “Θα χρειαστούν τη βοήθεια μου ενάντια στην τρομοκρατία”, σκέφτεται.
Και τρομοκράτες γι’ αυτόν είναι οι Κούδροι.

Ο Τσίπρας κοιτιέται στον καθρέφτη και δοκιμάζει νέες γκριμάτσες. Διακόπτει την εξάσκηση για να στείλει ένα μήνυμα: “Η δημοκρατία θα νικήσει #prayforparis”.

Οι Γερμανοί χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Βέλγοι χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Πολωνοί χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Αυστριακοί χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Ούγγροι χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Σκοπιανοί χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.
Οι Ευρωπαίοι χτίζουν τοίχους και τραγουδάνε τον εθνικό τους ύμνο.

Και ξεφυσάνε ανακουφισμένοι οι Ευρωπαίοι. Ο πόλεμος θα φέρει ειρήνη. Ας πληρώσουμε κάτι παραπάνω, ας πάρουν μερικά σπίτια κακοπληρωτών, ας βγει ο στρατός στους δρόμους, ας απαγορευτεί η κυκλοφορία, αρκεί να νιώθουμε ασφαλείς. Ο πόλεμος θα φέρει ειρήνη.

Οι τζιχαντιστές πανηγυρίζουν. Ο πόλεμος τους τρέφει. Κάθε νεκρός μουσουλμάνος σημαίνει δέκα νέους στρατιώτες, δέκα φανατικούς, δέκα καμικάζι, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ. Ο πόλεμος τρέφει το τέρας.

~~{}~~

Κι ένα παιδί, στη Γαλλία, στη Συρία, στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία, στην Αίγυπτο, στη Βενεζουέλα, στη Μαγαδασκάρη, στη Νορβηγία, ένα παιδί, πέντε χρονών περίπου, ρωτάει τον πατέρα του γιατί γίνονται πόλεμοι.

Ο πατέρας σκέφτεται: “Καλύτερα να με ρωτούσε πώς γίνονται τα παιδιά”.

“Γιατί γίνονται πόλεμοι, μπαμπά;” επιμένει το παιδί.
“Για να έχουμε όλ’ αυτά που έχουμε”, λέει εκνευρισμένος και δείχνει το δωμάτιο.
“Για να έχουμε τοίχους;”
“Για να έχουμε ειρήνη”, απαντάει ο πατέρας, χαρούμενος που βρήκε λύση.
“Οι πόλεμοι γίνονται για να έχουμε ειρήνη;”
“Είναι ώρα να κοιμηθείς τώρα, μικρό μου”, παρεμβαίνει η μητέρα, λυτρώνοντας τον μπαμπά.

Λίγο μετά το παιδί είναι ακόμα ξύπνιο, με ανοικτό το φως. Ο πατέρας πάει να το κλείσει.
“Αν γίνει πόλεμος θα πολεμήσεις κι εσύ, μπαμπά;”
“Αν χρειαστεί, ναι!”
“Και θα πεθάνεις;”
“Όχι, όχι, θα ζήσω.”

Το φιλάει και το σκεπάζει.
“Μπαμπά;”
“Ναι.”
“Τα παιδιά πολεμάνε στον πόλεμο;”
“Όχι, τα παιδιά δεν πολεμάνε.”
“Ούτε πεθαίνουν στον πόλεμο;”

Ο πατέρας κοιτάει τα μάτια του. Θυμάται πώς ήταν όταν το πρωτοείδε, νεογέννητο, σαν ροζ μπιφ με μάτια.

“Όχι”, του λέει, “τα παιδιά δεν πεθαίνουν ποτέ.”

Το φιλάει και φεύγει γρήγορα, για να μην τον δει να κλαίει.

Στην τηλεόραση δείχνει 900 βουλευτές να τραγουδάνε:
“Αλόνζ ανφά ντε λα πατρί”.